podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Η Χρυσή Καπνοθήκη

Η Αγγλία μας λέει μια ιστορία για τον Τζακ και τη μαγική του καπνοθήκη, που τον βγάζει από κάθε δύσκολη κατάσταση... πολλές φορές χωρίς η ίδια να το θέλει!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Η Χρυσή Καπνοθήκη


Μια φορά κι έναν καιρό, έναν πολύ καλό καιρό, αν και δεν ήταν ο δικός μου μα ούτε ο δικός σας καιρός και για να λέμε την αλήθεια, δεν ήταν κανενός ο καιρός, ζούσαν μια γυναίκα και ένας άνδρας με τον γιο τους τον Τζακ, που του άρεσε πολύ να διαβάζει βιβλία. Διάβαζε και διάβαζε και, μιας και αυτός και οι γονείς του ζούσαν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο στη μέση ενός δάσους και ο Τζακ δεν έβλεπε άλλον άνθρωπο από τους γονείς του, ήθελε σαν τρελός να δει τον κόσμο και όλα τα θαύματά του.


Μια μέρα λοιπόν, είπε στη μάνα του ότι θα έφευγε. Εκείνη τον είπε ανόητο και ελαφρόμυαλο αλλά, μιας και δεν έκανε και τίποτα στο σπίτι να βοηθήσει, ας έφευγε. Μετά τον ρώτησε αν θα προτιμούσε να του δώσει μαζί του μια μικρή πίτα και την ευλογία της ή μια μεγάλη πίτα και την κατάρα της. Ο Τζακ, που γενικά ήταν φαγανός της είπε: “Μια μεγάλη πίτα παρακαλώ μάνα”. Του έφτιαξε τότε μια μεγάλη πίτα και, καθώς έφευγε ο Τζακ, η μάνα του ανέβηκε στη στέγη τού σπιτιού τους και άρχισε να του φωνάζει κατάρες και κακίες μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της. Μετά επέστρεψε μέσα στο σπίτι και, μετανοιωμένη γι΄ αυτό που έκανε, άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ.


Ο Τζακ δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν έφτασε στο χωράφι που δούλευε ο πατέρας του. Ο καλοκάγαθος άνδρας ξαφνιάστηκε με τα νέα της αναχώρησης του γιού του και στενοχωρήθηκε μόλις έμαθε ότι διάλεξε την κατάρα της μάνας του. Σκέφτηκε και σκέφτηκε τι να κάνει για να βοηθήσει την κατάσταση και τότε έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή χρυσή καπνοθήκη και την έδωσε στον γιο του λέγοντας: “Αν ποτέ κινδυνέψεις να πεθάνεις, άνοιξε τη θήκη. Μόνο τότε όμως. Αυτή η θήκη χαρίζεται από γενιά σε γενιά και μιας και όλοι οι πρόγονοί μας ζούσαν μια ήσυχη ζωή δεν την είχαν χρειαστεί ποτέ. Εσύ όμως ίσως και να τη χρειαστείς”.


Ο Τζακ την έβαλε στην τσέπη του και συνέχισε τον δρόμο του. Πέρασε ο χρόνος και ο Τζακ άρχισε να κουράζεται και να πεινά πολύ επειδή είχε φάει όλη την πίτα αρκετά νωρίτερα και το σκοτάδι γινόταν τόσο πυκνό γύρω του που δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Μετά από λίγο όμως είδε ένα μεγάλο σπίτι και πήγε στην πίσω πόρτα, τη χτύπησε και όταν του άνοιξαν παρακάλεσε να του δώσουν στέγη και τροφή για το βράδυ. Η υπηρέτρια σαν είδε τον Τζακ, που ήταν ένας όμορφος νεαρός, τον οδήγησε αμέσως μέσα, τον έβαλε να κάτσει δίπλα στη φωτιά του μαγειριού και του έδωσε να φάει καλομαγειρεμένο κρέας, ψωμί και να πιει μπύρα. Καθώς ο Τζακ έτρωγε, να σου μέσα στο μαγειριό και η νεαρή κόρη του άρχοντα του σπιτιού. Μόλις είδε τον Τζακ, έτρεξε κατευθείαν στον πατέρα της και του είπε πως στην κουζίνα καθόταν ο πιο γλυκούλης νεαρός που είχε δει ποτέ της και πως αν την αγαπούσε, ας του έδινε δουλειά στο σπιτικό τους. Ο πατέρας της, της είχε τρομερή αδυναμία και δεν της χάλαγε ποτέ χατίρι. Πήγε κι αυτός στο μαγειριό και ρώτησε τον Τζακ τι θα μπορούσε να κάνει: “Οτιδήποτε”, είπε χαζοχαρούμενα ο Τζακ που ήξερε ότι ελάχιστα πράγματα μπορούσε στ’ αλήθεια να κάνει. Ο άρχοντας τότε, βρήκε έναν τρόπο και να μη χαλάσει την καρδιά της κόρης του μα και να μην χρειαστεί να δώσει μόνιμη δουλειά στον Τζακ. Είπε λοιπόν γελώντας:

Αφού μπορείς παλικάρι μου να κάνεις οτιδήποτε, τότε, μέχρι αύριο στις οκτώ το πρωί, να έχεις σκάψει μπροστά από την έπαυλή μου μια λίμνη με διάμετρο τεσσάρων χιλιομέτρων και να την έχεις γεμίσει με ολόκληρο στόλο! Θα πρέπει να πλεύσει όσο πιο κοντά γίνεται στο σπίτι μου και το πυροβολικό του να πραγματοποιήσει χαιρετισμό με ομοβροντία. Με την τελευταία κανονιά, ας σπάσει το πόδι του κρεβατιού της κόρης μου για να ξυπνήσει μιας και είναι υπναρού και ποτέ δεν σηκώνεται νωρίς.

Κι αν δεν το κάνω; είπε σαστισμένος και έκπληκτος ο Τζακ.

Τότε, του απάντησε ήρεμα ο άρχοντας της έπαυλης, η ζωή σου δεν θ΄ αξίζει τίποτα πια.


Φώναξε τότε τους υπηρέτες του οι οποίοι πήραν τον Τζακ και τον κλείδωσαν σ΄ ένα δωμάτιο ενός από τους πολλούς πυργίσκους της έπαυλης. Αυτό ήταν ανήκουστο! Ο Τζακ έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να σκέφτεται και να σκέφτεται… κουράστηκε όμως γρήγορα και είπε να σταματήσει να σκέφτεται και έπεσε να κοιμηθεί. Και κοιμήθηκε βαριά! Σαν ξύπνησε είχε ήδη ξημερώσει και όταν κοίταξε έξω από το παράθυρό του είδε το μεγάλο ρολόι του πύργου να δείχνει σχεδόν οκτώ και άκουσε τα γρανάζια του να γυρίζουν και να ετοιμάζονται να σημάνουν την ώρα. Κοίταξε στο έδαφος και είδε μπροστά στην έπαυλη να απλώνονται τριανταφυλλιές, χρυσάνθεμα και να βόσκουν τα ζώα του αφέντη. “Αχ!” σκέφτηκε και θυμήθηκε τη χρυσή καπνοθήκη: “Ε, κινδυνεύω να πεθάνω σίγουρα τώρα”, είπε στον εαυτό του και άνοιξε τη θήκη.


Τότε από μέσα ξεπήδησαν τρία μικρά και αστεία ανθρωπάκια με κόκκινους σκούφους ύπνου που χασμουριόντουσαν και έτριβαν τα μάτια τους. Βλέπετε, βρισκόντουσαν μέσα στη θήκη για πολλά πολλά χρόνια: “Τι θέλεις Αφέντη;” του είπαν τεμπέλικα. Μα ο Τζακ άκουσε για άλλη μια φορά τα γρανάζια του ρολογιού να γυρίζουν και το μόνο που προλάβαινε να κάνει ήταν να διατάξει τα ανθρωπάκια να του φτιάξουν ό,τι ήθελε. Εκείνα πέταξαν από το παράθυρο και τότε ξάφνου ακούστηκαν ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ! οι κανονιές των πλοίων. Μάλιστα η τελευταία ήχησε τόσο δυνατά που το πόδι του κρεβατιού της κόρης του άρχοντα πρέπει να έσπασε, γιατί να τη στο παράθυρό της με τη νυχτικιά της να κοιτά με θαυμασμό την πελώρια λίμνη και τον στόλο.


Το ίδιο έκθαμβος ήταν και ο Τζακ που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του τέτοιο θέαμα. Τα τρία ανθρωπάκια γύρισαν τότε πίσω στο δωμάτιο πετώντας από το παράθυρο και πριν ξαναμπούν στη χρυσή καπνοθήκη τού είπαν κάπως ενοχλημένα: “Την επόμενη φορά δώσε μας λίγο περισσότερο χρόνο Αφέντη”. Ο Τζακ τότε τα άκουσε μέσα από τη θήκη να χασμουριούνται και να ετοιμάζονται ξανά για ύπνο.


Όπως ήταν αναμενόμενο, ο άρχοντας της έπαυλης είχε μείνει κι αυτός άφωνος, ενώ η κόρη του δήλωσε πως δεν θα παντρευόταν ποτέ κανέναν άλλον εκτός από τον Τζακ , τον νεαρό που έκανε θαύματα. Εκείνη και ο Τζακ είχαν ερωτευτεί κεραυνοβόλα, βλέπετε.


Αλλά ο πατέρας της δεν ήταν ακόμη ευχαριστημένος: “Είναι αλήθεια θυγατέρα μου”, της είπε, “πως ο νεαρός φαίνεται ικανός. Αλλά ξέρουμε αν η επιτυχία του οφειλόταν στην τύχη και όχι στις ικανότητες του; Ας τον δοκιμάσουμε ξανά”. Και γυρίσοντας στον Τζακ, του είπε: “Η κόρη μου πρέπει να ζει πλουσιοπάροχα σ΄ ένα καλό σπίτι. Μέχρι αύριο στις οκτώ το πρωί, θέλω να υπάρχει ένα μεγαλόπρεπο παλάτι που να στηρίζεται σε δώδεκα χρυσές κολόνες στη μέση της λίμνης και δίπλα του μια εκκλησία. Όλα θα πρέπει να είναι έτοιμα για τη νύφη και στις οκτώ ακριβώς να σημάνουν γαμήλια οι καμπάνες της εκκλησίας. Αν δεν τα καταφέρεις, η ζωή σου δεν θα αξίζει τίποτα”.


Αυτή τη φορά ο Τζακ είπε να δώσει λίγο περισσότερο χρόνο στα ανθρωπάκια αλλά με το φαγοπότι που στήθηκε και με την παρέα που έκανε με την κόρη του άρχοντα όλη μέρα, σαν ξύπνησε άκουσε πάλι τα γρανάζια του ρολογιού έτοιμα να σημάνουν οκτώ το πρωί. Όταν άκουσε τον πρώτο χτύπο του ρολογιού, έβγαλε την καπνοθήκη από κάτω από το μαξιλάρι του, την άνοιξε και το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να διατάξει τα ανθρωπάκια να του φτιάξουν ό,τι χρειαζόταν. Εκείνα χασμουρήθηκαν, τεντώθηκαν και πέταξαν έξω από το παράθυρο όλα μονομιάς! Ο Τζακ πίστεψε πως αυτή τη φορά σίγουρα θα θανατωνόταν, αλλά με τον τελευταίο χτύπο του ρολογιού άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες της εκκλησίας που στεκόταν δίπλα στο αστραφτερό παλάτι το οποίο στηριζόταν σε δώδεκα χρυσές κολόνες. Το παλάτι ήταν στολισμένο εορταστικά και στην αυλή του περίμεναν δεκάδες υπηρέτες και αυλικοί ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα.


Ποτέ του δεν είχε ματαδεί κάτι τέτοιο ο Τζακ. Ούτε και η κόρη τού άρχοντα, η οποία είχε βγει στο παράθυρο της με το νυχτικό της και θαύμαζε τη θέα. Τόσο γλυκιά και όμορφη ήταν που ο Τζακ δεν ήθελε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της για να ξαναβάλει τα ανθρωπάκια πίσω στη χρυσή καπνοθήκη. Αυτή τη φορά είχαν στ’ αλήθεια θυμώσει και γκρίνιαξαν και φώναξαν και διαμαρτυρήθηκαν μέχρι που ξαναμπήκαν όλα τους στη θήκη και άρχισαν το ροχαλητό.


Ο Τζακ και η κοπέλα παντρεύτηκαν και ήταν και οι δυο τους πολύ ευτυχισμένοι. Ο Τζακ πλέον είχε να φορέσει τα καλύτερα ρούχα, να φάει το καλύτερο φαγητό, να τον υπηρετούν οι καλύτεροι υπηρέτες και είχε και τους καλύτερους φίλους. Αισθανόταν πολύ τυχερός, αλλά αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι η κατάρα της μάνας του θα ερχόταν να τον βρει αργά η γρήγορα.


Μια μέρα που ο Τζακ βγήκε για κυνήγι με τη συνοδεία του από κυρίους και κυρίες της αυλής, ξέχασε να βγάλει τη χρυσή του καπνοθήκη από το καθημερινό του σακάκι και να τη βάλει σε αυτό που φορούσε τώρα, το κυνηγετικό. Έτσι, την ξέχασε πίσω στο παλάτι του. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο υπηρέτης που του καθάριζε το δωμάτιο, καθώς σήκωσε τα ρούχα του Τζακ για να τα βάλει να τα πλύνει, άφησε απρόσεχτα να πέσει η καπνοθήκη από την τσέπη και ν΄ ανοίξει, με αποτέλεσμα τα ανθρωπάκια να ξεπηδήσουν από μέσα με χασμουρητά και τεντώνοντας τα χεράκια τους. Όταν είδαν ότι δεν τους είχε καλέσει κανείς και ότι κανένας δεν κινδύνευε, εξοργίστηκαν και είπαν ότι δεν ήθελαν και πολύ να πάρουν το παλάτι με τις κολόνες του και να φύγουν για άλλα μέρη. Ο υπηρέτης το άκουσε αυτό και τα ρώτησε:

Αλήθεια μπορείτε να κάνετε κάτι τέτοιο;

Αν μπορούμε λέει; του είπαν και γέλασαν δυνατά. Μπορούμε να κάνουμε ότι μας καπνίσει!

Τότε πάρτε το παλάτι και πηγαίνετέ το πέρα από τη θάλασσα, εκεί που ο αφέντης σας δεν θα μπορέσει να το βρει, τους είπε ο υπηρέτης.


Τα ανθρωπάκια, αν και δεν ήταν υποχρεωμένα να υπακούσουν τον υπηρέτη, ήταν τόσο θυμωμένα με τον Τζακ που έκαναν αμέσως ό,τι τους είπε ο υπηρέτης. Έτσι, όταν επέστρεψε η παρέα από το κυνήγι, η εκκλησία, το παλάτι και οι δώδεκα χρυσές κολόνες του είχαν κάνει φτερά! Όλοι άρχισαν να κατηγορούν τον Τζακ ότι τους ξεγέλασε και ειδικά ο πεθερός του, ο οποίος του χρέωσε πως εξαπάτησε και αυτόν και την κόρη του. Συμφώνησε όμως να του δώσει δώδεκα μήνες και μια μέρα καιρό να διορθώσει την κατάσταση, επιστρέφοντας το παλάτι στη θέση του.


Ξεκίνησε λοιπόν ο Τζακ την αναζήτησή του καβάλα σε ένα καθαρόαιμο άλογο και με μερικά νομίσματα στην τσέπη του. Ταξίδεψε μακριά και ταξίδεψε γρήγορα σε δύση και ανατολή, βορρά και νότο, πέρα από λόφους και λαγκάδια, πεδιάδες και βουνά, δάση και βοσκοτόπια, αλλά το παλάτι δεν ήταν πουθενά. Ήρθε και η μέρα που έφτασε μπροστά στο παλάτι του Βασιλιά των Ποντικών του κόσμου ολάκερου και μπροστά στην πύλη είδε ένα ποντικάκι, που φορούσε μια εξαιρετική πανοπλία και κράνος, να φυλάει σκοπός και δεν άφηνε τον Τζακ να μπει στο παλάτι αν δεν του έλεγε τι ήθελε. Ο Τζακ του εξήγησε και το ποντικάκι τον άφησε να μπει και να περάσει από τον σκοπό της εσωτερικής πύλης μέχρι που, περνώντας από πύλη σε πύλη, ο Τζακ επιτέλους έφτασε μπροστά στον Βασιλιά που ήταν περικυκλωμένος απ΄ όλους τους ποντικοαυλικούς του.


Ο Βασιλιάς των Ποντικών καλωσόρισε τον Τζακ με περισσή ευγένεια και, παρόλο που ο ίδιος δεν ήξερε πού βρισκόταν το παλάτι με τις κολόνες, ήταν βασιλιάς όλων των ποντικών του κόσμου και σίγουρα κάποιος από τους υπηκόους του θα γνώριζε κάτι. Έστειλε τότε διάγγελμα με τον αρχιθαλαμηπόλο του για Γενική Συνέλευση το επόμενο πρωί και μέχρι τότε υποδέχθηκε τον Τζακ με βασιλικές τιμές.


Δυστυχώς όμως, το επόμενο πρωί όλα τα καφετιά, μαύρα, γκρίζα, λευκά και παρδαλά ποντίκια, από όλες τις γωνιές της γης, όλα με μια φωνή είπαν στον βασιλιά τους: “Μεγάλη είναι η χάρη σου Εξοχώτατε, αλλά δεν έχουμε δει το χαμένο παλάτι”. Τότε ο βασιλιάς είπε στον Τζακ: “Να πας και να ρωτήσεις τον αδερφό μου, τον Βασιλιά των Βατράχων της οικουμένης. Αυτός ίσως να ξέρει πού είναι το παλάτι σου. Άφησε εδώ το άλογο σου και πάρε το δικό μου, ξέρει τον δρόμο και θα σε πάει μέχρι εκεί με ασφάλεια.” Έτσι ο Τζακ ξεκίνησε να πάει να βρει τον αδερφό του Βασιλιά των Ποντικών καβάλα στο άλογό του και, καθώς βγήκε από την εξωτερική πύλη, είδε το ποντικάκι-σκοπό να τελεί τα καθήκοντα του με ζήλο. Ο Τζακ τότε, που ήταν ευγενικός νέος, έβγαλε κάτι ψίχουλα από την τσέπη του που είχε φυλάξει από το χθεσινό δείπνο και τα προσέφερε στον σκοπό λέγοντας: “Έλα ποντικάκι μου, πάρε αυτά για τη σκληρή δουλειά σου”. Το ποντικάκι-σκοπός τον ευχαρίστησε θερμά και τον ρώτησε αν μπορούσε να πάει μαζί του στον Βασιλιά των Βατράχων: “Δεν είναι καλή ιδέα”, απάντησε ο Τζακ, “μπορεί να βρω τον μπελά μου από τον βασιλιά σου”. Μα το ποντικάκι επέμενε: “Πάρε με μαζί σου και μπορεί να σου φανώ χρήσιμος”, και αμέσως πήδηξε και γραπώθηκε από την ουρά του αλόγου, τη σκαρφάλωσε και χώθηκε μέσα στην τσέπη του Τζακ. Το άλογο γαργαλήθηκε και άρχισε να καλπάζει προς τη σωστή κατεύθυνση.


Ο Τζακ έφτασε μπροστά στο κάστρο του Βασιλιά των Βατράχων και στην πύλη είδε ένα βατραχάκι σκοπό, που φορούσε μια ωραιότατη πανοπλία και ένα πολύ όμορφο ορειχάλκινο κράνος. Το βατραχάκι δεν άφησε τον Τζακ να μπει, μα τότε το ποντικάκι του είπε ότι είχαν έρθει από τον Βασιλιά των Ποντικών και ότι είχαν πολύ σημαντική δουλειά με τον Βασιλιά των Βατράχων. Οδηγήθηκαν μπροστά στον Βασιλιά των Βατράχων ο οποίος καθόταν στο θρόνο του ντυμένος στην τρίχα, περικυκλωμένος από την βατραχοαυλή του. Ούτε αυτός όμως ήξερε κάτι για το χαμένο παλάτι με τις δώδεκα χρυσές κολόνες και παρόλο που το επόμενο πρωί μαζεύτηκαν όλα τα βατράχια του κόσμου μπροστά του, όλα με μια φωνή του είπαν: “Κουάξ κουάξ κουάξ” που είναι γνωστό σε όλους ότι στα βατραχίσια σημαίνει “όχι”.


Έτσι ο Βασιλιάς των Βατράχων είπε στον Τζακ: “Ένα πράγμα σου μένει να κάνεις τώρα, να πας στον μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Βασιλιά των Πουλιών. Οι δικοί του υπήκοοι βλέπουν τα πάντα από ψηλά και σίγουρα θα έχουν δει κάτι. Άφησε το άλογο του αδερφού μου εδώ και πάρε το δικό μου, ξέρει τον δρόμο και θα σε πάει μέχρι εκεί με ασφάλεια”. Ο Τζακ ξεκίνησε αμέσως και για άλλη μια φορά στην πύλη πριν φύγει είδε το βατραχάκι-σκοπό και του προσέφερε τα ψίχουλα που είχε μαζέψει στην τσέπη του από το τελευταίο του γεύμα. Το βατραχάκι του ζήτησε να τον συνοδεύσει στο ταξίδι του και, παρόλο που ο Τζακ αρνήθηκε, εκείνο με έναν πήδο ανέβηκε στο στο σπιρούνι του Τζακ, με έναν δεύτερο στα καπούλια του αλόγου και με έναν τρίτο μπήκε στην τσέπη του Τζακ. Το άλογο τότε αηδίασε με το γλοιώδες δέρμα του βατράχου και κάλπασε γρήγορα προς τον Βασιλιά των Πουλιών.


Μετά από λίγο, ο Τζακ βρέθηκε μπροστά στο κάστρο του Βασιλιά των Πουλιών και μπροστά

στην πύλη είδε ένα σπουργιτάκι να φυλάει σκοπός περπατώντας πάνω κάτω με στρατιωτικό βηματισμό και χρυσές επωμίδες. Ο Τζακ τότε έβαλε τα γέλια και το ποντίκι και το βατράχι είπαν στο σπουργίτι-σκοπό: “Ερχόμαστε απεσταλμένοι των βασιλιάδων μας, άσε μας να περάσουμε!” Χωρίς άλλη καθυστέρηση, όλοι οι σκοποί σε όλες τις πύλες, άφησαν τον Τζακ να περάσει. Σαν έφτασαν μπροστά στον Βασιλιά των Πουλιών, που γύρω του είχε κάθε λογής πουλί - αιγίθαλους, δρυοκολάπτες, κορμοράνους, περιστέρια και πολλά άλλα, αυτός είπε στον Τζακ πως δυστυχώς δεν είχε ακούσει τίποτα γι αυτό το χαμένο παλάτι. Οργάνωσε και αυτός Γενική Συνέλευση και παρόλο που μαζεύτηκε κάθε λογής πουλί, όλα είπαν πως δεν το είχαν δει μα ούτε άκουσαν κάτι για αυτό. Ο Τζακ ήταν να σκάσει από τη στεναχώρια του, αλλά τότε ο βασιλιάς ρώτησε:

Και ο αητός; Δεν βλέπω πουθενά τον αητό μου!

Αν θέλει η χάρη σας Μεγαλειότατε, είπε τότε ο αρχιθαλαμηπόλος του που ήταν ένας από τους αιγίθαλους, να κάνει λίγο υπομονή γιατί φαίνεται πως έχει καθυστερήσει.

Έχει καθυστερήσει; φώναξε θυμωμένα ο Βασιλιάς. Να παρουσιαστεί μπροστά μου αμέσως!


Τότε δυο κορυδαλλοί αναχώρησαν και πέταξαν τόσο μακριά που κανείς δεν μπορούσε πια να τους δει. Να σου μετά από λίγο, κατέφτασε και ο αητός λαχανιασμένος αφού είχε βιαστεί να φτάσει μπροστά στον βασιλιά του:

Ευγενή άρχοντα! του είπε τότε ο βασιλιάς, μήπως έχεις δει πουθενά στον κόσμο ένα παλάτι πάνω σε δώδεκα χρυσές κολόνες;

Μεγάλη η χάρη σας Εξοχώτατε, από εκεί έρχομαι, απάντησε ο αητός.


Όλοι τότε έβγαλαν αναφωνητά χαράς. Ο αητός έκατσε και έφαγε μισό βόδι για να δυναμώσει και άνοιξε τα φτερά του να ανέβει πάνω του ο Τζακ με το βατραχάκι στην μια του τσέπη και το ποντικάκι στην άλλη. Ο Βασιλιάς των Πουλιών διέταξε τον αητό να τους πάει όλους με ασφάλεια σε αυτό το παλάτι αμέσως.


Πέταξαν πάνω από στεριά και θάλασσα μέχρι που στον ορίζοντα είδαν το παλάτι να στέκεται πάνω στις δώδεκα χρυσές του κολόνες. Όλα όμως τα παράθυρα και όλες οι πόρτες ήταν ερμητικά ασφαλισμένες μιας και ο υπηρέτης που είχε κλέψει το παλάτι είχε πάει για κυνήγι και πάντα κλειδαμπάρωνε τα πάντα μπας κι έρθει κανένας και του το κλέψει κι αυτουνού.


Ο Τζακ τότε άρχισε να καταστρώνει σχέδιο για το πώς θα πάρει πίσω τη χρυσή του καπνοθήκη, μέχρι που το ποντικάκι του είπε: “Άσε με να σου τη φέρω εγώ, παντού υπάρχουν ποντικότρυπες και θα μπορέσω να τρυπώσω και να τη βρω”. Έφυγε το ποντικάκι και ο Τζακ περίμενε σε ανάμενα κάρβουνα πάνω στη ράχη του αητού. Μετά από λίγο το ποντίκι επέστρεψε:

Λοιπόν, του είπε ανυπόμονα ο Τζακ, το έχεις;

Ναι! είπε θριαμβευτικά το ποντικάκι.


Όλοι χειροκρότησαν το ποντικάκι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το παλάτι του Βασιλιά των Πουλιών όπου ο Τζακ είχε αφήσει το άλογό του. Ήξερε τώρα ότι με την καπνοθήκη στο χέρι μπορούσε να πάρει πίσω το παλάτι του όποτε ήθελε με τη βοήθεια των τριών μικρών ανθρωπάκων που ζούσαν στο εσωτερικό της. Καθώς όμως πετούσε πάνω από τη θάλασσα, ο Τζακ ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν και, κουρασμένος όπως ήταν, αποκοιμήθηκε. Ο αητός και το ποντικάκι τότε άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος είχε βοηθήσει τον Τζακ περισσότερο και μάλιστα διαφωνούσαν τόσο πολύ που είπαν να ρωτήσουν τον βάτραχο ποιος είχε δίκιο. Ο βάτραχος, πολύ σοφά, είπε ότι έπρεπε να εξετάσουν τα γεγονότα από την αρχή. Έτσι το ποντικάκι έβγαλε τη χρυσή καπνοθήκη από την τσέπη του Τζακ και άρχισε να εξιστορεί από πού είχε προέλθει και να αφηγείται όλη την ιστορία. Τότε ο Τζακ ξύπνησε απότομα, τεντώθηκε και με μια ακούσια κλωτσιά έριξε την καπνοθήκη στη θάλασσα: “Χα, ήξερα ότι θα ερχόταν και η σειρά μου να φανώ χρήσιμος”, είπε το βατραχάκι και βούτηξε ξοπίσω της.


Περίμεναν και περίμεναν…. περίμεναν τρεις ολόκληρες μέρες και τρεις ολόκληρες νύχτες αλλά το βατραχάκι ήταν άφαντο. Ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια όταν φάνηκε το μουτράκι του στην επιφάνεια της θάλασσας:

Λοιπόν, του είπε ανυπόμονα ο Τζακ, το βρήκες;

Όχι, είπε το βατραχάκι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Τι περιμένεις λοιπόν! του φώναξαν οι υπόλοιποι τρεις.

Να πάρω άλλη μιαν ανάσα, τους απάντησε το βατραχάκι και ξαναμπήκε στο νερό.


Αυτή τη φορά περίμεναν δυο μερόνυχτα μέχρι να ξαναφανεί το βατραχάκι, αυτή τη φορά κρατώντας στο στόμα του τη χρυσή καπνοθήκη. Χειροκρότησαν όλοι τις προσπάθειες του βατράχου και ο αητός βάλθηκε να πετά όσο πιο γρήγορα μπορούσε για το κάστρο του Βασιλιά των Πουλιών. Αλίμονο όμως, η κακοτυχία του Τζακ δεν είχε στερέψει ακόμη! Σαν παρουσιάστηκαν όλοι μπροστά στον Βασιλιά των Πουλιών εκείνος εξοργίστηκε που δεν είχαν φέρει μαζί τους και το παλάτι με τις δώδεκα χρυσές κολόνες και φοβέρισε τον Τζακ πως αν δεν το είχε εκεί μέχρι τις οκτώ το πρωί της επόμενης μέρας, θα τον καταδίκαζε σε θάνατο ως παγαπόντη και ψεύτη.


Ο Τζακ τότε, κινδυνεύοντας και πάλι να πεθάνει, άνοιξε την καπνοθήκη και να σου και πάλι τα τρία μικρά ανθρωπάκια με τα κόκκινα σκουφάκια τους. Δεν του κρατούσαν κακία πια και μάλιστα χάρηκαν πολύ που ήταν και πάλι στη δούλεψη ενός αφέντη που τα καλούσε όταν κινδύνευε στ’ αλήθεια. Βλέπετε, ο υπηρέτης όλο τους άνοιγε τη θήκη και τα ξυπνούσε για ψύλλου πήδημα.


Πριν λοιπόν το ρολόι να σημάνει οκτώ το επόμενο πρωί, είχε εμφανιστεί το παλάτι με τις δώδεκα χρυσές κολόνες και ο Βασιλιάς των Πουλιών ήταν ευχαριστημένος που αντίκρυζε τέτοιο θαύμα. Του έδωσε το άλογό του και αποχαιρέτησε τον Τζακ ο οποίος ξεκίνησε για το παλάτι του Βασιλιά των Βατράχων. Κι εκεί όμως συνέβησαν τα ίδια και ο Τζακ ξανάνοιξε τη θήκη και ζήτησε από τα ανθρωπάκια να μεταφέρουν το παλάτι εκεί. Χασμουρήθηκαν και γκρίνιαξαν αλλά το έκαναν. Ελεύθερος να φύγει, ο Τζακ πήγε στον Βασιλιά των Ποντικών αλλά κι εκεί πάλι οι ίδιες απειλές τον βρήκαν. Ανοίγοντας την καπνοθήκη, τα ανθρωπάκια ήταν τώρα πραγματικά πολύ θυμωμένα και διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας πως είναι αμαρτία να μην μπορεί κανείς να κοιμηθεί με την ησυχία του σε αυτόν τον κόσμο. Έκαναν όμως αυτό που έπρεπε μιας και ο Τζακ πάλι κινδύνευε και έτσι το παλάτι μεταφέρθηκε μπροστά στον Βασιλιά των Ποντικών και ο Τζακ πήρε τον δρόμο του γυρισμού με προορισμό την έπαυλη του άρχοντα.


Μα ο χρόνος και μία μέρα διορία που είχε, σχεδόν είχαν περάσει και η νεαρή νύφη του Τζακ τον είχε πια για χαμένο και όλη μέρα και όλη νύχτα έκλαιγε. Έτσι, όταν έφτασε και όλοι είδαν πως ήταν ζωντανός, στην αρχή χάρηκαν μα απογοητεύτηκαν πολύ σαν είδαν πως δεν είχε φέρει μαζί του το χαμένο παλάτι. Ο πεθερός του τον απείλησε πως θα τον αποκεφάλιζε αν δεν το είχε στη θέση του μέχρι τις οκτώ το επόμενο πρωί. Ο Τζακ ξελάφρωσε όταν ο πεθερός του ξεστόμισε αυτή την απειλή μιας και ήξερε πως μόνο έτσι θα μπορούσε να φέρει το παλάτι πίσω. Ήξερε όμως πως είχε ενοχλήσει πολλές φορές τα ανθρωπάκια και δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να κάνει. Έπρεπε να τα καλέσει αρκετά νωρίτερα και να τα αφήσει να ξεθυμάνουν ή να τα καλέσει πάλι τελευταία στιγμή για να μην προλάβουν να του τα ψάλλουν καθόλου; Αποφάσισε λοιπόν μια μέση λύση. Μόλις το ρολόι έδειξε πέντε λεπτά πριν τις οκτώ, άνοιξε τη χρυσή καπνοθήκη και κάλυψε τα αυτιά του!


Δεν είχε ξανακούσει ποτέ τέτοιο συνδυασμό χασμουρητών, βρισιών, μαλωμάτων και γκρίνιας! Μάλιστα τα ανθρωπάκια του είπαν πως αφού κινδύνευε τόσο συχνά να πεθάνει, γιατί δεν αφηνόταν στη μοίρα του παρά τους ζάλιζε κάθε τρεις και λίγο; Με αυτά και με αυτά το ρολόι άρχισε να χτυπάει την ώρα και τότε ο Τζακ αυστηρά μα και τρέμοντας από φόβο τους είπε:

Κύριοι! Κάντε όπως σας είπα!

Τελευταία φορά! τσίριξαν τα ανθρωπάκια, σιγά μην μείνουμε άλλο μ΄ έναν αφέντη που κάθε μέρα πάει και να πεθάνει!


Και πέταξαν από το παράθυρο. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Η χρυσή καπνοθήκη έμεινε άδεια από εκείνη την ημέρα. Μα όταν ο Τζακ κοίταξε από το παράθυρο του, είδε στη μέση της λίμνης το παλάτι του να στέκεται πάνω στις δώδεκα χρυσές κολόνες, την εκκλησία στο πλάι και την όμορφη νύφη του να κοιτάει και αυτή από το παράθυρό της φορώντας το νυχτικό της.


Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...