podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Σφουγγάρης και ο Γίγαντας

Οι Βέλγοι, με χιούμορ και βρώμικα κόλπα, μας διηγούνται την ιστορία του Σφουγγάρη, ενός άσκημου αλλά παμπόνηρου νέου που τελικά κατάφερε να πετύχει παρ' όλες τις αντιξοότητες!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει βία, βία ενάντια σε ζώα


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Σφουγγάρης και ο Γίγαντας


Ήταν μια φορά ένας νεαρός του οποίου το πρόσωπο είχε πάθει τόση ζημιά από την ευλογιά, που όλοι τον έλεγαν Σφουγγάρη. Από την ημέρα που γεννήθηκε, ο Σφουγγάρης ήταν πηγή μεγάλου άγχους για τους γονείς του και όσο μεγάλωνε τόσο χειροτέρευε η κατάστασή του. Ήταν ατίθασος, ταραχοποιός και κανείς δεν ήξερε τι να κάνει για να τον τιθασέψει. Ούτε τα μαθήματά του διάβαζε, μα ούτε και σε δουλειά έμενε για πάνω από μια μέρα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τρώει κάπαρη και να κάνει φάρσες στους συγχωριανούς του. Μια μέρα, οι απελπισμένοι γονείς ζήτησαν βοήθεια από τον καλό τους φίλο το νεωκόρο του χωριού, που συχνά ερχόταν σπίτι τους, να καπνίσει την πίπα του και να τα πει με τον πατέρα του Σφουγγάρη: “Μην ανησυχείτε φίλοι μου”, τους είπε ο νεωκόρος. “Ξέρω από νεαρούς με την συμπεριφορά του γιού σας και σας εγγυώμαι ότι είναι εύκολο να τους κάνει κανείς καλά, αρκεί να ξέρει πώς. Αφήστε το σε μένα. Αυτό που του χρειάζεται για να συνέλθει είναι να τρομάξει για τα καλά, θα το αναλάβω εγώ”.


Ως εδώ όλα καλά. Οι γονείς του Σφουγγάρη άλλο που δεν ήθελαν να βρεθεί μια λύση για να ηρεμήσει πια ο ανεξέλεγκτος γιός τους και έτσι ο νεωκόρος έβαλε το σχέδιό του σε δράση. Το ίδιο βράδυ κιόλας άσπρισε το πρόσωπο του με αλεύρι, φόρεσε ένα άσπρο σεντόνι και περίμενε πίσω από ένα δέντρο στην άκρη ενός δρόμου απ΄ όπου ήξερε ότι θα περνούσε αργότερα ο Σφουγγάρης.


Το φεγγάρι ήταν στα σκοτεινά του και το μέρος όπου είχε στήσει καρτέρι ο νεωκόρος πολύ απομονωμένο. Περίμενε και περίμενε ώσπου άκουσε τον Σφουγγάρη να πλησιάζει σφυρίζοντας ανέμελα. Τότε πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του κουνώντας τα χέρια του απειλητικά:

Γεια! Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Σφουγγάρης.


Ο νεωκόρος προσπάθησε να βγάλει έναν απόκοσμο ήχο.


Τι τρέχει; Είσαι άρρωστος; Αν δεν έχεις σκοπό να μου απαντήσεις τότε κάνε πέρα γιατί βιάζομαι, του είπε βαριεστημένα ο νεαρός.


Ο νεωκόρος μούγκρισε ξανά και ξανακούνησε τα χέρια του.


Έλα τώρα! φώναξε ο Σφουγγάρης. Δεν θα τη βγάλουμε εδώ όλο το βράδυ. Πες μου τι θες να πάω κι εγώ στη δουλειά μου.


Μην παίρνοντας απάντηση από τη λευκή φιγούρα και εμφανώς ενοχλημένος, ο Σφουγγάρης κατέβασε ένα κλαδί που κρατούσε στο κεφάλι της φιγούρας. Ο νεωκόρος έπεσε στο έδαφος αναίσθητος και ο Σφουγγάρης, αφού τον κοίταξε καλά καλά και τον αναγνώρισε μέσα από όλο αυτό το αλεύρι, συνέχισε το δρόμο του σφυρίζοντας σαν και πριν.


Σαν έφτασε σπίτι, οι γονείς του τον κοίταξαν ανήσυχοι. Αναρωτιόνταν πώς να είχε πάει το σχέδιο του φίλου τους του νεωκόρου, αν και ο γιος τους δεν φαινόταν καθόλου φοβισμένος. Κάθε άλλο, έκατσε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει το φαγητό του όλο όρεξη. Καθώς μασούσε το κρεμμύδι του είπε στους γονείς του:

Μου συνέβη κάτι πολύ αστείο νωρίτερα. Καθώς περνούσα απ’ έξω από το νεκροταφείο εμφανίστηκε μπροστά μου μια λευκή φιγούρα.

Μ-μια λευκή φιγούρα; ψέλλισε ο πατέρας του. Αυτό είναι τρομερό! Και τι έκανες;

Τι έκανα; απάντησε ο Σφουγγάρης γελώντας. Του κοπάνησα μια στο κεφάλι με το ρόπαλο μου. Σωριάστηκε σαν τσούνι και πιστεύω ότι δεν θα ξαναδοκιμάσει να τρομάξει περαστικούς από δω και μπρος.

Αχ, αχάριστο παιδί! φώναξε ο πατέρας του και σηκώθηκε από τη θέση του. Αυτός που χτύπησες ήταν ο καλός μου φίλος, ο Γιάν. Το καλό που σου θέλω να μην τον σκότωσες.

Και να τον σκότωσα, αυτός φταίει. Δεν έπρεπε να μου κάνει τέτοια πλάκα.


Αλλά ο πατέρας του φώναξε και τον μάλωσε τόσο, που ο Σφουγγάρης βαρέθηκε μετά από λίγο και πήγε στο κρεββάτι του μουρμουρίζοντας: “Δεν θα το ανεχτώ αυτό άλλο”, είπε ο Σφουγγάρης στον εαυτό του. “Αφού κανείς δεν με σέβεται σ΄ αυτό το χωριό, κι εγώ θα φύγω να αναζητήσω την τύχη μου αλλού κι ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους”.


Το επόμενο πρωί, ο Σφουγγάρης έβαλε στο δισάκι του μια φρατζόλα ψωμί και ένα κομμάτι τυρί και, χωρίς να πει σε κανέναν ότι έφευγε, ξεκίνησε το ταξίδι του προς το άγνωστο. Μαζί του πήρε και ένα σπουργίτι που είχε εκπαιδεύσει από τότε που βγήκε από το αυγό του. Αφού περπάτησε αρκετά, βρέθηκε μπροστά σε ένα πυκνό δάσος και, κουρασμένος, έκατσε στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου να ξεκουραστεί.


Σε αυτό το δάσος όμως ζούσε ένας γίγαντας, ένα πλάσμα πιο τρομερό απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Από το κούτελό του έβγαιναν δυο κέρατα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του περισσότερο θύμιζαν αυτά ενός κτήνους παρά ανθρώπου και τα νύχια του ήταν γαμψά. Ο γίγαντας περνιόταν για αφέντης ολάκερου του δάσους και τιμωρούσε όποιον καταπατούσε την περιοχή του. Έτσι, σαν είδε τον Σφουγγάρη, θύμωσε πολύ και ξερίζωσε ένα δέντρο να το χρησιμοποιήσει για ρόπαλο. Πλησίασε τον νεαρό, ο οποίος καθόταν με τα μάτια του κλειστά και τον χτύπησε στον ώμο.


Αλλά ο Σφουγγάρης δεν κοιμόταν, παραήταν προσεκτικός για να αποκοιμηθεί σ΄ένα τόσο άγνωστο περιβάλλον. Για την ακρίβεια, είχε δει τον γίγαντα πριν τον δει εκείνος και υπολόγισε ότι ο μόνος τρόπος να του ξεφύγει ήταν να μείνει ήρεμος και έτοιμος. Όταν ο γίγαντας τον χτύπησε, εκείνος άνοιξε τα μάτια του τεμπέλικα και είπε χασμουριώντας:

Αυτές οι αναθεματισμένες μύγες δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς με την ησυχία σου…

Θα κοιμηθείς για πάντα σε μια στιγμή, μουρμούρισε ενοχλημένος ο γίγαντας από την αδιαφορία του Σφουγγάρη. Για να δούμε αν σ' αρέσει αυτό! και χτύπησε τον Σφουγγάρη στον άλλο ώμο με διπλάσια δύναμη.

Να τις πάλι, με τσιμπάνε! είπε ο Σφουγγάρης σκουπίζοντας τον ώμο του σα να έδιωχνε σκόνη. Τσιμπάνε πιο δυνατά από αυτή τη μεριά τώρα. Νομίζω ήρθε η ώρα να φεύγω.


Και σηκώθηκε να φύγει αλλά σταμάτησε έκπληκτος προσποιούμενος ότι έβλεπε για πρώτη φορά τον γίγαντα:

Α, ώστε εσύ ήσουν; Γιατί με γαργαλάς ενώ προσπαθώ να κοιμηθώ; Αν δεν ήμουν καλός άνθρωπος, θα σε είχα καρυδώσει τώρα.

Θα πρόσεχα τα λόγια μου στη θέση σου, είπε θυμωμένα ο γίγαντας. Έχω τη δύναμη είκοσι ανδρών και θα μπορούσα να σε λιώσω στα χέρια μου σαν μύγα.

Πφ! είπε ο Σφουγγάρης. Τα λόγια είναι εύκολα. Δεν αντιλέγω πως θα μπορούσες να σκοτώσεις ολόκληρη διμοιρία με ένα σου φύσημα. Αλλά μόνο λες ότι είναι εύκολο ενώ εγώ θέλω απόδειξη της δύναμής σου.

Απόδειξη! ούρλιαξε ο γίγαντας. Κοιτά αυτό! Θα πετάξω μια πέτρα στον αέρα και θα κάνει ένα τέταρτο της ώρας να κατέβει.


Και με αυτό, ο γίγαντας σήκωσε ένα βράχο από το έδαφος και τον πέταξε ψηλά. Όντως πέρασε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας μέχρι να πέσει στα πόδια τους:


Μπορείς εσύ να κάνεις κάτι τέτοιο; ρώτησε ο γίγαντας περήφανα.

Το πιο εύκολο, απάντησε ο Σφουγγάρης. Θα πετάξω μια πέτρα τόσο ψηλά, που δεν θα κατέβει καθόλου!


Ο Σφουγγάρης τότε έσκυψε, σήκωσε ένα βότσαλο και το έδειξε στον γίγαντα. Επιδέξια όμως πρόλαβε και αντάλλαξε το βότσαλο με το σπουργίτι χωρίς να το πάρει χαμπάρι ο γίγαντας, ο οποίος δεν είχε και πολύ καλή όραση και, κακά τα ψέματα, δεν ήταν και πολύ έξυπνος:

Ένα, δύο, τρία! φώναξε ο Σφουγγάρης και πέταξε το σπουργίτι στον αέρα, το οποίο βέβαια

δεν κατέβηκε ποτέ.

Μπα μπα, είπε ο γίγαντας. Πρώτη μου φορά βλέπω κάτι τέτοιο. Είσαι καλός στο να πετάς πετραδάκια ψηλά. Αλλά μπορείς να κάνεις αυτό; και ο γίγαντας σήκωσε μια άλλη μεγάλη πέτρα, την πίεσε ανάμεσα στα χέρια του μέχρι που έγινε σκόνη.

Ναι, φαίνεται δύσκολο, είπε ο Σφουγγάρης. Αλλά νομίζω ότι μπορώ να κάνω κάτι ακόμη καλύτερο. Ο κάθε τυχαίος μπορεί να κάνει σκόνη μια πέτρα αν είναι αρκετά δυνατός. Αλλά θέλει στ’ αλήθεια δεξιότητα για να βγάλει κανείς το ζουμί από μια πέτρα. Κοίτα εδώ!


Και ο Σφουγγάρης έβγαλε στα γρήγορα ένα κομμάτι τυρί από το δισάκι του και το έσφιξε μέσα στην παλάμη του, μέχρι που ζουμιά άρχισαν να τρέχουν ανάμεσα στα δάχτυλα του:

Θαυμάσιο! είπε εντυπωσιασμένος ο γίγαντας. Παραδέχομαι την ήττα μου. Έλα, ας συνεταιριστούμε, πού θα βρεθούν δυο όμοιοί μας σε όλον τον κόσμο;

Σύμφωνοι, απάντησε ο Σφουγγάρης. Αλλά τι θα κάνουμε;

Χαίρομαι που ρώτησες. Ο βασιλιάς αυτού του τόπου έχει τάξει το χέρι της κόρης του και μια μεγάλη περιουσία σε όποιον καταφέρει να σκοτώσει τρία κτήνη που του ρημάζουν το βασίλειο. Μου φαίνεται πως οι δυο μας θα μπορέσουμε να φέρουμε αυτή την αποστολή εις πέρας. Εσύ με την εξυπνάδα σου μπορείς να παγιδεύσεις τα κτήνη κι εγώ με τη δύναμή μου μπορώ να τα σκοτώσω. Μετά θα μοιραστούμε την αμοιβή.


Τα συμφωνήσανε λοιπόν και χωρίς να χάσουν καιρό ξεκίνησαν για το παλάτι του βασιλιά. Σαν έφτασαν, του έστειλαν αίτημα για ακρόαση:

Θέλετε τώρα να πιστέψω, είπε ο βασιλιάς αφού άκουσε την ιστορία του γίγαντα, ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις αυτά τα τρομερά τέρατα με τη βοήθεια αυτού του σημαδεμένου τιποτένιου;

Όχι τόσο δυνατά Μεγαλειότατε, ψυθίρισε ο γίγαντας. Ο φίλος μου είναι λίγο ευαίσθητος με την εμφάνισή του και αν σας ακούσει να λέτε τέτοια λόγια σίγουρα θα γκρεμίσει ολάκερο το παλάτι σας.

Τι μου λες, είπε ψυθιριστά και ο βασιλιάς, κοιτάζοντας ανήσυχα τώρα τον μικροκαμωμένο νεαρό. Δοκιμάστε την τύχη σας, λοιπόν. Τα τρία κτήνη είναι μια αρκούδα, ένας μονόκερως και ένας αγριόχοιρος και κρύβονται σ΄ ένα δάσος εδώ κοντά. Εκεί θα τα βρείτε, αλλά προσέξτε, έχουν σκοτώσει δεκάδες από τους καλύτερους άνδρες μου.

Μην ανησυχείτε Μεγαλειότατε, τον καθησύχασε ο γίγαντας. Για μας θα είναι παιχνιδάκι.


Αφού έφαγαν και ήπιαν, οι δυο συνεργάτες κίνησαν για το δάσος όπου κρύβονταν τα τρία κτήνη: “Πρέπει να καταστρώσουμε σχέδιο”, είπε ο Σφουγγάρης στον γίγαντα. “Άκου τι λέω να κάνουμε, να πας εσύ στο κέντρο του δάσους κι εγώ να μείνω εδώ, στην άκρη του. Έτσι, όταν θα τα βρεις εσύ και θα τα κυνηγήσεις έξω από το δάσος, εγώ θα είμαι εδώ και θα σας περιμένω. Τότε τα κτήνη δεν θα ξέρουν από που να φύγουν”.


Ο γίγαντας συμφώνησε. Μπήκε μέσα στο δάσος, ενώ ο Σφουγγάρης έμεινε απ’ έξω περιμένοντας να δει τι θα γινόταν. Δεν περίμενε και πολύ, ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχος, μετά σαν κάτι να ξεριζώθηκε και να σου η αρκούδα βγήκε τρέχοντας από το δάσος καταπάνω στον Σφουγγάρη. Στον Σφουγγάρη δεν άρεσε καθόλου έτσι όπως τον κοίταζε η αρκούδα και είπε να κρατήσει αποστάσεις μεταξύ τους. Κοίταξε τριγύρω και είδε μια βελανιδιά, τη σκαρφάλωσε και έκατσε ψηλά στα κλαδιά της. Η αρκούδα όμως τον είχε δει, σηκώθηκε στα πίσω πόδια της, έβγαλε έναν βρυχηθμό και πήγε κατευθείαν στη βελανιδιά την οποία και άρχισε να σκαρφαλώνει. Λίγο ακόμα και θα τον είχε φτάσει. Τότε ο Σφουγγάρης είδε ότι η βελανιδιά είχε μια κουφάλα, χώθηκε μέσα και οδηγήθηκε κάτω και έξω από το δέντρο. Η αρκούδα τον ακολούθησε στην κουφάλα, αλλά το άνοιγμα για να βγει έξω ήταν πολύ μικρό γι’ αυτήν και έτσι έμεινε εγκλωβισμένη μέσα στη βελανιδιά, με τις φωνές της ν΄ αντιλαλούν σε ολόκληρο το δάσος.


Αμέσως μετά φάνηκε και ο γίγαντας, που βγήκε τρέχοντας από το δάσος:

Είδες την αρκούδα Σφουγγάρη; Την κυνήγησα προς το μέρος σου.

Μην ανησυχείς, την έκλεισα εκεί μέσα να είναι ασφαλής, είπε ειρωνικά ο Σφουγγάρης.


Ο γίγαντας τότε έτρεξε προς το δέντρο και με μια ροπαλιά ξεφορτώθηκε την αρκούδα για πάντα. Την τράβηξε από την κουφάλα και την φόρτωσε στους ώμους του. Οι δυο τους επέστρεψαν στο παλάτι και στο δρόμο συγχαίρονταν ο ένας τον άλλο για την επιτυχία τους.


Τους έμενε τώρα ο μονόκερως και ο αγριόχοιρος. Την επόμενη μέρα ο γίγαντας ξαναμπήκε στο δάσος και, μιας και το σχέδιο τους ήταν επιτυχές είπαν να το επαναλάβουν. Ο γίγαντας θα πήγαινε να βρει τον μονόκερω και θα τον κυνηγούσε έξω από το δάσος, ενώ ο Σφουγγάρης θα τους περίμενε στην άκρη του.


Αυτή τη φορά πέρασε λίγη παραπάνω ώρα και ο Σφουγγάρης, ακουμπισμένος στη βελανιδιά, κόντεψε να αποκοιμηθεί. Τότε ακούστηκαν οπλές να πλησιάζουν από τη μεριά του δάσους και σύντομα εμφανίστηκε μπροστά του ο μονόκερως που, βλέποντας τον Σφουγγάρη, του επιτέθηκε αμέσως βγάζοντας φωτιές από τα ρουθούνια του. Τόση ήταν η φόρα του που δεν πρόλαβε να σταματήσει και το κέρας του καρφώθηκε στο κέντρο της βελανιδιάς. Πάλεψε και κλώτσησε εξοργισμένος, αλλά μάταια προσπάθησε να ελευθερωθεί. Σαν κατέφτασε και ο γίγαντας, ο Σφουγγάρης του έδειξε το κτήνος κι εκείνος το σκότωσε με μια ροπαλιά:

Καλά δεν τα καταφέραμε και αυτή τη φορά; είπε ο Σφουγγάρης στον γίγαντα καθώς επέστρεφαν στο παλάτι.

Μα είμαστε καταπληκτικοί, του απάντησε ειλικρινά ο γίγαντας.


Είχαν τώρα να πιάσουν μόνο τον αγριόχοιρο και την επόμενη μέρα τράβηξαν κατά το δάσος. Εφάρμοσαν το ίδιο σχέδιο, αλλά αυτή τη φορά ο Σφουγγάρης έμεινε ξύπνιος και συγκεντρωμένος. Όταν ο αγριόχοιρος βγήκε με φούρια από το δάσος, ο Σφουγγάρης άρχισε να τρέχει προς το βασιλικό παρεκκλήσι. Το κτήνος τον ακολούθησε και ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικό, με τα φλεγόμενα μάτια του, τους κοφτερούς χαυλιόδοντές του και τις τρίχες στην πλάτη του μυτερές σαν σκαντζόχοιρου. Ο Σφουγγάρης μπήκε στο παρεκκλήσι και ο αγριόχοιρος τον πήρε στο κατόπι. Άρχισαν να κυνηγιούνται γύρω από τα καθίσματα, στους διαδρόμους και μέσα κι έξω από το ιερό. Ο Σφουγγάρης τότε σήκωσε μια καρέκλα και την πέταξε σε ένα παράθυρο που έγινε θρύψαλα κι έτσι κατάφερε να διαφύγει. Ο αγριόχοιρος έμεινε να κοιτά μπερδεμένος το σπασμένο τζάμι και έτσι ο Σφουγγάρης πρόλαβε να γυρίσει στο μπροστινό μέρος του κτηρίου και να κλειδαμπαρώσει τον αγριόχοιρο μέσα στο παρεκκλήσι. Έσπασε ακόμα δυο τζάμια και βάλθηκε να περιμένει ακουμπισμένος στον τοίχο του παρεκκλησιού λιμάροντας τα νύχια του. Σύντομα έφτασε και ο γίγαντας:

Πού είναι ο αγριόχοιρος; Τον άφησες να μας ξεφύγει; είπε λαχανιασμένος από το τρέξιμο.

Ηρέμησε, του απάντησε ο Σφουγγάρης. Είναι εκεί μέσα, ασφαλής. Δεν είχα που να τον βάλω κι έτσι τον πέταξα μέσα από το παράθυρο.

Μα τι θαυμάσιος νεαρός που είσαι! είπε ο γίγαντας ευχαριστημένος. Σκαρφάλωσε μέσα στο παρεκκλήσι από το σπασμένο παράθυρο και σκότωσε τον αγριόχοιρο με μια ροπαλιά. Τον φόρτωσε στην πλάτη του και πήρε τον δρόμο για το παλάτι μαζί με τον Σφουγγάρη.


Στο δρόμο ο γίγαντας κουράστηκε μιας και το κτήνος ήταν θεόρατο και είπε να κάτσει να ξεκουραστεί για λίγο:

Δεν είναι ότι δεν μπορώ να το πάω μέχρι το παλάτι, είπε ο γίγαντας σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του, αλλά θα μπορούσες κι εσύ να το κουβαλήσεις για λίγο;

Α, όχι, είπε ενοχλημένος ο Σφουγγάρης. Η συμφωνία μας ήταν να αιχμαλωτίσω το κτήνος και αυτό το έκανα, δεν θα κάνω κάτι άλλο.


Έτσι ο γίγαντας πάλεψε να κρατήσει τον αγριόχοιρο στους ώμους του μέχρι το παλάτι, αγκομαχώντας κάθε λίγο, ενώ ο Σφουγγάρης περπατούσε χαμογελαστός κι ανάλαφρος, κρυφογελώντας που είχε αποφύγει τέτοια αγγαρεία.


Σαν έφτασαν στο παλάτι παρουσίασαν και το τελευταίο κτήνος στον βασιλιά και ζήτησαν την αμοιβή τους. Τότε όμως παρουσιάστηκε μια δυσκολία - η περιουσία μπορούσε να μοιραστεί, αλλά η πριγκίπισσα όχι:

Εγώ πρέπει να την πάρω, είπε ο γίγαντας, αφού εγώ σκότωσα και τα τρία κτήνη.

Κάθε άλλο, διαφώνησε ο Σφουγγάρης. Δική μου γυναίκα πρέπει να γίνει, αφού εγώ τα έπιασα.

Αν δεν τα είχα σκοτώσει εγώ, τι κι αν τα είχες αιχμάλωτα; είπε ο γίγαντας.

Μα πώς θα τα είχες σκοτώσει αν δεν τα είχα αιχμαλωτίσει; ερωταπάντησε ο Σφουγγάρης.


Και ξεκίνησαν οι δυο τους να διαφωνούν, κανείς τους δεν υποχωρούσε και άρχισαν να γίνονται επιθετικοί ο ένας στον άλλο. Η αλήθεια να λέγεται, τον βασιλιά δεν τον πείραξε καθόλου αυτή η σκηνή, δεν ήθελε η κόρη του να παντρευτεί κανέναν από τους δυο - ούτε τον αγροίκο γίγαντα μα ούτε και τον άσχημο σύντροφό του: “Μόνο μια λύση υπάρχει”, είπε επιτέλους ο βασιλιάς. “Θα αφήσουμε τη μοίρα να αποφασίσει. Προτείνω το εξής: απόψε το βράδυ θα κοιμηθείτε και οι δυο στο πλευρό της θυγατέρας μου, ο ένας σ΄ ένα ντιβάνι στα αριστερά του κρεβατιού της και ο άλλος σε ντιβάνι στα δεξιά. Θα παραμείνω κι εγώ στο δωμάτιο όλο το βράδυ. Αν η κόρη μου κοιμηθεί περισσότερο γυρισμένη προς τον Σφουγγάρη τότε θα παντρευτεί αυτόν, αν κοιμηθεί γυρισμένη προς τον γίγαντα τότε αυτός θα γίνει ο άντρας της. Αλλά αν δεν γυρίσει προς κανενός το πλευρό, τότε και οι δυο σας θα πρέπει να την αφήσετε και θα πάρετε μόνο το θησαυρό”.


Οι δυο τους συμφώνησαν και το ίδιο βράδυ κιόλας έστησαν τα ντιβάνια δίπλα στο κρεβάτι της πριγκίπισσας. Ο Σφουγγάρης όμως δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει κάτι τέτοιο στην τύχη και μέχρι να έρθει η ώρα του ύπνου έκανε κάποιες ετοιμασίες. Πρώτα, πήγε στους βασιλικούς κήπους και μάζεψε κάμποσα αρωματικά φυτά, τα έβαλε μέσα σε πανιά και τα φόρεσε κάτω από τα ρούχα του. Έπειτα, πήγε στο δάσος και μάζεψε βρωμερά φυτά, όπως σκόρδα, βρωμόχορτο και δηλητηριώδη μανιτάρια. Τα έβαλε κι αυτά ανάμεσα σε πανιά και, όταν του παρουσιάστηκε η ευκαιρία, τα τοποθέτησε κάτω από το μαξιλάρι του γίγαντα.


Η πριγκίπισσα που ήξερε την κατάσταση και δεν ήθελε ούτε εκείνη να παντρευτεί κανέναν από τους δυο μνηστήρες, αποφάσισε να μείνει ξύπνια όλο το βράδυ και να κοιτάει το ταβάνι. Και τα κατάφερε για λίγο, αλλά όσο περνούσε η βραδιά τόσο και τα μάτια της βάραιναν μέχρι που αποκοιμήθηκε. Στην αρχή γύρισε προς την πλευρά του γίγαντα, ο οποίος βλέποντας το άρχισε να χασκογελάει ευχαριστημένος: “Δε νομίζω η πριγκίπισσα να μείνει για πολύ σ΄ αυτή τη θέση”, σκέφτηκε μόνος του ο Σφουγγάρης. Και είχε δίκιο, η απαίσια μυρωδιά από τη μεριά του γίγαντα έφτασε μέχρι και στα όνειρα της πριγκίπισσας και γύρισε γρήγορα από την άλλη. Τι αλλαγή! Βρέθηκε τώρα να ονειρεύεται όμορφα δειλινά σε πανέμορφους κήπους με ευωδιαστά λουλούδια και αναστέναξε ευχαριστημένη. Έτσι έμεινε για το υπόλοιπο βράδυ και ο βασιλιάς δεν είχε άλλη επιλογή από το να δώσει το χέρι της στον Σφουγγάρη.


Η πριγκίπισσα όμως αρνήθηκε να τηρήσει τη συμφωνία:

Δεν θα παντρευτώ αυτόν τον αχρείο, είπε κλαίγοντας. Καλύτερα να πεθάνω! Πατέρα μου, αν με αγαπάς αληθινά, βοήθησε με να ξεφύγω!

Μην φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο βασιλιάς. Θα βρω μια άκρη.


Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κάλεσε τον γίγαντα και του πρότεινε να ξεφορτωθεί τον Σφουγγάρη, με το αζημίωτο βέβαια. Ο γίγαντας, που ήταν ιδιαίτερα άπληστος και ζήλευε την τύχη του συντρόφου του, δέχτηκε αμέσως.


Ο Σφουγγάρης όμως ήταν πολύ ξύπνιος και αμέσως ψυχανεμίστηκε ότι κάτι του ετοίμαζαν. Πήρε ένα μεγάλο σφυρί μαζί του όταν πήγε να κοιμηθεί το βράδυ και οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Τα μεσάνυχτα, η πόρτα της κάμαράς του άνοιξε και μέσα μπήκε ο γίγαντας στις μύτες των ποδιών του κρατώντας ένα κοφτερό τσεκούρι για να σκοτώσει τον Σφουγγάρη. Δεν είχε προλάβει να ανοίξει καλά καλά την πόρτα όμως, και ο Σφουγγάρης του επιτέθηκε με το σφυρί στο χέρι και με τέτοια μανία στα μάτια που ο γίγαντας, σκεπτόμενος τη δύναμη που νόμιζε ότι είχε ο Σφουγγάρης, τράπηκε σε φυγή γιατί κατά βάθος ήταν δειλός. Ο Σφουγγάρης τότε χτύπησε τρεις φορές τόσο δυνατά το πάτωμα με το σφυρί του, που ξύπνησε όλο το παλάτι και φρουροί, υπηρέτες και ευγενείς έτρεξαν αμέσως στην κάμαρά του να δουν τι συνέβαινε. Τελευταίος έφτασε και ο βασιλιάς του οποίου τα μούτρα έπεσαν όταν είδε τον Σφουγγάρη σώο και αβλαβή να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του:

Μα τι συνέβη; ψέλλισε.

Τι συνέβη; απάντησε ο Σφουγγάρης. Ω, τίποτα το ιδιαίτερο, να, κάποιος μπήκε στο δωμάτιό μου και σας ειδοποίησα όλους χτυπώντας τα δάχτυλα μου στον τοίχο. Είστε τυχεροί που δεν χτύπησα τη γροθιά μου, γιατί τότε το παλάτι θα είχε γκρεμιστεί.


Όλοι χλώμιασαν σαν το άκουσαν αυτό και ο βασιλιάς διαβεβαίωσε αμέσως τον Σφουγγάρη πως ήταν πάντα με το μέρος του. Ο γίγαντας, είχε πάρει τέτοια τρομάρα από την οργή στο πρόσωπο του Σφουγγάρη που έφυγε και δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.


Ο κακόμοιρος ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει. Η κόρη του ακόμη αρνιόταν να παντρευτεί τον Σφουγγάρη και αυτός ταλαντευόταν ανάμεσα σε αισθήματα αγάπης και φόβου. Τότε όμως, ένας εχθρός του βασιλιά από το γειτονικό βασίλειο του κύρηξε τον πόλεμο. Ο βασιλιάς βρήκε ευκαιρία να καθυστερήσει τον γάμο και φώναξε τον Σφουγγάρη να παρουσιαστεί μπροστά του. Του είπε πως, για να αποδείξει την αξία του, έπρεπε να προκαλέσει τον εχθρό του σε μονομαχία. Ο Σφουγγάρης συμφώνησε, αλλά η φήμη του είχε φτάσει πολύ μακριά και η πρόκληση απορρίφθηκε: “Πολύ καλά”, είπε ο βασιλιάς που είχε ξεμείνει από δικαιολογίες, “σαν μελλοντικός γαμπρός μου, πρέπει να οδηγήσεις τα στρατεύματά μου στη μάχη. Σου παραδείνω όλο μου τον στρατό και περιμένω να γυρίσεις θριαμβευτής”.


Τι σπαζοκεφαλιά ήταν αυτή! Ο Σφουγγάρης δεν ήξερε καν πώς να καβαλήσει άλογο, πόσο μάλλον να οδηγήσει ολόκληρο στρατό στη μάχη. Σα να μην έφτανε αυτό, το άλογο που έπρεπε να καβαλικέψει ήταν δύστροπο και δύσκολα άφηνε οποιονδήποτε, εκτός από τον ίδιο τον βασιλιά, να ανέβει στη σέλα του. Είχε μάλιστα σκοτώσει αρκετούς σταβλίτες και φροντιστές του με τις κλωτσιές του.


Ο Σφουγγάρης έδωσε εντολή να μεταφερθεί το άλογο στα σύνορα της χώρας και να το δέσουν σ΄ ένα δέντρο. Δεν είχε καμία πρόθεση να καβαλικέψει αυτό το αγρίμι, έτσι θα περίμενε μέχρι να το αφήσουν οι φροντιστές του και μετά θα το έσκαγε. Η μοίρα του όμως είχε άλλα σχέδια. Μόλις το άλογο δέθηκε στο δέντρο, κατέφτασαν αγγελειοφόροι με τα νέα ότι ο εχθρικός στρατός είχε κιόλας φτάσει δύο μίλια μακριά από τα τείχη του βασιλείου.


Όλοι οι ακόλουθοι του Σφουγγάρη το έβαλαν στα πόδια και ο ίδιος, τρελαμένος από φόβο, καβαλίκεψε το άλογο ξεχνώντας ολότελα ότι ήταν δεμένο στο δέντρο και το σπιρούνιασε με όλη του τη δύναμη. Το άτι άρχισε να κλωτσάει, να τινάζεται και να σηκώνεται στα πισινά του πόδια προσπαθώντας απεγνωσμένα να ρίξει στο χώμα τον καβαλάρη του. Εκείνος όμως κρατιόταν γερά και το άλογο αναγκάστηκε να ξεριζώσει το δέντρο για να ελευθερωθεί και άρχισε να καλπάζει αφηνιασμένο προς τον εχθρικό στρατό. Έτοιμος να πέσει από τη σέλα του, τρέχοντας με αυτή την ταχύτητα, ο Σφουγγάρης τεντώθηκε να πιάσει τα κλαδιά του δέντρου που κρέμονταν στο πλάι και πηγαινοερχόταν βίαια. Στον εχθρικό στρατό φάνηκε σα να ερχόταν καταπάνω τους ένας άνθρωπος που είχε τη δύναμη να χρησιμοποιήσει ολόκληρο δέντρο για ρόπαλο. Τρομοκρατημένοι με αυτό το θέαμα, οι στρατιώτες του εχθρικού στρατού άρχισαν να σκορπίζουν άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις, ζητώντας καταφύγιο στα δάση και στους βράχους. Ο Σφουγγάρης, θέλοντας και μη, συνέχισε καβάλα στο άλογο την ξέφρενη πορεία του, έφτασε στην κατασκήνωση του εχθρού και εκεί το άλογο σταμάτησε απότομα. Ο Σφουγγάρης ξεπέζεψε, μπήκε στη σκηνή του αντίπαλου βασιλιά και έκλεψε ό,τι έγγραφα και αντικείμενα του φάνηκαν κάποιας αξίας. Ελευθέρωσε το άλογο από το δέντρο κόβοντας το σκοινί και το καβάλησε εύκολα γιατί τώρα πια ήταν πολύ δεκτικό και υπάκουο.


Ο βασιλιάς τον δέχτηκε με ανοικτές αγκάλες και παραδέχτηκε ότι, κάποιος που μπορεί μόνος του να τρέψει ολόκληρο στρατό σε φυγή, είναι πράγματι άξιος. Αφού η πριγκίπισσα όμως ακόμη αρνιόταν να παντρευτεί τον Σφουγγάρη, ο βασιλιάς του πρότεινε να του δώσει το μισό του βασίλειο και να αποδεσμεύσει την πριγκίπισσα από την υπόσχεση που του είχε δώσει. Ο Σφουγγάρης δέχτηκε και τελικά παντρεύτηκε μια κοπέλα που, αν και δεν ήταν πριγκίπισσα, ήταν όμορφη πολύ και τον αγαπούσε. Ο γάμος τους γιορτάστηκε μεγαλόπρεπα και έζησαν το υπόλοιπο της ζωής τους ευτυχισμένοι.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...