Σαρλ Μπωντλαίρ, «Η λήθη». Διαβάζει ο Βασίλης Παπαβασιλείου
Γραμμένο για την κρεολή ηθοποιό Ζαν Ντυβάλ, τη «Μαύρη Αφροδίτη», παντοτινή λατρεμένη. Ο Μπωντλαίρ τη γνώρισε στα είκοσί του και έμεινε μαζί της ώς το τέλος. Του χάρισε ίσως τα ωραιότερα ποιήματά του. ~ Η καταδίκη του ποιήματος από τη γαλλική Δικαιοσύνη της Δεύτερης Αυτοκρατορίας οφείλεται στην τελευταία στροφή. ~ Στην ελληνική μυθολογία, η Λήθη ήταν αδελφή του Ύπνου και του Θανάτου κι έδωσε το όνομά της στην πηγή του Άδη, από την οποία έπιναν νερό οι νεκροί για να λησμονούν το παρελθόν, την επίγεια ζωή. Στους Λατίνους ποιητές, ένας από τους πέντε ποταμούς του Κάτω Κόσμου. ~ Η λέξη νηπενθές (népenthès) είναι ομηρική («νηπενθές φάρμακον» Ὀδύσσεια, δ 221) και σημαίνει: που διώχνει το πένθος ή τη λύπη. Ο Μπωντλαίρ χαρακτήρισε «pharmakon népenthès» το όπιο (Les Paradis Artificiels, 1860, «Un Mangeur d’Opium», ΙΙΙ). ~ Τον ίδιο τίτλο έχει και ένα από ωραιότερα σονέτα του Λορέντζου Μαβίλη (1899), στο οποίο ο ποιητής καλοτυχίζει τους νεκρούς, γιατί έχουν πιει το νερό της λησμονιάς και δε θυμούνται τα βάσανα της επίγειας ζωής.