podlist.gr

«Ο Διόνυσος και οι πειρατές»

Ο Διόνυσος βρίσκεται σε μιαν ακρογιαλιά, όμορφος έφηβος με μαύρα μάτια και ωραία μαλλιά, γυμνασμένο σώμα και ωραία ρούχα. Τυρρηνοί πειρατές τον πήραν για γιο βασιλιά και προσπάθησαν να τον αιχμαλωτίσουν, μα τα δεσμά έπεφταν. Χωρίς καμιά προσπάθεια, ήρεμος και χαμογελαστός, ο Διόνυσος παρέμενε ελεύθερος. Ο μόνος που υποψιάστηκε τη θεϊκή ταυτότητα του νέου ήταν ο γεροτιμονιέρης που παρακινούσε τους άλλους να φύγουν, όμως ο καπετάνιος περιφρόνησε τα λόγια του και του ζήτησε να ανοιχτούν στη θάλασσα. Τότε άρχισαν τα θαύματα Ερευνα, επιμέλεια κειμένου: Πηνελόπη Βασιλειάδου Αφήγηση: Γιώργος Ευγενικός ΠΗΓΕΣ -Ζακ Ρισπεν, Ελληνική Μυθολογία ( τόμος 3), Εκδόσεις Τριήρης, Αθήνα -Ομηρικοί ύμνοι- Βατραχομυομαχία, μτφ Μαυρόπουλος γ. Θεόδωρος,Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2005 -Μορφές και θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας, Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα. greeklanguage.gr. Τελευταία προβολή 10/8/2024

ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ «Ο Διόνυσος και οι Τυρρηνοί πειρατές» Μωσαϊκό, περίπου 200 μ.Χ. Τυνησία, Museo del Bardo

Πηγή: https://podcasters.spotify.com/pod/show/-9911/episodes/ep-e2n6if1

Περισσότερα επεισόδια

Ροδόπη - Η Ελληνίδα Σταχτοπούτα της Αρχαίας Αιγύπτου

Η Ροδόπη κατέβηκε στον Νείλο. Έβγαλε τα σανδάλια της και κάθισε στην όχθη. «Δεν είναι για μένα οι βασιλικοί χοροί…» ψιθύρισε μονάχη της. Εκείνη την ώρα, μια σκιά ξαφνικά σκέπασε τη Ροδόπη. Ένα πελώριο γεράκι με πλατιά φτερά πετούσε από πάνω της και έκανε κύκλους. Ήταν ο θεός-γεράκι Ώρος. Πέταξε πιο χαμηλά, άρπαξε το ένα σανδάλι με τα γαμψερά του νύχια και με δυνατά φτερουγίσματα έφυγε μακριά....

Ο θεός Ρέιβεν και οι Ινουίτ (Αρκτικός κύκλος)

Στον Αρκτικό Κύκλο, όταν ο κόσμος ήταν ακόμασκοτεινός και άδειος, ένα μυστηριώδες πουλί-θεός πετάει με τα πελώρια φτερά του και με ένα χραπ! φέρνει το φως. Έπειτα φτιάχνει τα βουνά και τα νερά και πετά σπόρουςστη γη για να φυτρώσουν δέντρα και φυτά. Από έναν σπόρο ξεπετάγεται και ο πρώτος άνθρωπος. «Ποιος είσαι εσύ;» ρωτά ο Ρέιβεν και τον κοιτά παράξενα. «Εσύ ποιος είσαι;» αποκρίνεται ο...

Χινεμόα και Τουτανεκάι (Νέα Ζηλανδία)

«Πότε θα σε ξαναδώ;» ρώτησε ο Τουτανεκάι τη Χινεμόα όταν όλοι οι Μαορι κάθονταν γύρω από τη φωτιά. «Θα έρθω να σε βρω εγώ. Πες μου μονάχα πώς θα ξέρω ότι με περιμένεις» του απάντησε εκείνη.Η Χινεμόα ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου εύκολο, όμως ήταν έξυπνη και θαρρετή, και σίγουρη πως θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να τα καταφέρει.«Όσο με ακούς να παίζω φλάουτο, σημαίνει πως θα σε περιμένω»...