Η στρίγκλα το παραμύθι της κανίβαλης αδελφής
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT 315Α
The shrew: The Cannibal Sister:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μάνα και ένας πατέρας και είχαν τρία παιδιά, και τα τρία αγόρια. Επειδή όμως δεν είχαν κορίτσι, η μάνα παρακαλούσε μέρα και νύχτα τον Θεό να της δώσει ένα κορίτσι κι ας είναι και στριγκλίτσα.
Ύστερα από κάμποσο καιρό γεννήθηκε ένα όμορφο κορίτσι, που ήταν όμως στριγκλίτσα. Η οικογένεια αυτή είχε πρόβατα, άλογα και πολλά άλλα ζωντανά. Η στριγκλίτσα κάθε βράδυ πήγαινε στο στάβλο και έτρωγε από ένα πρόβατο. Τα πρόβατα λιγόστευαν και στο σπίτι άρχισαν να παραξενεύονται. Τι γίνονται άραγε τα ζωντανά μας; αναρωτιόντουσαν.
Τα τρία αγόρια αποφασίσανε να πάνε στον στάβλο και να φυλάξουν καρτέρι για να πιάσουν τον κλέφτη. Πήγε πρώτα ο μεγάλος και πήρε μαζί του το τόξο και τις σαΐτες του. Αλλά τη νύχτα τον πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε. Η στριγκλίτσα κατέβηκε από την κούνια της, έγινε μεγάλη λάμνια, πήγε στο στάβλο, έφαγε ένα πρόβατο και πάλι γύρισε στην κούνια της να κοιμηθεί. Ο αδερφός της το πρωί είδε πως έλειπε ένα πρόβατο ακόμα. Το άλλο βράδυ, πάει ο άλλος αδερφός να φυλάξει καρτέρι αποφασισμένος να πιάσει δίχως άλλο τον κλέφτη. Αλλά κι αυτός το ίδιο έπαθε. Αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει και η στριγκλίτσα μπήκε στον στάβλο, έκανε τη δουλειά της κι έφυγε πάλι για την κούνια της.
Την άλλη μέρα ο τρίτος αδερφός λέει:
«Πήγατε κι οι δυο σας και δεν μπορέσατε να κάνετε τίποτα. Απόψε θα πάω εγώ και δεν πρόκειται να μου ξεφύγει ο κλέφτης, θα τον πιάσω ο Θεός να κατεβεί».
Έφυγε αποφασισμένος να μη γυρίσει αν δεν πιάσει τον κλέφτη και πήγε στον στάβλο. Τη νύχτα, ενώ περίμενε κολλημένος στον τοίχο- του στάβλου κι ακίνητος, άκουσε ξαφνικά αντάρα μέσα στα πρόβατα και μια ανθρώπινη σκιά να μπαίνει ανάμεσά τους. Βάζει γρήγορα μια σαΐτα στο τόξο του, σημαδεύει και πετυχαίνει τον κλέφτη. Και τότε ο κλέφτης έφυγε. Ύστερα πάνω στη σαΐτα του είδε μαζί με αίματα ένα ανθρώπινο δάχτυλο.
Κατάλαβε αμέσως πως ήταν της αδερφής του και πως αυτή δεν ήταν άνθρωπος αλλά στριγκλίτσα, όπως την ήθελε η μάνα της, όταν παρακαλούσε τον Θεό να της δώσει ένα κορίτσι. Αμέσως πηγαίνει στο σπίτι και λέει στον πατέρα και στη μάνα και στ’ αδέρφια του το και το. Η αδερφή τους είναι στρίγκλα κι αυτή τους τρώει τα πρόβατα, γι’ αυτό πρέπει να φύγουνε, γιατί όταν φάει όλα τα πρόβατα θα φάει κι αυτούς. Αυτοί όμως είπαν πως δεν μπορούν να φύγουν και ν’ αφήσουν το νοικοκυριό τους έρημο και σκοτεινό, θα καθίσουν στο σπίτι τους κι ας τους φάει η στριγκλίτσα.
«Καλά», είπε ο μικρότερος αδερφός, «εγώ θα φύγω για να σωθώ, αν θέλετε κι εσείς να σωθείτε, ελάτε μαζί μου».
Έφυγε τότε αυτός και πήρε μαζί του τρία ζωντανά που ήταν φύλακες του σπιτιού τους, ασλάνι , καπλάνι και μικρό αλεπουδάκι. Στο δρόμο κουράστηκε και σταμάτησε σε μια βρύση, ήπιε νερό και έφαγε λίγες ελιές που είχε μαζί του και πέταξε τα κουκούτσια, που έγιναν τρία μεγάλα κυπαρίσσια το ένα κοντά στο άλλο.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και ο μικρός γιος πεθύμησε κάποια μέρα να γυρίσει στο σπιτικό του, να δει τέλος πάντων τι απέγιναν οι δικοί του. Καβάλησε λοιπόν το άλογό του και πάει.
Από μακριά είδε το σπίτι του έρημο και τη στριγκλίτσα πάνω στην ταράτσα, που κρατούσε το κεφάλι του πατέρα της, το πέταγε μια προς τα πάνω, το δάγκωνε και το ξαναπέταγε. Όλους τους είχε φάει η στριγκλίτσα και τελευταίο έτρωγε τον πατέρα της. Η στριγκλίτσα είδε από την ταράτσα που ήτανε ο αδερφός της και έκρυψε αμέσως το κεφάλι. Κατάλαβε τότε ο αδερφός της πως δεν μπορούσε να ξεφύγει, γι’ αυτό να προχωρήσει κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Προχώρησε κι έφτασε στο σπίτι του. Η στριγκλίτσα τον καλοδέχτηκε και του είπε:
«Άντε, αδερφόκα μου, πάνω στο σπίτι κι εγώ θα πάω να αχιουρήσω το άλογο».
Ανέβηκε αυτός πάνω κι η στριγκλίτσα πήγε στο στάβλο, έφαγε το ένα ποδάρι του αλόγου και σε λίγο ανέβηκε και του λέει!
«Αδερφόκα μου, πόσα ποδάρια είχε το άλογό σου;»
«Τέσσερα», αποκρίθηκε ο αδερφός.
«Όχι, αδερφόκα μου, τρία είχε», λέει εκείνη....
