Ρένος Αποστολίδης, διαβάζει Δημοτική ποίηση - Ο Τσαμαδος κι' ο γιοςτου
Μες στ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλες ο χορός, κι εξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά σ' όλο το πανηγύρι.
Κι οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν στον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθεί - χαλάει το πανηγύρι.
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι αχάν οι λόγγοι,
κι εκράταγε στον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
κι απάνου στα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
-- Ώρα καλή σας, γέροντες,
-- Καλό στο παληκάρι.
- Ποιός έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να'βγει να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι;
Κανείς δεν αποκρίθηκεν απ' τους πανηγυριώτες,
της χήρας γιός εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
-- Εγώ 'χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να'βγω να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι.
Βγαίνουν κι οι δυό με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι.
κι εκεί που επάτειε το παιδί εβούλιαζε κι εβύθα.
Εκεί που βάρειε ο Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κι εκεί που χτύπαε το παιδί, τα κόκκαλα τσακίζει.
--Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω
ποιά σκύλα μάνα σ' έκαμε, κι ο κύρης σου ποιός ήταν;
-- Η μάνα μου όταν χήρεψε δε μ' είχε γεννημένον,
κι όμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω.
Απο το χέρι τον αρπά στης μάνας του να πάνε.
Απο μακριά τούσε θωρεί κι ετοίμασε τραπέζι.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.