podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Γιος του Ψαρά

Από τη Σλοβενία, να σου πάλι το πράσινο πλάσμα που ζητά τον πρωτότοκο. Αλλά ο γιος του ψαρά είναι πολύ ικανός και φροντίζει για την ευτυχία του.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Γιος Του Ψαρά


Μια φορά κι έναν καιρό, στις όχθες του Δούναβη, ζούσε ένας άρχοντας που είχε στη δούλεψή του έναν ψαρά, να του πιάνει ποταμίσια ψάρια. Ετοίμαζε ένα μεγάλο τραπέζι και ζήτησε από τον ψαρά να του πιάσει τριακόσια κιλά ψάρια σε τρεις ημέρες.


Την πρώτη μέρα, ο ψαράς σηκώθηκε νωρίς να πάει για ψάρεμα. Μα δεν μπόρεσε να πιάσει ούτε ένα ψάρι. Τη δεύτερη μέρα, πάλι σηκώθηκε νωρίς για την ψαριά του. Όλη μέρα έριχνε τα δίχτυα του, αλλά πάλι δεν έπιασε ούτε ένα. Ξημέρωσε και η τρίτη μέρα. Ο ψαράς πάλευε όλο το πρωί μέχρι και το μεσημέρι, αλλά πάλι ούτε λέπι. Το απόγευμα, απογοητευμένος και βαρύς, βάλθηκε να κάνει κουπί για το σπίτι του, χαμένος στις σκέψεις του. Αντίθετα στο ρεύμα, τον πλησίασε μια ριγωτή βάρκα. Στη βάρκα καθόταν ένας κύριος ντυμένος στα πράσινα. Ρώτησε τον ψαρά: «Γιατί, καλέ μου άνθρωπε, έχεις τέτοιο ύφος;» και ο ψαράς του απάντησε: «Πώς θες να είμαι, ο άρχοντας μου ζήτησε να του πιάσω τριακόσια κιλά ψάρια σε τρεις μέρες. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα και δεν έχω πιάσει ούτε ένα ψαράκι!». Ο κύριος χαμογέλασε και του είπε: «Αν μου τάξεις αυτό που δεν ξέρεις ακόμη ότι κατέχεις, σου υπόσχομαι ότι σήμερα θα πιάσεις όσα ψάρια χρειάζεσαι». Ο ψαράς σκέφτηκε, ότι αυτό που δεν ξέρει ακόμη ότι έχει δεν θα του λείψει κιόλας,ενώ ο κύριος στη βάρκα πρόσθεσε: «Και θα περιμένω είκοσι χρόνια. Σε είκοσι χρόνια θα τηρήσεις τη συμφωνία». Ο ψαράς συμφώνησε αμέσως. Τα δίχτυα του από κει κι έπειτα όλο γέμιζαν ψάρια, όσες φορές να τά ‘ριχνε και να τα μάζευε, ήταν γεμάτα ψάρια. Ο παράξενος κύριος της βάρκας τότε του πρότεινε: «Στείλε γρήγορα να έρθει άμαξα με τέσσερα άλογα!». Ήρθε η άμαξα με τα τέσσερα άλογα, τη γέμισαν με τη μια ψαριά, μετά με την άλλη, μέχρι που δεν χώραγε άλλα ψάρια κι ο ψαράς κίνησε για να γυρίσει στο αρχοντικό. Πριν προλάβει να φύγει ο ψαράς, τον τράβηξε κοντά ο κύριος με τα πράσινα και τον ρώτησε: «Ξέρεις τι μου έταξες ψαρά;» και ο ψαράς του απάντησε: «Δεν ξέρω αφέντη μου, παρά μόνο ότι σου έταξα αυτό που δεν γνωρίζω ακόμη ότι έχω, ό,τι και να είναι αυτό». Ο κύριος τότε χαμογέλασε σαρδόνια και είπε στον ψαρά: «Αυτό που δεν ξέρεις, είναι πως η γυναίκα σου θα γεννήσει έναν γιο και αυτόν ακριβώς το γιο μου έταξες. Μόλις περάσουν είκοσι χρόνια, φέρ’ τον μου εδώ». Χωρίς άλλη κουβέντα, ο ψαράς οδήγησε την άμαξα με τα άλογα πίσω στο σπίτι. Από τη μια ήταν χαρούμενος αλλά από την άλλη όχι και τόσο. Φέρνοντας τα ψάρια μπροστά στον άρχοντα, εκείνος του φώναξε: «Μα πόσο αδαής είσαι; Εμένα μου είπαν ότι δυο μέρες δεν είχες πιάσει τίποτα και τώρα μου φέρνεις τόσα ψάρια, να μην ξέρω πού να τα βάλω;». Ο ψαράς ζήτησε συγγνώμη από τον άρχοντα και του εξιστόρησε τι είχε συμβεί: «Ας με συγχωρήσει ο Θεός για την κακή μου αυτή πράξη, που του έταξα τον γιο μου», είπε με σκυμμένο κεφάλι. Ο άρχοντας τότε του είπε καλοσυνάτα: «Έλα τώρα ψαρά, μην σκας, είκοσι χρόνια είναι πολύς καιρός, ποιος ξέρει τι μπορεί να έχει συμβεί μέχρι τότε».


Και πέρασε ο καιρός. Η γυναίκα του ψαρά γέννησε ένα αγοράκι. Μεγάλωσε κι έγινε όμορφος και δυνατός. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία τον έστειλαν και στο σχολείο όπου τα πήγαινε τόσο καλά, ώστε στα δεκαέξι του μόλις χρόνια του πρότειναν να χειροτονηθεί ιερέας. Μα οι γονείς του είπαν: «Όχι ιερέας, αυτό είναι αδύνατο, είναι δοσμένος αλλού. Καλύτερα να συνεχίσει άλλα τέσσερα χρόνια στο μαύρο σχολείο».


Μόλις τελείωσε και τις σπουδές του στο μαύρο σχολείο, ξαναγύρισε στις όχθες του Δούναβη, με όλο του το μέλλον μπροστά. Είπε τότε στον πατέρα του:

- Πατέρα, ήρθε η ώρα να με πας.

- Να σε πάω πού γιε μου;

- Εκεί που με έταξες.

- Ποιος σε έταξε για πού και σε ποιον;

- Πώς; Ξέχασες σε ποιον με έταξες είκοσι χρόνια πριν; Έλα, ήρθε η ώρα να πάμε στα νερά, που πριν τόσα χρόνια είχες πιάσει όλα αυτά τα ψάρια.

Ο ψαράς τότε έπεσε σε βαθιά στενοχώρια. Βλέποντάς το αυτό ο γιος του, του είπε: «Μην φοβάσαι πατέρα. Μόνο πάρε γρήγορα ένα πανωφόρι και ακολούθησέ με. Πρέπει όμως να κάνεις ό,τι σου πω και να είσαι σίγουρος, ούτε εσύ ούτε εγώ θα πάθουμε τίποτα». Στον δρόμο καθώς πήγαιναν, είπε στον πατέρα του: «Σαν θα φτάσουμε στην όχθη, η ριγωτή βάρκα θα έρθει ανάποδα στο ρεύμα, όπως και τόσα χρόνια πριν. Μέσα της θα βρίσκεται αυτός στον οποίο με έταξες. Θα φέρει τη βάρκα του στα ρηχά για να με πάρει μαζί του και όταν θα έχω βάλει το ένα μου πόδι στη βάρκα και το άλλο θα βρίσκεται στη στεριά εσύ τότε πρέπει να πεις – ‘Γιε μου, σε παραδίδω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Να είναι και οι τρεις πάντα μαζί σου’. Μόλις το πεις αυτό, τότε κι εγώ θα πηδήξω στη βάρκα».


Όλα συνέβησαν ακριβώς όπως τα είχε πει ο νεαρός. Η ριγωτή βάρκα έφτασε κόντρα στο ρεύμα και μέσα της καθόταν ο κύριος ντυμένος στα πράσινα. Σαν έφερε τη βάρκα στα ρηχά, ο νεαρός έβαλε το ένα του πόδι στη βάρκα και κράτησε το άλλο στη στεριά. Τότε ο ψαράς τον παράδωσε στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και ο γιος του μπήκε ολοκληρωτικά στη βάρκα και ο κύριος στα πράσινα την έσπρωξε να απομακρυνθεί από την όχθη. Τότε ξάφνου βυθίστηκαν, η βάρκα με τον παράξενο κύριο και τον γιο του ψαρά. Πανικοβλημένος ο ψαράς αναφώνησε: «Χριστέ και Παναγία μου! Ο γιος μου πήγε στην κόλαση!» και γύρισε σπίτι του, με πολύ βαριά βήματα και έναν πόνο στην ψυχή.


Ο γιος του πέρασε μέσα από το νερό μέχρι την πόλη Περντονκόρτεν, μια πόλη μαγεμένη. Περπατούσε και περπατούσε γύρω στην πόλη αλλά δεν είδε ποτέ κανέναν. Άρχισε να πεινάει, αλλά δεν βρήκε πουθενά τίποτα να φάει. Σκέφτηκε, ότι ίσως θα μπορούσε να πάει να πιάσει ψάρια. Πήγε μέχρι το νερό και όντως έπιασε κάμποσα, τα καθάρισε, τα μαγείρεψε και χόρτασε. Στη συνέχεια, έκατσε κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, όπου κι αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του είδε, πως του προτάξανε να πάει να περάσει τη νύχτα σε ένα αρχοντικό κάστρο, να κάτσει στο κεντρικό τραπέζι, να ανάψει δυο κεριά, ένα αριστερά κι ένα δεξιά του και να περιμένει. Έτσι έκανε και στον ξύπνιο του την επόμενη μέρα. Περίμενε, ώσπου το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα και η κεντρική πόρτα της σάλας άνοιξε διάπλατα. Ένα θεόρατο φίδι γλίστρησε μέσα στην αίθουσα. Σύρθηκε, μέχρι που σταμάτησε αντίκρυ στο γιο του ψαρά και του είπε: «Φίλησέ με». Εκείνος το καταράστηκε και του είπε: «Φύγε από μπροστά μου, Σατανά! Δεν έχεις καμία δύναμη πάνω μου!». Το φίδι γλίστρησε όπως ήρθε και βγήκε από την αίθουσα.


Και ήρθε η αυγή. Ο νεαρός περπάτησε και ξαναπερπάτησε γύρω στην πόλη. Κάποια στιγμή είδε τρεις άμαξες, έτοιμες με τα άλογα σελωμένα, αλλά πουθενά κανείς. Το απόγευμα, ξαναπήγε στο νερό να πιάσει κανένα ψάρι. Σαν έφαγε και χόρτασε, πήγε κι έκατσε στον ίσκιο κι αποκοιμήθηκε. Στο όνειρό του είδε τι θα είχε συμβεί, αν είχε φιλήσει το φίδι. Ξύπνησε και σκέφτηκε: “Απόψε το βράδυ θα πάω πίσω στη σάλα και αυτή τη φορά θα το φιλήσω, αν ξαναέρθει”. Πήγε λοιπόν στο κάστρο, έκατσε στο τραπέζι και άναψε τα δυο κεριά. Σαν το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μέσα στο δωμάτιο γλίστρησε ένα πολύ μεγαλύτερο φίδι, με δυο κεφάλια. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά του και τον παρακάλεσε: “Φίλησε με”. Φόβος κατέκλυσε τον γιο του ψαρά με την ασκήμια που έβλεπε μπροστά του και για άλλη μια φορά το καταράστηκε: “ Φύγε από μπροστά μου, Σατανά! Δεν έχεις καμία δύναμη πάνω μου!” και το φίδι έφυγε.


Το επόμενο πρωί με την αυγή, ο νέος σηκώθηκε, τράβηξε κατά το νερό, έπιασε ψάρια και έφαγε μέχρι που χόρτασε. Αποκοιμισμένος κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου, ονειρεύτηκε: “Κι όμως, θα είχες πράξει σωστά αν είχες φιλήσει το φίδι”. Ξύπνησε μεμιάς και σκέφτηκε πως αυτό το βράδυ θα φιλούσε σίγουρα το φίδι, όσο απαίσιο και να ήταν. Με το σούρουπο, πήγε στο κάστρο, στη σάλα, έκατσε στο τραπέζι με τα κεριά και περίμενε να σημάνει μεσάνυχτα. Η πόρτα άνοιξε και ένα φίδι με τρία κεφάλια και πολύ μεγαλύτερο από το τελευταίο σύρθηκε και στάθηκε μπροστά του: “Φίλησε με”, του είπε εκλιπαρώντας. Εκείνος έκλεισε τα μάτια και το φίλησε. Μονομιάς το φίδι μεταμορφώθηκε σε μια σωστή καλλονή, ήταν η μαγεμένη κόρη του άρχοντα του κάστρου. Μετά το φιλί, όλο το κάστρο και όλη η πόλη ξανάνιωσε, είχαν λυθεί τα μάγια! Τρέχοντας κατέφτασαν στη σάλα οι γονείς της κοπέλας και καλωσόρισαν τον νέο με μεγάλη τους χαρά. Ο πατέρας του είπε: “Φίλε, σου παραδίδω τα πλούτη και την κόρη μου, αν τη θέλεις” και ο γιος του ψαρά απάντησε: “Ας περιμένουμε λίγο να γνωριστούμε με τη δεσποσύνη και βλέπουμε”. Ετοιμάστηκε ένα πλουσιοπάροχο δείπνο προς τιμήν του νεαρού και μετά από αυτό, ο νεαρός και η κόρη έκατσαν και συζήτησαν μέχρι αργά. Το πρωί, σηκώθηκαν και πήγαν περίπατο στην πόλη. Όπου και να πήγαιναν, ο κόσμος έβγαινε από τα σπίτια του και τον ευχαριστούσε που τους είχε σώσει.


Ο γιος του ψαρά ήταν πράγματι ικανοποιημένος. Μόνο ένα πράγμα τον στενοχωρούσε: “Κοιτά τι πλουσιοπάροχα που ζω και με τι καλή τύχη, και ο δόλιος πατέρας μου νομίζει ότι με έχει καταπιεί για πάντα η άβυσσος. Αν μπορούσα να ξαναπάω στον πατέρα μου στις όχθες του Δούναβη και να του πω ότι είμαι καλά, τότε μόνο θα ήμουν στ’ αλήθεια ευτυχισμένος”. Τότε τον πλησίασε η κόρη του άρχοντα του κάστρου:

Έχω κάτι να σε βοηθήσει να γυρίσεις πίσω στον πατέρα σου, αλλά πρέπει να υποσχεθείς ότι θα επιστρέψεις.

Το ξέρεις κυρά μου πως θα επιστρέψω. Ό,τι χρειάζομαι για μια ευτυχισμένη ζωή το έχω εδώ, της απάντησε.

Συμφώνησαν πως, αν δεν γυρνούσε αμέσως πίσω, η κόρη θα τον περίμενε για επτά χρόνια. Έδωσε στον νέο ένα δαχτυλίδι και του είπε: “Ορίστε αυτό το δαχτυλίδι. Αν κοιτάξεις μέσα του και σκεφτείς τον πατέρα σου στις όχθες του Δούναβη, τότε θα βρεθείς δίπλα του στη στιγμή. Σαν θελήσεις να γυρίσει κοντά μου, θα κοιτάξεις μέσα στο δαχτυλίδι, θα με σκεφτείς και θα είσαι αμέσως δίπλα μου. Μόνο πρόσεχε, να μην το δει κανένας άλλος και να μην το χάσεις, γιατί, αν το χάσεις, μπορεί και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ”. Ο νέος πήρε το δαχτυλίδι και το κοίταξε καλά, σκέφτηκε πόσο πολύ ήθελε να δει τον πατέρα του και τον Δούναβη και μεμιάς βρέθηκε δίπλα στον γερο-πατέρα του.


Ο πατέρας και η μητέρα του νεαρού χάρηκαν πάρα πολύ, που ο γιος τους ήταν σώος και αβλαβής και που είχε γυρίσει κοντά τους. Του έκαναν ατέλειωτες ερωτήσεις. Εκείνος τους αφηγήθηκε πώς έπεσε στο νερό και βρέθηκε στην μαγεμένη πολιτεία και τι συνέβη μετά. Οι δικοί του ενθουσιάστηκαν με την καλή τύχη του γιου τους. Ειδικά η μητέρα του, σχεδόν χόρευε από τη χαρά της! Στη συνέχεια, ο πατέρας έφερε τον γιο του μπροστά στον άρχοντα για τον οποίο ακόμη πήγαινε και ψάρευε. Κι εκεί όλοι καταχάρηκαν σαν τον είδαν. Ειδικά ο άρχοντας, που είχε δυο κόρες, σαν τον είδε του είπε: “Μείνε μαζί μας παλικάρι μου. Θα σου δώσω ένα κομμάτι της περιουσίας μου και μια κόρη μου για γυναίκα, όποια σου αρέσει”. Ο γιος του ψαρά τότε σκέφτηκε: “Με περιμένει ολόκληρο βασίλειο και μια καλλονή καλύτερη από αυτές. Αλλά τι μπορεί να βλάψει να μείνω μια-δυο μέρες ακόμα; εφτά χρόνια δεν περνάνε και τόσο γρήγορα…”.


Μια μέρα λοιπόν, ο νέος είχε βγει για περίπατο με τις δυο κόρες του άρχοντα και ο ανόητος τους έδειξε το δαχτυλίδι και τους εξήγησε πού το βρήκε και τι έκανε. Αυτές αμέσως σκέφτηκαν: “Τι καλά! Αν του το πάρουμε, τότε σίγουρα θα θέλει να μείνει μαζί μας για πάντα!”. Περπάτησαν λίγο ακόμα και μια από τις κόρες είπε: “Ας πάμε να ξαποστάσουμε εκεί, στη σκιά” και πήγαν οι τρεις τους και έκατσαν στο γρασίδι κάτω από ένα δέντρο. Δεν είχαν κάτσει και πολύ, μέχρι που μια από τις κόρες είπε:

Αχ! Κοίτα! Τι είναι αυτό στα μαλλιά σου;

Δε νομίζω ότι έχω κάτι…

Έχεις, έχεις, άσε με να δω.

Και έτσι όπως τάχα μου η κόρη άρχισε να του ψαχουλεύει το κεφάλι και να του χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά, ο νεαρός αποκοιμήθηκε. Η άλλη η κόρη, σαν το είδε αυτό, έβαλε το χέρι στην τσέπη του και του πήρε το δαχτυλίδι. Μετά από λίγο, σαν ξύπνησε ο νέος, σηκώθηκαν και συνέχισαν τη βόλτα τους. Περπάτησαν και περπάτησαν και όταν ο γιος του ψαρά έβαλε το χέρι του στην τσέπη, το δαχτυλίδι δεν ήταν πουθενά: “Το δαχτυλίδι μου! Το έχασα! Τι θα κάνω τώρα;” Και τα κορίτσια του είπαν: “Ας γυρίσουμε πίσω εκεί που κάτσαμε για λίγο να το ψάξουμε, μπορεί και να το βρούμε”. Γύρισαν, μα όσο διεξοδικά και να έψαξαν, το δαχτυλίδι δεν το βρήκαν, αφού ήταν στην τσέπη μιας από τις κόρες του άρχοντα.


Μετά από αυτό το γεγονός, ο νέος έμεινε σε αυτό το σπίτι άλλα πέντε χρόνια. Σαν τελείωσε και ο πέμπτος χρόνος, ο γιος του ψαρά σκέφτηκε: “Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν μείνω κι άλλο δεν θα γυρίσω ποτέ στην Περντονκόρτεν. Πρέπει να φύγω αμέσως κι ελπίζω να μου πάρει μόνο δύο χρόνια να φτάσω εκεί”.


Στο μακρύ του ταξίδι, κάποια στιγμή τον βρήκε το σκοτάδι. Περνούσε μέσα από πυκνή βλάστηση και δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Μακριά όμως, σε έναν λόφο είδε ένα φως: “Εκεί πρέπει να φτάσω, θα υπάρχουν άνθρωποι εκεί”, σκέφτηκε. Μετά από προσπάθεια, έφτασε στο φως και στο σπίτι βρήκε μόνη της μια γυναίκα.Την ρώτησε αν θα μπορούσε να μείνει εκεί το βράδυ. Εκείνη του απάντησε: “Εγώ ευχαρίστως θα σε φιλοξενούσα, αλλά βλέπεις, μένω με τα τρία μου αδέρφια και είναι τρομεροί κλέφτες. Δεν θα σου το συνιστούσα να μείνεις εδώ, γιατί αν γυρίσουν και σε βρουν, τότε σίγουρα θα σε σκοτώσουν”. Ο νέος, όλο αυτοπεποίθηση, της είπε: “Μη σκοτίζεσαι για αυτό. Μόνο φέρε μου ένα καραφάκι κρασί και θα κάτσω σε αυτό το τραπέζι να τους περιμένω”. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν επέστρεψαν οι τρεις κλέφτες και βρήκαν τον νεαρό να έχει στρογγυλοκάτσει στο τραπέζι τους και να πίνει ανέμελα το κρασί τους. Θυμωμένοι, τον ρώτησαν:

Ποιος είσαι εσύ;

Δεν ξέρω ποιος είμαι. Μόνο πως είμαι ένας φτωχός νέος που τριγυρνάει άσκοπα στον κόσμο.

Ναι, μα από που κρατάει η σκούφια σου;

Ούτε αυτό το ξέρω. Γυρίζω από μέρος σε μέρος και πουθενά δεν είναι το σπίτι μου.

Βρε, πώς σε λένε; Πώς γράφεις το όνομα σου;

Μα ο νεαρός είχε φοιτήσει στο μαύρο σχολείο και ήξερε και τα ονόματα των τριών κλεφτών, μα και ότι είχαν χάσει τον έναν τους αδερφό. Έτσι, το μόνο που τους απάντησε ήταν το επίθετο τους και το όνομα του νεκρού τους αδελφού. Κι εκείνοι με ανοικτό το στόμα του είπαν:

Είσαι στ’ αλήθεια ο αδερφός μας, που χάσαμε πριν από τόσο καιρό;

Μα δεν βλέπετε ότι είμαι;

Και είσαι πρόθυμος να λάβεις κι εσύ μέρος στις δουλειές μας;

Αν η δουλειά σας είναι τίμια και μπορεί κανείς να βγάλει τα προς το ζην, δεν βλέπω γιατί όχι.

Από την τέχνη μας βγάζουμε το ψωμάκι μας εύκολα. Στο σπίτι δεν κάνουμε τίποτα, αλλά πάντα έχουμε άφθονο φαγητό και ποτό.

Και πόσα βγάλατε σήμερα δηλαδή;

Α, σήμερα βγάλαμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε βγάλει ποτέ. Έχουμε αυτά τα παπούτσια, που όποιος τα φορέσει, διανύει διακόσια μίλα σε μισή ώρα. έχουμε αυτόν τον μανδύα, που σαν τον φορέσει κανείς γίνεται αόρατος. Έχουμε και αυτό το καπέλο. σαν το βάλει κάποιος στο κεφάλι του, ακόμα και τα πιο θεόρατα εμπόδια χάνονται από μπροστά του.

Μα, είναι αλήθεια όλα αυτά;

Βεβαίως και είναι.

Για να δούμε αν μου πάνε όλα αυτά τα ρούχα, τότε!

Και ο νεαρός φόρεσε τα παπούτσια, τον μανδύα και το καπέλο και έκανε ένα βήμα πίσω: “Μα τώρα στ’ αλήθεια δεν με βλέπετε;” ρώτησε και τα αδέρφια του είπαν: “Κανείς δεν μπορεί να σε δει”. Ο γιος του ψαρά τότε έκανε ένα άλμα, που σείστηκε το έδαφος! Τα αδέρφια προσπάθησαν να τον πιάσουν, αλλά έτσι αόρατος που ήταν, ο νεαρός τους ξέφυγε για τα καλά.


Πέταξε λοιπόν εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, σκεπτόμενος: “Ο ήλιος δίνει το φως του σε όλον τον κόσμο. Σίγουρα αυτός θα ξέρει που είναι η Περντονκόρτεν”. Σαν έφτασε στο σπίτι του ήλιου, ρώτησε τον υπηρέτη του: “Είναι εδώ ο αφέντης ήλιος;” και ο υπηρέτης του απάντησε: “Απουσιάζει, έχει βγει να δώσει το φως του στη γη, θα επιστρέψει το σούρουπο. Πρέπει να τον περιμένετε, αν θέλετε να του μιλήσετε. Πρέπει επίσης να ξέρετε, πως σαν γυρίσει, θα φέρει μαζί του και τόση ζέστη που, αν δεν κρυφτείτε εγκαίρως, σίγουρα θα καείτε σαν το γουρούνι στη σούβλα”. Ο ταξιδιώτης σκέφτηκε για λίγο και είπε: “Θα πάω να μπω κάτω απ’ το χώμα. Σαν έρθει ο κύριος σου, έλα να με φωνάξεις”. Και με αυτό, πήγε και έσκαψε βαθιά και κρύφτηκε. Το σούρουπο, ο ήλιος επέστρεψε στο σπίτι του και ο υπηρέτης πήγε να φωνάξει τον επισκέπτη. Ο νεαρός βγήκε από την κρυψώνα του και πήγε να συναντήσει τον ήλιο:

Τι θες από εμένα ταξιδιώτη; τον ρώτησε ο ήλιος.

Αφέντη μου, εσύ που φωτίζεις μέρη μακρινά, σίγουρα θα ξέρεις πού είναι η Περντονκόρτεν. Αυτήν ψάχνω.

Δεν ξέρω πού είναι αυτή η πόλη. Πρέπει να είναι κρυμμένη μέσα σε χαράδρες και σπηλιές, εκεί που δεν πάω ποτέ. Η σελήνη όμως φωτίζει ακόμα και τα πιο σκοτεινά μέρη. Να πας να ρωτήσεις εκεί.


Και ο νεαρός πήγε. Με έναν πήδο, έφτασε αμέσως στο σπίτι της σελήνης, απ ‘όπου βγαίνει κάθε βράδυ. Αλλά ούτε αυτή βρισκόταν σπίτι. Ρώτησε την υπηρέτρια του:

Πού βρίσκεται η κυρά σου και δεν είναι σπίτι;

Πήγε να φωτίσει τη γη, αποκρίθηκε η υπηρέτρια.

Θα την περιμένω τότε.

Α, αυτό είναι επικίνδυνο, είπε ανήσυχα η υπηρέτρια. Σαν έρχεται πίσω από τη νυχτερινή της πτήση, φέρνει μαζί της τέτοιο ψύχος, που θα γίνετε παγοκολώνα στη στιγμή.

Τότε θα κρυφτώ στη στάχτη. Όταν η κυρά σου γυρίσει, έλα να με φωνάξεις.

Λίγο πριν την αυγή επέστρεψε και η σελήνη. Η υπηρέτρια, μόλις η κυρά της ήταν έτοιμη, πήγε στον επισκέπτη και τον ειδοποίησε για τον ερχομό της. Ο νεαρός τότε παρουσιάστηκε μπροστά της:

Τι θες από μένα νεαρέ; τον ρώτησε.

Τίποτα το δύσκολο για εσάς κυρά μου. Εσείς που ρίχνετε το φως σας και στα πιο σκοτεινά σημεία, σίγουρα θα ξέρετε πού είναι η πόλη Περντονκόρτεν. Αυτήν ψάχνω.

Δεν ξέρω πού είναι αυτή η πόλη. Πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά που δεν επισκέπτομαι ποτέ. αν θες να τη βρεις, να πας εκεί όπου σηκώνεται ο άνεμος. Αυτός πετάει πάνω και μέσα σε αβύσσους, σίγουρα θα ξέρει να σου πει.


Και πάλι με ένα σάλτο, ο γιος του ψαρά είχε ήδη φτάσει στο σπίτι του ανέμου. Για καλή του τύχη, μόλις είχε γυρίσει. Τον ρώτησε:

Αφέντη μου, Άνεμε, μήπως ξέρεις τον δρόμο για την πόλη Περντονκόρτεν;

Μα φυσικά και ξέρω τον δρόμο. Θα είμαι εκεί μάλιστα αύριο κατά τις τρεις, η πριγκίπισσα παντρεύεται βλέπεις, και με φώναξαν να τους δροσίσω την ημέρα, να μην είναι πολύ ζεστά. Αλλά, εγώ περνάω από αβύσσους και βράχια και γρεμνά, δε νομίζω να μπορείς να με ακολουθήσεις.

Αφέντη μου, μη σε νοιάζει εσένα αυτό, κανένας βράχος δεν μπορεί να μου σταθεί εμπόδιο. Με αυτό το μαγικό καπέλο, όλα τα εμπόδια μπροστά μου ισοπεδώνονται.

Ας πάμε αύριο στην ώρα μας λοιπόν, είπε ευχάριστα ο άνεμος.


Λίγο πριν τις τρεις την επόμενη ημέρα ξεκίνησαν για την πόλη. Εκεί που πήγαιναν, μπροστά τους βρέθηκε ένας πελώριος βράχος, ο άνεμος χώθηκε σε μια τόση δα τρύπα και βγήκε από την άλλη. Ο γιος του ψαρά τότε, πέταξε το καπέλο του πάνω στον βράχο και μεμιάς αυτός άνοιξε στα δύο. Έτσι συνέχισαν, μπρος ο άνεμος και πίσω ο νεαρός.


Έφτασαν στην Περντονκόρτεν αρκετά νωρίς και ο άνεμος άφησε τον γιο, για να πάει να αρχίσει να φυσάει να δροσίσει την ημέρα. Ο γιος του ψαρά μπήκε στη εκκλησία και κάθησε να περιμένει την έναρξη του γάμου. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν έντεκα, άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι καλεσμένοι, γύρω στους πενήντα, όλοι τους αξιοζήλευτα καλοντυμένοι. Άρχισε τότε ο ιερέας να ψέλνει τη Θεία Λειτουργία και μόλις τελείωσε, σειρά είχε η γαμήλια τελετή. Ο νεαρός φορούσε τον μανδύα και ήταν αόρατος, έτσι πλησίασε τον ιερέα και με μια κίνηση του έριξε όλα τα βιβλία κάτω. Ο ιερέας είπε τότε ταραγμένος: “Κάποιος από τους δυο σας πρέπει να έχει διαπράξει μεγάλη αμαρτία, δεν είστε άξιοι να ευλογηθείτε σε αυτό το μυστήριο”. Τότε η νύφη άρχισε να εξηγεί πως πριν πολύ καιρό, τους είχε σώσει κάποιος και πως αυτή είχε δώσει τον λόγο της να τον περιμένει να γυρίσει για επτά χρόνια: “Και πόσος καιρός έχει περάσει από τότε;” Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα και είπε:

Πεντέμισι χρόνια…

Τότε θα πρέπει να περιμένετε άλλον ενάμιση χρόνο κι αν ακόμη δεν έχει επιστρέψει ο νεαρός, τότε μόνο θα μπορέσετε να παντρευτείτε. Μα για πες μου, εσύ στ’ αλήθεια ποιον θες, αυτόν ή τον άλλον;

Για να είμαι ειλικρινής, τον άλλον, αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ.


Ο νεαρός ακούγοντας αυτά τα λόγια, χάρηκε ιδιαίτερα. Ακολούθησε την πομπή που βγήκε από την εκκλησία, πάντα με τον μανδύα του, πάντα αόρατος. Ο πατέρας της νύφης ντράπηκε να στείλει όλους τους καλεσμένους στα σπίτια τους έτσι, γι’ αυτό τους κέρασε όλους κρασί. Καθώς έπιναν και συζητούσαν, ο νεαρός κινούνταν ανάμεσά τους, χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα. Σαν οι καλεσμένοι γύρισαν όλοι σπίτια τους και στο παλάτι είχαν μείνει πια μόνο η οικογένεια του αφέντη και το προσωπικό, ο γιος του ψαρά έβγαλε τον μανδύα του και τον κρέμασε σε καλόγερο. ένας ένας όσοι τον συνάντησαν, τον αναγνώρισαν και μόλις τον αντίκρυσε και η κόρη του κάστρου έτρεξε και τον αγκάλιασε όλο αγάπη: “Και να σκεφτεί κανείς πως παραλίγο να παντρευτώ κάποιον άλλον σήμερα. ο Θεός με φύλαξε!”.


Έγιναν λοιπόν καινούριες ετοιμασίες για τον γάμο. Πήγαν στην εκκλησία, όπου έγινε μια όμορφη τελετή. Γύρισαν στο κάστρο και έστρωσαν γλέντι τρικούβερτο. Υπήρχε φαΐ, υπήρχε κρασί και σαν να μην έφτανε αυτό, έδωσαν και σε μένα. Μου έβαλαν και ήπια κρασί σε σουρωτήρι. Μου έβαλαν ψωμί σε ποτήρι κι άλλο ψωμί σε φτυάρι. Αυτά είδα κι εγώ και έφυγα από κει.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...