Ο Χάρης Φραγκούλης διαβάζει τρία Σονέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ
18.
Σε μέρα θερινή πώς να σε βάλω πλάι;
Την ξεπερνάς σε ομορφιά, σ’ απαλοσύνη∙
Σκορπίζει ο άνεμος τα πέταλα του Μάη,
Λίγο διαρκεί το καλοκαίρι κι αργοσβήνει.
Το μάτι τ’ ουρανού κάποτε φλόγες βγάζει
Κι είναι συχνά θαμπό τ’ ολόχρυσό του χρώμα∙
Ό, τι είναι όμορφο απ’ την ομορφιά του αδειάζει,
Στου κύκλου τα γυρίσματα πέφτει στο χώμα.
Αιώνιο θα ’ναι το δικό σου καλοκαίρι,
Θα σου ανήκει πάντοτε η ομορφιά σου,
Μες στη σκιά του ο Θάνατος δε θα σε φέρει,
Σ’ αιώνιες γραμμές φέγγει η συνέχειά σου.
Όσο οι ανθρώποι ζουν, το μάτι όσο αντικρίζει,
Θα ζει το ποίημα αυτό ζωή να σου χαρίζει.
20
Γυναίκας πρόσωπο βαμμένο από τη φύση∙
Κύριος κυρία είσαι, πάθος σε καλώ∙
Αβρή καρδιά γυναίκας, που όμως δε γνωρίζει
Ν’ αλλάζει ολοένα τρόπους και μυαλό.
Το μάτι πιο αστραφτερό από εκείνες έχεις,
Πιο σταθερό, χρυσό σκορπάει σ’ ό,τι κι αν δει∙
Με όψη άντρα, τις όψεις ολωνών ελέγχεις,
Κλέβεις αντρών ματιές και γυναικών ψυχή.
Γυναίκα να ’σαι η φύση σ’ είχε πρωτοπλάσει,
Κι έτσι όπως σ’ έφτιαχνε σ’ αγάπησε τρελά,
Και τότε εμένα θέλοντας να ξεγελάσει
Πρόσθεσε κάτι άχρηστο για τα καλά.
Μ’ αυτό, οι γυναίκες σε ζητούνε ολοένα∙
Δίνε ηδονή σ’ αυτές, αγάπη όμως σε μένα.
29
Όταν η Τύχη με χτυπά και οι ανθρώποι.
Όταν διωγμένος και κατάμονος θρηνώ,
Βγάζω κραυγές προς την ουράνια μετόπη,
Τη μοίρα βλαστημώ, με βλέπω και πονώ,
Διψώντας να ’χω στη ζωή πλούσιες ελπίδες,
Τους φίλους του ενός και του άλλου τη μορφή,
Την τέχνη εκείνων, του μυαλού τους τις βαθμίδες,
Κι ό, τι έδινε χαρά, τώρα χαρά στυφή∙
Κι όπως σχεδόν περιφρονώ τον εαυτό μου,
Σε συλλογίζομαι, και τότε αρχινώ,
Σαν τον κορυδαλλό μπρος στην πύλη του έβδομου
Ουρανού, να τραγουδώ ύμνο εωθινό.
Η σκέψη του έρωτά σου με πλουτίζει μόνο.
Τη μοίρα μου δε θ’ άλλαζα ούτε με θρόνο.