Αποχαιρετώντας τον Κωνσταντίνο Τζούμα - 28/06/22
«Γιατί γελάτε δυνατά;», ρώτησα τον Κωνσταντίνο Τζούμα. «Ναι, πολύ συχνά γελάω δυνατά, έχεις δίκιο. Ποιος ξέρει τι ξορκίζω. Ίσως γιατί θέλω να παρασύρω και τους άλλους να γελάσουν κι αυτοί». Μετά μιλήσαμε για τον γάμο του στην Νέα Υόρκη. «Είχε πλάκα. Στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης ντυμένοι στα λευκά και βγαίνοντας έξω πέσαμε πάνω σε μία διαδήλωση νοσοκόμων. Λευκά και αυτοί. Ε είχε πολλή πλάκα!». Για τη μοναξιά του. «Θέλω να βγαίνω από το ντους χωρίς να σκουπίζομαι και να μην φωνάζει κάποιος ΄΄θα γεμίσεις το σπίτι νερά΄΄, ΄΄μη - μη θα βρέξεις τα σεντόνια’’». Για την πρώτη περιπέτεια του με τον καρκίνο: «Τι ζωή θα ήταν αυτή χωρίς μια σοβαρή ασθένεια. Για να αισθανθείς ότι επιβίωσες κιόλας». Για τον πόνο: «Μπαινόβγαινα για κανένα τετράμηνο στον Ευαγγελισμό για χημειοθεραπείες, παρακεντήσεις κλπ. ΄΄Πονάτε;΄΄ με ρωτούσαν. ΄΄Και να πονάω θα στο δείξω;΄΄». Για το γυναικείο σώμα: «Το κόκαλο των ώμων μ’ αρέσει πάρα πολύ, γιατί πέφτουν πολύ ωραία τα ρούχα επάνω του». Για το αντρικά ρούχα. «Το τζάκετ του ταυρομάχου είναι από τα πιο γοητευτικά αντρικά ρούχα που έχω δει ποτέ μου». Για τα ανεκπλήρωτα όνειρα: «Ήθελα να ιππεύσω άλογα. Όπως στο σινεμά. Με μπότες και σπιρούνια. Και να με πηγαίνει μέχρι την κρεβατοκάμαρα». Και κάπου εκεί ρώτησα τον Κωνσταντίνο Τζούμα – άγνωστο γιατί – πώς θέλει να είναι η κηδεία του. «Θα είχε πλάκα ένα τραγούδι του Ντύλαν», μου απαντά. «΄΄Knockin’ on Heaven’s Door΄΄. Και μετά σκέφτηκα… τι σημασία έχει βρε, αφού δεν πρόκειται να το χαρείς, μήπως θα το πάρεις χαμπάρι; Εδώ δεν έχω πάρει χαμπάρι – Σταύρο μου - πώς πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή καμιά φορά σκέφτομαι ΄΄είναι δυνατόν΄΄; ΄΄Έλα ρε συ΄΄! Ο χρόνος είναι πολύ περίεργο πράγμα. Διότι, δεν φτάνει που είναι δική μας εφεύρεση, μας καταπιέζει κιόλας. Αυτό πάλι, τι σου λέει ας πούμε. Ο χρόνος…». Κάπου εκεί τέλειωσε η βόλτα μου με τον Κωνσταντίνο Τζούμα εκείνο το φθινόπωρο του 2007. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν λίγες μέρες στην ανηφόρα του Λυκαβηττού. Φορούσε πάλι λευκά. Κάτι ανάμεσα σε πιτζάμες και φόρμες. Στηριζόταν στον τοίχο και με μικρά μικρά βήματα πλησίαζε την Σκουφά. Να περάσει απέναντι και να καθίσει στην αγαπημένη του ψάθινη πολυθρόνα του Φίλιον. Και ναι, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ήταν και ο Ντύλαν εκεί. Με την κιθάρα του να του τραγουδά…