podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Πώς ο Περσέας Πήγε στους Αιθίοπες

Το τελευταίο κομμάτι της τριλογίας μας, αυτοπροσώπως ο Περσέας και η Ανδρομέδα! Από την Ελλάδα.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Πώς ο Περσέας έφτασε στους Αιθίοπες


Κατά τη διάρκεια των περιπετειών του, ο Περσέας πέταξε με τα φτερωτά του σανδάλια στα βορειοανατολικά, πάνω από τρανή θάλασσα, μέχρι που έφτασε στους αέναα κινούμενους αμμόλοφους και στην ξερή ακτή της Λυβύης.


Συνέχισε να πετά - πάνω από κοφτερούς βράχους, πάνω από ακτές με βότσαλα, πλατώματα όλο άμμο και κοχύλια που λιάζονταν, πάνω από σκελετούς θαλάσσιων τεράτων και κόκκαλα αρχαίων γιγάντων που φαίνονταν στον πάτο της θάλασσας. Και καθώς πετούσε το αίμα από το κομμένο κεφάλι της Γοργόνας-Μέδουσας έσταζε στο έδαφος και μεταμορφωνόταν σε δηλητηριώδεις έχιδνες και οχιές που μέχρι και σήμερα ζουν στις ερήμους.


Πετούσε και πετούσε χωρίς να υπολογίζει πόση απόσταση διάνυε και τρεφόταν από τα φρούτα που του είχαν δώσει οι Νύμφες, μέχρι που από κάτω του είδε τους λόφους των Ψύλλων και τους νάνους που πάλευαν με τους γερανούς. Τους είδε να πολεμούν μεταξύ τους με δόρατα από καλάμια και βούρλα και τα σπίτια τους που ήταν φτιαγμένα από τα τσόφλια των αυγών των γερανών. Ο Περσέας τότε έβαλε τα γέλια και συνέχισε να πετά βορειοανατολικά ανυπομονώντας να δει τη Μεσόγειο να λαμποκοπά, γιατί τότε ήξερε πως σύντομα θα έφτανε σπίτι του.


Ξάφνου ένας δυνατός άνεμος τον χτύπησε και τον έστειλε πάλι νότια, προς την έρημο. Όλη μέρα πάλευε κόντρα σε αυτόν τον άνεμο, αλλά τα σανδάλια του δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Αναγκάστηκε να αφεθεί να τον ταξιδέψει ο άνεμος όλη τη νύχτα και το πρωί δεν έβλεπε γύρω του τίποτα άλλο παρά την ερημιά της άμμου.


Τότε από τον βορρά άρχισαν να τον κυνηγούν τρομερές αμμοθύελλες με πανύψηλους κόκκινους στροβίλους που έμοιαζαν φωτιές στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. Ο Περσέας άρχισε να πετάει μακριά τους με όλη του τη δύναμη αλλιώς η καυτή άμμος σίγουρα θα τον σκότωνε. Ο άνεμος και η αμμοθύελλα καταλάγιασαν μετά από λίγο και ο Περσέας ξεκίνησε πάλι για τον βορρά. Αλλά πάλι σε λίγο οι αμμοθύελλες και ο άνεμος τον έσπρωξαν προς το νότο και μετά από λίγο καταλάγιασαν. Εφτά μέρες πάλευε έτσι ο Περσέας και τις εφτά μέρες ο καιρός τον έσπρωχνε πάντα προς τον νότο μέχρι που η εξάντληση και η πείνα τον κατέβαλαν τελείως. Νόμισε τότε πως είδε μια λιμνούλα στον ορίζοντα μα σαν την πλησίασε εκείνη εξαφανίστηκε από μπροστά του. Μετά από λίγο είδε κι άλλη, μόνο για να την ξαναχάσει από μπροστά του σαν πήγε πιο κοντά. Ευτυχώς που ήταν Αθάνατος, αλλιώς θα είχε σίγουρα πεθάνει. Έσφιζε όμως από ζωή και η δύναμη του ευτυχώς ήταν υπεράνθρωπη. Παρακάλεσε τότε τη Θεά Αθηνά: “Ω, όμορφη και αγνή θεά άκουσε με! Θα με αφήσεις εδώ να χαθώ από δίψα; Σου φέρνω το κεφάλι της Μέδουσας όπως μου πρόσταξες και μέχρι εδώ με προστάτεψες καλά. Με εγκαταλείπεις τώρα; Πρέπει να είναι έτσι, αλλιώς γιατί τα σανδάλια δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στις θύελλες και στους ανέμους που με κρατούν μακριά από την πατρίδα μου; Δεν θα ξαναδώ ποτέ τη μητέρα μου, τα γαλάζια νερά της Σερίφου και τους ηλιοκαμένους λόφους της Ελλάδας;”.


Αυτά είπε όταν προσευχήθηκε και μετά γύρω του βασίλεψε σιγή. Ο ουρανός ήταν ακόμη ψηλά, η άμμος κάτω. Ο Περσέας κοίταξε προς τον ουρανό και δεν είδε τίποτα παρά τον σκληρό ήλιο και το απέραντο γαλάζιο. Κοίταξε προς τη γη και το μόνο που έβλεπε ήταν η ατέλειωτη άμμος. Στάθηκε για λίγο περιμένοντας και είπε: “Σίγουρα είναι η θέληση των Αθανάτων να είμαι εδώ, η Αθηνά δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα. Αυτά τα σανδάλια θα με οδηγούσαν στον σωστό δρόμο άρα ο δρόμος που προσπαθούσα να πάρω πρέπει να ήταν ο λανθασμένος”.


Ξάφνου, τ΄ αυτιά του άνοιξαν και άκουσε τον ήχο τρεχούμενου νερού. Η καρδιά του σκίρτησε και, όσο κουρασμένος και να ήταν που ίσα που μπορούσε να σταθεί, συνέχισε με όση δύναμη του έμενε να περπατάει μπροστά. Σαν κοίταξε από την άλλη μεριά του λόφου όπου βρισκόταν, είδε μπροστά του μια πεδιάδα στην άμμο, χουρμαδιές και μαρμάρινα βράχια και μια έκταση καταπράσινη από το χορτάρι. Στη μέση όλου αυτού του τοπίου έτρεχε ένα μικρό ρυάκι που, όπως πήγαζε από τη μια μεριά της όασης, έτσι και χανόταν μέσα στην άμμο στην άλλη. Το γάργαρο νερό έτρεχε ανάμεσα στα βράχια κι ένα απαλό αεράκι περνούσε από τα κλαδιά των χουρμαδιών. Ο Περσέας φώναξε από χαρά και κατρακύλησε κάτω από τον λόφο, ήπιε νερό, έφαγε χουρμάδες, ξεκουράστηκε στο δροσερό χορτάρι και σαν ξεκουράστηκε για τα καλά σηκώθηκε όρθιος να συνεχίσει το ταξίδι του. Αυτή τη φορά όμως δεν κατευθύνθηκε βόρεια γιατί σκέφτηκε: “Η Θεά Αθηνά μ΄ έφερε ως εδώ, δεν θα θέλει να γυρίσω σπίτι μου ακόμη. Κι αν υπάρχει ακόμη μια γενναία πράξη που μου μένει να κάνω πριν ξαναδώ τους λόφους της Ελλάδας;”.


Και ο Περσέας πήγε ανατολικά, μόνο ανατολικά, διέσχισε οάσεις και δροσερές πηγές, φοινικιές και χορτάρια μέχρι που το δειλινό έφτασε μπροστά σε μια χρυσοκόκκινη οροσειρά. Μιας κι αισθανόταν πάλι δυνατός άρχισε να πετά πάνω από τα βουνά όλο το βράδυ μέχρι που η Ιώ έφερε τις πρώτες πρωινές αχτίδες και πάλι στον ουρανό. Τότε μπροστά του είδε τον μεγάλο και τρανό κήπο, την Αίγυπτο και τον πανέμορφο Νείλο.


Είδε τις πόλεις που έφταναν στον ουρανό και τους ναούς, τους οβελίσκους, τις πυραμίδες και τους θεόρατους πέτρινους Θεούς. Χαμήλωσε τότε και πέταξε πάνω από χωράφια με σιτάρι, λινάρι, κεχρί και αναρριχώμενες κολοκύθες. Και είδε τους ανθρώπους να βγαίνουν από την πύλη μιας θεσπέσιας πόλης και να πιάνουν αμέσως δουλειά, ο καθένας στη θέση του ανάμεσα στις σοδειές να ανοίγουν έξυπνα με τα πόδια τους αυλάκια ανάμεσα στα φυτά, σύμφωνα με τη σοφία των Αιγυπτίων. Μα σαν τον είδαν, όλοι σταμάτησαν τη δουλειά τους, τον περικύκλωσαν και τον ρώτησαν:

Ποιος είσαι εσύ ξανθέ νεαρέ; Και γιατί φοράς αυτό του κουρελιασμένο δέρας κατσίκας; Είσαι σίγουρα Αθάνατος, το δέρμα σου έχει το λευκό του ελεφαντόδοντου ενώ το δικό μας το κόκκινο του πηλού. Τα μαλλιά σου είναι σαν χρυσή κλωστή ενώ τα δικά μας μαύρα και σγουρά. Σίγουρα είσαι ένας Αθάνατος, του είπαν και ετοιμάστηκαν να τον λατρέψουν.

Δεν είμαι ένας από τους Αθάνατους, αλλά είμαι ήρωας των Ελλήνων. Σκότωσα τη Μέδουσα εκεί που ζούσε και βαστώ το κεφάλι της μαζί μου. Δώστε μου να φάω για να συνεχίσω το έργο μου.


Του έδωσαν τροφή, κρασί και φρούτα, αλλά δεν τον άφηναν να φύγει. Σαν μαθεύτηκε και στην πόλη ότι η Μέδουσα ήταν νεκρή, οι ιερείς πήγαν αμέσως να τον συναντήσουν ακολουθούμενοι από νεαρά κορίτσια που τραγουδούσαν και χόρευαν με ταμπούρλα και λύρες. Έτοιμοι ήταν να τον φέρουν και μπροστά στον βασιλιά, μα ο Περσέας με μια γρήγορη κίνηση φόρεσε την μαγική του περικεφαλαία και εξαφανίστηκε από μπροστά τους.


Οι Αιγύπτιοι περίμεναν για πολύ καιρό την επιστροφή του, αλλά μάταια και τον λάτρεψαν ως ήρωα, του έφτιαξαν και άγαλμα στη Χέμμιδα το οποίο στεκόταν εκεί για εκατοντάδες χρόνια. Πολλοί μάλιστα έλεγαν ότι ερχόταν στα όνειρα τους και, όταν συνέβαινε αυτό, η σοδειά εκείνον τον χρόνο ήταν καλή και ο Νείλος φούσκωνε.


Ο Περσέας συνέχισε ανατολικά μέχρι που έφτασε στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, αλλά φοβήθηκε να περάσει στις Αραβικές ερήμους και πήγε προς τον βορρά και πάλι, αλλά αυτή τη φορά καμία θύελλα δεν βρέθηκε στον δρόμο του. Πέρασε τον Ισθμό, το όρος Κάσιο και το Σερβονικό έλος μέχρι την ακτή της Παλαιστίνης όπου και ζούσαν Αιθίοπες. Πέταξε πάνω από εύφορες κοιλάδες και λόφους σαν του Άργους ή της Λακεδαιμονίας ή ακόμα και σαν της Κοιλάδας των Τεμπών. Μα σαν έφτασε στις πιο χαμηλές περιοχές είδε πλημμύρες και φωτιές και τους λοφίσκους να βράζουν σαν χύτρες με τις προσταγές του Ποσειδώνα, του τρανταχτή της γης.


Ο Περσέας δεν τόλμησε να πάει να δει τι συνέβαινε και στην ενδοχώρα παρά έμεινε να πετά πάνω από τα παράλια όπου τη μέρα ο ουρανός ήταν μαύρος από τον καπνό και το βράδυ κόκκινος από τη φωτιά. Την αυγή κοίταξε προς τους γκρεμούς εκεί που έσκαγε το κύμα και είδε, κάτω από έναν μαύρο βράχο, μια λευκή φιγούρα: “Σίγουρα αυτό θα είναι άγαλμα κάποιας θαλασσινής θεότητας”, σκέφτηκε, “θα πάω πιο κοντά να δω τι είδους θεότητες λατρεύουν αυτοί οι βάρβαροι”.


Έτσι ο Περσέας πλησίασε τον γκρεμό και με μεγάλη έκπληξη είδε πως η φιγούρα δεν ήταν καθόλου άγαλμα, μόνο μια κοπέλα από σάρκα και οστά με το φόρεμά της να κυματίζει στον άνεμο. Πλησίασε κι άλλο και την είδε να τρέμει κάθε φορά που την χτυπούσαν τα κύματα και το κρύο θαλασσινό αλάτι. Τα μπράτσα της ήταν αλυσοδεμένα πάνω από το κεφάλι της στον βράχο, με μπρούντζινες αλυσίδες. Το κεφάλι της ήταν πεσμένο στο στήθος της είτε από εξάντληση είτε από στενοχώρια. Τότε όμως σήκωσε το κεφάλι της και σπαραχτικά κάλεσε τη μάνα της χωρίς να μπορεί να δει τον Περσέα, ο οποίος ακόμη φορούσε την περικεφαλαία του.


Γεμάτος συμπόνοια και αγανάκτηση, ο Περσέας πήγε σχεδόν δίπλα στην κοπέλα και την κοίταξε καλά. Το δέρμα της ήταν πιο σκούρο από το δικό του και τα μαλλιά της είχαν χρώμα μαυρογάλανο σαν αυτό του υάκινθου: “Ποτέ μου δεν έχω δει πιο όμορφη ύπαρξη”, σκέφτηκε, “σε κανένα απ΄ όλα τα νησιά μας. Σίγουρα είναι κόρη βασιλιά. Έτσι φέρονται οι βάρβαροι στις πριγκίπισσες τους; Είναι πολύ όμορφη για να έχει κάνει κάτι κακό, θα της μιλήσω”. Και, βγάζοντας την περικεφαλαία του, ο Περσέας μονομιάς εμφανίστηκε μπροστά της. Η κοπέλα τσίριξε από τρόμο και προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό της με τα μαλλιά της αφού δεν μπορούσε με τα χέρια της, μα ο Περσέας της είπε:

Μην με φοβάσαι όμορφη κυρά, είμαι Έλληνας, δεν είμαι βάρβαρος. Ποιος άσπλαχνος σ΄ έδεσε εδώ; Άσε με να σ΄ ελευθερώσω, της είπε ο Περσέας και πήγε να βγάλει τα δεσμά της από τον βράχο, τα οποία όμως ήταν πολύ καλά βαλμένα.

Μην με αγγίζεις! του φώναξε η κοπέλα. Είμαι καταραμένη και ταγμένη στους θεούς της θάλασσας. Θα σε σκοτώσουν αν τολμήσεις να με ελευθερώσεις.

Ας δοκιμάσουν, είπε ο Περσέας, έβγαλε το δρεπάνι του Κρόνου από τη μέση του και έκοψε την αλυσίδα σαν να ήταν στάχυ. Τώρα ανήκεις σε μένα και όχι στους θεούς της θάλασσας όποιοι κι αν είναι αυτοί.


Αλλά η κοπέλα το μόνο που έκανε ήταν να καλεί και να ξανακαλεί τη μητέρα της:

Γιατί καλείς τη μητέρα σου; Δεν θα ήταν και πολύ καλή μητέρα για να σε αφήσει εδώ να πεθάνεις. Αν ένα πουλάκι πέσει από τη φωλιά του, ανήκει σε αυτόν που το βρήκε. Αν πεταχτεί στ΄ άχρηστα ένα κόσμημα, το βρει και το φορέσει κάποιος τότε είναι δικό του. Έτσι ,αφού σε βρήκα εγώ, θα σε κρατήσω. Ξέρω τώρα γιατί η Παλλάδα Αθηνά με έφερε ως εδώ, μ΄ έστειλε να βρω και με το παραπάνω την ανταμοιβή μου για ό,τι έχω περάσει ως τώρα.

Είμαι η κόρη του Κηφέα, βασιλιά της Αντιόπειας και η μητέρα μου είναι η Κασσιόπη η ομορφομαλλούσα. Εγώ είμαι η Ανδρομέδα ή τουλάχιστον θα είμαι για όσο μου απομένει. Βρίσκομαι εδώ δεμένη και αβοήθητη για να κατευνάσω την οργή του θεού για τις αμαρτίες τής μητέρας μου. Καυχήθηκε πως ήμουν πιο όμορφη και από την Ατεργάτη, τη Βασίλισσα των Ιχθύων. Έτσι αυτή εξοργισμένη έστειλε θαλασσοπλημμύρες και ο αδερφός της ,που είναι ο Βασιλιάς της Φωτιάς, σεισμούς. Η γη μας αχρηστεύτηκε και μετά από αυτό ήρθε και το γλοιώδες Κήτος που τρώει ότι ζωντανό πλάσμα βρει μπροστά του. Τώρα πρέπει να φάει εμένα, κι ας μην έχω φταίξει σε κάτι. Εμένα, που αν έβλεπα ψάρι να σπαρταράει στην ακτή το έριχνα πάλι μέσα στο νερό να ζήσει. Στη χώρα μου δεν τρώμε ψάρια από το φόβο της Ατεργάτης που είναι βασίλισσά τους. Οι ιερείς όμως λένε ότι τίποτε δεν θα κατευνάσει τους θεούς παρά μόνο η θυσία μου.

Ένα θαλάσσιο Κήτος; γέλασε ο Περσέας. Έχω έρθει αντιμέτωπος με πολύ χειρότερα πλάσματα και για τα δικά σου μάτια δεν θα το αντιμετωπίσω κι αυτό;


Η Ανδρομέδα τότε τον κοίταξε και μια νέα ελπίδα φώλιασε στην καρδιά της. Για μια στιγμή τον κοίταξε έτσι όμορφος και ανδρείος που φαινόταν με το ένα του χέρι στον ώμο της και το άλλο να κρατά το δρεπάνι και την επόμενη άρχισε πάλι να κλαίει και να αναστενάζει:

Και γιατί να πεθάνεις που είσαι τόσο νέος; Δεν υπάρχει αρκετός θάνατος και πόνος ήδη στον κόσμο; Είναι σωστό κι ευγενικό να πεθάνω εγώ για να σώσω ολόκληρο λαό, αλλά εσένα που είσαι πιο γενναίος απ’ όλους γιατί να σε σκοτώσω. Φύγε σε παρακαλώ και πάρε τον δρόμο σου όπως κι εγώ θα πάρω τον δικό μου.

Δεν είναι έτσι! φώναξε ο Περσέας. Εγώ υπηρετώ τους Ολύμπιους Θεούς που βοηθούν τους ήρωες να πετύχουν τους ευγενείς στόχους τους. Με την δική τους καθοδήγηση σκότωσα τη Μέδουσα, αυτήν την όμορφη φρίκη. Και με αυτούς στο πλάι μου και με τη βοήθεια του κεφαλιού της Μέδουσας θα σκοτώσω κι αυτό το τέρας. Μόνο σαν φύγω προστάτεψε τα μάτια σου αλλιώς θα γίνεις κι εσύ πέτρα.


Μα η κοπέλα έμεινε σιωπηλή, αφού δεν πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Τότε ξαφνικά, κοιτώντας πίσω από τον Περσέα, έβγαλε μια δυνατή στριγγλιά δείχνοντας προς τη θάλασσα:

Νάτο έρχεται, με την ανατολή, όπως είπαν ότι θα γινόταν. Ήρθε το τέλος μου, πώς να το αντέξω; Φύγε σε παρακαλώ, δεν θέλω να με δεις να με κάνει χίλια κομμάτια, του είπε και άρχισε να τον σπρώχνει μακριά της.

Θα φύγω, της είπε, μόνο υποσχέσου μου κάτι προτού φύγω, ότι αν καταφέρω να νικήσω το τέρας θα γίνεις γυναίκα μου και θα έρθεις να μείνεις μαζί μου στο Άργος εκεί όπου είμαι ο διάδοχος του θρόνου. Υποσχέσου μου και σφράγισε την υπόσχεση σου μ΄ ένα φιλί.


Η κοπέλα τον κοίταξε στα μάτια και τον φίλησε και τότε ο Περσέας γελώντας όλο χαρά πέταξε ψηλά, αφήνοντας την Ανδρομέδα η οποία μισοκρύφτηκε πίσω από έναν βράχο αγωνιώντας για το τι θα συμβεί.


Άρχισε να πλησιάζει λοιπόν το Κήτος, κολυμπώντας με τρομερή ευχέρεια και ταχύτητα, σταματώντας μόνο πότε πότε ν΄ ακούσει τα γέλια των κοριτσιών που έπλεναν τ΄ ασπρόρουχά τους στην όχθη, τις οπλές των κοπαδιών που περνούσαν το ποτάμι και τα πλατσουρίσματα των αγοριών που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα. Στα πλαϊνά του είχε στρώματα κοχυλιών και φυκιών και το νερό μπαινόβγαινε στο δυνατό του στόμα και γινόταν ατμός που έλαμπε στον πρωινό ήλιο. Είδε και την Ανδρομέδα κι επιτάχυνε να φτάσει το θήραμά του, αφήνοντας πίσω του αφρισμένη τη θάλασσα, ενώ κάθε ζωντανό πλάσμα της θάλασσας που βρισκόταν στον δρόμο του πηδούσε να ξεφύγει.


Τότε από τον ουρανό, σαν πεφταστέρι, έπεσε ο Περσέας φωνάζοντας καταπάνω στο Κήτος και τα κύματα και η Ανδρομέδα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της για να μη βλέπει. Επικράτησε ησυχία. Σιγά σιγά, η Ανδρομέδα κοίταξε μπροστά της και είδε τον Περσέα να έρχεται κατά το μέρος της ενώ, εκεί που πριν ήταν το Κήτος, τώρα υπήρχε μόνο ένας πελώριος βράχος με το κυματάκι να σκάει απαλά επάνω του. Τόσο περήφανος ήταν ο Περσέας που με μια κίνηση, σήκωσε την Ανδρομέδα στα χέρια του και μαζί πέταξαν μέχρι την κορυφή του γκρεμού. Ο Περσέας ήταν περήφανος, αλλά και η χαρά των Αιθιόπων δεν περιγραφόταν γιατί, ενώ περίμεναν να δουν το τέλος της πριγκίπισσάς τους, είχαν δει όλα τα γεγονότα από την κορυφή του γκρεμού. Ήδη ένας αγγελειαφόρος είχε σταλεί να ειδοποιήσει τον Κηφέα και την Κασσιόπη οι οποίοι κάθονταν, ανάμεσα σε κουρέλια και στάχτες, απελπισμένοι για τον επερχόμενο χαμό της κόρης τους.


Βγήκαν κι αυτοί, όπως και όλος ο λαός, με χαρές και τραγούδια, με κύμβαλα και άρπες να καλωσορίσουν την κόρη τους που γύριζε από τους νεκρούς:

Ήρωα των Ελλήνων, είπε τότε ο Κηφέας, μείνε εδώ και γίνε γαμπρός μου, θα σου δώσω το μισό μου βασίλειο.

Θα γίνω γαμπρός σου, του απάντησε ο Περσέας, αλλά δεν θα πάρω το μισό σου βασίλειο. Ανυπομονώ να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου και στη μητέρα μου που με περιμένει.

Εντάξει, αλλά μην μας πάρεις την κόρη μας μακριά αμέσως, ειδικά τώρα που ξαναζεί για εμάς. Κάτσε εδώ για ένα χρόνο και τότε γυρίζεις πίσω με όλες τις τιμές.


Ο Περσέας συμφώνησε αλλά, πριν πάει στο παλάτι, ζήτησε από τον λαό να μαζέψει πέτρες και ξύλα και να χτίσουν τρεις βωμούς: έναν αφιερωμένο στη Θεά Αθηνά, έναν στον Θεό Ερμή, και έναν στον Πατέρα Δία και να θυσιάσουν νεαρούς ταύρους και κριάρια.


Κάποιοι είπαν: “Τι ευσεβής νεαρός”, αλλά οι ιερείς σκέφτονταν: “Η Βασίλισσα της Θάλασσας θα θυμώσει ακόμη περισσότερο τώρα που σκοτώσαμε το Κήτος της”, αλλά φοβόντουσαν να πουν τις σκέψεις τους δυνατά, γιατί ήξεραν για το κεφάλι της Μέδουσας. Έτσι πήγαν στο παλάτι και βρήκαν τον Φινέα, τον αδερφό του Κηφέα και του κλάφτηκαν σαν λύκαινες που τους είχαν κλέψει τα κουτάβια και τον ξόρκισαν και τον φοβέρισαν. Εκείνος τότε μάζεψε τους γιους και τους υπηρέτες του, παρουσιάστηκε μπροστά στον Κηφέα και του είπε:

Δεν κάνει να παντρέψεις την κόρη σου με αυτόν τον ξένο, δεν ξέρουμε ούτε το όνομά του! Δεν είχες τάξει την Ανδρομέδα σ΄ έναν από τους γιούς μου; Τώρα λοιπόν που αυτή είναι ασφαλής, δεν πρέπει να κρατήσεις τον λόγο σου;

Αν ο γιός σου θέλει παντρειά, είπε γελώντας ο Περσέας, να πάει να βρει μιαν άλλη νύφη, προς το παρόν θα πρέπει να μείνει θεατής. Άφησε αυτήν εδώ να πεθάνει κι έτσι γι αυτόν είναι νεκρή. Εγώ της έσωσα τη ζωή άρα για μένα είναι ζωντανή και για κανέναν άλλο. Αχάριστε άνδρα! Δεν έσωσα τη γη σας, τις ζωές των γιών και των θυγατέρων σας, και τώρα φέρεστε έτσι; Φύγε αλλιώς τα πράγματα θα χειροτερέψουν για εσένα.


Τότε όμως όλοι οι άνδρες που είχε συνοδεία του ο Φινέας, τράβηξαν τα ξίφη τους και όρμησαν καταπάνω στον Περσέα:

Αυτό έσωσε τη νύφη μου από το Κήτος, είπε εκείνος και πρόταξε το κεφάλι της Μέδουσας. Φαίνεται πως θα με σώσει από πολλά ακόμα!


Με αυτά τα λόγια όλοι οι άνδρες του Φινέα σταμάτησαν και άρχισαν να σφίγγονται. Πριν να ξανακαλύψει το κεφάλι με το δέρας ο Περσέας, όλοι τους είχαν γίνει πέτρα. Είπε τότε ο Περσέας να του φέρουν μοχλούς και καλάμια και να τους βγάλουν όλους έξω. Τι τους έκανε, κανείς δεν ξέρει.


Το γαμήλιο γλέντι ξεκίνησε και κράτησε εφτά ολόκληρες μέρες. Ο Περσέας και η Ανδρομέδα ήταν πράγματι ευτυχισμένοι. Μα την όγδοη μέρα ο Περσέας είδε ένα όνειρο. Είδε στο πλευρό του τη Θεά Αθηνά έτσι όπως την είχε δει στη Σέριφο πριν εφτά χρόνια, τον φώναξε με το όνομά του και του είπε: “Περσέα έδειξες ανδρεία και να, έχεις πια την ανταμοιβή σου. Βλέπεις τώρα πως οι Θεοί είναι δίκαιοι και βοηθούν όποιον βοηθά τον εαυτό του. Έλα, δώσε μου πίσω το δρεπάνι, τα σανδάλια και την περικεφαλαία να τα επιστρέψω εκεί που πρέπει. Το κεφάλι της Μέδουσας κράτα το λίγο καιρό ακόμα, θα σου χρειαστεί όταν επιστρέψεις στην Ελλάδα. Μετά όμως να το πας στο ναό μου στη Σέριφο για να το βάλω να υπάρχει πάντα στην ασπίδα μου, να τρέμουν οι Τιτάνες, τα τέρατα και όλοι οι εχθροί Θεών και ανθρώπων. Όσο γι΄ αυτόν τον τόπο, εγώ ηρέμησα γη και θάλασσα, δεν θα υπάρξουν άλλες πλημμύρες και σεισμοί, μόνο πες στον λαό να χτίσει κι άλλους βωμούς στον Πατέρα Δία και σε μένα και να λατρεύουν τους Αθάνατους, τους Κυρίους της γης και τ΄ ουρανού”.


Και ο Περσέας σηκώθηκε να της δώσει το δρεπάνι, την περικεφαλαία και τα σανδάλια αλλά ξύπνησε και το όνειρο έγινε καπνός. Μα δεν ήταν ακριβώς όνειρο μιας και, εκτός από το δέρας με το κεφάλι, τ΄ άλλα τρία αντικείμενά του είχαν εξαφανιστεί.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...