Η Ιστορία της Ντίρντρε
Άλλη μια πονεμένη ιστορία, αυτή τη φορά από την Ιρλανδία, Η Ιστορία της Ντίρντρε είναι μια από τις πιο παλιές και αγαπημένες μυθοπλασίες των Κελτών της περιοχής.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η Ιστορία της Ντίρντρε
Ήταν μια φορά στην Ιρλανδία ένας άνδρας που τον έλεγαν Μάλκολμ Χάρπερ. Ήταν καλός άνθρωπος και είχε και κάποια περιουσία. Είχε σύζυγο, μα δεν είχε παιδιά. Μια μέρα άκουσε πως στην περιοχή γυρνούσε ένας μάντης και, αφού ήταν καλός άνθρωπος, ευχήθηκε να έρθει ο μάντης να τους δει. Τώρα, αν ο μάντης ήρθε τελικά από μόνος του ή τον κάλεσε ο Μάλκολμ δεν το ξέρουμε, αλλά ο μάντης παρόλ΄ αυτά πήγε στο σπίτι των Χάρπερ:
Κάνεις προφητείες; ρώτησε ο Μάλκολμ τον μάντη.
Ναι, κάνω πότε πότε. Γιατί, έχεις ανάγκη από προφητεία;
Αν ήθελες να κάνεις μία για εμένα τότε δεν θα την αρνιόμουν, απάντησε στον μάντη ο Μάλκολμ.
Εντάξει, θα σου κάνω μια προφητεία. Τι είδους προφητεία θέλεις;
Να, θα ήθελα να μου πεις τη μοίρα μου, τι προβλέπει το μέλλον για εμένα, αν μπορείς να μου προσφέρεις τέτοια γνώση.
Θα φύγω τώρα και όταν γυρίσω, θα σου τα πω όλα, του απάντησε ο μάντης.
Ο μάντης βγήκε για λίγο από το σπίτι και σύντομα επέστρεψε: “Λοιπόν Μάλκολμ”, είπε ο μάντης, “είδα στο δεύτερο μου όραμα ότι, για χάρη της κόρης σου, θα χυθεί αίμα, το περισσότερο αίμα που έχει χυθεί στο Έριν από τότε που ο χρόνος άρχισε να μετράει. Και οι τρεις τρανότεροι ήρωες του κόσμου θα χάσουν τα κεφάλια τους στο όνομά της”.
Μετά από κάποιο καιρό ο Μάλκολμ απέκτησε μια κόρη. Δεν άφησε άνθρωπο να την πλησιάσει, παρά μόνο τον ίδιο και τη μαμή. Ο Μάλκολμ τότε ρώτησε τη γυναίκα: “Θα την πάρεις να τη μεγαλώσεις εσύ μακριά από όλους, έτσι ώστε να μην τη δει ποτέ άνθρωπος μα ούτε και να ακούσει για την ύπαρξη της;” Η γυναίκα αποκρίθηκε ότι θα το έκανε κι έτσι ο Μάλκολμ, με τη βοήθεια τριών αντρών, τις πήγε σ΄ ένα ψηλό και μακρινό βουνό πέρα από τους ανθρώπους, προσεκτικά να μην τους δει κανείς. Εκεί πρόσταξε τους άντρες να σκάψουν στην πλαγιά του βουνού μια σπηλιά και να καλύψουν την είσοδο με το χώμα που είχαν βγάλει από το βουνό, έτσι ώστε να περάσουν οι δυο γυναίκες το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί απαρατήρητες. Έτσι κι έγινε.
Η Ντίρντρε και η θετή της μητέρα πέρασαν καιρό μαζί μέσα στην τρυπούλα τους χωρίς να δουν άλλον άνθρωπο ή να τους συμβεί κάτι, μέχρι που η Ντίρντρε έγινε δεκαέξι χρονών. Η Ντίρντρε μεγάλωσε και είχε κορμοστασιά δέντρου και ήταν δροσερή σαν φρέσκα βρύα. Ήταν ένα πλάσμα όλο χάρη, το πιο ευγενικό και αιθέρια όμορφο κορίτσι ανάμεσα σε γη και ουρανό σε ολόκληρη την Ιρλανδία. Τόσο ντροπαλή και χαριτωμένη ήταν που, όταν κάποιος την κοίταζε, γινόταν κατακόκκινη.
Η γυναίκα που τη μεγάλωσε, φρόντισε η Ντίρντρε να έχει όλες τις γνώσεις και τις ικανότητες που είχε και η ίδια. Ήξερε το όνομα κάθε βλασταριού, κάθε πουλιού που στεκόταν να ξαποστάσει σε κλαδί και κάθε αστεριού που διακοσμούσε τον νυχτερινό ουρανό. Αλλά η γυναίκα αυτή δεν άφησε ποτέ την Ντίρντρε να πλησιάσει κανέναν άνδρα του κόσμου. Όμως, μια σκοτεινή βραδυά που τα σύννεφα ήταν μαύρα και πυκνά κάτω από το φεγγάρι, ένας κυνηγός έχασε το δρόμο και τους συντρόφους του στο μονοπάτι που περπατούσαν και βρέθηκε να περιπλανιέται άσκοπα στους λόφους μοναχός. Κουρασμένος και συγχησμένος, έγειρε να κοιμηθεί στο λοφίσκο που έμενε η Ντίρντρε χωρίς να το ξέρει. Ο άνδρας, που ήταν εξαντλημένος από την πείνα και την περιπλάνηση, αποκοιμήθηκε αμέσως. Άρχισε να ονειρεύεται πως βρισκόταν απ έξω από ένα μικρό καλυβάκι που μέσα του υπήρχαν νεράιδες που έπαιζαν την πιο μαγευτική μουσική. Στον ύπνο του, ο κυνηγός τους φώναξε να του ανοίξουν για το όνομα του Θεού! Η Ντίρντρε άκουσε τη φωνή του και ρώτησε τη θετή της μητέρα:
Μητέρα μου, τι φωνή ήταν αυτή;
Δεν είναι τίποτα κόρη μου, κάτι πουλιά που φωνάζουν το ένα στο άλλο για να βρουν τον δρόμο τους μέσα στη νύχτα. Άφησέ τα όμως να συνεχίσουν μέχρι τον βάλτο, εδώ δεν θα βρουν καταφύγιο, της απάντησε η γυναίκα.
Μητέρα μου, η φωνή ζήτησε να μπει μέσα στο όνομα του Θεού των Στοιχείων και εσύ μου έχεις πει ότι ποτέ δεν αρνιόμαστε κάτι που ζητείται στο όνομά του. Αν αφήσεις το πουλάκι να πεθάνει εκεί έξω από το κρύο και την πείνα, τότε εγώ δεν συμφωνώ ούτε με την πίστη σου μα ούτε και με τα μαθήματά σου. Αλλά αφού με αυτήν την πίστη και μαθήματα με έχεις μεγαλώσει, θα αφήσω εγώ αυτό το πουλάκι να μπει.
Και η Ντίρντρε σηκώθηκε και τραβώντας πέρα ένα φύλλο, ξεκλείδωσε την πόρτα τους και άφησε τον κυνηγό να μπει μέσα. Του έβαλε μια καρέκλα να καθήσει, ένα πιάτο φαΐ να φάει και ποτό για να πιει:
Εσύ, άντρα που μπήκες τώρα εδώ μέσα, να μην πεις κουβέντα για τη ζωή και την παρουσία που βλέπεις μπροστά σου. Δεν είναι καθόλου πρέπον, όταν σου προσφέρεται σωτήριο καταφύγιο και τροφή, να μην κάνεις ό,τι σου λένε, είπε η γυναίκα.
Καλά, απάντησε ο κυνηγός, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό μιας και με φιλοξενήσατε τόσο γενναιόδωρα. Αλλά σου εγγυώμαι γυναίκα πως, όταν αυτοί δουν αυτήν την πανώρια ύπαρξη που έχεις για συντροφιά σου κρυμμένη εδώ, δεν θα σε αφήσουν να την έχεις όλη για τον εαυτό σου.
Σε ποιους άνδρες αναφέρεσαι; ρώτησε όλο απορία η Ντίρντρε.
Θα σου πω κοπέλα μου, της απάντησε ο κυνηγός. Μιλάω για τον Νίσχε, τον γιο του Ίσνοκ και τα δυο του αδέρφια, Άλλνε και Άρντεν.
Κι αν τους έβλεπα εγώ, τότε πώς θα έμοιαζαν;
Τα χαρακτηριστικά τους έχουν ως εξής: έχουν το χρώμα του κοράκου στα μαλλιά τους, το δέρμα τους είναι λευκό σαν του κύκνου και τα μάγουλά τους έχουν το κόκκινο του στικτού μόσχου. Η ταχύτητα και το άλμα τους είναι αυτά του ποταμίσιου σολομού και του ελαφιού των λόφων. Ο Νίσχε είναι η κεφαλή και οι ώμοι όλου του λαού του Έριν.
Όπως και να είναι, είπε τότε απότομα η γηραιότερη γυναίκα, εσύ να φύγεις από εδώ και να πάρεις άλλο δρόμο. Μα τον Άρχοντα του Ήλιου και του Φωτός, σίγουρα δυσαρεστήθηκα με την παρουσία σου εδώ και με τη χειρονομία αυτής που σε άφησε να μπεις.
Ο κυνηγός έφυγε αμέσως και έτρεξε να πάει στο παλάτι του βασιλιά Κοουχόρ. Έστειλε μήνυμα στον βασιλιά ότι ήθελε να του μιλήσει επειγόντως. Ο βασιλιάς δέχτηκε και βγήκε από την αίθουσα του θρόνου να συναντήσει τον κυνηγό:
Ποιος ο σκοπός του ταξιδιού σου στα μέρη αυτά; ρώτησε ο βασιλιάς τον κυνηγό.
Ένα έχω να σου πω βασιλιά μου, απάντησε με στόμφο ο κυνηγός, είδα την ομορφότερη κοπέλα στο Έριν και δεν μπορούσα να μην σ΄ ενημερώσω.
Αν λες αλήθεια ότι είδες μια τέτοια κοπέλα, πού την είδες και πώς και την είδες εσύ πριν την δει κανείς άλλος;
Αλήθεια λέω πως την είδα Μεγαλειότατε, είπε ο κυνηγός, και μιας κι εγώ είμαι αυτός που την είδε, μόνο εγώ ξέρω πού βρίσκεται και πώς θα φτάσει ως εκεί όποιος θέλει να τη δει με τα μάτια του.
Και θα με οδηγήσεις ως εκεί που βρίσκεται; Η αμοιβή σου θα είναι άλλη τόση από αυτή που θα σου προσφέρω γι αυτά σου τα μαντάτα.
Θα σε πάω μέχρι εκεί βασιλιά μου, απάντησε ο κυνηγός, αν και δεν θα ευχαριστηθούν καθόλου οι γυναίκες με αυτή μου την κίνηση.
Ο Κοουχόρ, ο βασιλιάς του Άλστερ, κάλεσε στο πλευρό του τους πιο έμπιστους άνδρες του και τους είπε τα καθέκαστα. Το επόμενο πρωί, αν και σηκώθηκε αργότερα από τα πρώτα πουλιά που ξυπνούν και γεμίζουν με το κελάηδισμά τους τον πρωινό αέρα, ο Κοουχόρ, βασιλιάς του Άλστερ, ξεκίνησε με τη συνοδεία του, αυτό το υγρό πρωινό του Μαγιού. Η πρωινή δροσούλα βάραινε το χορταράκι σαν έφτασαν κοντά στον λοφίσκο μέσα στον οποίο βρισκόταν η Ντίρντρε με τη θετή της μάνα. Πολλοί από τους νεαρότερους της συνοδείας του βασιλιά είχαν ξεκινήσει με μια σπιρτάδα στο βήμα και μια ανεμελιά στο περπάτημα τους, μα μέχρι να διασχίσουν τον κακοτράχηλο και μακρύ δρόμο μέχρι την Ντίρντρε, όλη η ζωηράδα είχε χαθεί από τα μάτια τους: “Να, εκεί κάτω στο ξέφωτο μένει η κοπέλα που σας έλεγα, αλλά εγώ δε θέλω να πλησιάσω άλλο τη γυναίκα που τη φυλάει, και θα μείνω εδώ”, είπε ο κυνηγός στην παρέα.
Ο Κοουχόρ έκανε σήμα στην παρέα του και όλοι τους κατέβηκαν εκεί που τους υπέδειξε ο κυνηγός. Έτσι βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα της σπηλιάς όπου έμενε η Ντίρντρε και ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα. Από μέσα ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας:
Τίποτα λιγότερο από τον ίδιο το βασιλιά και τον στρατό του δεν μπορούν να με αναγκάσουν να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου.
Κι εγώ είμαι ο Κοουχόρ, ο βασιλιάς του Άλστερ!
Μόλις το άκουσε αυτό η γυναίκα βιάστηκε να ανοίξει και να αφήσει να περάσει ο βασιλιάς και όση από τη συνοδεία του χωρούσε το φτωχικό της. Ο βασιλιάς, σαν κοίταξε την Ντίρντρε, κατάλαβε ότι ποτέ του δεν είχε δει όμορφη μέρα και ούτε είχε δει γλυκό όνειρο στη ζωή του ολόκληρη και αμέσως την καρδιά του κυρίευσε ολοκληρωτική αγάπη για εκείνη. Πρόσταξε τότε τους ψηλότερούς του άνδρες να σηκώσουν την Ντίρντρε και τη μητέρα της στους ώμους τους και να τις μεταφέρουν μέχρι το παλάτι του.
Ο βασιλιάς αγάπησε τόσο την Ντίρντρε που ήθελε να την παντρευτεί αμέσως, αν το ήθελε κι εκείνη. Εκείνη όμως του είπε:
Βασιλιά, θα σου ταχτώ σ΄ έναν χρόνο και μία μέρα.
Αν και με πονάει αυτή σου η απόφαση, θα τη δεχτώ μόνο αν μου δώσεις το λόγο σου ότι θα γίνεις όντως γυναίκα μου μετά από αυτό το χρόνο.
Και η Ντίρντρε του το υποσχέθηκε. Ο βασιλιάς τότε της έφερε μια δασκάλα και κοπέλες να τη συντροφεύουν, κι αυτές κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν μαζί της, έπαιζαν και της μιλούσαν. Η Ντίρντρε αποδείχθηκε ταλαντούχα και δεκτική στις γνώσεις για τις γυναικείες δουλειές και τα συζυγικά καθήκοντα και κάθε μέρα ο βασιλιάς δεν πίστευε στα μάτια του ότι είχε δίπλα του μια κοπέλα σαν αυτή.
Μια ζεστή μέρα, η Ντίρντρε και οι συντρόφισσές της είχαν κάτσει σ΄ ένα λόφο όπου έπιναν και συζητούσαν. Κοντά τους τότε πέρασαν τρεις ταξιδιώτες. Η Ντίρντρε τους κοίταξε θαυμάζοντάς τους. Θυμήθηκε τότε τα λόγια του κυνηγού και συνειδητοποίησε πως οι τρεις ταξιδιώτες ήταν οι γιοί του Ίσνοκ και μπροστά μπροστά ήταν ο Νίσχε, που πέρναγε κατά ένα κεφάλι τα δυο του αδέρφια. Έρωτας πλημμύρισε την καρδιά της Ντίρντρε σαν τον είδε και δεν μπόρεσε παρά να τον ακολουθήσει. Μάζεψε τα φορέματά της και πήρε στο κατόπι τους τρεις άνδρες, που τώρα περνούσαν από τη βάση του λόφου, αφήνοντας πίσω τη συντροφιά της. Ο Άλλνε και ο Άρντεν είχαν ακούσει γι΄ αυτή την κοπέλα που είχε ο βασιλιάς Κοουχόρ στην αυλή του και ήταν σίγουροι πως, μιας και δεν την είχε παντρευτεί ακόμη, αν την έβλεπε ο αδερφός τους, σίγουρα θα την ήθελε για τον εαυτό του. Με την άκρη του ματιού τους είδαν την κοπέλα να τους πλησιάζει και επιτάχυναν τον βηματισμό τους, μιας και η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει και είχαν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους. Η Ντίρντρε τότε τους φώναξε:
Νίσχε, γιε του Ίσνοκ, εδώ θα με αφήσεις;
Ποιος με φωνάζει με αυτή τη φωνή, την πιο μελωδική φωνή που άκουσα ποτέ μου και που λάβωσε την καρδιά μου σαν καμία άλλη; είπε στον εαυτό του ο Νίσχε.
Δεν είναι παρά οι κύκνοι του βασιλιά Κοουχόρ, βιάστηκαν να πουν τα αδέρφια του.
Όχι, είναι η κραυγή μιας κοπέλας σε απόγνωση! είπε ο Νίσχε και ορκίστηκε να μην κάνει ούτε βήμα παραπάνω μέχρι να βρει από πού ερχόταν αυτή η φωνή.
Τα βλέμματα της Ντίρντρε και του Νίσχε συναντήθηκαν, η κοπέλα τον πλησίασε και του έδωσε τρία φιλιά κι από ένα στα αδέρφια του. Μέσα στη μεγάλη της φόρτιση, η Ντίρτντρε έγινε κατακόκκινη και ξανάλλαξε χρώμα όσο γρήγορα περνά ένα κοτσύφι πάνω από την επιφάνεια μιας λίμνης. Ο Νίσχε, που δεν είχε ματαδεί ποτέ του τέτοια ομορφιά, της έδωσε την αγάπη που δεν είχε δώσει ποτέ σε άνθρωπο, πράγμα ή όραμα.
Την έβαλε στους ώμους του και πρόσταξε στ΄ αδέρφια του να βιαστούν, πράγμα που έκαναν. Ο Νίσχε θεώρησε φρόνιμο να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν από το Έριν μιας και θα είχε πρόβλημα με τον Κοουχόρ, βασιλιά του Άλστερ και γιο του θείου του, εξαιτίας αυτής της δεσποσύνης. Έτσι θέλησε να γυρίσει γρήγορα στην Άλμπα, στη Σκωτία. Έφτασαν στην όχθη της Λοχ Νες κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Ο Νίσχε ψάρευε σολομό από το κατώφλι της πόρτας του και πετύχαινε ελάφια, που έβγαιναν από το γκρίζο φαράγγι, από το παράθυρο του με το τόξο του. Εκείνος, η Ντίρντρε και τα αδέρφια του ήταν ευτυχισμένοι όσον καιρό πέρασαν σε αυτόν τον πύργο.
Έφτασε και το πλήρωμα του χρόνου για την υπόσχεση της Ντίρντρε στον βασιλιά Κοουχόρ. Εκείνος αποφάσισε να πάρει πίσω την κοπέλα με τη βία, ακόμη κι αν είχαν παντρευτεί με τον Νίσχε. Οργάνωσε τότε ένα μεγάλο φαγοπότι κι έστειλε προσκλήσεις στους άρχοντες στα πέρατα του Έριν να παρευρεθούν. Ο Κοουχόρ σκέφτηκε πως και να καλούσε τον Νίσχε εκείνος δεν θα ερχόταν, γι αυτό προτίμησε να προσκαλέσει τον αδερφό του πατέρα του, τον Φέργκους Μακ Ρο και να τον στείλει πρεσβευτή του στον Νίσχε. Έτσι κι έκανε, και είπε στον Φέργκους: “Πες στον Νίσχε, γιο του Ίσνοκ πως οργανώνω μια μεγάλη γιορτή και πως δεν θα ησυχάσω αν αυτός, ο Άλλνε και ο Άρντεν δεν δεχτούν να παρουσιαστούν και να λάβουν μέρος σε αυτήν”.
Ο Φέργκους Μακ Ρο και οι τρεις του γιοί ξεκίνησαν το ταξίδι τους και σύντομα έφτασαν στον Πύργο του Νίσχε, στις όχθες της Λοχ Έτιβ. Οι γιοι του Ίσνοκ καλωσόρισαν με θέρμη τον Φέργκους και τους γιούς του και τους ζήτησαν τα νεότερα από το Έριν:
Τα μοναδικά νέα που σας έχω, είπε ο Φέργκους, είναι ότι ο Κοουχόρ, βασιλιάς του Άλστερ, ετοιμάζει μια μεγάλη γιορτή για τους φίλους του και τους άρχοντες του Έριν. Ορκίστηκε στη γη που πατά, στους ουρανούς ψηλά και στον ήλιο που δύει πως δεν θα ησυχάσει αν οι γιοί του Ίσνοκ, οι γιοί του αδερφού του πατέρα του, δεν επιστρέψουν στο πάτριο έδαφος για να λάβουν τη θέση τους στο τραπέζι και έστειλε εμένα να σας προσκαλέσω.
Θα έρθουμε μαζί σου, απάντησε ο Νίσχε.
Ναι θα έρθουμε, απάντησαν και τα αδέρφια του.
Αλλά η Ντίρντρε δεν θέλησε να πάει με τον Φέργκους Μακ Ρο και προσπάθησε με κάθε προσευχή που ήξερε να αποτρέψει τον Νίσχε και τα αδέρφια του από το να πάνε: “Είδα ένα όραμα Νίσχε και σου ζητώ να μου το εξηγήσεις”, είπε η Ντίρντρε και μετά του τραγούδησε:
Ω Νίσχε, γιε του Ίσνοκ άκου
Τι μου ήρθε στο όνειρό μου.
Από το Νότο ήρθαν περιστέρια
Πάνω απ’ τη θάλασσα πετούσαν,
Στα στόματα τους είχαν μέλια
Από κυψέλη τα κουβαλούσαν.
Ω Νίσχε, γιε του Ίσνοκ άκου
Τι μου ήρθε στο όνειρό μου.
Από τον Νότο ήρθαν γεράκια
Που πετούσαν πάνω από τη θάλασσα
Στα στόματα τους είχαν αίματα
Και θυμάμαι πόσο τα αγάπησα.
Της απάντησε τότε ο Νίσχε:
- Δεν είναι παρά ο φόβος που φωλιάζει στην καρδιά μιας γυναίκας, γλυκιά Ντίρντρε, και μονάχα όνειρα της νύχτας. Από τη στιγμή που ο Κοουχόρ έστειλε την πρόσκληση για τη γιορτή, θα μας κυνηγά ατυχία αν δεν πάμε, Ντίρντρε.
Θα πας, είπε ο Φέργκους Μακ Ρο, κι αν ο Κοουχόρ σου δείξει καλοσύνη να του την ανταποδώσεις. Αν όμως σου δείξει οργή, τότε με οργή κι εσύ να του απαντήσεις κι εγώ και οι τρεις γιοί μου θα είμαστε στο πλευρό σου.
Θα είμαστε, είπε ο Τολμηρός Σάλτος.
Θα είμαστε, είπε ο Σκληρός Πρίνος.
Θα είμαστε, είπε κι ο Όμορφος Γιάλεν.
Έχω τρεις γιούς, τρεις ήρωες κι αν σε βρει κανένα κακό, αυτοί θα είναι μαζί σου κι εγώ μαζί τους.
Αυτό ορκίστηκε ο Φέργκους Μακ Ρο κι έδωσε τον λόγο του στα όπλα του ότι, αν συμβεί κάτι κακό στους γιούς του Ίσνοκ, αυτός και οι γιοί του δεν θα αφήσουν κεφάλι όρθιο σε ώμους απ’ άκρη σ’ άκρη στο Έριν, τόσο καλοί πολεμιστές ήταν.
Η Ντίρντρε δεν ήθελε να αφήσει πίσω της την Άλμπα, αλλά ακολούθησε τον Νίσχε. Τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι και τραγουδούσε:
Αγαπημένος τόπος, αυτός ο τόπος εκεί,
Άλμπα με τα δάση και τις λίμνες.
Δεν θα ήθελα να σας αφήσω ούτε στιγμή,
Αλλά με τον Νίσχε πάω και μένετε μόνες.
Αλλά ο Φέργκους Μακ Ρο, παρόλες τις υποψίες της Ντίρντρε, δεν έκανε πίσω μέχρι να ετοιμαστούν και οι τρεις γιοί του Ίσνοκ και να τον ακολουθήσουν.
Το καϊκάκι σάλπαρε
Σήκωσε το πανί του.
Δύο μέρες ταξιδεύανε
Στο Έριν φτάσανε μαζί του.
Σαν οι γιοί του Ίσνοκ έφτασαν στο Έριν, ο Φέργκους Μακ Ρο έστειλε μήνυμα στον Κοουχόρ, βασιλιά του Άλστερ, ότι όλοι όσοι περίμενε είχαν καταφτάσει και να δείξει καλοσύνη προς αυτούς: “Δεν το περίμενα”, είπε ο Κοουχόρ, “ότι θα έρχονταν τελικά οι γιοί του Ίσνοκ και δεν είμαι έτοιμος να τους υποδεχτώ. Υπάρχει εδώ παρακάτω ένα σπίτι όπου υποδέχομαι ξένους, ας πάνε εκεί μέχρι να ετοιμάσω το σπίτι μου για την υποδοχή τους”. Μα ο άρχοντας του παλατιού σύντομα άρχισε να γίνεται ανήσυχος που δεν ήξερε τι έκαναν οι καλεσμένοι του στο σπίτι για τους ξένους: “Πήγαινε Γκέλμπαν Γκρανά, γιε του βασιλιά του Λόχλιν, πήγαινε και πες μου αν η Ντίρντρε είναι τόσο όμορφη όσο πριν. Αν είναι, τότε εγώ ο ίδιος θα την τρυπήσω με αυτό εδώ το ξίφος, αλλά αν δεν είναι, τότε ας την κρατήσει ο Νίσχε, ο γιος του Ίσνοκ”.
Ο Γκέλμπαν, γιος του βασιλιά του Λόχλιν, πήγε μέχρι το σπίτι των ξένων όπου έμεναν οι γιοί του Ίσνοκ και η Ντίρντρε. Κοίταξε μέσα από την κλειδαρότρυπα και η Ντίρντρε, που κοκκίνιζε σαν την κοιτούσε κάποιος, έγινε κατακόκκινη. Ο Νίσχε που το πρόσεξε, κατάλαβε πως κάποιος την κοιτούσε και σήκωσε ένα ζάρι, το πέταξε με δύναμη μέσα από την κλειδαρότρυπα και έβγαλε το μάτι του γοητευτικού και ευχάριστου Γκέλμπαν Γκρανά. Εκείνος επέστρεψε στο παλάτι και στον βασιλιά Κοουχόρ:
Εσύ έφυγες χαρούμενος, με χαμόγελο στα χείλη και τώρα γυρνάς εδώ σκυθρωπός και κατσούφης, του είπε ο βασιλιάς. Τι σου συνέβη Γκέλμπαν; Μα είδες την Ντίρντρε, είναι ίδια όπως και πριν;
Την είδα τη Ντίρντρε και, καθώς την κοίταζα καλά μέσα από την κλειδαρότρυπα, ο Νίσχε μου πέταξε ένα ζάρι και μου έβγαλε το μάτι. Αλλά και που μου το έβγαλε, εγώ θα έμενα και θα συνέχιζα να κοιτάω την Ντίρντρε με το άλλο, αν δεν μου είχες πει να βιαστώ να γυρίσω.
Σωστά έκανες, απάντησε ο Κοουχόρ. Να κατέβουν τριακόσιοι γενναίοι ήρωες στο σπίτι των ξένων για να μου φέρουν τη Ντίρντρε κι ας θανατώσουν τους υπόλοιπους.
Και Ο Κοουχόρ, βασιλιάς του Άλστερ, έστειλε στο σπίτι των ξένων τριακόσιους άνδρες να του φέρουν τη Ντίρντρε και να σκοτώσουν τους υπόλοιπους:
Αρχίζει το κυνήγι, είπε η Ντίρντρε.
Θα βγω εγώ τώρα έξω να το σταματήσω μόνος μου, απάντησε γενναία ο Νίσχε.
Όχι εσύ, εμείς θα πάμε, είπαν ο Τολμηρός Σάλτος, ο Σκληρός Πρίνος και ο Όμορφος Γιάλεν. Ο πατέρας μας, ανέθεσε σ΄ εμάς την προστασία σας από κακό πριν φύγει για το σπίτι. Και οι ευγενείς νέοι, στο άνθος της ηλικίας τους, της αρρενωπότητάς τους και της ομορφιάς τους με τις καστανές μπούκλες τους να πέφτουν στο πρόσωπό τους ετοιμάστηκαν για μάχη. Φόρεσαν τρομερές πανοπλίες γυαλισμένες, αστραφτερές, κοφτερές, απίστευτες με διάκοσμα από κτήνη και πτηνά, ερπετά και λιοντάρια, εξάποδες τίγρεις και ορμητικά γεράκια και γρήγορα αποδεκάτισαν τους άνδρες που είχε στείλει ο βασιλιάς:
Ποιος είναι αυτός που σε μάχη σκότωσε όλους τους άνδρες μου; είπε ο Κοουχόρ ξεπροβάλλοντας με φούρια.
Εμείς, οι τρεις γιοί του Φέργκους Μακ Ρο.
Αν έρθετε να πολεμήσετε στο πλευρό μου, θα δώσω μια γέφυρα στον παππού σας, μια γέφυρα στον πατέρα σας και από μια γέφυρα στον καθένα σας.
Δεν δεχόμαστε την προσφορά σου Κοουχόρ και ούτε και σε ευχαριστούμε για αυτήν. Είναι πολύ πιο σημαντικό για εμάς να γυρίσουμε στο σπίτι μας και να διηγηθούμε ιστορίες ηρωισμού παρά να πάρουμε την πληρωμή σου. Ο Νίσχε, ο Άλλνε και ο Άρντεν συγγενεύουν με σένα όπως συγγενεύουν και με μας, μα εσύ θέλεις να χύσεις το αίμα τους όπως θέλεις να χύσεις και το δικό μας, Κοουχόρ.
Και τα καστανομάλλικα παλικάρια μπήκαν πάλι στο σπίτι των ξένων: “Θα φύγουμε τώρα να πάμε σπίτι μας να πούμε στον πατέρα μας ότι οι γιοι του Ίσνοκ είναι ασφαλείς από τα χέρια του βασιλιά”. Εκείνη την ώρα, που η μέρα χωρίζεται από τη νύχτα, στις πρώτες ώρες του πρωινού, ο Νίσχε είπε ότι έπρεπε όλοι τους να γυρίσουν στην Άλμπα.
Ο Νίσχε και η Ντίρντρε, ο Άλλνε και ο Άρντεν πήραν τον δρόμο του γυρισμού προς την Άλμπα. Ο βασιλιάς που έμαθε ότι η παρέα που κυνηγούσε είχε φύγει, έστειλε να του φέρουν μπροστά του τον δρυίδη Κάφα:
Έχω ξοδέψει μια περιουσία δρυίδη Κάφα για να μπορέσεις να μάθεις τα μυστικά της μαγείας και τώρα αυτοί φεύγουν χωρίς να τους νοιάζει, χωρίς να με υπολογίζουν, χωρίς να μπορώ να τους φτάσω και να μπορώ να τους σταματήσω.
Θα τους σταματήσω εγώ, είπε ο μάγος, πριν προλάβει η περίπολος που έχεις στείλει στο κατόπι τους να επιστρέψει.
Και ο μάγος όρθωσε τότε μπροστά στους γιούς του Ίσνοκ ένα δάσος τόσο πυκνό που ήταν απροσπέλαστο για τους κοινούς ανθρώπους, μα οι κατατρεγμένοι κατάφεραν και το διέσχισαν χωρίς πρόβλημα, και η Ντίρντρε και ο Νίσχε πάντα κρατιόντουσαν χέρι χέρι:
Τι οφέλησε αυτό; φώναξε ο Κοουχόρ. Κοίτα τους πώς περνούν από το δάσος χωρίς ούτε να ιδρώσουν, χωρίς να με υπολογίσουν και πώς θα τους σταματήσω εγώ τώρα και θα τους κάνω να επιστρέψουν αυτή τη μαύρη ώρα;
Θα δοκιμάσω κάτι άλλο, είπε ο μάγος.
Και μπροστά τους, αντί για καταπράσινο λιβάδι, βρέθηκε μια γκρίζα θάλασσα. Οι τρεις άνδρες έβαλαν τα ρούχα τους στα κεφάλια τους και ο Νίσχε σήκωσε την Ντίρντρε στους ώμους του.
Τεντώσαν τα χέρια τους κόντρα στο ρεύμα,
Χώμα και νερό ήταν το ίδιο.
Τα κύματα του ωκεανού,
Σαν το γρασίδι κάτω από τον ήλιο.
Μπορεί να φαίνεται καλό αυτό Κάφα, αλλά δεν θα φέρει τους φυγάδες πίσω, είπε ο Κοουχόρ. Απομακρύνονται χωρίς να με υπολογίσουν και πώς θα τους σταματήσω εγώ τώρα και θα τους κάνω να επιστρέψουν αυτή τη μαύρη ώρα;
Θα δοκιμάσω άλλη μια μέθοδο τότε, μιας και αυτή η τελευταία πάλι δεν έπιασε, είπε ο δρυίδης.
Και ο δρυίδης τότε πάγωσε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που πήρε τη μορφή κοφτερών βράχων, με κορυφές κοφτερές σαν σπαθιά και δηλητηριώδεις σαν οχιές. Ο Άρντεν τότε φώναξε στους υπόλοιπους ότι οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν: “Έλα Άρντεν, μπορείς να τα καταφέρεις!”, του φώναξε ο Νίσχε, “έλα να σε πάρω στον ώμο μου”. Και ο Νίσχε έβαλε τότε στον έναν ώμο την Ντίρντρε και στον άλλον τον Άρντεν. Εκεί καθόταν ακόμα ο Άρντεν όταν πέθανε. Παρόλ΄ αυτά όμως ο Νίσχε δεν τον άφησε, συνέχισε να τον κουβαλά. Τότε ο Άλλνε είπε ότι ένιωθε να ξεψυχά από την κούραση. Ο Νίσχε, ακούγωντάς τον να προσεύχεται, αναστέναξε βαθιά, έβαλε τον αδερφό του να κρατιέται από πάνω του και τον πρόσταξε να κρατηθεί γερά γιατί θα τον έβγαζε μέχρι τη στεριά. Μετά από λίγο όμως ο Άλλνε δεν άντεξε άλλο και έπαψε να κρατιέται από τον Νίσχε. Ο Νίσχε κοίταξε τους δυο νεκρούς αδερφούς του και η καρδιά του έσπασε, δεν τον ένοιαζε πια αν ζούσε ή αν πέθαινε και αφήνοντας έναν τελευταίο αναστεναγμό έπεσε κι αυτός νεκρός:
Τελείωσαν όλοι, είπε ο δρυίδης Κάφα στον βασιλιά, κι εγώ έκανα όπως μου προστάξατε Μεγαλειότατε. Οι γιοί του Ίσνοκ είναι νεκροί, δεν θα σε ξαναενοχλήσουν. Τώρα μπορείς ανενόχλητος να πας να πάρεις τη γυναίκα σου.
Να είσαι πάντα ευλογημένος και σε μένα να πάνε όλα καλά Κάφα. Δεν μετανοιώνω που τόσα χρόνια σε σπούδαζα. Σήκωσε τώρα το ξόρκι να δω αν μπορώ να βρω τη Ντίρντρε, είπε ο Κοουχόρ.
Και ο δρυίδης , έδιωξε τα μαγικά από το λιβάδι και τα τρία νεκρά αδέρφια βρέθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο με τη Ντίρντρε να τα λούζει με τα δάκρυα της.
Η Ντίρντρε τότε θρήνησε: “Φωτεινέ, αγαπημένε, άνθος ομορφιάς· κορμοστασιά και δύναμη, ευγενή και ταπεινέ πολεμιστή· Φωτεινέ, γαλανομάτη, αγαπημένε της γυναίκας σου· αγαπητέ σ΄ εμένα από την πρώτη στιγμή που η φωνή σου αντήχησε σε όλα τα δάση της Ιρλανδίας. Δεν θα τραφώ ούτε θα χαμογελάσω πια. Μην σπάσεις σήμερα καρδιά μου, αφού σύντομα θα βρεθώ στον τάφο μου. Δυνατά τα κύματα της θλίψης, μα η ίδια η θλίψη είναι δυνατότερη Κοουχόρ”.
Ο λαός τότε κύκλωσε τα σώματα των νεκρών αδελφών και ρώτησε τον Κοουχόρ τι να τα κάνει. Εκείνος τους είπε να σκάψουν ένα λάκκο και να τους θάψουν πλάι πλάι.
Η Ντίρντρε στεκόταν συνεχώς στην άκρη του τάφου και παρακαλούσε τους σκάφτες να κάνουν τον τάφο ευρύχωρο και πλατύ. Σαν τα σώματα των αδελφών τοποθετήθηκαν στον τάφο, είπε η Ντίρντρε:
Έλα τώρα αγάπη μου, Νίσχε
Άσε τον Άλλνε δίπλα στον Άρντεν.
Αν μπορούσες νεκρέ μου να νιώσεις,
Χώρο για την Ντίρντρε θα έκανες τότε.
Οι άνδρες τότε έκαναν όπως τους είπε. Η Ντίρντρε κατέβηκε μέσα στον τάφο, ξάπλωσε δίπλα στον Νίσχε και πέθανε.
Ο βασιλιάς πρόσταξε να βγάλουν το σώμα της Ντίρντρε από εκεί και να την θάψουν στην άλλη μεριά της λίμνης. Οι προσταγές του ακολουθήθηκαν και ο τάφος σφραγίστηκε. Σε λίγο καιρό φύτρωσε ένα έλατο στον τάφο της Ντίρντρε και ένα έλατο στον τάφο του Νίσχε. Τα δυο δέντρα τεντώθηκαν ώσπου ενώθηκαν πάνω από τη λίμνη. Ο βασιλιάς πρόσταξε να κοπεί αυτή η ένωση μία φορά, δύο φορές ώσπου την τρίτη, η γυναίκα που είχε πάρει τον παρότρυνε να σταματήσει αυτή την κακία και να τιμήσει την επιθυμία των νεκρών εραστών.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1