podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Η Μαϊταγκάρρι

Από τη χώρα των Βάσκων έρχεται η Μαϊταγκάρρι, να διευθετήσει βεντέτες που κρατάνε χρόνια και να τιμωρήσει με θεία δίκη τα παλιά τελώνια!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποιες σκηνές βίας, βία ενάντια σε παιδιά, απειλές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Μαϊταγκάρρι (Η Νεράιδα της Λίμνης)


Ιτουριόζ, η κρύα πηγή


Σ΄ ένα σπίτι στα περίχωρα του Οϋαρζούν βασίλευε η πιο βαθιά σιγή. Ο Πέδρο Ιτουριόζ, ένας γεροδεμένος βουνίσιος άνδρας κάποιας περασμένης ηλικίας και η κεφαλή της οικογένειας, μόλις είχε τελειώσει το δείπνο του. Δίπλα του η γυναίκα του, πολλά χρόνια μικρότερή του, του προσέφερε ένα ποτήρι ζεστό κρασί και περίμενε να της απευθύνει το λόγο. Ο αφέντης έκανε νόημα και η γυναίκα όλο αγάπη και σεβασμό έβαλε στα χέρια του ένα ασημένιο ποτήρι. Στη συνέχεια έφερε στο τραπέζι μια γαβάθα με λαχταριστά φρούτα και πήγε κι έκατσε στην άλλη άκρη του δωματίου στον αργαλειό της υφαίνοντας το ύφασμα που αργότερα θα γινόταν μαντήλια, πετσέτες και αρωματισμένα σεντόνια, ό,τι δηλαδή υπάρχει σε όλα τα Βασκικά σπίτια. Σε μια άλλη γωνία της κουζίνας, δυο κορίτσια απαράμιλλης ομορφιάς κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα με έναν νεαρό με ασκέπαστο κεφάλι που ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών.


Στα δεξιά του τζακιού, κάτω από την μεγάλη τριγωνική σκεπή της καμινάδας, βρισκόταν ένα ανάκλιντρο διακοσμημένο με μακριά καρφιά από ορείχαλκο. Το ζεστό φως που έβγαινε από τη φωτιά και οι ακτίνες από τη δάδα του αναμμένου φυτιλιού της ρητίνης που κρεμόταν από τον τοίχο, φώτιζαν την οικογένεια. Ο αφέντης έκοψε στα δύο ένα ζουμερό μήλο και έδωσε το μισό στη γυναίκα του, κατέβασε τα δύο τρίτα του κρασιού και της προσέφερε το υπόλοιπο. Η γυναίκα τα δέχτηκε και τα δύο χωρίς να πει κουβέντα. Τότε ο βουνίσιος άντρας ξεσκέπασε το κεφάλι του και όλη η οικογένεια στάθηκε προσοχή με αυτή του την κίνηση. Έκανε το σταυρό του, μουρμούρισε μια προσευχή στην οποία τον συνόδευσαν και οι υπόλοιποι και πήγε κι έκατσε στο ανάκλιντρο.


Ένα από τα κορίτσια μάζεψε το τραπέζι, δίπλωσε προσεκτικά το λευκό τραπεζομάντηλο κι έπειτα όλη η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω από τη φωτιά. Η κυρία του σπιτιού έγνεθε, τα κορίτσια τύλιγαν μαλλί σε ρόκες, το αγόρι ακόνιζε ένα μαχαίρι ξυλουργού και ο Πέδρο Ιτουριόζ γερμένος στο ανάκλιντρο φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Το βλέμμα ολονών σιγά σιγά στράφηκε στο πρόσωπο του αφέντη τους, του οποίου τα μάτια τώρα έκλειναν από τον ύπνο. Η γυναίκα αναστέναξε απαλά, η κουβέντα των κοριτσιών σταμάτησε και το αγόρι άρχισε πολύ σιγά ένα μονότονο τραγούδι, με τον ρυθμό του οποίου άρχισαν να συγχρονίζονται οι κινήσεις των χεριών των τριών γυναικών. Το τραγούδι πρέπει να επηρρέασε πολύ τον αφέντη, ο οποίος αμέσως έπεσε σε βαθιά λήθη.


Από τη μισόκλειστη πόρτα έμπαιναν οι ακτίνες του φεγγαριού, φωτίζοντας το τοπίο γεμάτο εντυπωσιακά δέντρα και γιγαντιαία βουνά. Μπορούσες να ακούσεις μέχρι και το βουνίσιο ρυάκι δίνοντας στη σιωπηλή αυτή στιγμή μια ξεχωριστή ζεστασιά. Για κάμποσες στιγμές όλα παρέμειναν έτσι μέχρι που ο γέρος άντρας ανασηκώθηκε και ρώτησε:


«Πες μου Αντόνιο, τι άκουσες εκεί πάνω στο βουνό;»


Ο νεαρός πέταξε κατάχαμα το μαχαίρι που ακόνιζε, σηκώθηκε και με σεβασμό αποκρίθηκε:


«Άκουσα πατέρα, πως η μάχη ήταν αιματηρή.»


«Ξέρεις ποιοι ήταν οι ηττημένοι;»


«Δεν μου το είπε κανείς πατέρα.»


Ο γέρος άνδρας παρέμεινε σιωπηλός. Το μεγαλύτερο από τα κορίτσια έγινε άσπρο σαν πανί, άφησε τη ρόκα να της πέσει από το χέρι και κοίταξε τον αδερφό της τόσο έντονα λες και ήθελε να τον ανακρίνει με το βλέμμα της και μόνο. Αλλά ο Αντόνιο ήξερε να περιμένει την άδεια από τον πατέρα του για να μιλήσει.


«Αύριο, με το πρώτο φως, να πας στο μέτωπο και να μη γυρίσεις αν δεν μάθεις τα τελευταία νέα της μάχης», είπε ο πατέρας.


«Θα πάω πατέρα», απάντησε το αγόρι.


«Πλησίασε τότε κι άκου Αντόνιο».


«Τι επιθυμείς να κάνω;» ρώτησε ο Αντόνιο καθώς πλησίασε το αυτί του όλο και πιο κοντά στο στόμα του πατέρα του για να ακούσει ότι είχε να πει μόνο σε αυτόν.


«Ο Γκιλ είναι μαζί τους» είπε εκείνος με φωνή φορτισμένη. «Είναι αδερφός σου και γιός μου, γι αυτό ρώτα, γύρνα όλο τον στρατώνα κι όταν επιστρέψεις να μου πεις μόνο αν τον είδες ζωντανό αλλιώς, αν έχει πεθάνει να τον έχεις θάψει με τρόπο Χριστιανικό».


«Θα γίνει ότι μου πρόσταξες, πατέρα».


«Κι αν ζει, να του πεις ότι του απαγορεύω – ακούς; Του απαγορεύω να χρησιμοποιήσει τα όπλα του ενάντια στους Αρπίντες όσο κι εκείνοι πολεμούν τον εχθρό», συνέχισε ο πατέρας.


«Αυτό μου το απαγορεύεις κι εμένα, πατέρα;»


«Ναι γιε μου. Όσο κινδυνεύει η χώρα πρέπει να βάλουμε όλοι στην άκρη διαφωνίες και μίση, όσο βαθιά και παλιά κι αν είναι πρέπει να τα πνίξουμε. Καταραμένοι όσοι πράττουν το αντίθετο».


Ο άνδρας τότε σηκώθηκε, φίλησε τις τρεις γυναίκες στο μέτωπο, ευλόγησε τον Αντόνιο και αργά βγήκε από την κουζίνα. Μισή ώρα αργότερα κοιμόταν τον ύπνο ενός δίκαιου ανθρώπου.


Δεν είχε προλάβει καλά καλά να βγει από το δωμάτιο ο Πέδρο Ιτουριόζ και οι γυναίκες περιτριγύρισαν τον Αντόνιο.


«Ο πατέρας σου, σου είπε κάποια μυστικά που εμένα δεν μου επιτρέπεται να γνωρίζω», του είπε η μητέρα με ιερή εγκαρτέρηση. «Να τον υπακούσεις αγόρι μου, αδιαμαρτύρητα. Ο πατέρας σου έχει τη θέση του Θεού σε αυτόν τον κόσμο».


«Έτσι με έχεις μάθει μητέρα», της απάντησε το αγόρι και τη γλυκοφίλησε.


«Έτσι είναι Αντόνιο, αλλά μετά τον πατέρα αναλαμβάνει η μητέρα να συμβουλεύσει τα παιδιά της. Κάθισε κι άκουσέ με».


Τα τρία παιδιά κάθισαν και η μητέρα βρέθηκε ανάμεσα στις δυο κόρες της. Στη μία φαινόταν ξεκάθαρα η αγωνία στο πρόσωπό της ενώ η άλλη την κοιτούσε με μια ήρεμη αγάπη. Ο Αντόνιο γονάτισε μπροστά στην Καταλίνα και κάρφωσε τα μαύρα του μάτια στα δικά της. Η γυναίκα του Ιτουριόζ έπαιξε ανέμελα με τις μπούκλες του γιού της:


«Αντόνιο», του είπε, «ο αδερφός σου πολεμάει στο μέτωπο και ξέρεις πόσο ζωηρός είναι. Αν ζει ακόμη, να του πεις να κάνει το καθήκον του γενναία. Ταυτόχρονα όμως να μην κάνει ανοησίες και κουτοθαρραλέα ριψοκινδυνέψει τη ζωή του».


«Θα του το πω», απάντησε ο νεαρός Αντόνιο.


«Πες του», συνέχισε η Καταλίνα, «να ξεχάσει τα προσωπικά μας και να θυμάται μόνο πως είναι από το Γκουιπούζκο και ότι μόνος του εχθρός είναι ο εχθρός της χώρας».


«Αδερφέ μου, μην ξεχάσεις αυτές τις σοφές συμβουλές», είπε διακόπτοντας η ταραγμένη κόρη.


«Και τι ξέρεις εσύ από αυτά Ινέζ;» της είπε υπεροπτικά ο Αντόνιο.


«Είναι αλήθεια», απάντησε κοκκινίζοντας το κορίτσι, «ότι δεν καταλαβαίνω πολλά γι αυτά τα πράγματα, αλλά είμαι σίγουρη ότι πίσω από τις συμβουλές αυτές βρίσκεται απέραντη σοφία».


«Μητέρα, μόλις μου έδωσες την ίδια συμβουλή με τον πατέρα».


«Δόξα Σοι!» είπε η Καταλίνα. «Τώρα το μόνο που μένει σα συμβουλή είναι να μη μένεις πολύ σε ένα μέρος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σου μέχρι τον αδερφό σου. Σου δίνω την ευχή μου κι ο Θεός να σας έχει και τους δυο καλά! Ελάτε κόρες μου, πάμε να ξαπλώσουμε».


Σηκώθηκαν όλοι και βγήκαν από την κουζίνα. Η μόνη προστασία αυτού του σπιτικού ήταν οι νόμοι της χώρας μα ο φρουρός της ήταν ένας σκύλος μαστίφ ξαπλωμένος μπροστά από τη φωτιά.


Η Μάγισσα του Ζαλντίν


Το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα όταν άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στην κουζίνα μπήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Το σκυλί τέντωσε το κεφάλι του, γρύλισε απειλητικά, πλησίασε την επισκέπτρια και γύρισε πάλι στη θέση του τεμπέλικα να συνεχίσει τον ύπνο του. Η γυναίκα ζωντάνεψε τη φωτιά ρίχνοντάς της μερικά ξερά κλαδιά και με τη φωνή της έκανε το κάλεσμα της κουκουβάγιας μα τόσο τέλεια που θα έλεγε κανείς ότι ήταν στ’ αλήθεια μια κουκουβάγια στο σπίτι. Δειλά βήματα ακούστηκαν να κατεβαίνουν από τον πάνω όροφο τη σκάλα. Ήταν η Ντομίνικα, η μικρότερη κόρη του Πέδρο Ιτουριόζ, που σταμάτησε σαστισμένη μα και αποφασισμένη σαν είδε τη γυναίκα στο σπίτι.


«Πλησίασε Ντομίνικα, έλα και κάτσε κοντά μου», είπε η γυναίκα.


Η κόρη υπάκουα πλησίασε κι έκατσε στο ξύλινο παγκάκι, δίπλα στη συνομιλήτριά της. Το σκυλί σηκώθηκε και έφτασε μέχρι τα πόδια της Ντομίνικα όπου και έβαλε το κεφάλι του παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα γόνατά της. Τι παράξενη σκηνή αυτή, με τις τρεις φιγούρες να βγαίνουν σαν ανάγλυφα από τους μαυρισμένους τοίχους. Θα‘ λεγε κανείς πως ήταν κάτι βγαλμένο από μαγική τελετουργία. Τα ζαρωμένα φρύδια της γριάς γυναίκας, τα στρογγυλά ανήσυχα μάτια της, τα κόκκινα μαλλιά της και η μακριά της μύτη έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα ροδοκόκκινα μάγουλα, τα εκφραστικά μαύρα μάτια, τη λεπτοκαμωμένη μέση και το όλο χάρη χαμόγελο της νεαρής Ντομίνικα. Και η ατμόσφαιρα βάρυνε μόλις η γριά γυναίκα πλησίασε αυτό το πρόσωπό της κοντά στης Ντομίνικα με το σκυλί να παρακολουθεί κάθε κίνηση της μάγισσας με το διεισδυτικό του βλέμμα:


«Εσύ με κάλεσες Ντομίνικα;» ρώτησε η γυναίκα χαμηλόφωνα. «Εδώ είμαι λοιπόν, τι θέλεις από εμένα;»


«Ήθελα να μάθω», είπε το κορίτσι με τρεμάμενη φωνή, «ποιοι είναι οι ηττημένοι στο μέτωπο.»


«Αυτό είναι όλο;», ρώτησε η μάγισσα εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Ντομίνικα με προσοχή.


«Ναι, τίποτα άλλο», αποκρίθηκε η κόρη κατεβάζοντας το βλέμμα.


«Πολύ καλά. Άνοιξε αυτό εκεί το παράθυρο που βλέπει κατά το στρατώνα.»


«Ανοικτό είναι τώρα», είπε, ανοίγοντάς το διάπλατα.


«Κοίτα τον ουρανό.»


«Κοιτάω τώρα.»


«Τι βλέπεις κατά τη Δύση;»


«Βλέπω ένα γκρίζο σύννεφο.»


«Τι μορφή έχει πάρει;»


«Σα να είναι ο σκελετός ενός γιγάντιου αλόγου.»


«Τι άλλο παρατηρείς;»


«Βλέπω το σύννεφο να χωρίζεται στα δύο.»


«Και ποια μεριά είναι η μεγαλύτερη;»


«Η μεριά με το κεφάλι».


«Οι Ναβαρέζοι και οι Γάλλοι ηττήθηκαν!» είπε η μάγισσα.


Η Ντομίνικα γέλασε δυνατά όλο χαρά και, πλησιάζοντας τη μάγισσα, τη ρώτησε: «Είσαι σίγουρη για ό,τι μου είπες;»


«Όσο σίγουρη είσαι ότι με έχεις μπροστά σου αυτή τη στιγμή. Θέλεις να μάθεις κι άλλα;»


«Θα ήθελα να μάθω τι απόγινε ο αδερφός μου», απάντησε το κορίτσι.


«Θα σου ικανοποιήσω την περιέργεια. Έλα κοντά στη χύτρα.»


Η Ντομίνικα αμέσως έκανε ό,τι της είπε.


«Βάλε τη στη φωτιά και βγες έξω στο χωράφι να μου φέρεις τις ρίζες του αρετολούλουδου».


Η κόρη, με το σκυλί ξοπίσω της, βγήκε και τράβηξε κατά τα χωράφια. Τότε, με φιδίσια πονηριά, η μάγισσα έβγαλε από την τσέπη της ένα δερμάτινο πουγκί κι από μέσα από αυτό ένα μάτσο πανιά. Ξεδιπλώνοντάς τα ένα-ένα πολύ προσεκτικά, έβγαλε τελικά το τέλεια διατηρημένο παιδικό χέρι, τυλιγμένο με σγουρά ξανθά μαλλάκια. Από την άλλη τσέπη της έβγαλε ένα μπουκάλι από το οποίο έσταξε λίγο από το βαθύ κόκκινο υγρό του στη χύτρα που τώρα πια είχε ζεσταθεί από τη φωτιά, και βάλθηκε να περιμένει τη Ντομίνικα να γυρίσει.


Δεν περίμενε και πολύ. Η κόρη γύρισε κρατώντας ένα μάτσο ρίζες, μα όταν πήγε να πλησιάσει τη μάγισσα ο σκύλος έπιασε να την τραβάει από το φόρεμα στην αντίθετη κατεύθυνση.


«Ήσυχα Μουρ, ήσυχα», είπε στο σκυλί. «Σα να σου παραρέσει να μένεις ξύπνιος βραδιάτικα!» και έδωσε στη γυναίκα τις ρίζες.


«Τις μάζεψες κάτω από μέρος σκιερό;» τη ρώτησε η μάγισσα καθώς έπαιρνε τις ρίζες από το κορίτσι.


«Μάλιστα, κάτω από τη σκιά μιας καρυδιάς».


«Πολύ καλά. Τώρα κάτσε στο παγκάκι και μη βγάλεις το βλέμμα σου από τη χύτρα».


Η μάγισσα καθάρισε τις ρίζες και τις έριξε στη χύτρα που τώρα πια έβραζε για τα καλά. Σε μια στιγμή μια γαλάζια φλόγα αναδύθηκε από τη χύτρα φωτίζοντας με το παράξενο φως της όλο το δωμάτιο.


«Τι βλέπεις;» ρώτησε η μάγισσα.


«Βλέπω τον αδερφό μου μέσα στα αίματα να κοιμάται ήσυχος. Βλέπω πολλούς νεκρούς στο πεδίο μάχης. Αχ αλίμονο!» φώναξε ξαφνικά.


«Τι άλλο βλέπεις;»


«Βλέπω τον Χουάν ντε Αρπίντες επίσης να κοιμάται εκεί κοντά. Βλέπω πολλές φωτιές εδώ κι εκεί. Βλέπω φρουρούς».


«Κοίτα προς το μέρος του αδερφού σου, τι κάνει;»


«Ω Ουρανοί!» φώναξε η Ντομίνικα κι έγινε άσπρη σαν πανί.


«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η μάγισσα.


«Ο αδερφός μου σηκώνεται, βγάζει το σπαθί από τη θήκη του και προσεκτικά πλησιάζει τον Χουάν ντε Αρπίντες».


«Ο αδερφός σου και ο Αρπίντες πρέπει να μονομαχήσουν και να κυλιστεί αίμα», είπε η μάγισσα με ένα θλιμμένο τόνο στη φωνή της. «Τι άλλο βλέπεις;»


«Τίποτα άλλο», είπε τρεμάμενη η Ντομίνικα.


«Γύρνα προς τον τοίχο», συνέχισε η μάγισσα, «και πολύ προσεκτικά παρατήρησε τις μορφές που θα εμφανιστούν στον τοίχο».


Η Ντομίνικα υπάκουσε και γύρισε, αλλά βγάζοντας μια κραυγή οδύνης, κάλυψε τα μάτια της με τα χέρια της.


«Μου είναι αδύνατο να κοιτάξω», είπε το κορίτσι, πολύ ταραγμένο.


«Βγάλε τα χέρια από τα μάτια σου και πες μου τι βλέπεις. Δεν έχω χρόνο για τα μυξοκλάματά σου».


«Βλέπω τον Χουάν ντε Αρπιντές και μια γυναίκα να τον βαστάει στα χέρια της».


«Την ξέρεις αυτή τη γυναίκα;»


«Το πρόσωπό της είναι γυρισμένο από την άλλη».


«Δες προσεκτικά τον Αρπιντές, πώς είναι το χρώμα του;»


«Είναι χλωμός, πολύ χλωμός».


«Ικανοποιήθηκες τώρα;» ρώτησε η μάγισσα κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.


«Καημένη μου αδερφή!» είπε η Ντομίνικα κλαίγοντας.


«Ο αδερφός σου έχυσε το αίμα τού αγαπημένου της Ινέζ. Θέλεις να μάθεις κι άλλα για αυτή τους την αγάπη;»


Το σκυλί ούρλιαξε και σηκώνοντας τα μπροστινά του πόδια στηρίχθηκε πάνω στη Ντομίνικα και της έγλειψε το πρόσωπο.


«Σε καλό σου!» είπε χαμηλόφωνα η Ντομίνικα.


«Αποφάσισε γρήγορα, έχω κι αλλού να πάω κι έχω αργήσει δύο ώρες ήδη!»


Το κορίτσι δίστασε και ο σκύλος συνέχισε να της γλύφει το πρόσωπο κοιτάζοντας έντονα και καχύποπτα τη μάγισσα.


«Μπαα, δεν είσαι εσύ για τέτοια!», είπε απότομα η μάγισσα κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της για να αναχωρήσει.


«Περίμενε! Κάτσε ένα λεπτό!» παρακάλεσε η Ντομίνικα, τραβώντας τη γυναίκα από το φουστάνι της.


«Δεν μπορώ να μείνω άλλο σε αυτό το σπίτι», είπε η μάγισσα λοξοκοιτώντας το σκυλί.


«Πολύ καλά, αποφάσισα», είπε η κόρη.


Το σκυλί έβγαλε έναν απογοητευμένο λυγμό, κατέβηκε από το κορίτσι και πήγε κι έκατσε σε μια γωνιά του δωματίου.


«Πάρε αυτό το δερμάτινο πουγκί, τώρα που επιτέλους αποφάσισες, και κοίτα ξανά τη γαλάζια φλόγα».


«Εντάξει», είπε η Ντομίνικα και πήρε το πουγκί προσπαθώντας όσο μπορούσε να μη φοβάται.


«άνοιξε το πουγκί και ένα-ένα ρίξε στη φωτιά όλα τα περιεχόμενά του».


Έτσι κι έκανε η Ντομίνικα. Όμως μόλις έβγαλε το ακρωτηριασμένο μέλος και το κοίταξε στο χέρι της έτσι τυλιγμένο με τα μαλλιά, την κυρίεψε τέτοιος τρόμος που τα πέταξε όλα, ακόμη και το πουγκί μέσα στη χύτρα που έβραζε πάνω στη φωτιά.


Το σπίτι αμέσως σείστηκε σαν από έκρηξη και όσο και να ήθελε το κορίτσι να ξεφύγει από εκεί, δεν μπορούσε. Τα γόνατά της λύγισαν και έπεσε στο έδαφος βγάζοντας μια διαπεραστική στριγκλιά. Τότε είδε τη Μάγισσα του Ζαλντίν να μεταμορφώνεται σε τερατώδη νυχτερίδα και να φεύγει από το παράθυρο.


Η φωτιά σιγά σιγά έσβησε και το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι.


Η Παραδοχή


Το ξημέρωμα ο Αντόνιο ντύθηκε βιαστικά κι ετοιμάστηκε να αναχωρήσει για το ταξίδι του. Στην είσοδο του σπιτιού τον περίμενε η Ινέζ που ανέπνεε κάπως αγχωμένα των πρωινό αέρα.


«Καλημέρα Ινέζ», της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;»


«Ήθελα να σε δω πριν φύγεις».


«Ευχαριστώ Ινέζ μου, ξέρω ότι μ’ αγαπάς πολύ. Η Ντομίνικα δεν είναι μαζί σου;»


«Θα κοιμάται ακόμη. Άκου όμως Αντονιο, ήρθα μόνη γιατί θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως. Είσαι μικρότερός μου, το ξέρω, όμως οι συμβουλές από άνδρες της ηλικίας σου έχουν άλλο βάρος απ΄ ότι των γυναικών της δικής μου».


Ο Αντόνιο την κοίταξε και τότε μόνο πρόσεξε πόσο χλωμή ήταν.


«Δεν αισθάνεσαι καλά αδερφή μου;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον.


«Ναι Αντόνιο, είμαι άρρωστη σωματικά αλλά πολύ περισσότερο ψυχικά».


«Καημένη Ινέζ! Πώς μπορώ να βοηθήσω; Πες μου και το ξέρεις πως θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, σε νοιάζομαι τόσο πολύ».


Η Ινέζ σήκωσε τα μάτια και τα κάρφωσε στα δικά του, κοιτάζοντάς τον τόσο έντονα που κάτι μέσα του πόνεσε.


«Αμφιβάλλεις για την αφοσίωσή μου;» τη ρώτησε. «Αυτό θα με πλήγωνε βαθύτατα».


«Κάθε άλλο αδερφέ μου», του απάντησε γλυκά, «θα σου εκμυστηρευτώ κάτι που ούτε ο Γκιλ μήτε ο πατέρας μας γνωρίζει».


«Αυτό θα με καθησυχάσει πολύ», της είπε ο Αντόνιο και την πλησίασε.


«Περνάει η ώρα καλέ μου και έχεις να διανύσεις πολύ δρόμο. Σε παρακαλώ να με ακούσεις και να είσαι επιεικής μαζί μου».


«Έλα Ινέζ, πες μου επιτέλους, σε ακούω».


Η Ινέζ πήρε το χέρι του Αντόνιο στο δικό της και του είπε το εξής:


«Σίγουρα γνωρίζεις το μίσος και την αντιζηλία που υπάρχει ανάμεσα στην οικογένειά μας και αυτήν των Αρπίντες. Αυτό το μίσος είναι η πηγή όλης μου της δυστυχίας».


«Μα γιατί;» τη ρώτησε ανήσυχος ο Αντόνιο.


«Για τον εξής λόγο αδερφέ μου: έχω γνωρίσει τον Χουάν ντε Αρπίντες και όταν τον πρωτοείδα έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα».


«Και πολύ καλά έκανες, αδερφή μου. Το κακό που έκανε ο πατέρας του στον πατέρα μας είναι ασυγχώρητο».


«Άφησέ με να τελειώσω. Από εκείνη την ημέρα με ακολουθούσε όπου και να πήγαινα. Και στην εκκλησία του Οϋαρζούν συνοδευόμενη από τη μητέρα μας να πήγαινα, αυτός ήταν εκεί, στην πόρτα του ναού. Κατά τη Λειτουργία γονάτιζε πολύ κοντά μας και όταν φεύγαμε τον έβρισκα στο προαύλιο. Στη διαδρομή για το σπίτι μας ακολουθούσε κρατώντας μικρή απόσταση».


«Χωρίς να σου πει λέξη;»


«Δεν τόλμησε ποτέ. Όταν κοίταζα από το παράθυρό μου, τον έβλεπα στο βάθος στους πρόποδες του βουνού με το τόξο του στον ώμο να κοιτάει κατά δω».


«Μήπως δολοπλοκούσε εναντίον μας;»


«Όχι!» είπε αμέσως η Ινέζ. «Ήρθε η άνοιξη και κάθε αυγή, όταν άνοιγα το παράθυρό μου έβρισκα ένα μπουκέτο αγριολούλουδα στο περβάζι μου. Στην αρχή τα πετούσα χάμω επιδεικτικά γιατί ήμουν σίγουρη πως κάπου κρυμμένος θα παραμόνευε και θα με έβλεπε. Κάποιες μέρες όμως τον συναντούσα είτε στο δάσος είτε κοντά στην πηγή και, βλέποντας πόσο θλιμμένα ήταν τα μάτια του, δεν μπορούσα παρά να τον λυπηθώ».


Ο Αντόνιο πήρε το χέρι του από τις χούφτες της αδερφής του και παρέμεινε σκεπτικός.


«Άκουσέ με αδερφέ μου, για το Θεό! Ο δισταγμός και ο σεβασμός που έδειξε προς εμένα μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Άρχισα να τον φέρνω στο νου μου όλο και πιο συχνά και, όσο και να προσπάθησα να απωθήσω την εικόνα του από το μυαλό μου, δεν τα κατάφερα... Συνέβη ένα δειλινό καθώς γυρνούσα από το κοιμητήριο που είχα πάει να βάλω λουλούδια στον τάφο της Ξαδέρφης Λουθία, που τόσο αγαπούσαμε όλοι. Άρχισε να πέφτει βαρύ χιόνι και ο δρόμος έγινε γρήγορα αδιάβατος. Πλησιάζοντας με δυσκολία το σταυροδρόμι κοντά στην πηγή, είδα μια σκοτεινή φιγούρα να στέκεται στη μέση του δρόμου. Τα μάτια της έβγαζαν φωτιές μέσα στη θύελλα και είχε καρφώσει το βλέμμα της επάνω μου. Πάγωσα τόσο από τον φόβο μου που δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω για βοήθεια. Τότε η φιγούρα έβγαλε ένα τρομακτικό αλύχτισμα και όρμησε κατά πάνω μου».


«Μήπως ήταν ο Χουάν;», φώναξε το αγόρι κάνοντας μερικά νευρικά βήματα μπρος-πίσω. «Τον άτιμο!»


«Όχι αδερφέ μου, δεν ήταν αυτός. Ήταν ο λύκος, αυτός που έχει τρομοκρατήσει όλη την περιοχή---»


«---Αυτός που βρέθηκε σκοτωμένος κοντά στην πηγή; Αχ αδερφούλα μου!» είπε ο Αντόνιο και της ξαναέπιασε το χέρι.


«Θα πέθαινα στα σίγουρα», συνέχισε και μια ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα της. «Όταν το ζώο είχε φτάσει τόσο κοντά που έβλεπα τα δόντια του και άκουγα την αναπνοή του, μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις και φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Ακριβώς πριν με κατασπαράξει, ένας άνθρωπος ξεπρόβαλλε από την άκρη του δρόμου και αστραπιαία στάθηκε ανάμεσα σε μένα και το κτήνος δεχόμενος έτσι την επίθεση που προοριζόταν για εμένα. Άρχισαν να παλεύουν με μανία, αλλά αυτό που το έκανε ακόμη πιο φοβερό ήταν ότι ούτε ο λύκος ούτε ο άνδρας έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Το θέαμα ήταν τόσο βίαιο κι όμως απόλυτα αθόρυβο. Το τι πέρασα τότε είναι απερίγραπτο. Πίστευα με όλο μου το είναι πως ο σωτήρας μου ήταν ο Γκιλ».


Κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης αυτής ο Αντόνιο κατά καιρούς έσφιγγε λίγο παραπάνω τα χέρια της Ινέζ.


«Συνέχισαν να παλεύουν για τουλάχιστον δέκα λεπτά», συνέχισε η κόρη. «Στο τέλος ο λύκος σωριάστηκε στο έδαφος νεκρός, πνιγμένος από τη σιδερένια λαβή του σωτήρα μου. Τότε με πλησίασε και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως ήταν ο Χουάν ντε Αρπίντες---»


«---Ο Χουάν ντε Αρπίντες!» φώναξε γεμάτος έκπληξη ο Αντόνιο.


«Ναι αδερφέ μου, του χρωστάω τη ζωή μου. Μου ζήτησε να του επιτρέψω να με συνοδεύσει σπίτι και με έβαλε να του ορκιστώ πως δε θα πω σε κανέναν τίποτα για το τι είχε συμβεί. Μέχρι σήμερα λοιπόν, τον κράτησα τον όρκο μου».


«Και τον ξαναείδες από τότε;»


«Πολλές φορές αδερφέ μου. Γιατί από εκείνη τη στιγμή μού ήταν αδύνατο να μην τον αγαπήσω».


Με αυτά τα λόγια κοκκίνησε ολόκληρη και έκρυψε το πρόσωπό της στο στέρνο τού αδερφού της. Εκείνος συγκινήθηκε πολύ με αυτή την τόσο τρυφερή εμπιστοσύνη που του έδειξε η αδερφή του.


«Γνωρίζεις Ινέζ», είπε μετά από μια μικρή παύση, «γνωρίζεις αν σε αγαπάει κι αυτός;»


«Τα χείλη του ποτέ δε μου το έχουν πει, αλλά είναι ολοφάνερο στο βλέμμα του. Στεφάνια από λουλούδια με περιμένουν κάθε πρωί στο περβάζι μου και την παραμονή που θα έφευγε για να πάει να πολεμήσει για τη χώρα μας, αντί για το σύνηθισμένο στεφάνι βρήκα μόνο δυο λουλούδια. Ένα αμάραντο κι έναν πανσέ δεμένα μαζί».


«Η συμπεριφορά του είναι στ’ αλήθεια ευγενής», είπε ο νεαρός με σοβαρό ύφος. «Έλα λοιπόν αδερφή μου, σήκωσε αυτό το αγνό σαν πρώτα ανάστημά σου, έλα. Εγώ, ο αδερφός σου υπόσχομαι να σε υποστηρίξω και να σε προστατέψω από όλους κι από τα πάντα. Ακόμη κι αν ο πατέρας μας μέσα στο τυφλό του μίσος καταραστεί την αγάπη σας, ακόμη κι αν ο αδερφός μας κάνει το ίδιο, εγώ ο αδερφός σου που τώρα ξέρει τι έχει συμβεί δεν θα φοβηθώ να σε στηρίξω αδερφή μου. Σα μάθει ο πατέρας κι ο Γκιλ ό,τι ξέρω κι εγώ, είμαι σίγουρος πως θα σε ευλογήσουν ως την ειρηνοποιό ανάμεσα στις δυο οικογένειες. Θα σε ευλογήσουν Ινέζ, όπως σε ευλογώ κι εγώ τώρα».


Η Ινέζ ρίχτηκε στην αγκαλιά του αδερφού της που της γέμισε φιλιά το πρόσωπο.


«Τι καλά που έκανα και σ’ εμπιστεύτηκα αδερφέ μου!» είπε κλαίγοντας με δάκρυα χαράς.


«Ναι αδερφή μου, πολύ καλά έκανες. Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο αφοσιωμένη μου ήσουν όλα αυτά τα χρόνια και, αν και σε πολλά συμφωνώ με τον πατέρα μας και τον σέβομαι πολύ, η καρδιά μου λέει ότι σε αυτό το θέμα κάνει λάθος. Πήγαινε τώρα Ινέζ μου και να με περιμένεις να γυρίσω, ποιος ξέρει τι θα συμβεί;»


«Ας έχουμε πίστη στον Θεό αδερφέ μου».


«Ας γίνει, ας αφήσουμε τις τύχες μας στα χέρια του Θεού».


«Κι ας σε προσέχει στην άγια Του σοφία, αγαπημένε μου Αντόνιο».


Αγκαλιάστηκαν για άλλη μια φορά και ο νεαρός πήγε να κάνει όπως του είχε προστάξει ο πατέρας.


Η Μονομαχία


Δυτικά των λόφων, που σχηματίζεται μια κορυφογραμμή από τη Λεΐζα ως τις ακτές του ωκεανού, ένας έφιππος με πανοπλία από την κορυφή μέχρι τα νύχια πήγαινε καβάλα σε ένα ζωηρό άλογο. Από την κατάσταση της πανοπλίας του, το τσακισμένο του κράνος, το σκουριασμένο του θώρακα, τα ξεφτισμένα διάκοσμα στην κάπα του, θα έλεγε κανείς πως επέστρεφε από τρομερή μάχη. Πήγαινε μοναχός του, χωρίς υπηρέτη, χωρίς ασπίδα, σταματώντας που και που για να σιγουρευτεί ότι ήταν στο σωστό δρόμο. Με το χέρι του πάντα στη λαβή του σπαθιού του, γυρνούσε νευρικά να κοιτάξει προς την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν ο παραμικρός ήχος και πάντα τράβαγε το τσεκούρι του όποτε βρισκόταν στο δρόμο του βοσκός ή οδοιπόρος. Άφησε στα δεξιά του την πόλη Γκοϊζουέτα και πήρε το μονοπάτι της Ουρουμέα προς το φρούριο Αρτικούζα, ένα ξακουστό οπλοστάσιο και εντυπωσιακό κτίσμα, καμάρι όλων όσων το είχαν και το διατηρούσαν. Δυστυχώς όμως, εκείνο τον καιρό τίποτα από αυτά δεν υπήρχε, η στενή πεδιάδα όπου κάποτε στεκόταν περήφανο το οπλοστάσιο ήταν πια από τα πιο άγρια μέρη όλης της περιοχής.


Όταν ο καβαλάρης έφτασε στην κορυφή ενός βουνού από αυτά που ήταν γύρω από την πεδιάδα, ο ήλιος φαινόταν πια σαν μια χρυσή γραμμή στον ορίζοντα με τη θάλασσα. Ο ιππότης κοντοστάθηκε για λίγο κι έπειτα κατηφόρισε προς τη σκοτεινή πλέον πεδιάδα. Φτάνοντας σε ένα βράχο ο οποίος περνούσε από τη μέση του ποταμιού που κατέληγε στην πεδιάδα, σταμάτησε, ξεπέζεψε και σωριάστηκε στο γρασίδι, αφήνοντας το άλογό του να βοσκήσει με την ησυχία του. Έμεινε εκεί λίγο κι όταν πια ξεκουράστηκε και πήγε να καβαλικέψει το άλογό του, εκείνο χλιμίντρισε δυνατά και στη συνέχεια ακούστηκε και απάντηση στο χλιμίντρισμα! Ο ιππότης καβάλησε αμέσως το άλογό του και πήρε στάση άμυνας, έτοιμος να ανταποκριθεί σε ενέδρα. Έστησε αυτί και όντως άκουσε οπλές στο έδαφος και μέταλλο από πανοπλία. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό όμως που, μόνο όταν οι δυο άντρες βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής μπόρεσαν να διακρίνουν ο ένας τον άλλο:


«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ο πρώτος.


«Και ποιος είσαι εσύ που ρωτάς;», ρώτησε ο δεύτερος.


«Εγώ είμαι ιππότης» είπε ο πρώτος.


«Από το Γκουιπούζκο ή Ναβαρέζος;»


«Γκουιπούζκο», ήλθε η απάντηση.


«Ο Θεός μαζί σου, είμαστε φίλοι τότε».


Με αυτά τα λόγια πλησίασαν ακόμη περισσότερο και ρώτησαν: «Και προς τα που τραβάς;»


«Για το Οϋαρζούν».


«Από εκεί είσαι;»


«Από εκεί κοντά».


«Αν είναι έτσι τότε πρέπει να ξέρω και το όνομά σου, πώς σε λένε;»


«Χουάν ντε Αρπίντες».


«Κι εγώ είμαι ο Γκιλ ντε Ιτουριόζ», απάντησε ο δεύτερος.


Παύση. Ήταν πια ο ένας μπροστά στον άλλο, οι πρωτότοκοι δύο οικογενειών με ένα μίσος που κρατούσε πολλά χρόνια τώρα.


«Επιτέλους συναντιόμαστε σε ουδέτερο έδαφος», είπε ο Γκιλ στον ανταγωνιστή του. «Εδώ δεν μας δένει τα χέρια η αφοσίωση στην πατρίδα μα ούτε και μας αποτρέπει ο κοινός εχθρός από το να λύσουμε τις διαφορές μας μια και καλή».


«Σωστά μιλάς», αποκρίθηκε ο Αρπίντες θλιμμένα. «Δε βλέπω όμως το λόγο να τραβήξουμε τα σπαθιά μας, αφού εμείς μεταξύ μας δεν έχουμε καμία διαφωνία».


«Και γιατί όχι;» ρώτησε ο Γκιλ. «Ξεχνάς Χουάν ντε Αρπίντες πως ο πατέρας σου πρόσβαλλε τον δικό μου με το χειρότερο τρόπο ή μήπως νομίζεις πως οι απόγονοι δεν πρέπει να ζητούν εκδίκηση; Η πιο ευγενής κληρονομιά!»


«Άκουσέ με Γκιλ», παρακάλεσε ο Αρπίντες. «Δεν αρνούμαι ότι οι οικογένειές μας πάνε από προσβολή σε προσβολή από την ημέρα που ο πατέρας μου πισωγύρισε την υπόσχεση γάμου της αδερφής του πατέρα σου. Ξέρω όμως ότι πριν από αυτό τις οικογένειές μας τις έδενε μια γερή και μακροχρόνια φιλία. Πρέπει τώρα λοιπόν όλα τα καλά να διαγραφούν μόνο και μόνο με τη θύμηση της προσβολής ή χειρότερα εξαιτίας της ξεροκεφαλιάς των γονιών μας; Ας είμαστε συνετοί Γκιλ κι ας χτίσουμε πάλι την ειρήνη που οι μεγαλύτεροί μας γκρέμισαν. Ας βάλουμε στην άκρη τις διαφορές μας κι ας γίνουμε αδερφοί Γκιλ. Υπάρχουν μιλιούνια εχθροί να πολεμήσουμε για να σωθεί η χώρα, ας μην αποδυναμώσουμε τις δυνάμεις μας με εσωτερικές διαμάχες».


«Μα την πίστη μου, εσύ πρέπει να βγάλεις αμέσως την πανοπλία σου και να βάλεις ράσο», είπε ειρωνικά ο Γκιλ. «έτσι όπως μιλάς περισσότερο για παπάς μου κάνεις παρά για ιππότη με κότσια».


«Γκιλ! Δεν αξίζει να με προκαλείς έτσι. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι δεν τα λέω όλα αυτά από φόβο να σε αντιμετωπίσω, αλλά από την επιθυμία μου εσύ κι εγώ να συνυπάρξουμε αρμονικά».


«Από μεριάς μου ούτε το επιθυμώ κι ούτε το περιφρονώ. Όταν γεννήθηκα, αυτές οι διαφωνίες ανάμεσα στους Αρπίντες και τους Ιτουριόζ υπήρχαν. Με αυτές μεγάλωσα, με αυτές και θα πεθάνω!»


«Πόσο λάθος κάνεις!» απάντησε ο Χουάν απογοητευμένος.


«Αυτό να μη σε απασχολεί εσένα», είπε απαξιωτικά ο Γκιλ. «Δεν σου πέφτει λόγος πώς σκέφτομαι εγώ και ούτε σου ζήτησα συμβουλή».


«Δεν σου προσέφερα συμβουλή. Κράτα το μίσος σου ζωντανό για όσο θες κι ας σε φωτίσει ο Θεός να είναι για λίγο. Αλλά ας χωρίσουμε σήμερα χωρίς να τραβήξουμε τα ξίφη μας από τις θήκες τους».


«Είσαι πολύ σοφός και διακριτικός Αρπίντες», είπε γελώντας ο Γκιλ. «Λες να μην είσαι μόνο διακριτικός μα και... δειλός;»


«Ούτε οκτώ μέρες δεν έχουν περάσει από τότε που είδες με τα μάτια σου ότι δεν είμαι», απάντησε με σφιγμένα από το θυμό δόντια.


«Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά μη μου πεις τώρα ότι είναι το ίδιο να πολεμάς με κοινούς στρατιώτες και Γάλλους εισβολείς και να πολεμάς με το γιο του Πέδρο Ιτουριόζ».


«Δεν είναι αυτός ο λόγος που με αποτρέπει από το να πολεμήσω μαζί σου. Ξέρεις πολύ καλά πως δεν σε φοβάμαι».


«Τότε τι;»


«Φοβάμαι για το αποτέλεσμα αυτής της μονομαχίας. Ο Θεός να σε φυλάει Γκιλ, σου το δηλώνω οτι δεν θέλω να πολεμήσω μαζί σου».


Και λέγοντας αυτό, πίεσε τα πλευρά του αλόγου του και γύρισε να φύγει.


«Δεν θέλεις, ε;» φώναξε ο Ιτουριόζ με μανία. «Τότε θα σε υποχρεώσω εγώ!»


Και τρέχοντας προς το μέρος του Χουάν ντε Αρπιντές, του κατέβασε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο με το ατσάλινο γάντι του.


Εκείνος σταμάτησε, κοίταξε τον Γκιλ στα μάτια, ξεπέζεψε και τράβηξε το σπαθί του. Ο Γκιλ ντε Ιτουριόζ έκανε το ίδιο κι ετοιμάστηκαν και οι δυο να μονομαχήσουν.


Δεν μπορούσε να υπάρχει χειρότερο σημείο για μονομαχία. Ίσιωμα δεν υπήρχε για πάνω από δυο συνεχόμενα μέτρα, σε τρεις πλευρές τους κόβανε το δρόμο πυκνά και μυτερά ρείκια και στην τέταρτη πλευρά γκρεμός. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και έπεφτε ψιλόβροχο. Την πρώτη επίθεση την έκανε ο Γκιλ ντε Ιτουριόζ που κατέβασε το ξίφος του με δύναμη στον ώμο του Χουάν ντε Αρπίντες. Η μονομαχία είχε αρχίσει. Ο ήχος του μετάλλου που χτυπούσε στα βράχια και στο έδαφος αντιλαλούσε τριγύρω, αστραπές άστραφταν και φώτιζαν τις πανοπλίες των δυο μονομάχων και αποκάλυπταν την αποφασιστικότητα στα μάτια του Γκιλ ο οποίος επιθετικά πίεζε όλο και περισσότερο τον αντίπαλό του. Από την άλλη, στα μάτια του Χουάν υπήρχε μια βαθιά στενοχώρια και δεν έκανε καμία επίθεση, μόνο αμυνόταν. Και η μάχη συνεχίστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο παρά ο ήχος των μετάλλων, καμία φωνή, καμία λέξη δεν έσπασε αυτή την ησυχία. Αν περνούσε κανείς από κοντά χωρίς να βλέπει, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι μονομαχούσαν πνεύματα του σκότους.


Ξάφνου, ακούστηκε σα να έπεσε κάτι πολύ βαρύ κι έπειτα ακούστηκε μια φωνή που είπε: «Σήκω όρθιος Γκιλ και ας τελειώσει εδώ αυτή η μονομαχία».


«Μα την πίστη μου όχι! Σκότωσέ με εδώ πεσμένος όπως είμαι».


«Δεν θα το κάνω αυτό. Ας σταματήσουμε εδώ κι ας πάρει ο καθένας το δρόμο του».


Και η ήχος των μετάλλων που χτυπούν το ένα το άλλο άρχισε ξανά, η μονομαχία συνεχίστηκε. Όχι για πολύ όμως αυτή τη φορά. Ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος, έπειτα μια κραυγή πόνου και μετά ησυχία.


Ανάμεσα στις σκιές των δέντρων μπορούσε κανείς να διακρίνει μια σκοτεινή φιγούρα να κινείται γρήγορα και ακούστηκε ο ήχος αλόγου που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.


Η Μαϊταγκάρι


Το σούρουπο της επόμενης μέρας βρήκε τον Χουάν ντε Αρπίντες να κάθεται στο πιο απομονωμένο και καλά κρυμμένο μέρος της πεδιάδας Αρτικούζα. Κοντά του, στη βάση ενός πελώριου βράχου έβοσκε το άλογό του. Πονούσε όλο του το κορμί και δεν μπορούσε καλά καλά να κουνηθεί. Άρχισε να φέρνει στο νου του τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και τη συνάντησή του με τον Γκιλ, τι είχαν πει, πώς πολεμήσανε και πώς έληξε η μάχη. Κοίταξε ψηλά το βράχο στου οποίου τη βάση είχε βρεθεί και συνειδητοποίησε πως στην κορυφή του έγινε η μονομαχία. Τότε τον κατέκλυσε ένα πανίσχυρο συναίσθημα κούρασης, εξάντλησης και πόνου, η πανοπλία του εξάλλου το έκανε πασιφανές. Είχε μώλωπες παντού, ο λαιμός του ήταν βαριά τραυματισμένος και κόντευε να λιποθυμήσει από την πείνα, είχε να φάει κοντά δυο μέρες. Ήταν μάλλον απίθανο να συναντήσει άλλον άνθρωπο εκεί που ήταν, τόσο μακριά από οποιοδήποτε οικισμό και μέσα σε τόσο πυκνή βλάστηση. Τα κλαδιά ήταν τόσο φορτωμένα με φύλλα και διακλαδίζονταν τόσο περίπλοκα που ίσα που περνούσε το φως του ήλιου. Μπορούσε να εκτιμήσει όμως τη φρεσκάδα που υπήρχε στην ατμόσφαιρα, μια φρεσκάδα που πήγαζε από τον ποταμό που κυλούσε εκεί κοντά. Τα δέντρα και όλα τα φυτά ήταν τόσο δροσερά και πράσινα, σίγουρα κάτω από άλλες συνθήκες μια βόλτα με φεγγαρόφωτο σ΄ εκείνα τα μέρη θα ήταν ιδανική μέσα σ΄ αυτή τη λαχταριστή ηρεμία. Οι λιμνούλες που σχηματίζονταν σε όλη την περιοχή είχαν στις όχθες τους κρινάκια κι αγριολούλουδα, θάμνους και περήφανο χορταράκι ακόμη και άγρια τριαντάφυλλα. Αν κανείς κοιταζόταν μέσα στα νερά αυτών των λιμνών νόμιζε ότι κοιταζόταν σε καθρέφτη που για κάδρο του είχε λουλούδια. Που και που ακουγόταν ο ήχος των φτερών αλκυονών να πεταρίζουν πάνω από τα νερά, ξεκινώντας τις πτήσεις τους. Τα αηδόνια τραγουδούσαν μελωδικά, τα περιστέρια κούρνιαζαν ευτυχισμένα στα κλαδιά και ένα-δυο ελάφια έπιναν νερό παρακάτω στο ρυάκι, τόσο ατάραχο μέρος ήταν αυτό.


Ο Χουάν ντε Αρπίντες κατάλαβε πως για άλλη μια φορά πλησίαζε η νύχτα και ήξερε ότι αν έμενε κι άλλη μια μέρα χωρίς τροφή δεν θα επιβίωνε. Κάλεσε το άλογό του, το οποίο ήρθε πρόθυμα και πιστά στο πλευρό του. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να το καβαλήσει τελικά τα κατάφερε και με ένα τελευταίο σάλτο και βρυχηθμό πόνου ανέβηκε στη σέλα και ξαναπήρε τον δρόμο του. Σύντομα βρέθηκε στις όχθες μιας από τις πολλές λίμνες που υπήρχαν τριγύρω κοντά στη βάση του βράχου απ’ όπου είχε πέσει το προηγούμενο βράδυ. Στο κέντρο αυτής της λίμνης απλωνόταν μια λεπτή ομίχλη, αναρριχώμενα φυτά κρέμονταν από τον βράχο κι έπεφταν προς τη λίμνη σαν κουρτίνες και στις όχθες της φύτρωναν μακριά και κατακόκκινα βούρλα και μια κλαίουσα ιτιά που τη φυσούσε γλυκά το αεράκι. Ο καβαλάρης νόμισε για μια στιγμή πως είδε τα νερά να ταράσσονται. Έπειτα του φάνηκε πως τα αναρριχώμενα φυτά σα ν΄ άρχιζαν να χωρίζονται στη μέση και η κλαίουσα ιτιά σα ν΄ άρχιζε να κινεί από μόνη της τα κλαδιά της. Τότε άκουσε ξεκάθαρα μια γλυκιά μελωδία που φαινόταν να έρχεται ταυτόχρονα κι από μακριά αλλά κι από μέσα του και ξάφνου τα νερά της λίμνης χωρίστηκαν στα δυο. Μέσα από το στρώμα ομίχλης άρχισαν να ξεπροβάλλουν κοπέλες ασύγκριτης ομορφιάς. Στα μαλλιά τους φορούσαν στεφάνια από άγρια τριαντάφυλλα, στο κέντρο τους ένα αστέρι και τα σώματά τους τύλιγαν φορέματα από αραχνοΰφαντο λευκό.


Αιωρούμενες πάνω από το νερό έπιασαν η μια το χέρι της άλλης κι άρχισαν να τραγουδούν όλες μαζί ένα παράξενο σκοπό που αιχμαλώτισε εξολοκλήρου την προσοχή του καβαλάρη. Όλες τους ήταν χλωμές, τα μάτια τους μισόκλειστα με μακριές βλεφαρίδες και τα πλούσια μακριά τους μαλλιά έπεφταν ελεύθερα στους ώμους τους. Σιγά σιγά άρχισαν να πλησιάζουν τον ιππότη ο οποίος είχε τελείως βυθιστεί σε αυτό το αιθέριο όραμα και απλά κοιτούσε να τον περικυκλώνουν. Η μιά έπιασε τα γκέμια του αλόγου, που και αυτό φαινόταν μαγεμένο, η άλλη κράτησε καλά τη σέλα για να κατέβει ο αναβάτης και άλλες άρχισαν κομμάτι κομμάτι να του βγάζουν την πανοπλία. Κάποιες άλλες του πήραν τη βαριά του λόγχη και το τσεκούρι του και έτσι, αφοπλισμένος και μπερδεμένος βλέποντας τις κοπέλες να τον πλησιάζουν και να τον οδηγούν, αφέθηκε να τον πάνε κάτω από τα κλαδιά της κλαίουσας ιτιάς. Το δέντρο τότε απομάκρυνε τα κλαδιά του από το βράχο και αποκάλυψε την είσοδο μιας σπηλιάς, μιας σπηλιάς στρωμένης με ψιλή χρυσή άμμο, η σπηλιά-παλάτι της Μαϊταγκάρι των Πυρηναίων. Ακόμη και η πιο ποιητική Ανατολίτικη φαντασία δεν έφτανε σε λάμψη και εκθαμβωτική ομορφιά αυτό το μέρος που τώρα οι κοπέλες έσερναν τον ιππότη. Ο θολωτός τρούλος από πάνω του έλαμπε σα να ήταν από διαμάντι, οι σταλακτίτες που τον διακοσμούσαν έμοιαζαν με κρυστάλλινα ερπετά τυλιγμένα το ένα μέσα στο άλλο και όλα τυλιγμένα με λουλούδια, τόσο περίτεχνος ήταν. Φράχτες από κρινάκια, αμπέλια μπερδεμένα με κατακόκκινα άνθη δεντρολίβανου ήταν φυτεμένα εδώ κι εκεί και κάτω από ένα θόλο από κρυστάλλινο νερό βρισκόταν ο θρόνος-ανάκλιντρο από βρύα, απαλός σαν γούνα ερμίνας και βασιλικός όπως στα παλάτια των πιο πλούσιων ραγιάδων. Εκεί λοιπόν καθόταν η βασίλισσα αυτού του κόσμου. Μικρές κόκκινες παντοφλίτσες κάλυπταν τα πόδια της και χρυσοκέντητη γάζα κάλυπτε το πρόσωπό της. Όταν κατέφτασε ο ιππότης σε αυτό το καταφύγιο, εκείνη σηκώθηκε και έβγαλε το πέπλο της. Τα κατάμαυρα μάτια της κάρφωσαν τον Χουάν ντε Αρπίντες. Τα κοραλλένια της χείλη σχημάτισαν ένα χαμόγελο και με το αλαβάστρινο χέρι της έκανε νόημα στον ιππότη να πλησιάσει και να κάτσει δίπλα της. Ο Αρπίντες υπάκουσε και με μιας οι κοπέλες που τον συνόδευαν εξαφανίστηκαν.


«Χουάν ντε Αρπιντέ», είπε μελωδικά, «ήρθες εδώ σε ώρα απαγορευμένη. Μου τάραξες τον ύπνο και μου διέκοψες τις γιορτές, είσαι άξιος τιμωρίας».


«Κυρά μου!», απάντησε ο Αρπίντες μην μπορώντας ακόμα να πιστέψει την ομορφιά που θωρούσε μπροστά του, «Δεν ήξερα καν πως ήσουνα σε αυτά τα μέρη κι αν επιμένεις πως είμαι ένοχος γι αυτά που με κατηγορείς τότε πρέπει να ξέρεις πως φταίει το κακό το ριζικό μου».


«Γι αυτό κι εγώ σε συγχώρεσα», απάντησε η γητεύτρα, «αν δεν είχα επέμβει εγκαίρως τότε σίγουρα θα είχες πεθάνει».


«Μα πώς; Μήπως τότε ξέρεις---»


«---Ξέρω τα πάντα. Κρυμμένη στις σκιές είδα με τα μάτια μου τη χθεσινοβραδινή σας μονομαχία. Με συγκίνησε πολύ η στάση σου και στην κορύφωση της μάχης, αν δεν είχα προστάξει τα αόρατα χέρια να μπαίνουν μπροστά για να απαλύνουν τα χτυπήματα, το σώμα σου θα είχε γίνει χίλια κομμάτια».


«Και πώς να σε ευχαριστήσω Κυρά μου για αυτό το καλό;» φώναξε ο Αρπίντες σαστισμένος από την φωνή και την ομορφιά της Μαϊταγκάρι.


«Δεν μου χρωστάς τίποτα. Είναι απλό, σου έσωσα τη ζωή και τώρα αυτή η ζωή μου ανήκει».


«Κυρά!» είπε ο ιππότης καθώς τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.


«Μην διστάζεις καθόλου Χουάν. Μάλιστα, θα έπρεπε να με ευχαριστείς κι άλλο για αυτό το μεγαλύτερο αγαθό που σου δίνω, την αγάπη μου. Να με ευχαριστήσεις τόσο που να θυσιάσεις την αγάπη σου για την Ινέζ ντε Ιτουριόζ!»


Ο Χουάν ντε Αρπίντες έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα. Η Μαϊταγκάρι έσπασε για ακόμη μια φορά τη σιωπή:


«Δεν απαντάς; Κι όμως πρέπει. Ένα πλάσμα σαν εσένα που έρχεται στο δικό μου κόσμο δεν μπορεί να φύγει ποτέ!» και με αυτό και μπροστά στα κατάπληκτα μάτια του ιππότη, το πνεύμα μεταμορφώθηκε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στην Ινέζ ντε Ιτουριόζ.


Ο Χουάν ντε Αρπίντες νόμισε πως ονειρευόταν. Δεν πονούσε πια, δεν αισθανόταν πείνα μόνο τρεφόταν από τα μάτια της Μαϊταγκάρι.


«Άκουσέ με», είπε εκείνη πλησιάζοντάς τον, «Θα είσαι ο πιο ευτυχισμένος από τους θνητούς. Θέλεις δόξα; Δεν έχεις παρά να το πεις και το στέμμα του κατακτητή θα βρεθεί μονομιάς στο κεφάλι σου. Θέλεις πλούτο; Δεν έχεις παρά να το ζητήσεις και όλα τα παλάτια του κόσμου θα είναι δικά σου, όλοι οι στρατοί έτοιμοι να πεθάνουν για εσένα, τα πιο ακριβά ρούχα θα σε ντύνουν κάθε μέρα και θα έχεις υπηρέτες πάντα στο πλευρό σου. Θέλεις αγάπη; Θα έχεις τη δική μου αιώνια, μια αγάπη που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη».


«Ω Ινέζ, Ινέζ!» είπε μισο-αφηρημένος ο ιππότης.


Η Κυρά πήρε το χέρι του Χουάν στο δικό της και του φίλησε το μέτωπο. Αλλά τα χέρια της ήταν τόσο παγωμένα και το φιλί της δεν είχε καμια ζεστασιά.


Ένα συναίσθημα τρόμου και ταυτόχρονα ευχαρίστησης τον κυρίεψαν. Μπορούσε κι αισθανόταν την επιρροή που είχε η μαγεία γύρω του, τον ηρεμούσε, τον νανούριζε. Άρχισε να αισθάνεται πολύ κουρασμένος και σύντομα ένα πέπλο σηκώθηκε στα μάτια του. Ο βαθύς λήθαργος του έκλεισε τα μάτια τελείως και έπεσε απότομα στο ανάκλιντρο από βρύα, ο ύπνος τον είχε κατακτήσει.


Η Μαϊταγκάρι φώναξε τις κοπέλες της κι αυτές σκόρπισαν αρώματα στο κρεββάτι που κοιμόταν ο Χουάν. Δρόσισαν τον αέρα κουνώντας υφάσματα με κάθε τους κίνηση και στα χείλη του στάξανε κάποιες σταγόνες πορφυρού υγρού.


Το μυστηριώδες φως που μέχρι τότε φώτιζε εκθαμβωτικά τον χώρο άρχισε να χαμηλώνει. Η νεράιδα κοίταξε το πρόσωπο του κοιμισμένου ιππότη και την κυρίεψε ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης. Το ίδιο και τις κοπέλες. Οι αέρινες μορφές τους άρχισαν να γίνονται όλο και πιο διαφανείς, περικυκλώθηκαν από ομίχλη και σύντομα εξαφανίστηκαν τελείως βυθίζοντας το χώρο στο απόλυτο σκοτάδι. Ο ήχος από περιπλανώμενους στρατιώτες και τα πρωινά τραγούδια των σπίνων αντηχούσαν στο δάσος. Οι ροδοκόκκινες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στα ύψη του βουνού Άυα.


Όταν ξύπνησε ο Χουάν ντε Αρπίντες, βρισκόταν ακόμη στο μαγεμένο δωμάτιο και για μαξιλάρι του είχε τα γόνατα της Μαϊταγκάρι. Εκείνη τον κοίταζε σα να ήθελε να πάρει το πρώτο βλέμμα του ξυπνήματος. Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο λαχταριστά φαγητά.


Ο Οδοιπόρος


Ο Αντόνιο κατέφτασε στο στρατόπεδο. Κάποιοι στρατιώτες του είπαν πως ο Χουάν ντε Αρπίντες είχε εξαφανιστεί και πως ο αδερφός του Γκιλ ντε Ιτουριόζ, μόλις είδε τον Γαλλο-Ναβαρέζο στρατό να κατηφορίζει νομίζοντας πως δεν είχε γίνει αντιληπτός, είχε φύγει για το σπίτι του. Τα υπόλοιπα στρατεύματα επίσης έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Όταν ο νεαρός γύρισε σπίτι, πίστευε ότι μέχρι τότε θα υπήρχαν νέα για τον αγαπημένο της αδερφής του και ήταν αποφασισμένος να υποστηρίξει την αγάπη της αδερφής του. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως βρήκε μόνο τον Γκιλ, ο οποίος είχε πει σε όλους ότι ο Χουάν είχε πεθάνει στον πόλεμο.


Τα νέα αυτά που τόσο εύκολα ξεστομίστηκαν, λάβωσαν θανάσιμα την καρδιά της Ινέζ. Μια βαθιά θλίψη φώλιασε στην ψυχή της και ένας επίμονος πυρετός άρχισε να την ταλαιπωρεί. Μέρες ολόκληρες καθόταν στις ρίζες του δέντρου όπου είχε δει για πρώτη φορά τον αγαπημένο της και τα βράδια ξετρύπωνε από το σπίτι και γυρνούσε άσκοπα σε δάση και λαγκάδια. Το πρόσωπό της χλώμιασε, το φως των ματιών της σκοτείνιασε, η γεμάτη της φιγούρα σκελετώθηκε και από μια πανέμορφη κοπέλα έγινε μια σκιά που να τη φυσούσε κανείς θα διαλυόταν στον αέρα. Οι τρυφερές κουβέντες του πατέρα της και η διαρκής φροντίδα της μητέρας και της αδερφής της λίγα μπόρεσαν να κάνουν για να κλείσουν την πληγή στην καρδιά της που μάτωνε συνεχώς. Άκουγε υπομονετικά τον πατέρα της και του απαντούσε μόνο με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Στις φροντίδες της μητέρας της με ποτάμι από δάκρυα.


Έτσι πέρασαν πολλοί μήνες μέχρι που ήρθε το φθινόπωρο. Τα φύλλα, σαν αποδημητικά πουλιά που φεύγουν για μακρινούς τόπους, σηκωνόντουσαν από το έδαφος και πετούσαν με τους βορειοδυτικούς ανέμους. Ο ουρανός είχε αρχίσει να καλύπτεται από τις πρώτες ομίχλες του χειμώνα, οι μέρες έγιναν αισθητά πιο μικρές και οι νύχτες διαρκούσαν περισσότερο. Η ασθένεια της Ινέζ συνεχιζόταν αμείλικτη ακόμα κι αν τα νυχτοπερπατήματά της είχαν σταματήσει.


Μια νύχτα όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από τη φωτιά. Ο πατέρας, με το κεφάλι του ξεσκέπαστο ευλογούσε το φτωχικό τους γεύμα, ο Γκιλ ντε Ιτουριόζ καθόταν σε μια μεριά. Η Καταλίνα τύλιγε λινάρι, κοιτώντας πότε-πότε προς το μέρος της Ινέζ. Εκείνη ήταν καθιστή με μαξιλάρες για υποστήριξη, τα μάτια της μισόκλειστα, τα πλέον σχεδόν διαφανή της χέρια σταυρωμένα, μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο και χαμογελώντας μελαγχολικά, ένα χαμόγελο που έφερνε δάκρυα σε όποιον το έβλεπε. Η Ντομίνικα έκλαιγε πνιχτά, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της. Ο Αντόνιο χάρασσε με περίτεχνα σχέδια μια μαγκούρα για την ετοιμοθάνατη αδερφή του, κρατώντας το μαχαίρι με περισσή δύναμη, τόση που είχαν ασπρίσει τα κότσια του χεριού του. Η σιωπή ήταν πηχτή στο σπίτι των Ιτουριόζ. Έξω η θύελλα μαίνονταν, ώσπου χτύπησε η πόρτα.


«Πήγαινε να δεις ποιος είναι Αντόνιο», είπε η κεφαλή της οικογένειας.


«Ένας φτωχός ξένος που χάθηκε και ζητά καταφύγιο», είπε η φωνή πίσω από την πόρτα.


«Ο Θεός να φυλάει τους ταξιδευτές!» είπε ο Πέδρο Ιτουριόζ . «Κόπασε όποιος κι αν είσαι, οι πόρτες των Βάσκων είναι πάντα ανοιχτές για τους περιπλανώμενους».


Ο ξένος μπήκε στο σπίτι. Οι δυο νεαροί σηκώθηκαν και ο Αντόνιο τον πλησίασε να τον βοηθήσει. Η Καταλίνα άφησε το λινάρι της και τοποθέτησε ακόμη ένα πιάτο στο τραπέζι. Ο αφέντης έκανε νόημα στον ξένο να έρθει κοντά στη φωτιά, σε μια θέση που κανονικά είναι για τους γηραιότερους και σεβασμιότερους της οικογένειας και που δίνεται σε φιλοξενούμενους, όταν χρειαστεί.


Ο ξένος ήταν ντυμένος σαν προσκυνητής. Φαινόταν να είναι γύρω στα 50. Είχε πυκνό και λευκό μούσι, το δέρμα του ήταν σκούρο και τα μαλλιά του κατσαρά. Είχε μια αλλόκοτη έκφραση στο πρόσωπό του. Παρόλο που το σώμα του ήταν γεροδεμένο και στιβαρό, φαινόταν κουρασμένος, καταβεβλημένος. Η χοντρή του κάπα ήταν σκισμένη και ξεφτισμένη, στο κεφάλι φορούσε ένα καπέλο από τσόχα και στεκόταν με τη βοήθεια μιας μαγκούρας.


Ο προσκυνητής έκατσε στη θέση που του προσφέρθηκε και δείπνησε μαζί με την οικογένεια.


Σαν τελείωσε το γεύμα, ο Πέδρο Ιτουριόζ ζήτησε από τον ξένο να πει μια προσευχή για την οικογένεια, κάτι που ο ξένος έκανε με τρεμάμενη φωνή. Δεν είχε τελειώσει καλά καλά την προσευχή του και ένας βαθύτατος αναστεναγμός ακούστηκε από πίσω του. Όλοι γύρισαν να δουν. Η Ινέζ είχε σηκωθεί και ήταν τρομοκρατημένη. Τα μάτια της ήταν θαμπά και ορθάνοιχτα. Από τα χλωμά και ξεραμένα χείλη της βγήκαν κάποιοι ακατανόητοι ήχοι και τα χέρια της, τεντωμένα στα πλευρά της σα να θέλανε να φτάσουν κάτι αόρατο. Προς έκπληξη όλων, έμεινε έτσι για κάμποσα λεπτά, ύστερα έκανε μια ελαφριά κίνηση με το κεφάλι της και σωριάστηκε καθιστή, στην θέση που ήταν πριν.


«Ινέζ», είπε γλυκά η Ντομίνικα, «χρειάζεσαι κάτι;»


«Τίποτα αδερφή μου, δεν θέλω τίποτα. Είδα ένα ευχάριστο όνειρο που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί».


Και η νεαρή γυναίκα επέστρεψε στη νοσηρή της κατάσταση.


«Κόρη μου καημένη!» είπε χαμηλόφωνα η Καταλίνα.


«Αποχαιρέτησέ με μητέρα», αποκρίθηκε κοιτώντας την θλιμμένα η Ινέζ. «Η ζωή μου φεύγει σιγά σιγά και σύντομα θα βρεθώ στο πλευρό του καλού μου».


Η Καταλίνα πήρε τα χέρια της κόρης της στα δικά της κι άρχισε να τα φιλά με λυγμούς.


«Είναι άρρωστη η κόρη σου;» ρώτησε ο προσκυνητής τον Πέδρο.


«Η οργή του Θεού έχει πέσει σε αυτό το σπίτι», απάντησε εκείνος. «Ας τον δοξάσουμε κι ας υποκύψουμε στη θέλησή Του».


Η θεϊκή παραίτηση του πατέρα κλόνισε ολοφάνερα τον προσκυνητή που τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.


«Και τι φταίει για την αρρώστια της;» ρώτησε ο προσκυνητής.


«Λένε ότι πεθαίνει από αγάπη».


«Κακόμοιρο παιδί!»


«Καλά το λες, κακόμοιρο παιδί», απάντησε ο γέρος άνδρας, «πριν από αυτό ήταν η χαρά μου, το καμάρι των γηρατειών μου!»


«Τη λησμόνησε ο αγαπημένος της λοιπόν;»


«Όχι, ο αγαπημένος της ήταν ένας γείτονάς μας, ένας αξιότιμος κι ευγενικός νέος».


«Και τι απέγινε;»


«Πέθανε», αποκρίθηκε ο αφέντης, σκύβοντας το κεφάλι. «Πέθανε πάνω που θα βάζαμε τέλος στις αντιζηλίες που χώριζαν τόσα χρόνια τις οικογένειές μας, πάνω που θα του αναγνώριζα τον τρόπο που είχε φερθεί στη θυγατέρα μου και θα τους έδινα την ευχή μου. Αλίμονο! Το μίσος είναι ένα καταραμένο πάθος! Το κουβαλούσα τόσο καιρό στην ψυχή μου που ο Θεός με τιμώρησε. Ευλογημένη η Θεία δίκη, μας διάλεξε να γίνουμε παράδειγμα στους άλλους».


«Μπορείς να μου πεις πώς πέθανε;» επέμεινε ο προσκυνητής.


«Πέθανε όπως θα ήθελα να πεθάνουν και τα δικά μου αγόρια, στο πεδίο της μάχης».


Ο προσκυνητής γύρισε αργά το κεφάλι και κοίταξε τον Γκιλ, που ήταν ολιγόλογος και ανήσυχος, ούτε που τόλμαγε να κοιτάξει την αδερφή του.


«Είπες πέθανε στο πεδίο μάχης;» ξαναρώτησε ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής.


«Ναι, έτσι έγινε», είπε ο Πέδρο.


«Πολεμώντας τους εχθρούς του;»


«Ναι, πολεμώντας τους εχθρούς της χώρας του».


Για άλλη μια φορά ο προσκυνητής κοίταξε κατά τη μεριά του Γκιλ ντε Ιτουριόζ.


Ο Αντόνιο είχε πλησιάσει τον πατέρα του και άκουγε πολύ προσεκτικά το διάλογο ανάμεσα σε αυτόν και τον ξένο.


«Ποιος σου το είπε αυτό;» ξαναρώτησε ο προσκυνητής.


«Ο γιος μου, που τον είδε να πεθαίνει!»


«Ποιος από τους δυο, ο νεαρός που μας ακούει που μιλάμε ή ο Γκιλ που φαίνεται πολύ αφηρημένος;»


«Ο Γκιλ!» απάντησε ο γέρος άνδρας, έκπληκτος από την αδιάκριτη περιέργεια του επισκέπτη και αναρωτώμενος πώς ο ξένος ήξερε το όνομα του γιου του.


«Ο Γκιλ Ιτουριόζ αυτή τη φορά σας είπε ψέματα!» είπε με σθεναρή φωνή ο προσκυνητής.


«Ο Γκιλ Ιτουριόζ δεν λέει ποτέ ψέματα!» διαμαρτυρήθηκε ο πρωτότοκος της οικογένειας πηδώντας από τη θέση του και κουνώντας τη γροθιά του στον ξένο.


«Χτύπα ιππότη! Χτύπα με στο πρόσωπο, σε αυτό το ζαρωμένο πρόσωπο! Θα το κάνεις για δεύτερη φορά!» είπε ο προσκυνητής κάνοντας μια υπόκλιση.


Η γροθιά του νεαρού άδειασε στο πλάι του και, λουσμένος από αυτή την ευαγγελική ταπεινότητα, έκρυψε το πρόσωπό του στις χούφτες του.


«Ιππότη!» μάλωσε τον Γκιλ ο προσκυνητής, «σε κατηγορώ μπροστά στους γονείς σου για δολοφονία».


Μια ανατριχίλα διαπέρασε όσους παρευρίσκονταν και η Ινέζ ανασηκώθηκε και έβαλε όλη της την προσοχή στη σκηνή αυτή.


«Κακούργε λες ψέματα», είπε ο Γκιλ κλαίγοντας, «να ευχαριστείς την τύχη σου που είσαι κάτω από τη στέγη μας. Και να ευχαριστείς τα περασμένα σου χρόνια που δεν σηκώνω το ξίφος μου να στο περάσω στην καρδιά».


«Από πότε ξέχασαν οι γιοι μου», διέκοψε ο Πέδρο Ιτουριόζ, «το χρέος που μας προστάζουν οι άγραφοι νόμοι της φιλοξενίας; Γκιλ, κάτσε κάτω, σε κατηγορήσανε για φόνο. Σινιόρ», πρόσθεσε απευθυνόμενος προς τον προσκυνητή, «ξεστομίσατε πολύ βαριά κατηγορία, μπορείτε να το αποδείξετε;»


«Αυτή τη στιγμή αν το επιθυμείτε», απάντησε αμέσως ο ξένος.


«Αρχίστε λοιπόν πάραυτα», είπε ο αφέντης παίρνοντας ύφος και κορμοστασιά δικαστή που δεν επηρεάζεται από συγγένειες και δωροδοκίες.


«Απευθύνομαι σε σένα Γκιλ ντε Ιτουριόζ, ιππότη από το Γκουιπούζκο. Ποιον συνάντησες πριν από τέσσερις μήνες στην κοιλάδα του Αρτικούζα;» ρώτησε με στόμφο ο προσκυνητής.


Ο Γκιλ ξεροκατάπιε και κατατρομαγμένος κοίταξε τον ξένο.


«Τι είπατε με τον Χουάν ντε Αρπίντες; Μήπως δεν σου μίλησε για ειρήνη μεταξύ σας;»


«Ναι», απάντησε χαμηλόφωνα ο κατηγορούμενος.


«Μήπως δεν σου προσέφερε την ειλικρινή φιλία του;»


«Ακριβώς».


«Κι εσύ αντί να τη δεχτείς, τον πρόσβαλες, δεν είναι έτσι;»


«Αλήθεια είναι», αποκρίθηκε ο Γκιλ μουδιασμένα.


«Και σα να μην έφτανε αυτό, για να προστεθεί στην προσβολή, δεν είναι αλήθεια πως τον χτύπησες στο πρόσωπο με το ατσάλινο γάντι σου;»


Ο νεαρός έμεινε σιωπηλός.


«Απάντησέ μου Γκιλ ντε Τουριόζ», γρύλλισε ο προσκυνητής. «Όταν σήκωσες το όπλο σου κι επιτέθηκες, εσύ δεν ήσουν ο μόνος που κινήθηκες εχθρικά; Εκείνος δεν αμυνόταν μόνο, μπλοκάροντας τα χτυπήματά σου και απωθώντας σε χωρίς να σου κάνει ούτε γρατζουνιά;»


Ο Γκιλ και σε αυτή την ερώτηση παρέμεινε σιωπηλός. Ο πατέρας κοιτούσε το παιδί του όλο οργή. Ο Αντόνιο έτρεμε από την αγανάκτηση. Και οι γυναίκες είχαν μείνει άναυδες από την έκπληξη.


«Και τώρα απευθύνομαι σε εσένα αφέντη», συνέχισε ο ξένος. «Ο γιος σου παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος και ενώ ο δίκαια προσβεβλημένος Χουάν ντε Αρπίντες μπορούσε να τον είχε σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, αντιθέτως του έδωσε το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί. Ξαναπρότεινε στον Γκιλ να κάνουνε ειρήνη μεταξύ τους κι αυτός του κατέβασε το όπλο του τραυματίζοντάς τον στο λαιμό και τον πέταξε στον γκρεμό. Πώς θα τον αντιμετωπίζεις από δω και μπρος;»


«Γκιλ!», φώναξε ο γέρος άνδρας απλώνοντας το δάκτυλό του προς την είσοδο του σπιτιού, «Φύγε από το σπίτι μου! Δεν είσαι πια γιος μου».


Ακούγοντας την κατάρα του πατέρα στον πρωτότοκο γιο του και φορτισμένη από της αποκαλύψεις του επισκέπτη, η Ινέζ έβγαλε μια κραυγή και λιποθύμησε. Η Καταλίνα και η Ντομίνικα είχαν μείνει ακόμη σαν στήλες άλατος.


Ο Γκιλ, υπάκουα έκανε να φύγει από το πατρικό του, όπως του είχε προστάξει ο πατέρας του, αλλά ο προσκυνητής τον τράβηξε κοντά του:


«Κοίτα την αδερφή σου πώς αργοσβήνει! Μετανόησε και ίσως να μπορέσεις ακόμη να διορθώσεις το κακό που έκανες!»


Ο προσκυνητής τότε πλησίασε την Ινέζ που, χάρη στις φροντίδες της μητέρας της είχε αρχίσει να συνέρχεται και της έπιασε το χέρι. Έπειτα γύρισε προς την οικογένεια και είπε: «Αν ζούσε σήμερα ο Χουάν ντε Αρπίντες, θα του δίνατε την ευχή σας να παντρευτεί την Ινέζ;»


Ο Αντόνιο πλησίασε γοργά τον ξένο και του έβγαλε το καπέλο. Μαζί με αυτό έπεσε και η γενειάδα και μπροστά τους στάθηκε αναγνωρίσιμος πια ο αγαπημένος της Ινέζ. Μια ανάσα έκπληξης και χαράς αντήχησε στο σπίτι των Ιτουριόζ. Η Ινέζ κοίταξε τον καλό της. Με ευλάβεια έβαλε τα χέρια της πάνω στα μάτια του και χωρίς να ακουστεί είπε μια προσευχή. Όταν τέλειωσε, τηρώντας την ίδια σιωπή, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα χαράς.


Αυτή η σιωπή ήταν στ’ αλήθεια μεγαλειώδης.



Ο Γκιλ έχασε εντελώς το χρώμα του, νόμισε πως αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν από τον άλλο κόσμο. Συνειδητοποιώντας την ατιμία του, δειλά πλησίασε τον Χουάν και με τρομερά φορτισμένη φωνή του είπε: «Αδερφέ μου, υπερασπίσου με κι εμένα στα μάτια του πατέρα μου».





Στο ξεκίνημα του επόμενου μήνα η Ινέζ ντε Τουριόζ παντρεύτηκε τον πρωτότοκο της οικογένειας Αρπίντες μέσα σε γιορτές και πανηγύρια.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Δύο μέρες μετά το γάμο, γύρω στα μεσάνυχτα, ακούστηκαν πολλοί αναστεναγμοί στην κοιλάδα της Αρτικούζα. Κάτω από το φως του φεγγαριού, δίπλα στο ρυάκι μια ταλαιπωρημένη και κατακαημένη υπέργηρη γυναίκα ήταν περικυκλωμένη από σκιές. Σκιές και φαντάσματα που τη βασάνιζαν ανελέητα, ασταμάτητα με τη Μαϊταγκάρι των Πυρηναίων να παρακολουθεί. Το πρόσωπό της ήταν όλο οργή, τα μάτια της φλέγονταν, από το στόμα της έβγαιναν κολασμένες κραυγές. Δεν ήταν η απερίγραπτη ομορφιά που είχε μαγέψει τον Χουάν ντε Αρπίντες, είχε μια άλλη ομορφιά τώρα, αυτή του αγγέλου που κατεβαίνει να μάθει τι γίνεται χαμηλά στον κόσμο.


«Καταραμένη γυναίκα!» φώναξε, ανακρίνοντας τη γριά, «γι αυτό τα ήθελες τα φίλτρα, ε; Γι αυτό μου ζήτησες το χέρι το παιδικό; Αλίμονο σ’ εμένα που εμπιστεύτηκα τα δικά σου τα μαντζούνια κι όχι τη δύναμη τη δική μου!»


«Έλεος!» στρίγγλισε η μάγισσα του Ζαλντίν, αυτή ήταν η γριά γυναίκα που βασανιζόταν.


«Ναι, έλεος, αλήθεια», αποκρίθηκε η άλλη, «όταν το μόνο που θέλω είναι να σε διαμελίσω και να σκορπίσω τα κομμάτια σου στις τέσσερις γωνιές της γης! Θα σβήσεις, δίγλωσση οχιά, όπως έζησες!» και η μάγισσα του Ζαλντίν μην μπορώντας να αντέξει άλλη βαναυσότητα, ξεψύχησε. Το σώμα της έγινε κάρβουνο και ένας γιγάντιος αητός κατέβηκε από τον ουρανό και τη μάζεψε μέσα στα δυνατά του νύχια.


Η Μαϊταγκάρι μαζί με την άυλη συνοδεία της κατευθύνθηκε προς τη σπηλιά της απ’ όπου και δεν βγήκε για πολύ καιρό. Βγήκε άλλη μία φορά μόνο κάτω από τους ήχους του χτισίματος του φρουρίου της Αρτικούζα, με τα πελώρια σφυριά και τις φλόγες των καμινιών και τις σπίθες που έκαιγαν το χώμα και το τσουρουφλούσαν. Έφυγε λοιπόν από εκεί η Μαϊταγκάρι και πήγε πιο μακριά, τώρα μένει στην οροσειρά Αχουνιεμέντι.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...