Ο Μακρυλόγχης, ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης
Οι Αζόρες μας μιλούν για την αγάπη ενός γιου προς τη μητέρα του και για το πως μια φιλία μπορεί εύκολα να χαλάσει όταν μπει στη μέση η πλεονεξία.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Μακρυκλόγχης, ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης
Πριν πολύ καιρό ζούσε ένας μεταλλουργός. Το δεξί του μπράτσο ήταν φουσκωτό από τους μύες και η τριχωτή του γροθιά μπορούσε να χτυπήσει τόσο δυνατά που όλοι οι άνδρες του χωριού και της γειτονικής επαρχίας τον θαύμαζαν. Ήταν όμως πολύ οξύθυμος και η γυναίκα του που τον φοβόταν πήρε τον γιο τους, μωρό ακόμα, και κρύφτηκε στο κοντινό δάσος. Ο μεταλλουργός βλέπετε τον τελευταίο καιρό είχε γίνει ακόμη πιο βίαιος και ευερέθιστος, αφού το μωρό έκλαιγε και τον ξυπνούσε τα βράδια.
Βαθιά μέσα στο δάσος, η γυναίκα του μεταλλουργού βρήκε καρπούς και φρούτα να φάει. Έτσι, με τη φροντίδα της, ο γιος της ψήλωνε και δυνάμωνε με τον καλύτερο τρόπο. Σύντομα έγινε μεγάλος και δυνατός και μπορούσε να σκοτώσει μεγάλα θηρία με τα οποία τρεφόταν αυτός και η μάνα του. Η δύναμή του αναπτύχθηκε τόσο πολύ που μπορούσε να σηκώνει ολόκληρους βράχους και να ξεριζώνει ψηλά δέντρα.
Μια μέρα είπε στη μητέρα του: “Αγαπημένη μου μάνα, θα πρέπει να σε αφήσω για λίγο καιρό, θέλω να γυρίσω πίσω στο χωριό που γεννήθηκα. Αντηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου οι ιστορίες που μου έχεις πει γι΄ αυτό όλ΄ αυτά τα χρόνια. Θα σε πειράξει πολύ μητερούλα μου αν κάνω αυτό το ταξίδι;” Η μητέρα του, που είχε προβλέψει ότι μια μέρα ο γιος της δεν θα αρκούνταν να ζει μαζί της στο δάσος, πόνεσε αλλά του έδωσε την ευχή της.
Σαν ο νεαρός έφτασε στο χωριό, πήγε κατευθείαν στο σιδηρουργείο. Η μητέρα του του είχε πει τόσες πολλές φορές όλες τις λεπτομέρειες για το μέρος αυτό, που δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να το αναγνωρίσει. Αναγνώρισε αμέσως και τον μεταλλουργό που στεκόταν εκεί ως τον πατέρα του γιατί ήταν ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει η μητέρα του:
Καλημέρα, του είπε. Θέλω να μου σφυρηλατήσεις μια σιδερένια ράβδο τόσο ψηλή όσο το ψηλότερο δέντρο μπροστά στο μαγαζί σου.
Κάποιο λάθος έχουν οι μετρήσεις σου, του είπε ο μεταλλουργός κοιτώντας πρώτα εκείνον και μετά το δέντρο. Δεν ξέρεις τι λες.
Ναι, ναι, έχεις δίκιο, του είπε ο νεαρός και έκανε ένα βήμα κοντύτερα. Σ’ ευχαριστώ που μου υπόδειξες το λάθος μου. Ήθελα να πω να μου φτιάξεις μια σιδερένια ράβδο διπλάσιου ύψους από το ψηλότερο δέντρο μπροστά στο μαγαζί σου. Και να μου τη φτιάξεις γερή, ε; Θα τη χρησιμοποιήσω για μαγκούρα.
Ο μεταλλουργός κοίταξε καλύτερα τον νεαρό. Όντως φαινόταν ότι μπορούσε να τη χειριστεί. Συμφώνησε αμέσως να του τη φτιάξει και ούτε που είπε κουβέντα για προκαταβολή όπως συνήθιζε: “Και να μου την έχεις έτοιμη την επόμενη εβδομάδα”, πρόσταξε το αγόρι αποχαιρετώντας τον μεταλλουργό.
Το αγόρι γύρισε πίσω στη μάνα του και της είπε τι είχε κάνει:
Όταν θα πάω να πάρω τη ράβδο μου μάνα, θέλω να είσαι και εσύ εκεί, της είπε σαν τελείωσε την ιστορία του.
Αχ!, του απάντησε εκείνη, φοβάμαι να πάω. Απ’ ότι μου λες, μάλλον η συμπεριφορά του δεν έχει αλλάξει και πολύ.
Μην φοβάσαι καρδιά μου, της απάντησε ο γιος της. Εγώ θα είμαι εκεί να σε φροντίσω. Θα φροντίσω να μην σε πειράξει.
Σαν ήρθε το πέρας του χρόνου, οι δυο τους πήγαν μέχρι το χωριό και ο γιος στάθηκε μπροστά στον μεταλλουργό ενώ η μητέρα του πήγε και κρύφτηκε πίσω από κάτι θάμνους εκεί κοντά:
Καλημέρα μεταλλουργέ, του είπε, είναι έτοιμη η ράβδος μου;
Ναι, ναι, είναι έτοιμη, του απάντησε με περισσή ευγένεια ο μεταλλουργός, λες και μιλούσε σε παπά. Έστειλα δυο βόδια και όσους άντρες χρειάζονταν να μου τη φέρουν από το εργαστήρι μου.
Α, αυτό δεν ήταν απαραίτητο, είπε το παιδί. Δεν ήθελα να σας ξεβολέψω.
Όταν έφθασε η ράβδος, ο νεαρός τη σήκωσε και την εξέτασε με τέτοια ευκολία λες και ήταν μαγκούρα βοσκού. Ο μεταλλουργός γούρλωσε τα μάτια και τον κοίταζε με μισάνοικτο στόμα:
Μπορώ να σε ρωτήσω παλικάρι μου πώς σε λένε, του είπε τότε ο μεταλλουργός προσπαθώντας να μην τρεμουλιάζει η φωνή του.
Από δω και μπρος θα με λένε Μακρυλόγχη, απάντησε ο νεαρός, και για να ξέρεις, είμαι ο γιος σου.
Έκπληκτος τότε ο μεταλλουργός άκουσε το αγόρι να του διηγείται πώς αυτός και η μητέρα του επιβίωσαν τόσα χρόνια στο δάσος και αμέσως τον σφικταγκάλιασε.
Είσαι όντως αξιέπαινος γιος! Έλα να μείνεις μαζί μου, θα κάνουμε ζωή χαρισάμενη οι δυο μας, του είπε μιας και υπολόγιζε να τον πάρει να δουλέψει μαζί του.
Να ‘σαι καλά αλλά δεν μπορώ να χαραμιστώ άλλο εδώ, του απάντησε ο νεαρός κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Πρέπει να πάω να δω τον κόσμο. Αλλά η μητέρα μου, που είναι κρυμμένη πίσω από τους θάμνους σίγουρα θα αισθάνεται μονάχη της σαν φύγω.
Μόλις το άκουσε αυτό η μητέρα του Μακρυλόγχη, βγήκε από πίσω από τους θάμνους και ο άντρας της ντροπιασμένος την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε:
Μου έλειψες πολύ να ξέρεις όλα αυτά τα χρόνια, της είπε.
Να ξέρεις, αν δεν της φερθείς καλά θα σε βρω και αλίμονο σου, του είπε τότε ο Μακρυλόγχης.
Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του να δει τον κόσμο γυρίζοντας από χώρα σε χώρα. Κάποια στιγμή έφτασε κάπου όπου είδε έναν άνδρα να ξεριζώνει πεύκα από το χώμα λες και ήταν χορτάρι:
Καλή σου μέρα! του είπε ο Μακρυλόγχης. Πώς σε λένε;
Το όνομα μου είναι Πευκοτραβηχτής, απάντησε εκείνος. Όπως βλέπεις είμαι πολύ δυνατός, αλλά έχω ακούσει πως στον κόσμο υπάρχει κάποιος πιο δυνατός κι από μένα και τον λένε Μακρυλόγχη.
Κοιτά να δεις που έτσι λένε εμένα, είπε χαρωπά ο Μακρυλόγχης και πέταξε παιχνιδιάρικα τη ράβδο του στον αέρα και την ξανάπιασε με ευκολία. Σε συμπάθησα, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου να γυρίσουμε όλη τη χώρα; Είμαι σίγουρος πως θα κάνουμε καλή παρέα.
Ο Πευκοτραβηχτής δέχτηκε την πρόσκληση και οι δυο τους ξεκίνησαν παρέα. Δεν πέρασε και πολύς καιρός ώσπου συνάντησαν έναν άνδρα που σήκωνε πελώριους βράχους και τους πετούσε εδώ κι εκεί με τέτοια άνεση λες και σήκωνε βότσαλα:
Καλημέρα σου, του είπε ο Μακρυλόγχης, πώς σε λένε;
Εμένα με λένε Βραχορίχτη, του απάντησε ο άνδρας, και όπως βλέπεις είμαι πολύ δυνατός. Μαθαίνω όμως πως κάπου στον κόσμο υπάρχει κάποιος πιο δυνατός κι από εμένα και τον λένε Μακρυλόγχη.
Κοιτά να δεις που αυτό είναι το όνομά μου, του απάντησε ο Μακρυλόγχης, και από δω είναι ο φίλος μου ο Πευκοτραβηχτής. Νομίζω πως εσύ λείπεις για να ολοκληρωθεί η παρέα. Τι λες, έρχεσαι μαζί μας να ταξιδέψουμε στον κόσμο;
Ο Βραχορίχτης δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση κι έτσι οι τρεις τους έγιναν αχώριστοι από εκείνη τη στιγμή. Όπου και να πήγαιναν όλα τους έρχονταν εύκολα, μιας και ήταν τόσο δυνατοί.
Μια μέρα ο Μακρυλόγχης, ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης έκατσαν σ΄ έναν βράχο δίπλα στη θάλασσα. Ξάφνου είδαν, στο σημείο απ’ όπου μόλις είχαν περάσει, δυο κορίτσια να πετούν η μία στην άλλη κάτι μικρά γυάλινα τόπια. Σκέφτηκαν ότι αυτό ήταν παράξενο, αλλά μάλλον τα κορίτσια θα έκαναν μπάνιο στη θάλασσα μέχρι τότε και γι αυτό δεν τις είχαν δει όταν περνούσαν από εκεί. Ο Μακρυλόγχης πήγε να τους μιλήσει. Με μια κίνηση του χεριού του έπιασε και τα δυο τόπια στον αέρα. Μόλις τα έβαλε στην τσέπη του, τα κορίτσια εξαφανίστηκαν μονομιάς από μπροστά του και έμεινε μόνος του σ΄ εκείνο το σημείο: “Παράξενο δεν είναι;” είπε σαν γύρισε και αφηγήθηκε στους άλλους δυο τι είχε συμβεί.
Λίγο παρακάτω συνάντησαν ένα μικρό σπίτι. Μιας και δεν φαινόταν κατοικημένο, οι τρεις φίλοι μπήκαν μέσα. Είδαν πως το σπίτι είχε κρεβάτια, πολύ όμορφα και ακριβά έπιπλα και μια πλήρη κουζίνα με πιατικά, κατσαρόλια και τηγάνια: “Μου αρέσει αυτό το σπίτι”, είπε ο Μακρυλόγχης, “θα κάτσω να ξεκουραστώ λίγο, εσείς πηγαίνετε να κυνηγήσετε και όταν γυρίσετε θα σας έχω έτοιμο φαγητό που θα το φτιάξω με ό,τι υπάρχει εδώ”.
Ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης βγήκαν να κυνηγήσουν και ο Μακρυλόγχης, αφού ξεκουράστηκε για λίγο σε μια πολυθρόνα, άναψε τη φωτιά στην κουζίνα και σύντομα το νερό έβραζε δίνοντας μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα σε όλο το σπιτάκι. Ο Μακρυλόγχης τότε μαγείρεψε το φαγητό ακριβώς όπως του είχε δείξει τόσες φορές η μητέρα του στο δάσος. Σαν όμως γύρισε για μια στιγμή να φτάσει το αλάτι, οι κατσαρόλες και το τηγάνι δεν ήταν πια στη φωτιά, είχαν κάνει φτερά! Με την άκρη του ματιού του τότε ο Μακρυλόγχης είδε έναν τόσο δα νάνο να χάνεται μέσα στο πάτωμα με το φαγητό του. Ο Μακρυλόγχης αναφώνησε έκπληκτος. Δεν ήταν συνηθισμένος να του κλέβουν το φαγητό κάτω από τη μύτη του.
Μετά από λίγο επέστρεψαν ο Πευκοτραβηχτής με τον Βραχορίχτη με όλους τους λαγούς που είχαν πιάσει. Κοίταξαν τότε τη φωτιά που έσβηνε, τα άδεια κατσαρόλια και τον αποσβολωμένο Μακρυλόγχη:
Πού είναι το δείπνο μας; τον ρώτησε ο Πευκοτραβηχτής, πεινάω σαν λύκος. Είπες ότι θα ήταν έτοιμο όταν γυρίζαμε.
Ξέρω τι έγινε! φώναξε ο Βραχορίχτης, το έφαγε όλο μόνος του και δεν άφησε καθόλου για εμάς!
Ο Μακρυλόγχης τους εξήγησε τι είχε συμβεί, μα δυσκολεύτηκε να τους πείσει: “Πολύ καλά, αφού δεν με πιστεύετε, να μείνει εδώ μόνος του ο Πευκοτραβηχτής και να μαγειρέψει τους λαγούς. Εγώ και ο Βραχορίχτης θα πάμε μια μικρή βόλτα εδώ τριγύρω και θα δούμε τι θα γίνει τότε”. Και έτσι έκαναν. Ο Πευκοτραβηχτής έμεινε να μαγειρέψει μόνος του τους λαγούς και σαν έστρεψε το βλέμμα του να βρει το αλάτι, ο μικρός νάνος με τις κόκκινες μπότες βγήκε από κάτω από το τραπέζι και του έκλεψε το φαγητό. Εκείνος προσπάθησε να τον πιάσει, αλλά ο νάνος αστραπιαία βυθίστηκε μέσα στο πάτωμα με το φαγητό μαζί.
Σαν γύρισαν ο Μακρυλόγχης και ο Βραχορίχτης, ο Πευκοτραβηχτής τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί και συνέχισε: “Σε πιστεύω τώρα και σου ζητώ συγγνώμη που αμφισβήτησα τα λόγια σου”. Αλλά ο Βραχορίχτης ακόμη δεν είχε πειστεί:
Όχι, όχι, ξέρω εγώ τι συνέβη, είπε. Πεινούσες τόσο πολύ που έφαγες όλο το στιφάδο μόνος σου και δεν μας περίμενες. Εσύ και ο Μακρυλόγχης τα έχετε συμφωνήσει και εγώ θα μείνω νηστικός απόψε.
Άσε τον Βραχορίχτη να μείνει μόνος του στην κουζίνα, είπε τότε ο Μακρυλόγχης. Φέραμε κι άλλους λαγούς απ’ έξω, άσε τον να τους μαγειρέψει μόνος του για να δει και ο ίδιος τι θα συμβεί.
Ο Μακρυλόγχης και ο Πευκοτραβηχτής τότε έφυγαν και άφησαν τον Βραχορίχτη να ετοιμάζει το στιφάδο του. Πάλι ο μικρός νάνος με τις κόκκινες μπότες ξεγλύστρησε κάτω από το τραπέζι και έκλεψε το δείπνο όταν ο Βραχορίχτης είχε αλλού την προσοχή του. Σαν γύρισαν οι δυο του φίλοι, κι αυτός με τη σειρά του ζήτησε συγγνώμη από τον Μακρυλόγχη που δεν τον είχε πιστέψει: “Συμβαίνουν όντως παράξενα πράγματα εδώ”, είπε ο Μακρυλόγχης, “και δεν θα ησυχάσω αν δεν βρω πού πήγε ο νάνος με τα κόκκινα μποτάκια και τα φαγητά μας. Ελάτε, βοηθήστε με να σκάψω κάτω από την κουζίνα”.
Μονομιάς ο Πευκοτραβηχτής ξερίζωσε το πάτωμα κάτω από την κουζίνα και ο Βραχορίχτης άρπαξε όλο το χώμα και το πέταξε έξω. Σύντομα είχαν ανοίξει μια τρύπα σαν πηγάδι που οδηγούσε βαθιά μέσα στη γη. Καθώς οι άλλοι δύο έσκαβαν, ο Μακρυλόγχης έφτιαξε από κλαδιά μια πολύ μακριά σκάλα για να κατέβουν μέσα στην τρύπα: “Θα κατέβω εγώ εκεί κάτω”, δήλωσε ο Μακρυλόγχης και οι άλλοι δύο συμφώνησαν αμέσως με την ιδέα. Χαμήλωσαν τότε τη σκάλα και ο Μακρυλόγχης ξεκίνησε την κατάβασή του. Στο τέλος της σκάλας είδε κάτι που έμοιαζε με βαριά και σφραγισμένη πόρτα. Μιας και είχε φέρει μαζί του τη σιδερένια του ράβδο, χτύπησε δυνατά την πόρτα με αυτή:
Είμαι ο Μακρυλόγχης! Ανοίξτε μου!
Φύγε γρήγορα από εδώ, ακούστηκε μια φωνή από μέσα. Εδώ ζει το εφτακέφαλο ερπετό και αν σε βρει εδώ τότε τα πράγματα θα σοβαρέψουν πολύ. Θα σε μαγέψει και δεν θα μπορέσεις να φύγεις ποτέ από εδώ.
Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω αυτό το ερπετό, είπε κοροϊδευτικά ο Μακρυλόγχης.
Η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα και ο Μακρυλόγχης πέρασε μέσα. Τότε άκουσε κάτι σαν δυνατό αέρα και αμέσως μετά ένα σφύριγμα. Στα τυφλά, ο Μακρυλόγχης έδωσε μία με τη σιδερένια ράβδο του και χτύπησε κατακέφαλα το εφτακέφαλο ερπετό πριν αυτό προλάβει να τον μαγέψει. Εκείνο έπεσε στο έδαφος αναίσθητο από το χτύπημα του Μακρυλόγχη.
Με την πρώτη σταγόνα αίματος που έπεσε στο έδαφος από την πληγή του τέρατος, εμφανίστηκε στην πόρτα μια πανέμορφη κοπέλα. Ο Μακρυλόγχης την αναγνώρισε αμέσως, ήταν μία από τις δυο κοπέλες που έπαιζαν με τα γυάλινα τόπια τους στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα τόπια από την τσέπη του:
Τα αναγνωρίζεις αυτά; τη ρώτησε.
Φυσικά, αποκρίθηκε εκείνη. Το ένα ανήκει σ΄ εμένα και το άλλο στην αδερφή μου. Κι αυτή έχει μαγευτεί και είναι πίσω από την πόρτα στην άλλη μεριά.
Πρώτα θα σε πάρω από αυτό το φρικτό μέρος και μετά θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και για την αδερφή σου.
Ο Μακρυλόγχης σήκωσε την κοπέλα στα δυνατά του χέρια και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα: “Περίμενε λίγο”, του είπε η κοπέλα, “νομίζω πως είναι καλύτερα να σου δώσω πίσω και το δικό μου τόπι. Δεν θα μπορώ να μιλήσω όσο το έχεις εσύ μαζί σου, μακριά μου, αλλά πιστεύω ότι εσένα θα σου χρειαστεί περισσότερο”. Έτσι του έδωσε πίσω το γυάλινο τόπι και βιάστηκε να ανέβει τη σκάλα. Σαν έφτασε στην κορυφή, ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης είδαν την όμορφη κοπέλα και έμειναν να την κοιτούν με τα στόματα ανοικτά: “Είναι μια μαγεμένη πριγκίπισσα”, τους εξήγησε ο Μακρυλόγχης, “φροντίστε την όσο θα πάω να σώσω και την αδερφή της. Έπειτα θα τις επιστρέψουμε στον πατέρα τους τον βασιλιά, που τόσο καιρό τις νόμιζε για νεκρές”.
Και λέγοντας αυτό, για άλλη μια φορά ο Μακρυλόγχης κατέβηκε τη σκάλα στα βάθη της γης. Το εφτακέφαλο ερπετό κείτονταν ακόμη εκεί που το είχε αφήσει, πέρασε από πάνω του, έφτασε τη δεύτερη πόρτα και τη χτύπησε δυνατά:
Ποιος είναι; ρώτησε μια φωνή από την άλλη μεριά.
Είμαι ο Μακρυλόγχης! Άνοιξε!
Φύγε γρήγορα από εδώ! Εδώ είναι το σπίτι του νάνου με τις κόκκινες μπότες.
Αυτόν ακριβώς τον νάνο ψάχνω κι εγώ, απάντησε αποφασιστικά ο Μακρυλόγχης και έσφιξε περισσότερο τη ράβδο που του είχε φτιάξει ο πατέρας του μέσα στα δυνατά του χέρια.
Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά και ο Μακρυλόγχης πέρασε μέσα. Άκουσε τα βηματάκια του νάνου, ο οποίος τον κοίταζε έκπληκτος:
Ας μονομαχήσουμε να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος, του είπε τότε ο νάνος. Εσύ πάρε το μαύρο ξίφος κι εγώ θα πάρω το λευκό.
Δεν νομίζω, είπε απειλητικά ο Μακρυλόγχης. Μάλλον εγώ θα πάρω το λευκό κι εσύ το μαύρο, ειδάλλως δεν θα περιμένω να διαλέξει ο καθένας μας το όπλο του, παρά θα χρησιμοποιήσω αυτό που κρατώ ήδη στο χέρι μου.
Καλά τότε, είπε ο νάνος που κοιτάζοντας την τεράστια σιδερένια ράβδο ήταν σίγουρος ότι θα τον ισοπέδωνε στα σίγουρα μ΄ ένα χτύπημα. Ας το κάνουμε όπως θες!
Έτσι ο Μακρυλόγχης μονομάχησε με το λευκό ξίφος και ο νάνος με το μαύρο και ήταν τόσο γρήγορος και επιδέξιος που άργησε πολύ να λαβωθεί θανάσιμα από τον Μακρυλόγχη. Σαν έσταξε η πρώτη σταγόνα από το αίμα του στο έδαφος, εμφανίστηκε και η δεύτερη πριγκίπισσα. Τα μάγια είχαν πια λυθεί. Κι εκείνη έδωσε στον Μακρυλόγχη το δικό της τόπι μόλις τον αναγνώρισε. Και ασφαλής πια στα μπράτσα του, ανέβηκε μαζί του μέχρι την κορυφή της σκάλας όπου την περίμενε η αδερφή της με τον Πευκοτραβηχτή και τον Βραχορίχτη: “Αχ! Ξέχασα τη σιδερένια ράβδο μου!”, είπε με αγωνία τότε ο Μακρυλόγχης, “πρέπει να ξαναγυρίσω να την πάρω”. Δεν άφηνε τη ράβδο του από το πλευρό του ούτε όταν κοιμόταν, βλέπετε.
Ξανακατέβηκε τη σκάλα και βρήκε τη ράβδο του εκεί που την είχε αφήσει για να σηκώσει το λευκό ξίφος. Όταν όμως ξαναγύρισε ν΄ ανέβει τη σκάλα, εκείνη είχε εξαφανιστεί. Οι σύντροφοί του τον είχαν ολότελα ξεχάσει, τόσο πολύ ήθελαν για τους εαυτούς τους τις όμορφες πριγκίπισσες. Τράβηξαν τη σκάλα και ήδη βρίσκονταν στο δρόμο για τον βασιλιά, δεν τους ένοιαζε καθόλου πόσο θα του έπαιρνε του Μακρυλόγχη να βγει από εκείνη την τρύπα.
Ο Μακρυλόγχης φώναζε και φώναζε, αλλά μάταια. Τότε θυμήθηκε πως ο νάνος είχε βγει στην επιφάνεια, στην κουζίνα. Πήγε αμέσως και του έδωσε να πιει από το τονωτικό που του είχε βάλει η μάνα του στο παγούρι και ο νάνος συνήλθε. Αμέσως έκανε να φτάσει το λευκό ξίφος για να μονομαχήσει πάλι:
Μισό λεπτό φίλε, του είπε ο Μακρυλόγχης. Σε νίκησα και τώρα είσαι αιχμάλωτός μου. Θα σε αφήσω όμως ελεύθερο αρκεί να κάνεις κάτι για εμένα. Οδήγησέ με πάλι στην επιφάνεια της γης.
Αυτό είναι πανεύκολο, του απάντησε ο νάνος. Πάρε το χέρι μου.
Με το που ο Μακρυλόγχης άγγιξε το χέρι του νάνου με τις κόκκινες μπότες, άρχισαν και οι δυο τους να αιωρούνται μέχρι που σύντομα βγήκαν ολότελα από την τρύπα: “Κάνε τώρα και κάτι άλλο για εμένα”, είπε τότε στο νάνο ο Μακρυλόγχης χωρίς να αφήσει το χέρι του, “πήγαινέ με στο παλάτι του βασιλιά”.
Μέσα σε μια στιγμή είχαν κιόλας φτάσει στο παλάτι. Μάλιστα, πριν λίγη ώρα είχαν εμφανιστεί μπροστά στον βασιλιά και οι κόρες του και όλο το παλάτι αντηχούσε από χαρά. Τόσο είχαν ενθουσιαστεί όλοι με την επιστροφή των πριγκιπισσών τους που ούτε που τους ένοιαξε το γεγονός ότι δεν μιλούσαν.
Σαν εμφανίστηκε ο Μακρυλόγχης και ο Πευκοτραβηχτής και ο Βραχορίχτης είδαν το οργισμένο βλέμμα του, άρχισαν να τρέχουν και δεν σταμάτησαν ποτέ, κανείς δεν τους ξαναείδε πια στη χώρα. Πλησίασε ο Μακρυλόγχης και έδωσε πίσω στις κοπέλες τα γυάλινα τόπια τους και, αφού πια μπορούσαν να μιλήσουν, διηγήθηκαν στον πατέρα τους ό,τι τους είχε συμβεί: “Διάλεξε μία από τις θυγατέρες μου να την κάνεις γυναίκα σου”, είπε τότε ο βασιλιάς στον Μακρυλόγχη. Αυτός διάλεξε την πιο όμορφη από τις δυο, παντρεύτηκαν και όταν ο βασιλιάς πέθανε ανέλαβε ολόκληρο το βασίλειο.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1