Γιαγιάλι, ο Γίγαντας
Από τους Μίγουοκ διαλέξαμε αυτή την ιστορία γιατί τα έχει όλα! Ζώα με τις ανθρώπινες διαστάσεις τους, Γίγαντες και σαμάνους, έθιμα και παραδόσεις. Καλή ακρόαση!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, διαμελισμό, απειλή, ανθρωποφαγία
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιαγιάλι, Ο Γίγαντας
Ο Γίγαντας βγήκε από κάτω. Φώναζε και φώναζε καθώς έβγαινε από το βουνό κι έσκουζε σε όλη τη διαδρομή. Φώναζε στους ανθρώπους καθώς τους έψαχνε, φώναζε και η φωνή του αντιλαλούσε σε όλους τους λόφους.
Του απάντησε ο Σκίουρος. Είπε στους ανθρώπους ότι κάποιος ανέβαινε τον λόφο και τους έψαχνε φωνάζοντας: “Ίσως θέλει κάτι να μας πει”, είπε ο Σκίουρος. “Θα πάω να τον συναντήσω”, είπε και στη γυναίκα του “Νομίζω πως είναι ο αδερφός σου που έρχεται. Θα είμαι εδώ να τον υποδεχτώ”.
Έβρεχε πολύ όταν ο Σκίουρος βγήκε να υποδεχτεί τον νεοφερμένο. Του φώναξε:
Έλα και πες μας ποιος είσαι.
Ναι εκεί είναι το κρέας μου, απάντησε ο Γίγαντας.
Ο Σκίουρος του απάντησε ξανά, αφού νόμισε πως ήταν ο κουνιάδος του. Μόλις κατάλαβε όμως πως ο επισκέπτης δεν ήταν ο κουνιάδος του είπε από μέσα του: “Κάποιον βρήκα, κάποιος έρχεται, και σίγουρα δεν είναι ο κουνιάδος μου”. Ειδικά όταν ο Σκίουρος είδε το σακίδιο στην πλάτη του Γίγαντα σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν ο κουνιάδος του και ξανασκέφτηκε: “Μάλλον καλό είναι να μην πάω πουθενά τώρα μιας και στα σίγουρα δεν θα φτάσω σπίτι μου”. Εκείνη όμως τη στιγμή τον έφτασε και ο Γίγαντας και τον ρώτησε πού πήγαινε. Απάντησε ο Σκίουρος: “Το σπίτι με την οικογένεια μου είναι εκεί” και ο Γίγαντας του είπε: “Πήγαινε μπροστά κι εγώ θα ακολουθήσω”.
Σαν έφτασαν οι δυο τους σπίτι, ο Σκίουρος είπε στον γίγαντα να μπει πρώτος όσο εκείνος θα μάζευε ξύλα για τη φωτιά. Ο Γίγαντας όμως επέμεινε να πάει ο Σκίουρος μπροστά, μιας και αυτός δεν ήταν μέλος της οικογένειας:
Δικό σου είναι το σπίτι, είπε ο Γίγαντας, εσύ το κυβερνάς και όχι εγώ, εσύ να πας πρώτος.
Καλέ πήγαινε μέσα, θα παγώσεις, είπε αναστατωμένος ο Σκίουρος. Έχεις γίνει μούσκεμα, άσε με να φτιάξω τη φωτιά για εσένα.
Εσύ να πας πρώτος, επέμεινε ο Γίγαντας. Δικό σου είναι το σπίτι.
Όσο και να προσπάθησε ο Σκίουρος, ο Γίγαντας δεν άκουγε. Για να γλιτώσει τις διαφωνίες τελικά, ο Σκίουρος συμφώνησε και προχώρησε να μπει πρώτος στο σπίτι του. Πίσω του, ακολούθησε και ο Γίγαντας. Καθώς όμως πλησίασαν την πόρτα του σπιτιού, ο Γίγαντας έβγαλε έναν βράχο από το σακίδιο του, τον έριξε στο Σκίουρο κατακέφαλα και τον σκότωσε.
Αφού τον σκότωσε, ο Γίγαντας είπε στη γυναίκα του Σκίουρου να τον βοηθήσει να φέρει το κρέας μέσα στο σπίτι. Εγκαταστάθηκε για τα καλά και πήρε για γυναίκα του τη χήρα του Σκίουρου. Μαγείρεψε τον Σκίουρο και διέταξε τη γυναίκα του να φάει:
Εσύ να το φας! του φώναξε εκείνη.
Όχι, εσύ θα το φας, επέμεινε εκείνος.
Αφού ο Γίγαντας έφυγε από το σπίτι, η γυναίκα του και χήρα του Σκίουρου έσκαψε μια τρύπα στο χώμα. Εκεί τοποθέτησε την κόρη που είχε με τον Σκίουρο και την τάισε με κρέας ελαφιού.
Ο Γίγαντας επέστρεψε το σούρουπο. Μαζί του έφερε ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο με τους ανθρώπους που είχε σκοτώσει. Μόλις μπήκε σπίτι είπε στη γυναίκα του: “Ευτυχώς δε θα πεινάσουμε, κοίτα πόσο κρέας σου έφερα!”. Μα η γυναίκα είπε στον Γίγαντα να φάει μόνος του την ανθρώπινη σάρκα, εκείνη για τον εαυτό της ετοίμασε κι έφαγε ελάφι. Ο Γίγαντας ευχαρίστως έφαγε όσους είχε σκοτώσει. Η γυναίκα τάισε με ελάφι και την κόρη της που την είχε κρύψει μέσα στην τρύπα στο χώμα. Φοβόταν πως αν την έβρισκε ο Γίγαντας θα την έτρωγε κι αυτήν.
Πριν φύγει το επόμενο πρωί ο Γίγαντας, γύρισε και είπε στη γυναίκα του: “Τώρα έχεις πολύ καλύτερο άνδρα από αυτόν που είχες πριν. Σου φέρνει πολύ περισσότερο κρέας από τον προηγούμενο. Πάω να σου φέρω κι άλλο” και πήρε τον δρόμο για τους λόφους όπου ήξερε ότι ζούσαν πολλοί άνθρωποι. Είπε στη γυναίκα του ότι θα γύριζε πάλι κατά το σούρουπο, και αφού βγήκε από το σπίτι, κύλησε έναν τεράστιο βράχο μπροστά στην είσοδο για να μην δραπετεύσει η χήρα του Σκίουρου. Έβαλε και άλλους δύο εκεί που ήταν οι πόρτες για τους φιλοξενούμενους και τέλος μια μεγάλη πέτρα στο άνοιγμα του τζακιού. Μόνο μόλις σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε διέξοδος πήγε να πιάσει ανθρώπους.
Πράγματι, όταν γύρισε πριν τη δύση, είχε πιάσει πολλούς μεγαλόσωμους και αφράτους ανθρώπους για τη γυναίκα του, το καλάθι του ήταν πάλι γεμάτο. Παραμέρισε τους βράχους και μπήκε στο σπίτι. Δεν ήξερε όμως πως, όσο έλειπε, η γυναίκα είχε κάτσει και είχε μαγειρέψει μπόλικο κρέας ελαφιού. Έτσι, όταν ο Γίγαντας γύρισε και απαίτησε η γυναίκα του να φάει ανθρώπινο κρέας, εκείνη του είπε “Ναι”, αλλά στην πραγματικότητα έφαγε το ελάφι. Μόλις ο Γίγαντας χόρτασε και δεν ήθελε να φάει άλλο, πέταξε το περισσευούμενο ανθρώπινο κρέας.
Και την επόμενη μέρα πάλι τέτοιο κρέας έφερε στη γυναίκα του και της είπε: “Αν δεν φας ανθρώπινη σάρκα, θα σε σκοτώσω. Μα έχεις έναν τόσο καλό άνδρα τώρα. Δες πόσο φαγητό σού φέρνει κάθε μέρα, ούτε μια πέτρα δεν πάει χαμένη όταν την πετάω όλους τους πετυχαίνω!”. Σκότωνε και μαγείρευε, μαγείρευε και σκότωνε, αυτό έκανε κάθε μέρα και αφού έτρωγε το ‘ριχνε στον χορό και ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι του έβγαινε πιο ψηλά από την τρύπα του τζακιού.
Η γυναίκα του Γίγαντα μετά από λίγο καιρό γέννησε δυο αγοράκια, δυο μικρούς γίγαντες. Ήθελε να τα σκοτώσει, μα φοβόταν πως ο Γίγαντας θα έπαιρνε εκδίκηση κι έτσι τα έθρεψε κι αυτά μεγάλωναν. Ταυτόχρονα, κρατούσε ακόμη κρυμμένη την κόρη της στην τρύπα στο χώμα. Πάντα την τάιζε άφθονο κρέας ελαφιού.
Μια μέρα που είχε βγει πάλι ο Γίγαντας, η γυναίκα έβγαλε την κόρη της από τον λάκκο και την πήρε στην αγκαλιά της, όσο τα δυο αγόρια γίγαντες κοιμόντουσαν. Έκλαιγε όλη μέρα όσο έλειπε ο Γίγαντας, θρηνούσε για τον χαμό του Σκίουρου. Έκλαιγε και που δεν μπορούσε να αποδράσει με όλους αυτούς τους βράχους που είχε βάλει ο Γίγαντας σε όλες τις εισόδους. Έτσι συνέχεια καθόταν στο σπίτι κι έκλαιγε.
Όπως κάθε μέρα ο Γίγαντας είπε: “Φάε, αυτό είναι το φαγητό που ετοίμασα για εσένα και θα το φας. Να, αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι, το διάλεξα ειδικά για εσένα” και η γυναίκα απάντησε μόνο “Ναι”. Ο Γίγαντας άρχισε να χορεύει. Χόρευε και χόρευε και το κεφάλι του έβγαινε έξω από την τρύπα του τζακιού κι όλη νύχτα χόρευε, τέτοια ήταν η χαρά του. Της είπε το πρωί: “Να φροντίσεις τους γιους μου. Να μην τους χάσεις και να μην τους παραμελήσεις. Να τους ταΐζεις τακτικά, κρέας θα σου φέρνω εγώ και μάλιστα άφθονο, πάντα πετυχαίνω τον στόχο μου”. Πήγαινε στους λόφους και σκότωνε τους πάντες, γέρους και νέους, αγόρια και κορίτσια. Σκότωνε τόσους πολλούς που γρήγορα γέμιζε το καλάθι του. Η γυναίκα όμως έτρωγε πάντα το κρέας ελαφιού που είχε πιάσει ο Σκίουρος.
Γύριζε σπίτι ο Γίγαντας και χόρευε. Στη γυναίκα του έδινε να τρώει τους γέρους και τις γριές ενώ για τον εαυτό του κρατούσε τους νεότερους. Μια μέρα, μαζί με τους ανθρώπους, έφερε μαζί του κουκουνάρια. Τα παλιωμένα, άσπρα κουκουνάρια που δεν είχαν σχεδόν καθόλου ψαχνό τα έδωσε στη γυναίκα του λέγοντας της: “Φάε αυτά τα κουκουνάρια, έχω φέρει πολλά. Βλέπεις, δε θα πεινάσεις ποτέ όσο είσαι μαζί μου. Φάε, μου φαίνεσαι πεινασμένη” και η γυναίκα είπε μόνο “Ναι”. Μα τον ξεγέλασε και μόνο έκανε ότι έφαγε τα κουκουνάρια. Ενώ δεν κοιτούσε ο Γίγαντας, εκείνη τα πέταξε και έφαγε τα κουκουνάρια που κάποτε της είχε φέρει ο Σκίουρος. Κάθε φορά που έφευγε ο Γίγαντας εκείνη έτρωγε μόνο από το φαγητό που είχε φέρει ο Σκίουρος.
Ο Γίγαντας συνέχισε να φέρνει πίσω ανθρώπινο κρέας και μάλιστα κι από γυναίκες μεγαλόσωμες και τροφαντές. Κάποιες φορές έφερνε στη γυναίκα του και έγκυες και της έλεγε: “Φάε. Φάε καλά!” κι εκείνη του έλεγε “Ναι, τρώω”, αλλά πάντα του έλεγε ψέματα και δεν έτρωγε.
Πήγαινε ο Γίγαντας κατά τους λόφους για να πιάσει ανθρώπους και τώρα ταξίδευε ακόμη πιο μακριά να φέρει κυνήγι πίσω στο σπίτι του. Έφερε στη γυναίκα του γριές γυναίκες και της είπε να τις φάει, κι εκείνη του είπε “Ναι” και τον κορόιδεψε. Κάθε μέρα η γυναίκα έκλαιγε γιατί φοβόταν ότι θα τη σκότωνε και κάθε μέρα μαγείρευε ελάφι και το έδινε στην κόρη της μέσα στο λάκκο. Την έβγαζε και την κρατούσε και έκλαιγε γιατί ο Σκίουρος είχε πεθάνει και ήταν πολύ καλός άνδρας. Όταν έλειπε ο Γίγαντας έκλαιγε και όταν γυρνούσε, έβαζε πάλι την κόρη της στο χώμα και ξάπλωνε από πάνω για να μην τη βρει ο Γίγαντας. Τα δυο αγόρια βρίσκονταν πάντα στις γωνιές του σπιτιού και όταν ερχόταν ο Γίγαντας, πάντα τους άλλαζε θέση. Τα αγόρια δεν έκλαιγαν ποτέ, μόνο γελούσαν, αυτό έκαναν όλη μέρα.
Τα αδέρφια του Σκίουρου στον Νότο τον είδαν στον ύπνο τους. Ένας από αυτούς είπε: “Νομίζω ότι πρέπει να πάω να τον επισκεφτώ, να δω τι κάνει. Στο όνειρο μου τον είδα άρρωστο”. Και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, κίνησε να πάει στον αδερφό του τον Σκίουρο μιας και είχε ανησυχήσει. Ταξίδεψε μέσα από βουνά, αλλά δεν πήγε από το μονοπάτι, μόνο μέσα από τη βλάστηση και πέρασε τα ψηλότερα βουνά. Δεν βιαζόταν, πήγαινε αργά και σταθερά να δει τον αδερφό του.
Έφτασε επιτέλους στο σπίτι του Σκίουρου και φώναξε στη νύφη του:
Ήρθα! Τι είναι αυτοί οι βράχοι στην είσοδο;
Έλα μέσα, ακούστηκε η φωνή της νύφης του από μέσα από το σπίτι. Ο Γίγαντας σκότωσε τον αδερφό σου και κάθε μέρα με κλείνει μέσα στο σπίτι με αυτούς τους βράχους.
Εκείνος έβγαλε έναν έναν τους βράχους από τις εισόδους. Σαν μπήκε στο σπίτι, η γυναίκα τού είπε:
Ο Γίγαντας σκότωσε τον αδερφό σου και τώρα έχει δυο αγόρια γίγαντες, να, εκεί είναι.
Που είναι η κόρη του αδερφού μου; ρώτησε ο αδερφός του Σκίουρου.
Είναι μέσα σ΄ εκείνον τον λάκκο, δεν ήθελα να την βρει ο Γίγαντας, και του έδειξε την τρύπα.
Ο αδερφός του Σκίουρου ρώτησε τη γυναίκα πότε θα επέστρεφε ο Γίγαντας: “Κάποιες φορές επιστρέφει το σούρουπο, κάποιες φορές αφού έχει βραδιάσει. Αλλά αυτή τη φορά πήγε μακριά και θα γυρίσει αύριο το πρωί”, του απάντησε εκείνη. Ο κουνιάδος της τής είπε να συνθλίψει κάμποσο οψιανό και να τραβήξει για το πατρικό της. Της είπε: “Ο Γίγαντας έχει πολλά αδέρφια. Αν σε στριμώξουν πουθενά εσύ να τους πετάξεις τον οψιανό στα μούτρα. Εγώ δεν θα έρθω μαζί σου, θα μείνω εδώ να περιμένω”.
Η γυναίκα έκανε σκόνη κάμποσο οψιανό και τον έβαλε μέσα σε ένα τομάρι ελαφιού. Ο κουνιάδος της τότε της είπε να ξεκινήσει αμέσως κι επανέλαβε: “Πρόσεξε να μην χάσεις τον οψιανό, μόνο αυτός θα σε σώσει. Αν δεις τους Γίγαντες, να τους τον πετάξεις στα μάτια”. Και άρχισε να σκάβει την μια τρύπα μετά την άλλη.
Η γυναίκα τον υπάκουσε κι έφυγε. Στο μεταξύ εκείνος έσκαβε κι έσκαβε τρύπες, μια στον Νότο, μια στη Δύση, μια στον Βορρά και μια στην Ανατολή. Τις τρύπες τις έσκαβε για να χωθεί μέσα σε περίπτωση που τον κυνηγήσουν, να έχει κάπου να κρυφτεί. Έσκαβε τρύπες παντού, μέσα στο σπίτι και έξω από αυτό. Σαν τελείωσε έκατσε χάμω και δεν έκανε τίποτα άλλο. Ξεκουράστηκε κι έκανε και μια βόλτα στα περίχωρα του σπιτιού.
Άρχισε να σκέφτεται τον Γίγαντα και πότε θα γυρνούσε. Πήγε στους λόφους και έφερε πίσω ένα κλαδί μανζανίτα που τη μια άκρη του την ακόνισε καλά. Όλη μέρα τη δούλευε την άκρη ήθελε να την κάνει πολύ κοφτερή. Σκέφτηκε και τις προειδοποιήσεις της νύφης του. Την είχε ρωτήσει τι συνήθιζε να κάνει ο Γίγαντας σαν γύριζε κι εκείνη του είχε πει ότι χόρευε μέσα κι έξω και ότι το κεφάλι του περίσσευε πάνω από την τρύπα του τζακιού. Ο αδερφός του Σκίουρου το είχε καταγράψει και τώρα είχε τελειώσει με τη μύτη του κλαδιού μανζανίτα, ήταν στ’ αλήθεια πολύ μυτερό.
Βάλθηκε να κόβει βόλτες. Με το βλέμμα του πάντα στραμμένο προς τους λόφους, είδε τον Γίγαντα να κατεβαίνει και σκέφτηκε: “Αυτός πρέπει να είναι”. Στάθηκε απ’ έξω από το σπίτι και μόνο όταν ο Γίγαντας είχε πλησιάσει αρκετά μπήκε μέσα. Ο Γίγαντας τον είδε και όλο χαρά είπε: “Να κι άλλο θύμα, να κι άλλο θήραμα!” και βιάστηκε να ακολουθήσει τον άνδρα μέσα στο σπίτι.
Ο αδερφός του Σκίουρου όμως είχε ήδη σκοτώσει τα δυο αγόρια γίγαντες. Τους είχε βγάλει τα μάτια και τα είχε πετάξει στη φωτιά ενώ το καθένα τους το είχε στήσει σε διαφορετική γωνιά του σπιτιού. Όλα αυτά έγιναν γιατί πριν φύγει η νύφη του την είχε ρωτήσει: “Πού έχουν οι Γίγαντες την καρδιά τους;” κι εκείνη του είχε πει: “Στον αστράγαλο” κι εκεί ακριβώς τα είχε χτυπήσει όταν τα σκότωσε. Μόλις τα σκότωσε και πέταξε τα μάτια τους στη φωτιά είχε βγει έξω αφήνοντας τους δυο μικρούς γίγαντες σε δυο γωνιές κοντά στη φωτιά.
Ο αδερφός του Σκίουρου μίλησε τότε στον Γίγαντα και του είπε:
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν γυρίζεις σπίτι;
Χορεύω βέβαια! Δες με να χορεύω!
Ο αδερφός του Σκίουρου τότε άρχισε να χώνεται πότε στην μια τρύπα που είχε σκάψει και πότε στην άλλη και όσο και να προσπαθούσε να τον πιάσει ο Γίγαντας, ο άνδρας πάντα του ξέφευγε με ταχύτητα. Ο Γίγαντας τον κυνήγησε παντού μέσα στο σπίτι και κάθε φορά που τον ζύγωνε, ο άνδρας χωνόταν μέσα στη μια τρύπα κι έβγαινε από μια άλλη. Είπε τότε στον Γίγαντα: “Δεν μπορείς να με πιάσεις παρά μόνο αν χορέψεις. Χόρεψε λοιπόν κι εγώ μετά θα σε αφήσω να με πιάσεις. Αλλά θέλω να σε δω να χορεύεις πρώτα”.
Ο Γίγαντας άρχισε να χορεύει και ο αδερφός του Σκίουρου βγήκε έξω από το σπίτι. Φώναξε στον Γίγαντα: “Χόρεψε κι άλλο, κι άλλο! Πήδα πιο ψηλά κι από την τρύπα του τζακιού, θέλω να σε δω να χορεύεις!”.
Ο Γίγαντας έκανε όπως του είπε ο άνδρας. Καθώς χόρευε, ο αδερφός του Σκίουρου έβγαλε το κλαδί μανζανίτα και σκαρφάλωσε πάνω στο σπίτι κατά την τρύπα του τζακιού. Ξάφνου έδωσε μια στον Γίγαντα και του κάρφωσε το κλαδί στον λαιμό με τέτοια δύναμη που του έκοψε το κεφάλι. Το κεφάλι κύλησε κι έφτασε μέχρι την πηγή που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι ενώ το σώμα του σωριάστηκε εκεί που στεκόταν. Ο αδερφός του Σκίουρου τότε έκοψε το σώμα του Γίγαντα σε κομμάτια και τα σκόρπισε πάνω από δέντρα, πάνω από βράχους και σε ολόκληρο το εσωτερικό του σπιτιού.
Ένας από τους αδερφούς του Γίγαντα τον είδε στον ύπνο του. Είδε ότι ο αδερφός του είχε στην κατοχή του πολύ κρέας. Είπε στα άλλα του αδέρφια: “Πάμε να επισκεφτούμε τον αδερφό μας, έχει παντρευτεί τώρα και κάθε μέρα έχει άφθονο κρέας στο τραπέζι του”. Κάμποσοι από τους αδερφούς του Γίγαντα κίνησαν τότε για το σπίτι του Σκίουρου. Μόλις έφτασαν είδαν όλο αυτό το κρέας να βρίσκεται σκορπισμένο εδώ κι εκεί: “Τόσο κρέας, μα τόσο κρέας! Ο αδερφός μας έχει γίνει πολύ καλός στο σημάδι με την πέτρα του!”, είπαν τα αδέρφια του.
Μάζεψαν και μαγείρεψαν το κρέας που βρήκαν, αγνοώντας πως ήταν αυτό του αδερφού τους. Νόμισαν ότι ήταν από τους διάφορους ανθρώπους που είχε σκοτώσει. Έφαγε ο καθένας τους από ένα κομμάτι και αισθάνθηκαν ευχαριστημένοι. Ένας τους όμως δίψασε και άρχισε να ψάχνει για καμιά πηγή. Είδε αυτή δίπλα στο σπίτι και σαν πλησίασε να πιει, είδε στο έδαφος το κεφάλι του αδερφού του: “Τον αδερφό μας φάγαμε!” είπε στα αδέρφια του και όλοι συγκεντρώθηκαν μέσα στο σπίτι. Είπε τότε ο μικρότερος:
Κάποιος σκότωσε τον αδερφό μας. Τι να φωνάξουμε σαν θα κλάψουμε;
Να φωνάξουμε “δρυς”! είπε ένας άλλος αδερφός. Δεν ξέρω ποιος είναι ο φονιάς του μα ούτε από πού ήρθε. Λέω να κοιμηθούμε και να ονειρευτούμε.
Έτσι έκαναν όλοι τους. Αυτός που είχε προτείνει να κοιμηθούν είπε να κοιμηθούν με το κεφάλι τους προς τον Νότο. Οι υπόλοιποι του απάντησαν πως δεν πίστευαν πως ο φονιάς είχε έρθει από εκεί. Κοιμήθηκαν και μετά σηκώθηκαν. “Δεν τον ονειρεύτηκα καθόλου, ας κοιμηθούμε ξανά”, είπε ένας. Κοιμήθηκαν και σηκώθηκαν και ένας άλλος είπε: “Κάποιος από τον Βορρά σκότωσε τον αδερφό μας”. Μα οι άλλοι δεν τον πίστεψαν. Κοιμήθηκαν και σηκώθηκαν: “Από την Ανατολή είναι ο φονιάς του αδερφού μας”, είπε ξάφνου αυτός που ξύπνησε πρώτος. Και πάλι οι άλλοι δεν το δέχτηκαν.
Ο μικρότερος τότε, αυτός που είχε βρει το κεφάλι πλάι στην πηγή άρχισε να κλαίει. Οι άλλοι πήγαν να τον ησυχάσουν. Εκείνος σηκώθηκε και πήγε πάλι μέχρι την πηγή, βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό και έτσι, όταν γύρισε πάλι στους άλλους φαινόταν ότι αυτός είχε κλάψει περισσότερο από όλους τους. Όλοι πίστεψαν πως το νερό στο πρόσωπο του ήταν δάκρυα: “Μόνο αυτός κλαίει πικρά για τον αδερφό μας”, μουρμούρισαν, “ας ξανακοιμηθούμε”.
Ο μικρότερος τότε ξύπνησε τους άλλους με το όνειρό του. Τους είπε πως αυτός που έψαχναν ήταν από τη Δύση.:
Ας φωνάξουμε λοιπόν! είπαν όλοι οι Γίγαντες.
Όχι! Ας κοιμηθούμε πριν φωνάξουμε, είπε ο μικρότερος.
Κοιμήθηκαν και σηκώθηκαν και ο μικρότερος είχε ονειρευτεί πως η νύφη τους ήταν καθ’ οδόν για το πατρικό της: “Ας σηκωθούμε τώρα”, είπε, “κι ας προλάβουμε τη νύφη μας πριν να φτάσει στου πατέρα της. Αλλά ας βιαστούμε”, συνέχισε, “να βιαστούμε στην αρχή για να πάμε πιο αργά μετά”, και όλοι τους ξεκίνησαν με φωνές.
Ο αδερφός του Σκίουρου γέλασε πολύ μόλις σκότωσε τον Γίγαντα. Γέλασε και όταν είδε όλους τους αδερφούς του Γίγαντα να τρέχουν.
Πριν να φτάσει η νύφη τους στο σπίτι του πατέρα της, οι γίγαντες την πρόλαβαν. Ένας τους είπε στον άλλο: “Να τη! Τη βλέπω, τράβα να την πιάσεις εσύ!” και σαν την έπιασε η γυναίκα πήρε μια χούφτα οψιανό και τον πέταξε στα μάτια των Γιγάντων. Όσους τους πέτυχε άρχιζαν να σκούζουν: “Κάτι με τυφλώνει, κάτι με τυφλώνει! Βγάλτο γρήγορα, βγάλτο γρήγορα!” και άρχισαν ο ένας να κοιτά μέσα στα μάτια του άλλου και να προσπαθεί να βγάλει τον οψιανό. Στο μεταξύ, η γυναίκα απομακρύνθηκε αρκετά. Μα πάλι κατάφεραν να τη φτάσουν: “Πιάστε την, πιάστε την!”, έλεγαν ο ένας στον άλλο.
Ένας τους παραλίγο να την πιάσει, αλλά αυτή πάλι τους πέταξε οψιανό στα μάτια: “Δεν βλέπω, έχω κάτι στο μάτι μου, έχω κάτι στο μάτι μου!” άρχισε να φωνάζει ο Γίγαντας. Κι άρχισαν πάλι να ψαχουλεύουν τα μάτια τους πολύ προσεκτικά ενώ η νύφη τους απομακρυνόταν.
Σαν καθάρισαν τα μάτια τους, οι Γίγαντες την πήραν πάλι στο κατόπι: “Πρέπει να την πιάσουμε, πρέπει να την φτάσουμε πριν να φτάσει σπίτι. Γρήγορα, δεν βλέπετε που κουβαλά την κόρη της στην πλάτη;” και έτρεξαν με όλη τους τη δύναμη να τη φτάσουν. Μόλις την πλησίασαν για τα καλά, εκείνη για άλλη μια φορά τους πέταξε οψιανό. Όλοι τους τώρα φώναξαν: “Δεν βλέπω, δεν βλέπω! Βγάλε το από τα μάτια μου, βγάλε το από τα μάτια μου!” και αφού έφαγαν μπόλικη ώρα να καθαρίζουν τα μάτια τους, η γυναίκα ξεμάκρυνε πολύ.
Σαν μπόρεσαν και πάλι να δουν, οι Γίγαντες είπαν: “Κυνηγήστε τη νύφη μας, να την πιάσουμε πριν να φτάσει στο πατρικό της! Πιάστε την!”. Ένας την έφτασε και της έπιασε τα ρούχα, τραβώντας την προς το μέρος του. Μα εκείνη είχε ακόμη οψιανό και τον πέταξε στα μάτια τους. Όλοι οι γίγαντες τυφλώθηκαν και βάλθηκαν να καθαρίζουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Μόλις μπόρεσαν να δουν και πάλι, ένας τους είπε: “Δεν μπορεί να της έχει μείνει ακόμη πολύς οψιανός. Ελάτε, πλησιάζει επικίνδυνα το πατρικό της σπίτι, τρέξτε!”. Πάλι την έφτασαν και η γυναίκα, που δεν είχε χάσει ακόμη την κόρη της από την πλάτη της τους πέταξε οψιανό και τους καθυστέρησε. Είπε τότε στην κόρη της: “Θα φτάσουμε το σπίτι και θα είμαστε ασφαλείς, θα φτάσουμε στου παππού σου. Έλα τώρα και μην κουράζεσαι. Έλα τώρα και μας φτάνουν πάλι”. Έτρεχε η γυναίκα και άρχισαν πάλι να την ακολουθούν οι Γίγαντες. Έφτασαν κοντά της κι εκείνη τους έριξε κι άλλη χούφτα οψιανό. Οι Γίγαντες σταμάτησαν να καθαρίσουν τα μάτια τους και η γυναίκα συνέχισε να τρέχει να τους ξεφύγει. Κοίταξε και της είχε μείνει μόνο άλλη μια χούφτα οψιανός. Είπε στην κόρη της: “Κουράγιο και φτάσαμε σχεδόν, μη φοβάσαι πια. Ο παππούς σου, η Σαύρα θα μας σώσει μόλις φτάσουμε σπίτι του”.
Ο Γίγαντες όλο και ζύγωναν τώρα. Πότε πότε σταματούσαν κιόλας και το έριχναν στον χορό και στο τραγούδι. Μετά όμως έτρεχαν να την πιάσουν. Και αυτή τη φορά σίγουρα θα την είχαν πιάσει αν δεν τους πέταγε τον τελευταίο της οψιανό.
Η γυναίκα βρέθηκε τότε μπροστά στο σπίτι του πατέρα της. Οι Γίγαντες, που είχαν καθαρίσει ξανά τα μάτια τους, έτρεχαν προς το μέρος της φωνάζοντας: “Πρέπει να την πιάσουμε πριν να μπει μέσα!”.
Η γυναίκα φώναξε στον πατέρα της να της ανοίξει να μπει: “Ένας Γίγαντας σκότωσε τον γαμπρό σου. Ένας Γίγαντας τον έφαγε”. Η βαριά πέτρινη πόρτα τότε άνοιξε. Η γυναίκα και η κόρη της πέρασαν μέσα και ο πατέρας της έφτυσε την πόρτα ξοπίσω της να μην μπορέσουν να μπουν μέσα οι Γίγαντες. Όλο το σπίτι τότε μεταμορφώθηκε σε πέτρα, με αυτή τη φτυσιά έγινε γερό και δυνατό, πέτρινο. Οι Γίγαντες το κύκλωσαν και άρχισαν να ψάχνουν και να ρωτούν για την πόρτα. Μα η Σαύρα δεν τους απάντησε. Στο τέλος κουράστηκαν και έκατσαν κάτω. Σε λίγο όμως άρχισαν πάλι τους χορούς και τα τραγούδια.
Ο γέρος ρώτησε την κόρη του:
Μα ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είναι;
Είναι τα αδέρφια του Γίγαντα.
Άσε να τους φυσήξει ο αέρας μακριά, είπε ο γέρος Σαύρα. Να τους πάρει να τους πετάξει μακριά, δεν τους θέλω εδώ.
Τότε σηκώθηκε ένας πολύ δυνατός άνεμος, αλλά τα αδέρφια του Γίγαντα γύρισαν όλα μαζί και φύσηξαν τον άνεμο μακριά. Ο γέρος τότε μέσα από το σπίτι του κάλεσε να έρθει χιόνι τρανό. Το χιόνι ήρθε και κάλυψε τα πάντα: “Έλα και πέσε πάνω από τα πάντα”, είπε με δυνατή φωνή ο γέρος Σαύρα όταν κάλεσε το χιόνι. Οι Γίγαντες όμως άρχισαν να φωνάζουν και το χιόνι έλιωσε. Φώναξαν και φώναξαν και όταν έλιωσε εντελώς το χιόνι, είπε ο γέρος: “Τι παράξενο που δεν με φοβούνται. Μα τι τρέχει με αυτούς; Γιατί δεν με φοβούνται;” και φώναξε το χαλάζι. Έφερε χοντρό χαλάζι για να διώξει τους Γίγαντες μακριά. Αυτό ζήτησε ο γέρος όταν το φώναξε, μα οι αδερφοί του Γίγαντα με τις φωνές τους σταμάτησαν το χαλάζι. Ο γέρος Σαύρα τότε, ο πατέρας της χήρας του Σκίουρου κάλεσε νεροποντή. Την κάλεσε να παρασύρει τους Γίγαντες και να τους πάρει μακριά. Η νεροποντή τα κατάφερε και πριν προλάβουν οι γίγαντες να της φωνάξουν τους σήκωσε με τα νερά της και τους πήρε από εκεί. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, αφού πνίγηκαν όλοι τους.
Η γυναίκα τότε είπε στον πατέρα της: “Ο Γίγαντας σκότωσε τον πατέρα της κόρης μου. Τον σκότωσε και αφού τον σκότωσε τον έφαγε. Όταν ήρθε ο Γίγαντας, εγώ νόμιζα πως ήταν ο αδερφός του Σκίουρου που είχε έρθει να μας δει. Εγώ είπα στον Σκίουρο να πάει να τον υποδεχτεί όταν άκουσα τη φωνή του. Δεν ήξερα ότι ερχόταν Γίγαντας. Ο Σκίουρος πήγε να υποδεχτεί τον Γίγαντα. Μόλις τον πλησίασε τον ρώτησε ποιος ήταν και ο Γίγαντας αποκρίθηκε “Έλα εδώ, εδώ είμαι”, έτσι είπε ο Γίγαντας όταν είδε τον Σκίουρο. Μετά ο Γίγαντας είπε “Αυτό εκεί είναι το κρέας μου, τον έπιασα, τον έπιασα. Κρέας!”. Δεν ξέραμε ότι ήταν ο Γίγαντας, νομίζαμε πως είχε έρθει ο αδερφός του Σκίουρου να μας δει. Ο Σκίουρος έφερε τον Γίγαντα σπίτι, τον έφερε σπίτι. Τον φοβήθηκε πολύ και προσπάθησε να τον αφήσει στους λόφους, αλλά ο Γίγαντας τον ακολούθησε. Τώρα εκεί είναι ο αδερφός του Σκίουρου, πήρε τη θέση του νεκρού του αδελφού. Δεν ξέρω πώς είναι τώρα και τι κάνει. Μου είπε “Εσύ να πας στον πατέρα σου, εγώ θα μείνω εδώ. Θα μείνω εδώ στο πόδι του αδερφού μου. Είμαι έτοιμος για άλλον Γίγαντα τώρα”.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1