Αρλέτα | Κορνήλιος
«Κάθε φόνος είναι μια ερωτική πράξη για μένα. Μια σύντομη ερωτική ιστορία που έχει σκίρτημα, κορύφωση και απόηχο. Ο οργασμός που νιώθω τη στιγμή της κορύφωσης είναι ίδιος με αυτόν μιας ερωτικής συνευρέσεως.»
Απόσπασμα της κατάθεσης του δράστη. Αρχείο αστυνομίας.
Ζούσε με τον άντρα της, στον δεύτερο όροφο μιας διατηρητέας πολυκατοικίας στην άλλη μεριά της πόλης. Αυτός ταξίδευε πολύ και σπάνια βρισκόταν στο διαμέρισμα. Εκείνη δούλευε σε μια μικρή γκαλερί λίγα μέτρα από το σπίτι. Στεκόμουν κάθε πρωί στο απέναντι πεζοδρόμιο και την παρατηρούσα. Ήταν πάντα κομψά ντυμένη. Το περπάτημα της αέρινο και οι κινήσεις της έμοιαζαν βγαλμένες από χορογραφία. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά. Το δέρμα της είχε ένα υπόλευκο χρώμα που έμοιαζε ψεύτικο.
Είχα επισκεφτεί πολλές φορές το διαμέρισμα τους όσο εκείνη ήταν στη δουλειά. Ήταν μικρό αλλά προσεγμένο. Η μυρωδιά της είχε απλωθεί σε κάθε γωνία του σπιτιού. Ήταν λες και έβγαινε από τη λουλουδάτη ταπετσαρία των τοίχων. Τα έπιπλα του σαλονιού είχαν ένα καλοδιατηρημένο παλιακό στιλ. Τα μεγάλα παράθυρα άφηναν ελεύθερο το φως να χύνεται σε όλους τους χώρους. Πάνω απ’ το τζάκι και στα τραπεζάκια δίπλα στον καναπέ υπήρχαν φωτογραφίες τους. Δεν ήθελα να τον βλέπω μαζί της γι’ αυτό και τις ξάπλωνα σε κάθε μου επίσκεψη.
Ήταν Σάββατο, 17 Γενάρη όταν επέστρεψε από το τελευταίο του ταξίδι αυτός. Εκείνη ήταν ακόμα στη δουλειά. Όταν μπήκα στο σπίτι ήταν ήδη στο ντουζ. Η βαλίτσα του ήταν ανοιχτή, τα ρούχα αδειασμένα στο κρεβάτι και πάνω τους ένα μακρόστενο, βελούδινο κουτί κοσμηματοπωλείου. Το άνοιξα και μέσα είχε μια λευκόχρυση αλυσίδα για το λαιμό. Μπήκα και εγώ στο μπάνιο. Ήταν γεμάτο με υδρατμούς. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα σουγιά. Τράβηξα απότομα την κουρτίνα και τον κάρφωσα επτά φορές στο σβέρκο του. Το αίμα τινάχτηκε στο λευκό πλακάκι και σχημάτισε ένα όμορφο μοτίβο, που δυστυχώς έπρεπε να καθαρίσω. Τον άφησα μέσα στη μπανιέρα με τη βρύση ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα την πόρτα να κλείνει. Φώναξε χαρούμενη το όνομα του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας. Κρύφτηκα πίσω από την πόρτα. Νόμιζε πως θέλει να την πειράξει και συνέχισε να του μιλάει. Την έβλεπα από τη χαραμάδα να γδύνεται. Αν υπάρχουν άγγελοι, κάπως έτσι πρέπει να είναι! Μπήκε στο μπάνιο και τράβηξε την κουρτίνα. Όταν τον είδε νεκρό άρχισε να ουρλιάζει. Την έπιασα από το κεφάλι και της έσπασα το λαιμό. Κρίμα που ο χώρος δεν είχε καλή ακουστική. Θα ήθελα το ουρλιαχτό της να απλωθεί λίγο περισσότερο.
Την πήρα στα χέρια μου και την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έβγαλα από την τσάντα μου το μπαλτά μου και ένα μασάτι και τον ακόνισα επιθετικά. Έκοψα τα πόδια της από το γόνατο και τα χέρια από τους ώμους. Τα τοποθέτησα στο πάτωμα, το ένα δίπλα στο άλλο. Έδεσα σφιχτά τις άκρες τους και τις τύλιξα με πετσέτες για να σταματήσει το πολύ αίμα. Της χάιδεψα για λίγο το πρόσωπο. Ήταν πανέμορφη! Άνοιξα το κουτάκι και της έδεσα την αλυσίδα που της έφερε στο λαιμό. Πήρα τη βαλίτσα του και έβαλα μέσα τα χέρια και τα πόδια της. Το υπόλοιπο σώμα της το αποχαιρέτησα με ένα φιλί.
Όταν γύρισα σπίτι, κατέβηκα στο υπόγειο. Ξεκλείδωσα την καταπακτή και βρέθηκα στα θεμέλια του σπιτιού. Άνοιξα τη βαλίτσα και έβγαλα τα άκρα της. Τα κάρφωσα στον τοίχο στη θέση που είχα προετοιμάσει από την πρώτη μέρα που την συνάντησαν τα μάτια μου. Ακριβώς από κάτω είχα μια ταμπελίτσα με το όνομα της.
Την έλεγαν Αρλέτα και ήταν 24 ετών. Τον έλεγαν Κορνήλιο και ήταν 35.