podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Ερχομός του Άνγκους και της Νύφης

Για αυτή τη Σκωτσέζικη ιστορία δεν θα χρειαστεί να βάλουμε συνοδευτικό κείμενο, μιας και οι ήρωές μας είναι ξεκάθαρα... οι εποχές.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει θάνατο ζώων


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Ερχομός του Άνγκους και της Νύφης


Όλον τον χειμώνα η Μπέιρα κρατούσε αιχμάλωτη μια όμορφη νεαρή πριγκίπισσα που την έλεγαν Νύφη. Επειδή ζήλευε την ομορφιά της, τής έδωσε να φοράει κουρέλια και την έστελνε να δουλεύει στην κουζίνα του κάστρου της όπου της ανέθεταν τις πιο βρώμικες δουλειές. Η Μπέιρα την μάλωνε διαρκώς, έβρισκε λάθη σε κάθε τι που έκανε και η ζωή της Νύφης ήταν πραγματικά μίζερη.


Μια μέρα η Μπέιρα έδωσε στη Νύφη ένα καφέ δέρας προβάτου και της είπε να το πλύνει τόσο καλά που ν΄ ασπρίσει. Η Νύφη πήρε το δέρας και κατέβηκε να το πλύνει στη λιμνούλα στη βάση ενός καταρράχτη κοντά στο κάστρο. Όλη μέρα έτριβε, αλλά μάταια, δεν μπορούσε όσο και να προσπαθούσε να ασπρίσει το καφέ μαλλί. Σαν ήρθε το βράδυ, η Μπέιρα μάλωσε πάλι το κορίτσι:

Είσαι τελείως άχρηστη χαζοβιόλα, το δέρας είναι τόσο καφέ όσο ήταν όταν στο έδωσα.

Όλη μέρα το έπλενα κάτω από τον καταρράχτη του Κόκκινου Βράχου, απάντησε δειλά η Νύφη.

Αύριο θα το ξαναπλύνεις, της είπε αυστηρά η Μπέιρα, κι αν δεν είναι κάτασπρο θα το ξαναπλύνεις την επόμενη και, αν πάλι και τότε δεν ασπρίσει , θα το ξαναπλύνεις την επόμενη και την επόμενη. Χάσου τώρα από μπροστά μου και κάνε αυτό που σου είπα!


Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή της Νύφης. Κάθε μέρα κατέβαινε τον καταρράχτη και έπλενε και έπλενε… της φαινόταν ότι ο κόσμος θα τελείωνε κι εκείνη δεν θα είχε καταφέρει να ασπρίσει το καφέ μαλλί.


Ένα πρωινό, που πήγε πάλι να πλύνει το μαλλί στον καταρράχτη, την πλησίασε ένας άνδρας με γκρίζα γενειάδα. Τη λυπήθηκε την πριγκίπισσα έτσι όπως την είδε να κλαίει σκυμμένη πάνω από τη δουλειά της και της είπε:

Ποια είσαι εσύ και γιατί κλαις;

Με λένε Νύφη, του απάντησε η κοπέλα. Είμαι αιχμάλωτη της Βασίλισσας Μπέιρα που με διέταξε να πλύνω αυτό το καφέ μαλλί μέχρι να γίνει άσπρο. Αλίμονο! Δεν μπορώ να το κάνω.

Λυπάμαι πολύ για του λόγου σου, της είπε ο γέρος άνδρας.

Εσύ ποιος είσαι και από που έρχεσαι;

Εμένα με λένε Πατέρα Χειμώνα. Δώσε μου το δέρας και θα σου το ασπρίσω εγώ.


Η Νύφη έδωσε στον Πατέρα Χειμώνα το καφέ δέρας, αυτός το τίναξε τρεις φορές και τότε αυτό έγινε άσπρο σαν το χιόνι. Η καρδιά της Νύφης γέμισε χαρά και φώναξε: “Αγαπητέ Πατέρα Χειμώνα είσαι τόσο ευγενικός. Με γλύτωσες από την τόσο σκληρή δουλειά και μου πήρες τη στενοχώρια!”. Ο Πατέρας Χειμώνας έδωσε με το ένα του χέρι το δέρας πίσω στη Νύφη κι εκείνη το πήρε ευλαβικά. Τότε της είπε: “Πάρε και αυτό που κρατώ στο άλλο μου χέρι”, και λέγοντας αυτό της έδωσε ένα ματσάκι λευκά ζουμπούλια. Τα μάτια της πριγκίπισσας άστραψαν από χαρά σαν τα είδε. Τότε ο Πατέρας Χειμώνας της είπε: “Αν σε μαλώσει η Μπέιρα, δώσε της αυτά τα λουλούδια και, αν σε ρωτήσει πού τα βρήκες, πες της ότι είναι από το πράσινο πευκοδάσος. Πες της επίσης ότι στις όχθες των ρυακιών αρχίζουν και φυτρώνουν τα κάρδαμα και πως καινούριο χορτάρι φυτρώνει στα λιβάδια”. Έπειτα, ο Πατέρας Χειμώνας αποχαιρέτησε την πριγκίπισσα και γύρισε να φύγει.


Η Νύφη επέστρεψε στο βουνίσιο κάστρο και άπλωσε το λευκό δέρας στα πόδια της Μπέιρα. Αλλά η γριά βασίλισσα ίσα που το κοίταξε, το βλέμμα της είχε καρφωθεί στα ζουμπούλια που κρατούσε η πριγκίπισσα στο χέρι της:

Που τα βρήκες αυτά τα λουλούδια; τη ρώτησε με μια ξαφνική οργή.

Τα λευκά ζουμπούλια τώρα μεγαλώνουν στο πράσινο πευκοδάσος, το κάρδαμο φυτρώνει στις όχθες των ρυακιών και το καινούριο χορτάρι άρχισε να φυτρώνει στα λιβάδια, της απάντησε η Νύφη.

Τι κακά μαντάτα είναι αυτά που μου φέρνεις! φώναξε η Μπέρια. Εξαφανίσου από μπροστά μου!


Η κοπέλα γύρισε να φύγει, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε θλίψη στην καρδιά. Ήταν ευτυχισμένη γιατί ήξερε πως ο χειμώνας θα περνούσε σύντομα και η βασιλεία της Μπέιρα θα τελείωνε μαζί του.


Στο μεταξύ, η Μπέιρα κάλεσε μπροστά της να εμφανιστούν οι οκτώ στρίγγλες υπηρέτριες της και τους είπε: “Καλπάστε στον Βορρά και καλπάστε στο Νότο. Καλπάστε στη Δύση και καλπάστε στην Ανατολή και θα καλπάσω κι εγώ μαζί σας. Γεμίστε τον κόσμο με ψύχος και χιονοθύελλες, να μην ανθήσει λουλούδι και να μην φυτρώσει χορτάρι. Κυρήσσω πόλεμο ενάντια σε όλη τη βλάστηση”.


Με αυτές τις διαταγές, οι οκτώ στρίγγλες καβάλησαν οκτώ ξεμαλλιασμένες κατσίκες και πήγαν να κάνουν ό,τι τους είχε πει η Μπέιρα. Μαζί τους πήγε και η Μπέιρα, με το δεξί της χέρι να κρατά ένα μαγικό και τρομερό μαύρο σφυρί. Το ίδιο κιόλας βράδυ τρομερές χιονοθύελλες μαστίγωναν τους ωκεανούς και τρόμος κυριάρχησε σε όλον τον τόπο.


Ο λόγος όμως που η Μπέιρα κρατούσε αιχμάλωτη τη Νύφη ήταν επειδή ο γιός της, ο Άνγκους ο Παντοτινά Νέος, την είχε ερωτευτεί. Τον έλεγαν Παντοτινά Νέο γιατί ο χρόνος δεν περνούσε από πάνω του και όλον τον χειμώνα τον περνούσε στην Πράσινη Νήσο της Δύσης, που είναι γνωστή και ως η Γη της Νιότης. Ο Άνγκους είδε πρώτη φορά τη Νύφη σε όνειρο και, όταν ξύπνησε, είπε στον βασιλιά της Πράσινης Νήσου:

Χθες είδα σε όνειρο μια πανέμορφη πριγκίπισσα και την αγαπώ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και δίπλα της στεκόταν ένας γέρος άνδρας και τον ρώτησα “Γιατί κλαίει η δεσποσύνη;”. Εκείνος τότε μου απάντησε “Κλαίει γιατί η Μπέιρα την κρατά αιχμάλωτη και της φέρεται πολύ άσχημα”. Τότε ξανακοίταξα την πριγκίπισσα και της είπα “Με χαρά θα την ελευθερώσω εγώ” και τότε ξύπνησα. Πες μου βασιλιά μου, ποια είναι αυτή η πριγκίπισσα και πού μπορώ να την βρω;

Την όμορφη πριγκίπισσα τη λένε Νύφη και την ημέρα που θα γίνεις βασιλιάς του Καλοκαιριού θα γίνει η βασίλισσά σου, απάντησε στον Άνγκους ο βασιλιάς της Πράσινης Νήσου. Αυτά όλα τα γνωρίζει η μητέρα σου και θέλει να σε κρατήσει μακριά από τη Νύφη, για να μην τελειώσει η βασιλεία της. Περίμενε εδώ Άνγκους μέχρι ν΄ ανθίσουν τα λουλούδια και να φυτρώσει το χορτάρι και τότε να πας να ελευθερώσεις την όμορφη πριγκίπισσα Νύφη.

Θα πάω τώρα αμέσως να τη σώσω, είπε αποφασιστικά ο νεαρός Άνγκους.

Ο λυκομήνας, ο Φεβρουάριος τώρα μόλις ξεκίνησε, του απάντησε σκεπτικά ο βασιλιάς, και η διάθεση του λύκου είναι αβέβαιη.

Θα κάνω μάγια στη θάλασσα και στη στεριά και θα δανειστώ τρεις μέρες από τον Αύγουστο να τις βάλω στον Φεβρουάριο.


Και ο Άνγκους έκανε ό,τι είπε ότι θα κάνει. Δανείστηκε τρεις μέρες από τον Αύγουστο και ο ωκεανός ηρέμησε ενώ ο ήλιος έλαμπε πάνω από βουνά και λαγκάδια. Τότε ο νεαρός καβάλησε το λευκό του άτι και κάλπασε προς την ανατολή, προς τη Σκωτία, πάνω από τα νησιά, πάνω από τη θάλασσα του Μινχ και με την αυγή έφτασε στα Γκράμπια όρη. Η πανοπλία του ήταν από χρυσάφι, στους ώμους του φορούσε έναν αιμάτινο μανδύα που κυμάτιζε με τον άνεμο που φυσούσε, και έτσι φαινόταν εντυπωσιακός στον καταγάλανο σκωτσέζικο ουρανό.


Ένας γέρος μουσικός σήκωσε το βλέμα του και κοίταξε κατά την ανατολή και, μόλις είδε τη λεβεντιά του Άνγκους, σήκωσε τη λύρα του και μαζί με τα πουλιά άρχισε να τραγουδά:


Έφτασε ο Άνγκους, ο ωραίος νεαρός

Με τα ξανθά μαλλιά του, γαλανομάτης θεός.

Ο θεός που έρχεται να φέρει

Την υπόσχεση της άνοιξης στα μέρη.

Τα πουλιά αρχίζουν το τραγούδι

Προστάζει τη βιολέτα και βγάζει λουλούδι,

Το χαμομήλι του γκρεμού

που κι αυτό κοιμάται προ πολλού.

Φεύγει από τους λόφους το χιόνι το λευκό,

Να του αγριόπευκου το πράσινο το ζωηρό,

Βγαίνει από τα γυμνά τα δάση, ζήτω!

Η θέλησή του γεννηθήτω!

Πάει κι έρχεται εδώ κι εκεί,

Την πριγκίπισσα Νύφη ψάχνει, την κυρά του την καλή.


Γύρισε όλον τον τόπο ο Άνγκους αλλά δεν μπορούσε να βρει τη Νύφη πουθενά. Εκείνη όμως, που τον είδε στο όνειρο της, ήξερε ότι ερχόταν να τη σώσει. Ξύπνησε και δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Όπου έπεφταν αυτά τα δάκρυα φύτρωναν βιολέτες, τόσο γαλάζιες όσο τα μάτια της πριγκίπισσας.


Σαν η Μπέιρα έμαθε πως είχε καταφτάσει ο Άνγκους και έψαχνε τη Νύφη θύμωσε πολύ και, την τρίτη μέρα της αναζήτησής του, προξένησε τέτοια ανεμοθύελλα που τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω στην Πράσινη Νήσο. Ο Άνγκους όμως επέστρεψε ξανά και ξανά και έτσι τελικά βρήκε το κάστρο όπου ήταν αιχμάλωτη η πριγκίπισσα.


Ήρθε και μια μέρα που ο Άνγκους συνάντησε τη Νύφη σ΄ ένα δάσος κοντά στο κάστρο. Οι βιολέτες άνθισαν και τα χαμομήλια σήκωσαν τα κεφαλάκια τους να θαυμάσουν τα βλέμματα των δυο ερωτευμένων. Τα πουλιά έπιασαν να τραγουδούν και ο ήλιος να ζεσταίνει όλη την πλάση σαν άρχισαν οι δυο τους να μιλούν:

Πανέμορφη πριγκίπισσα, σε είδα σε όνειρο να τρέχουν τα δάκρυά σου ποτάμι από θλίψη.

Ευγενικέ μου πρίγκιπα, σε είδα σε όνειρο να καλπάζεις πάνω από χειμάρρους και λαγκάδια όμορφος και δυνατός.

Ήλθα να σε σώσω από τη βασίλισσα Μπέιρα, που όλο τον χειμώνα σε κράτησε αιχμάλωτη.

Αυτή η μέρα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου.

Θα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα όλης της ανθρωπότητας.


Και για αυτό η πρώτη μέρα της άνοιξης, η μέρα που ο Άνγκους βρήκε την πριγκίπισσα λέγεται και Μέρα της Νύφης.


Μέσα από το δάσος, άρχισαν να καταφτάνουν πολλές και όμορφες κοπέλες που καλωσόρισαν τη Νύφη ως βασίλισσά τους και καλοδέχτηκαν τον Άνγκους. Η Νεραϊδοβασίλισσα τότε, με μια κίνηση του ραβδιού της, άλλαξε το ρούχο της Νύφης από κουρέλι σε ασημένιο φόρεμα και ξανάφερε ζωντάνια στο πρόσωπό της. Πάνω στο στήθος της έλαμπε τώρα ένα κρυστάλλινο αστέρι, αγνό όσο και οι σκέψεις της και λαμπερό όσο η χαρά που της προκάλεσε ο ερχομός του Άνγκους. Αυτό το κόσμημα λέγεται το Αστέρι-οδηγός της Νύφης. Τα λαμπερά καστανόξανθα μαλλιά της κοσμούσαν τώρα λουλούδια - ζουμπούλια, μαργαρίτες, βιολέτες και χαμομήλι. Τα μάτια της ήταν φωτεινό γαλάζιο και το πρόσωπό της είχε την κοκκινάδα άγριου τριαντάφυλλου, όλο ομορφιά και χάρη. Στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα ραβδί από χρυσά φύλλα καλαμποκιού και στο αριστερό ένα χρυσό κέρας, το Κέρας της Αφθονίας. Ο σπίνος ήταν το πρώτο πουλάκι που εξύμνησε την ομορφιά της Νύφης και η Νεραϊδοβασίλισσα είπε: “Από δω και μπρος θα σε λένε το Πουλί της Νύφης”. Στην ακροθαλασσιά, το πρώτο πουλάκι που τιτίβισε από χαρά ήταν μια αλκυόνα και η Νεραϊδοβασίλισσα είπε: “Από δω και μπρος θα σε λένε τον Ακόλουθο της Νύφης”.


Έπειτα η Νεραϊδοβασίλισσα οδήγησε τη Νύφη και τον Άνγκους στο υπόγειο παλάτι της με την πράσινη στέγη, στη μέση του δάσους. Καθώς πλησίασαν, είδαν έναν ποταμό καλυμμένο με πάγο. Η Νύφη άγγιξε τον πάγο με το δάχτυλο της και μονομιάς η Στρίγγλα του Πάγου ούρλιαξε και έφυγε μακριά.


Μεγάλο φαγοπότι στήθηκε στο παλάτι της Νεραϊδοβασίλισσας για να τιμηθεί η Νύφης, εκείνη και ο Άνγκους παντρεύτηκαν. Οι νεράιδες χόρεψαν και τραγούδησαν όλο χαρά και όλος ο κόσμος χόρεψε και τραγούδησε μαζί τους. Έτσι ξεκίνησε και η πρώτη Γιορτή της Νύφης. “Ήρθε η άνοιξη!” βροντοφώναξαν οι βοσκοί και οδήγησαν τα κοπάδια τους στους βάλτους όπου και τα μέτρησαν και τα ευλόγησαν. “Ήρθε η άνοιξη!” έκραξε το κοράκι και πέταξε να βρει φρέσκο χορτάρι για τη φωλιά του. Η κουρούνα το άκουσε και έκανε κι αυτή το ίδιο και η αγριόπαπια έβγαλε το ράμφος της μέσα από τις καλαμιές και φώναξε “Ήρθε η άνοιξη!”.


Η Νύφη βγήκε από το παλάτι με τον Άνγκους και λίκνισε το χέρι της, ενώ ο Άνγκους ξεστόμιζε ξόρκια. Πρώτο υψώθηκε ψηλά το χορτάρι και όλη η πλάση αναγνώρισε το ζευγάρι ως βασιλιά και βασίλισσα. Ακόμη κι αν δεν τους έβλεπαν παντού, η παρουσία τους είχε γίνει αισθητή απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη Σκωτία.


Η Μπέιρα λύσσαξε όταν έμαθε ότι ο Άνγκους είχε συναντήσει τη Νύφη. Πήρε το μαγικό της σφυρί κι άρχισε να κοπανάει το έδαφος με μανία μέχρι που έγινε και πάλι σκληρό σαν σίδερο από το κρύο - τόσο κρύο έκανε που μήτε μυρωδικό μήτε χορταράκι μπορούσε να αντέξει στο χώμα. Η Μπέιρα ήξερε πως, όταν θα άνθιζε το χορτάρι και ο Άνγκους και η Νύφη παντρεύονταν, η βασιλεία της θα τελείωνε και ήθελε να παραμείνει στον θρόνο όσο περισσότερο γινόταν:

Η Νύφη παντρεύτηκε, ζήτω η Νύφη! τραγούδησαν τα πουλιά.

Ο Άνγκους παντρεύτηκε, ζήτω ο Άνγκους! συνέχισαν το τραγούδι τους.


Η Μπέιρα άκουσε το τραγούδι των πουλιών και είπε στις στρίγγλες υπηρέτριές της: “Καλπάστε στον Βορρά και καλπάστε στο Νότο. Καλπάστε στη Δύση και καλπάστε στην Ανατολή, κυρήξτε πόλεμο στον Άνγκους! Θα καλπάσω κι εγώ μαζί σας”.


Οι στρίγγλες καβάλησαν τις ξεμαλλιασμένες τους κατσίκες και ξεκίνησαν να ακολουθήσουν της προσταγές της Μπέιρα. Εκείνη καβάλησε ένα μαύρο άτι και πήγε να βρει τον Άνγκους. Κάλπασε γρήγορα και μαύρα σύννεφα σχηματίστηκαν στο πέρασμά της. Έφτασε στο δάσος όπου βρισκόταν η Νεραϊδοβασίλισσα και όλες οι νεράιδες μόλις την είδαν άρχισαν να τρέχουν από τον τρόμο τους, μπήκαν στο υπόγειο παλάτι και κλειδαμπάρωσαν πίσω τους την πόρτα. Ο Άνγκους κοίταξε ψηλά, είδε την Μπέιρα να πλησιάζει και καβάλησε το λευκό του άτι, έβαλε τη Νύφη να κάτσει μπροστά του, κι άρχισε να τρέχει μακριά. Κατευθύνθηκε δυτικά, πάνω από λόφους , πεδιάδες και πέρα από τη θάλασσα, με την Μπέιρα στο κατόπι του. Στο νησί Τιρίι υπάρχει ένα βραχώδες φαράγγι και η Μπέιρα πηδούσε με το άτι της από τη μια μεριά στην άλλη κυνηγώντας τον Άνγκους. Καθώς πηδούσε, οι οπλές του αλόγου άφησαν μεγάλα κενά ανάμεσα στους βράχους και μέχρι σήμερα το φαράγγι λέγεται Το Άλμα του Αλόγου.


Ο Άνγκους κατάφερε να φτάσει μέχρι την Πράσινη Νήσο της Δύσης κι εκεί πέρασε κάποιες ευτυχισμένες μέρες με τη Νύφη. Αλλά αδημονούσε να γυρίσει πίσω στη Σκωτία και να γίνει βασιλιάς του Καλοκαιριού. Ξανά και ξανά διέσχιζε τη θάλασσα, και κάθε φορά που έφτανε στον τόπο των βουνών και των λαγκαδιών ο ήλιος έλαμπε και τα πουλιά ξεκινούσαν το τραγούδι τους να τον προϋπαντήσουν.


Η Μπέιρα τότε όρθωσε καταιγίδες για να τον κάνει να γυρίσει πίσω. Πρώτα φώναξε τον Άνεμο που τον έλεγαν Σφυρίχτρα που φυσούσε δυνατά και παγερά και έφερνε μαζί του νεροποντή και χαλάζι. Τρεις μέρες κράτησε αυτό και σε όλη τη Σκωτία επικρατούσε θλίψη και πικρία. Πρόβατα και αρνιά ψόφησαν στους βάλτους και άλογα και αγελάδες χάθηκαν.


Ο Άνγκους ξέφυγε, μα σύντομα επέστρεψε. Ο επόμενος Άνεμος που κάλεσε η Μπέιρα ήταν ο Αιχμηρός, ο Γκόμπαγκ. Κράτησε εννέα μέρες και όλος ο τόπος κατατρυπήθηκε από αυτόν, μιας και η ορμή της βροχής ήταν κάθετη και δυνατή και τρύπωσε παντού.


Αλλά ο Άνγκους ξαναγύρισε και η Μπέιρα αυτή τη φορά κάλεσε τον Άνεμο Σαρωτή. Ο δυνατός αέρας ξερίζωσε ολόκληρα δέντρα και ακόμη και το πιο χαμηλό λουλούδι δεν έμεινε όρθιο. Φυσούσε διαρκώς και η Μπέιρα χτυπούσε και ξαναχτυπούσε με το σφυρί της το έδαφος να μην φυτρώσει το χορτάρι. Αλλά οι προσπάθειές της απέβησαν μάταιες. Η άνοιξη άρχισε να χαμογελά παντού και κάθε φορά που η Μπέιρα σταματούσε να ξεκουραστεί, ο ήλιος ξεπρόβαλλε μεγαλόπρεπα. Τα χαμομήλια άνοιγαν τα πέταλά τους περήφανα μέσα από μικρές τρύπες που ούτε ο Σαρωτής δεν μπορούσε να φτάσει. Ο Άνγκους έφυγε, αλλά ξαναγύρισε.


Η Μπέιρα όμως δεν είχε χάσει τελείως τις ελπίδες της. Οι πράξεις της έφεραν μεγάλη καταστροφή στους ανθρώπους και ξεκίνησαν οι Εβδομάδες της Ολιγαρκείας. Η τροφή λιγόστεψε. Οι ψαράδες δεν μπορούσαν να βγουν να πιάσουν ψάρια εξαιτίας των καταιγίδων και η Μπέιρα και οι στρίγγλες της έμπαιναν στα σπίτια των ανθρώπων και τους έκλεβαν το λιγοστό φαγητό που είχαν. Οι καιροί ήταν πολύ δύσκολοι.


Ο Άνγκους αισθάνθηκε μεγάλη συμπόνοια για τους ανθρώπους και προσπάθησε να πολεμήσει της στρίγγλες της Μπέιρα. Εκείνη όμως κάλεσε τις Θύελλες της Ασθένειας για να τον κρατήσει μακριά κι αυτές κράτησαν μέχρι και την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου. Άλογα και κατοικίδια ζώα πέθαναν από την πείνα αφού η θύελλα έριχνε κάτω τις ζωοτροφές και τις σκορπούσε σε λίμνες και ωκεανούς.


Αλλά ο Άνγκους πάλεψε σθεναρά με τις στρίγγλες της Μπέιρα και τελικά κατάφερε να της στείλει μέχρι πάνω στο Βορρά όπου και φυσούσαν και ξεφυσούσαν όλο θυμό. Η Μπέιρα τότε ανησύχησε κι έκανε μια τελευταία απόπειρα να ξεκάνει μια και καλή τις Δυνάμεις της Άνοιξης. Σήκωσε το σφυρί της και χτύπησε τα σύννεφα. Πήγε μέχρι το Βορρά και μάζεψε όλες της υπηρέτριές της και όλες μαζί πέταξαν προς το Νότο να ξεκάνουν τους εχθρούς τους.


Μέσα από τον μαύρο Βορρά άρχισαν να καλπάζουν όλες μαζί, σαν ένα. Μαζί τους ήρθε και η Μεγάλη Μαύρη Καταιγίδα. Ήταν σαν να γύρισε ο χειμώνας να εγκατασταθεί για πάντα. Όμως ακόμη και η Μπέιρα και οι υπηρέτριές της έπρεπε κάποτε να ξαποστάσουν. Έτσι, ένα σκοτεινό σούρουπο, έκατσαν όλες μαζί στην πλαγιά ενός γυμνού βουνού και για λίγο μια ηρεμία βασίλεψε σε γη και θάλασσα:

Χαχα!, φώναξε η αγριόπαπια που μισούσε τις στρίγγλες, χαχα! Είμαι ακόμη ζωντανή, και εγώ και τα έξι παπάκια μου!

Υπομονή τεμπέλα πολυλογού, της απάντησαν, δεν έχουμε τελειώσει ακόμη.


Εκείνο το βράδυ η Μπέιρα δανείστηκε τρεις μέρες από τον χειμώνα που δεν είχαν περάσει, μιας και ο Άνγκους δανείστηκε τρεις μέρες από τον Αύγουστο. Τα τρία πνεύματα των δανεισμένων ημερών ήταν πνεύματα καταιγίδων και κατέφτασαν καβάλα σε αγριόχοιρους. Η Μπέιρα τους είπε: “Ήσαστε φυλακισμένα πολύ καιρό. Πηγαίνετε! Είστε ελεύθερα!”.


Το ένα μετά το άλλο τα πνεύματα πηγαινοέρχονταν καβάλα στους αγριόχοιρούς τους για τις επόμενες τρεις μέρες. Μαζί τους έφεραν χιόνι, χαλάζι και δυνατούς ανέμους. Το χιόνι άσπρισε τους βάλτους και γέμισε τα αυλάκια των καλλιεργειών, τα ποτάμια φούσκωσαν και ξεχείλησαν, τα μεγάλα δέντρα ξεριζώθηκαν. Η πάπια πέθανε μαζί με τα έξι της παπάκια, πρόβατα και αγελάδες ξεψύχησαν και πολλοί άνθρωποι χάθηκαν σε γη και θάλασσα. Οι μέρες αυτές ονομάζονται οι Τρεις Μέρες του Αγριόχοιρου.


Η βασιλεία της Μπέιρα σιγά σιγά τελείωνε. Δεν μπορούσε πια να πολεμήσει τη νέα ζωή που ξεπηδούσε από κάθε ρωγμή του τόπου. Η αδυναμία των γηρατειών της άρχισε να την καταβάλλει και αναζητούσε να ξαναπιεί από το Πηγάδι της Νιότης. Σαν είδε τον Άνγκους να καλπάζει πάνω από τους λόφους με το γενναίο του λευκό άτι και να σκορπά τις στρίγγλες της σε όλες τις άκρες της γης ένα φωτεινό Μαρτιάτικο πρωινό, πανικοβλήθηκε και έφυγε απελπισμένη. Πήγε και πέταξε το σφυρί της κάτω από ένα πουρνάρι και γι αυτό δεν φυτρώνει ποτέ τίποτα κάτω από τα πουρνάρια.


Με την Μπέιρα στην πλάτη του, το άλογό της πέταξε προς τον Βορρά. Καθώς πετούσε πάνω από τη Λοχ Έτιβ, άφησε πατημασιές από τις οπλές του στην άκρη ενός βράχου και αυτό το σημείο μέχρι σήμερα λέγεται Αλογοπάπουτσα. Δεν σταμάτησε να καλπάζει μέχρι που έφτασε στο νησί Σκάι όπου κι έκατσε να ξεκουραστεί στο πλάτωμα Στροφή της Γριάς, στο Μπρόντφορντ. Εκεί έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα μέχρι που η μέρα έγινε ίση με τη νύχτα. Τη μέρα έκλαψε σαν σκεφτόταν τη χαμένη της δύναμη μα τη νύχτα πέταξε δυτικά μέχρι την Πράσινη Νήσο. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας πήγε και ήπιε από το Πηγάδι της Νιότης.


Όταν η μέρα έγινε ίση με τη νύχτα, ο Άνγκους ήρθε στη Σκωτία με τη Νύφη και τιμήθηκαν ως βασιλιάς και βασίλισσα όλων των αόρατων πραγμάτων. Ταξίδεψαν από το Νότο προς το Βορρά όλο το πρωί και το μεσημέρι, ενώ το απόγευμα και το βράδυ ταξίδεψαν από τον Βορρά προς το Νότο. Μαζί τους ταξίδευε κι ένα απαλό αεράκι που φυσούσε προς τον βορρά μέχρι το απόγευμα και προς το νότο μέχρι το βράδυ.


Εκείνη την ημέρα η Νύφη βούτηξε τα χέρια της στις λίμνες και στα ποτάμια που ήταν ακόμη παγωμένα. Όταν το έκανε αυτό, η Στρίγγλα του Πάγου έπεσε σε νάρκη και δεν ξαναξύπνησε μέχρι που πέρασε και το φθινόπωρο.


Το χορτάρι άρχισε να μεγαλώνει εύκολα όταν ο Άνγκους έγινε βασιλιάς. Φυτεύτηκαν σπόροι και οι άνθρωποι ζήτησαν από τη Νύφη να τους κάνει καρπερούς. Όλη η γη ομόρφυνε με λουλούδια κάθε χρώματος.


Ο Άνγκους είχε μια λύρα με ασημένιες χορδές και όταν έπαιζε, νεαροί και νεαρές έβγαιναν από το δάσος και ακολουθούσαν τη μουσική. Οι μουσικοί έλεγαν στα τραγούδια τους ότι ο Άνγκους φιλούσε τους ερωτευμένους που, όταν χωρίζονταν στο τέλος της ημέρας, τα φιλιά του γίνονταν πουλιά που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια των ερωτευμένων και τους γέμιζαν με τραγούδια αγάπης και τρυφερών αναμνήσεων. Ένας μουσικός τραγούδησε τα εξής:


Ο νοτιάς πάνω από τη θάλασσα σαν φύσηξε,

Σφύριξε ανοιξιάτικη ελπίδα και καλοκαιρινή περηφάνια.

Η σκληρή βασιλεία της Μπέιρα έπαψε.


Άνγκους ο Νέος Παντοτινά

Ο Θεός της Αγάπης, ο χρυσομάλλης

Με τα μυστήρια τα μάτια τα γαλανά

Σαν το αστέρι το πρωινό εσύ λάμπεις


Τ΄ άλλα τ’ άστρα, όπου φύγει φύγει

Και η αυγή αντιλαλεί τη νίκη σου

Στο πλευρό σου η απαράμιλλη Νύφη

Με άρωμα βιολέτας περνάν οι νύχτες σου.


Καμιά απολύτως κατάκτηση δεν μπορεί να συγκριθεί

Με την ανωτερότητα της αγάπης που ποτέ δεν θα χαθεί.


Τον παλιό καιρό, που δεν υπήρχαν ημερολόγια στη Σκωτία, οι άνθρωποι αναγνώριζαν και ονόμαζαν τις διάφορες περιόδους του χειμώνα και της άνοιξης, της ηρεμίας και της καταιγίδας με τον τρόπο που είδαμε παραπάνω. Ο αγώνας μεταξύ της Μπέιρα και του Άνγκους είναι αυτός μεταξύ του χειμώνα και της άνοιξης, του σκοταδιού και του φωτός, του κρύου και της ζέστης, του θανάτου και της ζωής.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...