Ηλέκτρα | Ορέστης
Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου.
Σήμερα θα δώσω τροφή σε πεινασμένες ψυχές του κάτω κόσμου. Λαχταρούσαν ένα κομμάτι απ’ τη γεύση μας καιρό τώρα.
Οι παλμοί της καρδιάς της άρχισαν να πέφτουν. Άκουγε την αντανάκλαση τους να πάλλεται στο τύμπανο του αυτιού της και στα γόνατα της. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Στα μάτια της φύτεψα άμμο και γεννήθηκε γυαλί. Κατέβασα τη μαύρη κουρτίνα και της σκέπασα τα πόδια ως το μουνί της. Έβγαλα μια σκουριασμένη λεπίδα που είχα στο πορτοφόλι και έγλυψα την άκρη της. Ήταν βουτηγμένη σε λάβδανο. Γεύτηκα τη γαλήνη του στη γλώσσα μου.
Τέντωσα το δεξί της χέρι της και έκοψα κατά μήκος της φλέβας της. Βούτηξα το δάχτυλο μου στην πληγή, ξανά και ξανά, και έγραψα στην κοιλιά και το στήθος της την τελευταία μου σκέψη. Την υπέγραψα με το όνομα της. Είμαι σίγουρος πως το ίδιο θα σκεφτόταν αν μπορούσε...
Δάγκωσα τα χείλη της. Ήταν ήδη μελανιασμένα και πικρά σαν τα μάτια της. Στη γεύση τους ένιωσα την αρρώστια που είχε φυτέψει μέσα μου εκείνο το πρώτο βράδυ που τη γνώρισα. Ήξερε τι έκανε από την πρώτη στιγμή. Δεν ήμουν ο πρώτος, ούτε θα ήμουν ο τελευταίος αν δεν τη σταματούσα.
Το τελευταίο πράγμα που μύρισε ήταν η μπόχα του αλκοόλ στην ανάσα μου. Το τελευταίο που άκουσε ήταν το σουβλί που διαπέρασε το τύμπανο του αυτιού της και σκάλισε το μυαλό της. Το τελευταίο που είδε ήταν ένα ηλιοβασίλεμα στην τηλεόραση. Το τελευταίο που γεύτηκε, μερικές σταγόνες ουίσκι στο σάλιο μου.
Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα άλλη μια φορά το δωμάτιο. Ήταν ημιφωτισμένο, γεμάτο σκόνη και παλιακά αντικείμενα. Ο αγαπημένος της σκουροπράσινος καναπές είχε μια στάμπα από την πρώτη της περίοδο και ένα αδειανό μπουκάλι Γκλεν Μόραντζη, χωμένο στο πίσω μέρος του μαξιλαριού. Στο τραπεζάκι δίπλα υπήρχε ένα οβάλ πορτατίφ και ένα τασάκι πνιγμένο στα αποτσίγαρα, σημαδεμένα από φτηνιάρικο κόκκινο κραγιόν. Η ταπετσαρία στους τοίχους είχε ένα στρώμα λίγδας από δεκαετίες ασταμάτητου καπνίσματος. Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια θηλιά πλεγμένη για το λαιμό μου. Την έπλεξα μόνος μου το πρώτο βράδυ που τη γνώρισα. Κάθε νύχτα μαζί της και μια πλέξη.
3:17
Σε δυο σκαλοπάτια ήταν τα τελευταία βήματα που έκανα. Το πρώτο σε ένα σκαμνί. Το δεύτερο σε ένα βαρέλι γεμισμένο με πετρέλαιο, που έφτανε μέχρι τη μέση μου. Πάτησα γερά στο χείλος του και πέρασα τη θηλιά στο λαιμό μου. Τράβηξα το σχοινί και την έσφιξα. Έβγαλα από τη μια μου τσέπη ένα τελευταίο τσιγάρο και το έβαλα στο στόμα μου. Από την άλλη έβγαλα ένα σπίρτο. Το γρατζούνισα στο χέρι μου και άναψα το τσιγάρο. Ρούφηξα και κατέβασα τον καπνό ως την ψυχή μου. Πάντα μου άρεσε να τη θολώνω με κάθε ευκαιρία που εύρισκα.
Έκανα ένα μικρό σάλτο και βούτηξα ως τα γόνατα μου στο βαρέλι. Το σπάσιμο του λαιμού ήταν ακαριαίο. Οι σπασμοί του σώματος μου μέχρι να φύγει η ζωή από μέσα μου, τίναξαν το τσιγάρο απ’ τα χείλη μου. Όταν άγγιξε την επιφάνεια του πετρελαίου, όλα απέκτησαν νόημα... Τυλίχτηκα στην άγνωστη ζεστασιά της λύτρωσης. Τώρα ήμουν ελεύθερος και εγώ.
Την έλεγαν Ηλέκτρα, με έλεγαν Ορέστη και ήμασταν 29 ετών.