Λάσσε, Δουλικό Μου!
Λυχνάρι το θέλετε, χαρτί το θέλετε, οι Σουηδοί μας φέρνουν τον τέλειο μα μπουχτισμένο υπηρέτη τον Λάσσε. Αλλά οι εργάτες κάποια στιγμή απαιτούν τα δικαιώματά τους.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποια βία, απαγωγή, υποτίμηση γυναικών
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Λάσσε, Δουλικό μου!
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πρίγκιπας ή δούκας ή ότι θέλετε εσείς να είναι, το μόνο σίγουρο είναι πως ήταν ένας γαλαζοαίματος άρχοντας ο οποίος δεν ήθελε να κάτσει στα αυγά του. Ταξίδεψε στον κόσμο όλο και όπου πήγαινε όλοι τον συμπαθούσαν και συγχρωτιζόταν με τους πιο ευγενείς ανθρώπους. Είχε βλέπετε αμύθητη περιουσία και ήταν πάντα περιτριγυρισμένος από φίλους και γνωστούς. Όπως όλοι γνωρίζουμε, πάντα βρίσκονται γουρούνια να χώσουν τις μουσούδες τους όπου μυριστούν φαΐ… Αφού όμως ξόδευε την περιουσία του με αυτόν τον τρόπο, σύντομα αυτή λιγόστεψε αρκετά μέχρι που δεν του έμεινε ούτε κέρμα. Αυτό σήμανε και το τέλος των φίλων του, μιας και συμπεριφέρθηκαν όπως αρμόζει σε γουρούνια - μόλις καλοφάνε και χορτάσουν, αρχίζουν την γκρίνια και σκορπίζονται εδώ κι εκεί ψάχνοντας να βρουν άλλα πράγματα να κάνουν. Έτσι ο δούκας έμεινε μόνος και παρατημένος από όλους. Βοήθεια είχε βρει μόνο όταν σπαταλούσε την περιουσία του, μα σαν ήρθε η ώρα να την ξαναχτίσει, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Μην βλέποντας άλλη λύση ο δούκας, πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του ζητιανεύοντας πότε πότε για να μπορέσει να φάει κάτι.
Ένα σούρουπο βρέθηκε σ΄ ένα μεγάλο δάσος χωρίς να μπορεί να βρει κάπου να περάσει τη νύχτα. Κοιτώντας δεξιά κι αριστερά διέκρινε στο βάθος, πίσω από κάτι πυκνούς θάμνους, μια καλύβα. Φυσικά ένα τέτοιο φτωχοκάλυβο δεν ήταν το κατάλληλο κατάλυμμα για κάποιον της τάξης του, αλλά αν σου δίνουν γάιδαρο δεν το κοιτάς στα δόντια, οπότε ο δούκας μπήκε στην καλύβα. Ούτε γάτα δεν υπήρχε στην καλύβα, ούτε ένα σκαμνάκι να κάτσει κανείς, μόνο ένα τεράστιο μπαούλο ακουμπισμένο σ΄ έναν από τους τέσσερις τοίχους. Και τι μπορεί να ήταν μέσα στο μπαούλο; Μήπως να είχε καναδυό μουχλιασμένα ψίχουλα; Αχ, ακόμη κι αυτά θα του προσέφεραν τρομερή ανακούφιση τώρα, έτσι όπως πεινούσε. Δεν είχε εξοικονομίσει ούτε κέρμα όλη μέρα, κανείς δεν του είχε δώσει κάτι και μετά από τόσον καιρό ανέχειας και πείνας, μπορούσε να διακρίνει και τα πλευρά του. Άνοιξε λοιπόν το μπαούλο. Μέσα του βρήκε ένα άλλο μπαούλο και μέσα σε αυτό ένα άλλο κι ένα άλλο και αυτό συνεχιζόταν με το κάθε νέο μπαούλο να είναι μικρότερο από το προηγούμενο μέχρι που πια άνοιγε… κουτάκια. Όσο πιο μικρά ήταν, τόσο πιο πολύ δυσκολευόταν να τ’ ανοίξει, φαινόταν λες και κάποιος προσπαθούσε να προστατεύσει αυτό που θα υπήρχε στο τελευταίο. Θα πρέπει να ήταν πραγματικά πολύτιμο, σκέφτηκε ο δούκας.
Άνοιξε και το τελευταίο κουτάκι και το μόνο που βρήκε μέσα ήταν ένα κομμάτι χαρτί. Μετά από τόση προσπάθεια και προσμονή, μόνο αυτό ήταν! Ο δούκας στεναχωρήθηκε πολύ και έτσι όπως έσκυψε απογοητευμένος το κεφάλι του είδε πως στο χαρτί υπήρχαν λέξεις τις οποίες μάλιστα με μια δεύτερη ματιά μπορούσε και να διαβάσει, κι ας του φαινόντουσαν παράξενες. Τις διάβασε δυνατά: “Λάσσε, δουλικό μου!”. Δεν πρόλαβε καλά καλά να τελειώσει και μια φωνή ακούστηκε και μάλιστα δίπλα στο αυτί του: “Τι διατάσσει ο αφέντης;”. Ο δούκας κοίταξε τριγύρω μα δεν είδε κανέναν. Παραξενεύτηκε και σκέφτηκε να το ξαναδιαβάσει δυνατά: “Λάσσε, δουλικό μου!” και όπως και πριν, πήρε την ίδια απόκριση:
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Αν υπάρχει κάποιος εδώ τριγύρω που με ακούει, παρακαλώ να μου φέρει έστω και λίγο φαγητό, είπε δειλά ο δούκας.
Μονομιάς εμφανίστηκε στο καλυβάκι ένα τραπέζι γεμάτο με απερίγραπτες νοστιμιές. Ο δούκας αλλοιθώρισε και άρχισε αμέσως να τρώει και να πίνει, παρόλο που ήταν κατάμονος. Καθώς έτρωγε σκέφτηκε πως αυτό ήταν το καλύτερο γεύμα που είχε φάει ποτέ του και μόλις χόρτασε και συνήλθε, έβγαλε πάλι το κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και είπε:
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Τώρα που μου έφερες να φάω και να πιω, φέρε μου και ένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Αλλά να είναι καλό κρεβάτι, ε;
Όπως καταλαβαίνετε, τώρα που ήταν φαγωμένος ο δούκας, άρχισε να σκέφτεται όπως παλιά. Η διαταγή του έγινε πραγματικότητα στη στιγμή. Το τραπέζι εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα κρεβάτι τόσο περίτεχνο και άνετο που ακόμη κι ένας βασιλιάς θα χαιρόταν να ξαπλώσει πάνω του. Όλα λοιπόν ήταν καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μα όλοι ξέρουμε πως κάτι καλό μπορεί πάντα να γίνει καλύτερο κι έτσι σαν ο δούκας ξάπλωσε στο πολυτελές του κρεβάτι, αποφάσισε πως ο ίδιος ήταν φτιαγμένος για περισσότερη χλιδή. Σήκωσε το χαρτί:
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Αφού μπόρεσες και μου έφερες τέτοιο γεύμα και από το πουθενά κατέβασες ένα τέτοιο κρεβάτι, σίγουρα θα μπορέσεις να μου προσφέρεις κι ένα καλύτερο δωμάτιο. Ξέρεις εγώ είμαι συνηθισμένος σε παλάτια με χρυσούς καθρέπτες και μεταξωτά χαλιά, να ζω δηλαδή με πολυτέλειες κάθε είδους.
Μόλις η τελευταία λέξη άφησε τα χείλη του, βρήκε τον εαυτό του στη μέση του πιο εντυπωσιακά όμορφου δωματίου που είχε δει ποτέ του. Τώρα όλα ήταν της αρεσκείας του και μ΄ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στα χείλη, γύρισε πλευρό και έκλεισε τα μάτια του.
Μα ένα μόνο δωμάτιο δεν μπορούσε να εκφράσει ακριβώς το μεγαλείο το δικό του. Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε, ο δούκας συνειδητοποίησε πως είχε αποκοιμηθεί μέσα σ΄ ένα μεγαλόπρεπο κάστρο. Ορίστε, το ένα δωμάτιο διαδεχόταν το άλλο και μετά το άλλο και όπου κι αν κοιτούσε οι τοίχοι και τα ταβάνια ήταν διακοσμημένα με τα πιο περίτεχνα και λαμπερά σχέδια, τόσο λαμπερά, που σαν έπεφταν πάνω τους οι ακτίνες του ήλιου, ο δούκας έπρεπε να κάνει σκιά στα μάτια του. Τότε είδε πως όλα ήταν χρυσά κι ασημένια. Κοίταξε κι έξω από το παράθυρο και η ομορφιά που αντίκρυσε του έκοψε την ανάσα. Το πυκνό και άχαρο δάσος είχε δώσει τη θέση του σ΄ έναν πελώριο κήπο, γεμάτο με καταπράσινα δέντρα και τριανταφυλλιές κάθε ποικιλίας, θάμνους μα και δενδρύλλια. Αλλά πουθενά δεν υπήρχε ψυχή, ούτε γάτα δεν περνούσε. Παρόλ΄ αυτά ο δούκας αισθανόταν πως ήταν και πάλι άρχοντας και αυτό τον ευχαρίστησε πολύ. Πήρε για άλλη μια φορά το χαρτί στα χέρια του:
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Μου έδωσες να φάω και να πιω κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθώ. Μου έχτισες κι αυτό το κάστρο το οποίο μου ταιριάζει τόσο πολύ που λέω να μείνω εδώ. Αλλά δεν μπορώ να μείνω εδώ μονάχος. Χρειάζομαι υπηρέτες και υπηρέτριες για προσωπικό.
Έτσι κι έγινε. Υπηρέτες και καμαριέρες, μάγειροι και σταβλίτες, αυλικοί και καθαριστές, όλοι τους εμφανίστηκαν μπροστά στον δούκα και κάποιοι υποκλίθηκαν βαθιά ενώ άλλοι έσκυψαν τα κεφάλια τους με σεβασμό. Τώρα η χαρά του δούκα δεν κρυβόταν.
Στην άλλη μεριά του δάσους όμως, στεκόταν ένα άλλο κάστρο και ο άρχοντας του ήταν και ο άρχοντας του δάσους και όλων των χωραφιών και των εκτάσεων γύρω του. Μια μέρα λοιπόν, αυτός ο άρχοντας κοίταξε έξω από το παράθυρο του και είδε το νέο κάστρο του δούκα, με τις χρυσές του ανεμοδούρες στις κορυφές των πύργων οι οποίες πότε πότε τον τυφλώναν με τη λάμψη τους:
Τι παράξενο, σκέφτηκε ο άρχοντας και έστειλε να παρουσιαστούν μπροστά του οι αυλικοί, ο οποίοι σκοτώθηκαν να πέσουν στα πόδια του. Το βλέπετε εκείνο εκεί το κάστρο;
Ναι, το βλέπουμε, του απάντησαν με μια φωνή οι αυλικοί και γούρλωσαν τα μάτια.
Ποιος τόλμησε και έχτισε ολόκληρο κάστρο στη γη μου;
Οι αυλικοί υποκλίθηκαν, έξυσαν το κεφάλι τους και απολογήθηκαν ότι δεν ήξεραν τίποτα για το κάστρο. Έτσι, ο άρχοντας φώναξε τους φρουρούς του. Οι φρουροί παρουσιάστηκαν μπροστά του σε σχηματισμό και παρουσίασαν τα όπλα: “Στείλτε όλους τους στρατιώτες, πεζούς και έφιππους”, διέταξε ο άρχοντας, “και γκρεμίστε αμέσως εκείνο εκεί το κάστρο, κρεμάστε όποιον το έχτισε και γρήγορα!”.
Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν βιαστικά και κίνησαν αμέσως για το κάστρο του δούκα. Οι τυμπανιστές έδιναν τον ρυθμό για τον βηματισμό, οι τρομπέτες ηχούσαν τρανές και οι υπόλοιποι μουσικοί έδιναν στη φανφάρα ένα πολύ αυστηρό ύφος. Ο δούκας άκουσε όλον αυτόν τον σαματά πολύ πριν τους δει στον ορίζοντα και, γνωρίζοντας πολύ καλά από πείρα τι είδους εμβατήριο ήταν αυτό, έβγαλε το χαρτί:
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Έρχονται στρατιές, είπε αγχωμένα, και τώρα πρέπει να μου φτιάξεις και μένα έναν στρατό, αλλά διπλάσιο σε μέγεθος από αυτόν που καταφθάνει. Και να τους δώσεις σπαθιά και πιστόλια και λόγχες και κανόνια και γρήγορα!
Γρήγορα κι έγινε, και όταν ο δούκας κοίταξε έξω από το παράθυρό του είδε έναν πολυάριθμο στρατό πλήρως εξοπλισμένο να περικυκλώνει το κάστρο του.
Όταν ο στρατός του άρχοντα είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να δει την αντίπαλη στρατιά, δεν τόλμησε να προχωρήσει. Μα ο δούκας, που δεν ήταν καθόλου άτολμος, συνάντησε τον αρχιστράτηγο του άρχοντα και τον ρώτησε τι ήθελε από εκείνον. Ο αρχιστράτηγος τού μετέφερε τις διαταγές που είχε λάβει: “Άκου, δεν θα βγει τίποτα από αυτή τη σύγκρουση”, του απάντησε τότε ο δούκας, “όπως βλέπεις ο στρατός μου υπερτερεί του δικού σου και, αν ο άρχοντάς σου δεχτεί να με ακούσει θα μπορέσουμε να γίνουμε σύμμαχοι. Θα του προσφέρω τον δικό μου στρατό στην υπηρεσία του και ό,τι στόχο βάλει, θα τον πετύχουμε μαζί”. Του αρχιστράτηγου του άρεσε αυτή η πρόταση και ο δούκας προσκάλεσε αυτόν και όλους τους αξιωματικούς του να έρθουν στο κάστρο όπου και τους τάισε και τους πότισε πλουσιοπάροχα. Καθώς έτρωγαν και έπιναν οι αξιωματικοί άρχισαν και να μιλούν και να κουτσομπολεύουν και ο δούκας έμαθε ότι ο άρχοντας είχε μια ανύπανδρη κόρη που όμοιά της στην ομορφιά δεν υπήρχε πουθενά. Όσο περισσότερο έτρωγαν και έπιναν οι άντρες τού άρχοντα, τόσο περισσότερο ήταν της γνώμης πως ο δούκας θα ήταν ο ιδανικός σύζυγος για την κόρη του άρχοντα. Και πες πες, άρχισε και ο δούκας να το πιστεύει. Το μόνο κακό ήταν, έλεγαν οι στρατιώτες, πως αυτή η κόρη του άρχοντα ήταν πολύ υπερήφανη και δεν καταδεχόταν ούτε να κοιτάξει τον οποιοδήποτε. Ο δούκας με αυτό έβαλε τα γέλια: “Μα αν αυτό είναι το μόνο πρόβλημα”, είπε, “είναι κάτι που διορθώνεται εύκολα”.
Μόλις οι αξιωματικοί έφαγαν τόσο που έσκασαν, φώναξαν: Ουρά! όλοι μαζί για να ευχαριστήσουν τον δούκα και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι παρέλαση επιστροφής ήταν αυτή, μιας και αρκετοί από αυτούς είχαν κάπως χαλαρώσει την κορμοστασιά τους μετά το φαγοπότι. Ο δούκας τους ζήτησε να μεταφέρουν τις ευχές του στον άρχοντα και να του πουν ότι σύντομα θα πήγαινε να τον επισκεφτεί.
Σαν έμεινε πάλι μόνος ο δούκας, άρχισε να φέρνει στον νου του την αρχοντοπούλα και αναρωτιόταν αν στ’ αλήθεια ήταν τόσο όμορφη όσο του είχαν πει οι στρατιώτες. Αποφάσισε να μάθει μόνος του την αλήθεια. Τόσα παράξενα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα, γιατί όχι κι άλλο ένα;
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Μόνο εσύ μπορείς να φέρεις μπροστά μου την κόρη του άρχοντα, μα μόνο αφού έχει κοιμηθεί. Πρόσεξε να μην την ξυπνήσεις ούτε καθώς τη φέρνεις μα ούτε κι όταν την επιστρέψεις στο κρεβάτι της.
Σύντομα, μπροστά στον δούκα βρέθηκε η κοιμώμενη αρχοντοπούλα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του. Ήταν όντως πολύ όμορφη και γλυκιά σα ζάχαρη. Ο δούκας την εξέτασε από όλες τις οπτικές γωνίες και δεν μπορούσε να της βρει ούτε ένα ψεγάδι. Όσο περισσότερο την κοιτούσε τόσο πιο όμορφη του φαινόταν.
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Πήγαινε την αρχοντοπούλα στο κρεβάτι της, τώρα ξέρω τη μορφή της και αύριο κιόλας θα πάω να ζητήσω το χέρι της.
Το επόμενο πρωί, ο άρχοντας του κάστρου ξύπνησε και είπε στον εαυτό του: “Αχ ωραία, σήμερα θα έχει χαθεί αυτό το κάστρο στην άλλη μεριά του δάσους από τα μάτια μου”. Μα κάποια παγαποντιά πρέπει να είχε γίνει, γιατί το κάστρο στεκόταν ακόμη εκεί, στην άλλη άκρη του δάσους, όπως και πριν και οι χρυσές του ανεμοδούρες πάλι τον τυφλώναν. Ο βασιλιάς εξοργισμένος, φώναξε να παρουσιαστούν μπροστά του οι πάντες και όντως με υποκλίσεις και επαίνους και δουλική ταχύτητα, όλοι οι αυλικοί, οι υπηρέτες και όλοι οι στρατιώτες στάθηκαν και παρουσίασαν τα όπλα τους:
Το βλέπετε εκείνο εκεί το κάστρο, απευθύνθηκε σε όλους ο βασιλιάς.
Ναι, το βλέπουμε, του απάντησαν όλοι καθώς τεντώσαν τους λαιμούς τους και γούρλωσαν τα μάτια τους.
Δεν σας διέταξα να το γκρεμίσετε και να κρεμάσετε όποιον το έχτισε;
Αυτό δεν μπορούσε να το αρνηθεί κανείς. Από τη γραμμή βγήκε τότε ο αρχιστράτηγος και εξιστόρησε στον βασιλιά τι είχε συμβεί, πόσους περισσότερους στρατιώτες είχε ο δούκας και πόσο θαυμάσιο ήταν το κάστρο του. Έπειτα μετέφερε στον βασιλιά και την πρόταση του δούκα καθώς και τους χαιρετισμούς του.
Το κεφάλι του βασιλιά άρχισε να γυρίζει, έβγαλε την κορώνα του και έξυσε το κούτελό του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί… Αυτός ήταν ο άρχοντας του τόπου. Πώς συνέβησαν όλα αυτά σε μία μόνο νύχτα, το κάστρο, ο στρατός… Αν ο δούκας δεν ήταν ο ίδιος ο διάβολος, τότε σίγουρα ήταν ένας πανίσχυρος μάγος.
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, στην αίθουσα μπήκε η κόρη του, η πριγκίπισσα:
Ο Θεός να σ΄ έχει καλά πατέρα, του είπε με σεβασμό. Είδα το πιο ωραίο όνειρο εχθές το βράδυ.
Τι είδες κόρη μου, τη ρώτησε αφηρημένα ο βασιλιάς.
Ω, είδα ότι ήμουν λέει σε εκείνο εκεί το κάστρο όπου και ζούσε ένας δούκας, γοητευτικός κι ευγενικός περισσότερο από κάθε άλλον άντρα που έχω γνωρίσει και τώρα τον θέλω για άντρα μου.
Πώς; Τον θες για σύζυγό σου εσύ, που ποτέ σου δεν καταδέχτηκες ούτε να κοιτάξεις κανέναν άντρα; Για κοίτα κάτι παράξενα πράγματα! είπε έκπληκτος ο βασιλιάς.
Όπως και να έχει, είπε αδιάφορα η πριγκίπισσα, έτσι αισθάνομαι τώρα. Αυτόν θέλω και αυτόν θα πάρω.
Ο βασιλιάς δυσκολευόταν να χωνέψει πόση εντύπωση του είχε κάνει ο δούκας. Ξάφνου, άκουσε μια εκκωφαντική ακολουθία από τύμπανα, τρομπέτες και άλλα όργανα παντός τύπου. Στην αίθουσα τότε μπήκε κι ένας αγγελειαφόρος μεταφέροντας μήνυμα ότι είχε καταφτάσει ο δούκας με μια εντυπωσιακή ακολουθία, ένα πλήθος καλοντυμένων ανθρώπων, με ρούχα ραμμένα με χρυσή και ασημένια κλωστή. Ο βασιλιάς, φορώντας την κορώνα του και ντυμένος κι εκείνος με τα καλύτερά του ρούχα έμεινε να κοιτά την πόρτα από την οποία θα δεχόταν τους επισκέπτες του, ενώ τώρα η κόρη του ήταν πεπεισμένη περισσότερο από ποτέ να πραγματοποιήσει αυτό που είχε βάλει στόχο.
Ο δούκας χαιρέτησε ευγενικά τον βασιλιά και ο άρχοντας του ανταπόδωσε τον χαιρετισμό ανάλογα. Αφού συζήτησαν για λίγο τις υποθέσεις τους, έγιναν σύντομα φίλοι. Οργανώθηκε τρανό φαγοπότι όπου ο δούκας έκατσε δίπλα στην πριγκίπισσα. Τι είπαν ο ένας στον άλλο δεν γνωρίζουμε, μα ο δούκας ήταν γενικά τόσο γλυκομίλητος που ό,τι και να έλεγε στην πριγκίπισσα, εκείνη δεν θα του έφερνε αντίρρηση και σύντομα πήγε στον βασιλιά και ζήτησε το χέρι της. Ο βασιλιάς δεν ήταν ακριβώς σε θέση να του αρνηθεί μιας και θεωρούσε πως καλύτερα να είχε τον δούκα για φίλο παρά για εχθρό. Ούτε μπορούσε όμως να του πει αμέσως ναι. Πρώτα επιθυμούσε να δει το κάστρο του δούκα, την περιουσία και τις υποθέσεις του, κάτι που ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Συμφωνήθηκε επί τόπου λοιπόν, ο βασιλιάς να συνοδεύεται από την πριγκίπισσα ώστε να δει κι εκείνη το κάστρο του δούκα και την περιουσία του και τότε ο δούκας με τη συνοδεία του αποχώρησε.
Όταν ο δούκας επέστρεψε στο κάστρο του, ο Λάσσε είχε πολλή δουλειά να κάνει, μιας και του ανέθεσε πολλές αποστολές. Βιάστηκε όμως και υπάκουσε σε όλες τις διαταγές του δούκα και όλα ήταν έτοιμα και στην εντέλεια όταν κατέφτασε ο βασιλιάς με την κόρη του για την επιθεώρηση. Και οι δυο τους έδειχναν τρομερά ευχαριστημένοι και εντυπωσιασμένοι από αυτά που έβλεπαν διασχίζοντας το κάθε δωμάτιο, εξετάζοντας την κάθε γωνιά. Έγινε και ο γάμος και ο βασιλιάς οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή για το νιόπαντρο ζευγάρι. Σαν τελείωσε η γιορτή, ο δούκας με τη νύφη του επέστρεψαν στο κάστρο του όπου και ο δούκας οργάνωσε άλλη μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν του και της νέας του γυναίκας.
Πέρασε λίγος καιρός κι ένα βράδυ ο δούκας άκουσε από κάπου:
Είναι ευχαριστημένος τώρα ο αφέντης; είπε ο Λάσσε, παρόλο που ο δούκας δεν μπορούσε να τον δει.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος, του απάντησε ο δούκας, εσύ μου έδωσες ότι έχω.
Κι εγώ τι έχω πάρει για αντάλλαγμα; ρώτησε ο Λάσσε.
Τίποτα, είπε θλιμμένα ο δούκας. Αλλά, για τον Θεό, τι να σου δώσω που δεν είσαι καν από σάρκα και οστά, που δεν μπορώ καν να σε δω; Αν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω για εσένα, πες μου τι είναι κι εγώ θα το κάνω.
Να, θα ήθελα πολύ να έχω αυτό το κομμάτι χαρτί που έχεις στο κουτάκι, είπε γλυκά ο Λάσσε.
Αν αυτό είναι το μόνο που θες από εμένα, και είναι κάτι τόσο ασήμαντο, η επιθυμία σου θα γίνει πραγματικότητα, μιας και νομίζω ότι έχω μάθει πια τα λόγια απ’ έξω.
Ο Λασσε ευχαρίστησε τον δούκα και του είπε πως το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να βάλει το χαρτάκι πάνω στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του πριν πάει να κοιμηθεί και πως εκείνος θα το έπαιρνε κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Έτσι κι έκανε ο δούκας, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Τα ξημερώματα όμως, ο δούκας αισθάνθηκε να κρυώνει και να κρυώνει ακόμη περισσότερο μέχρι που τα δόντια του άρχισαν να τρίζουν από το κρύο και, σαν άνοιξε τα μάτια του, είδε πως όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα παρά ένα πουκάμισο, αλλά ούτε κρεβάτι δεν υπήρχε ούτε κάστρο. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στο μπαούλο του καλυβιού. Μεμιάς ξεφώνησε: “Λάσσε, δουλικό μου!”, μα δεν πήρε απάντηση. Για δεύτερη φορά φώναξε: “Λάσσε, δουλικό μου!”, μα πάλι δεν πήρε απάντηση. Μαζεύοντας τότε όλη του τη δύναμη ούρλιαξε για τρίτη φορά: “Λάσσε, δουλικό μου!”. Αλλά και αυτή η προσπάθεια ήταν μάταιη.
Τότε άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Ο Λάσσε, από τη στιγμή που πήρε στα χέρια του το κομμάτι χαρτί δεν χρειαζόταν πια να τον υπηρετεί και ό,τι είχε φτιάξει για τον δούκα έφυγε κι αυτό μαζί του. Γι αυτό είχε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση ο δούκας, με ό,τι είχε ξεκινήσει, με αυτό είχε μείνει. Η πριγκίπισσα στο πλευρό του ήταν σε λίγο καλύτερη θέση μιας και είχε μείνει να φορά τα καλά της ρούχα, αυτά που είχε φέρει από το σπίτι της και στα οποία ο Λάσσε δεν είχε καμία επιρροή. Τώρα ο δούκας έπρεπε να εξηγήσει και σε αυτήν τι είχε συμβεί και την παρακάλεσε να φύγει και να τον αφήσει να τα βγάλει μόνος του πέρα, δεν ήταν απαραίτητο να περάσει κι εκείνη αυτή την ταλαιπωρία. Μα η πριγκίπισσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Θυμόταν πολύ καλά τι τους είχε πει ο ιερέας όταν τους πάντρευε, είπε, και δεν θα τον άφηνε ποτέ μα ποτέ.
Λίγο αργότερα ξύπνησε και ο βασιλιάς στο κάστρο του και κοιτώντας έξω από το παράθυρό του είδε πως μέχρι και το τελευταίο πετραδάκι από το κάστρο του γαμπρού του είχε εξαφανιστεί. Ανήσυχος, έστειλε μια ομάδα αυλικών του να πάνε να δουν τι είχε συμβεί. Σύντομα επέστρεψαν, κάνοντας υποκλίσεις και ξύνοντας τα κεφάλια τους:
Το βλέπετε εκείνο εκεί το κάστρο τούς ρώτησε ο βασιλιάς.
Όχι, δεν το βλέπουμε, απάντησαν εκείνοι τεντώνοντας τους λαιμούς τους και γουρλώνοντας τα μάτια τους.
Τι απέγινε; ρώτησε ο βασιλιάς.
Μα σε αυτό, οι αυλικοί δεν είχαν απάντηση. Ο βασιλιάς τότε ετοιμάστηκε βιαστικά και βγήκε με όλη του την Αυλή. Διέσχισε το δάσος και όταν έφτασε εκεί όπου έπρεπε να είναι ο μεγαλόπρεπος κήπος και το περήφανο κάστρο δεν είδε τίποτα παρά κάτι αγκαθωτούς θάμνους και χαμόκλαδα. Από πίσω τους φάνηκε και η καλύβα και ο βασιλιάς κίνησε να μπει. Μπήκε… και τι να δει ο άμοιρος! Εκεί στεκόταν ο γαμπρός του φορώντας ένα φτωχικό πουκάμισο και δίπλα σε αυτόν η κόρη του και πριγκίπισσα, φορώντας κι εκείνη όχι πολλά περισσότερα, να κλαίει και να οδύρεται: “Μα τους Ουρανούς, τι συνέβη εδώ;”, ρώτησε ο βασιλιάς. Δεν πήρε όμως απάντηση, μιας και ο δούκας προτίμησε να πεθάνει παρά να του πει τι είχε στ’ αλήθεια συμβεί.
Στην αρχή ο βασιλιάς τον πήρε με το μαλακό και τον παρακάλεσε και τον ικέτεψε να του πει, αλλά βλέποντας ότι αυτό δεν έπιανε άρχισε τις απειλές και τις φοβέρες. Ο δούκας όμως παρέμεινε σιωπηλός και δεν είπε κουβέντα. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε με αυτό το πείσμα, και πολύ καλά έκανε, αφού κατάλαβε ότι ο ευγενής δούκας δεν ήταν αυτός που είχε πει πως ήταν και διέταξε να κρεμαστεί και μάλιστα αμέσως. Η πριγκίπισσα παρακάλεσε και έπεσε στα πόδια του πατέρα της ικετεύοντάς τον να του χαρίσει τη ζωή, μα τα δάκρυα και τα παρακάλια της ήταν εντελώς άχρηστα - ένας αχρείος ήταν και αχρείου θάνατος του έπρεπε.
Έτσι θα γινόταν λοιπόν. Η αγχόνη άρχισε να στήνεται και ταυτόχρονα δέθηκε ένα σκοινί γύρω από τον λαιμό του δούκα. Καθώς όμως άρχισαν να τον οδηγούν προς την αγχόνη, η πριγκίπισσα πήγε κρυφά και δωροδόκησε τον δήμιο να σκαρφιστεί ένα τέχνασμα ώστε να φανεί μόνο ότι ο δούκας κρεμάστηκε αλλά να μην πεθάνει στ’ αλήθεια. Όταν θα νύχτωνε, η πριγκίπισσα θα πήγαινε να τον κατεβάσει από την αγχόνη και οι δυο τους θα εξαφανιζόντουσαν. Η συμφωνία έγινε. Μπροστά στον βασιλιά και στον λαό του, ο δούκας κρεμάστηκε κι αφού όλοι ήταν ευχαριστημένοι, πήγαν σπίτια τους.
Ο δούκας έμεινε να κρέμεται από την αγχόνη, αλλά ασφαλής. Είχε έτσι χρόνο να σκεφτεί το λάθος που είχε κάνει με την απληστία του, ζητώντας πάντα τα πολλά, αντί να αρκείται στα λίγα. Αλλά αυτό που τον απέλπιζε περισσότερο ήταν που είχε δώσει στον Λάσσε το κομμάτι χαρτί. Τι ανόητος που ήταν! Αχ και να το είχε γι΄ άλλη μια φορά στα χέρια του, θα έδειχνε σε όλους πως το πάθημα τού είχε γίνει μάθημα! Μα όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, έτσι είναι τα πράγματα.
Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, ο δούκας άρχισε να λικνίζεται στην αγχόνη πηγαινοφέρνοντας τα πόδια του πέρα δώθε. Ήταν μια μακριά και πολύ κουραστική μέρα γι΄ αυτόν και ο ήλιος που έδυε στο βάθος τού πρόσφερε κάποια ανακούφιση. Σαν όμως εξαφανίστηκε και η τελευταία ηλιαχτίδα πίσω από τα βουνά ακούστηκε από τον δρόμο ένα δυνατό ΓΙΟ-ΧΟ!. Ο δούκας σήκωσε το βλέμμα του και είδε να κατεβαίνουν από τον δρόμο επτά κάρα με παλιοπάπουτσα. Στο τελευταίο κάρο αυτής της παράξενης πομπής στεκόταν ένας μικρόσωμος γεράκος που φορούσε στο κεφάλι του το σκουφί του ύπνου. Το πρόσωπό του ήταν πρόσωπο τρομακτικού τελώνιου και τώρα που το σκέφτομαι, και ο υπόλοιπος δεν ήταν και πολύ καλύτερος.
Έφτασε μπροστά στην αγχόνη και σταμάτησε όταν βρέθηκε ακριβώς κάτω από τον δούκα, τον κοίταξε και άρχισε να γελά… το απαίσιο τέρας: “Μα πόσο χαζός είσαι;”, είπε κοροϊδευτικά, “αλλά μήπως μπορεί να κάνει κι αλλιώς κάποιος τόσο χαζός όσο εσύ, μόνο με αυτή τη χαζομάρα πορεύεται κάθε μέρα σου”, και συνέχισε να χασκογελάει και να περιπαίζει τον δούκα, “Αμέ, εκεί πάνω κρέμεσαι εσύ τώρα και εδώ κάτω βρίσκομαι εγώ με όλα τα παπούτσια που έλιωσα να σε υπηρετώ. Αναρωτιέμαι αν μπόρεσες ποτέ σου στ’ αλήθεια να διαβάσεις τι ήταν γραμμένο στο χαρτί κι αν το κατάλαβες ποτέ”, είπε ο Λάσσε και γελώντας άλλη μια φορά, έβγαλε το χαρτί και το ταρακούνησε κάτω από τη μύτη του δούκα.
Αλλά όπως ξέρουμε, δεν είναι όλοι οι κρεμασμένοι από αγχόνη νεκροί και αυτή τη φορά ήταν ο Λάσσε που ξεγελάστηκε. Ο δούκας με μια απότομη κίνηση άρπαξε το χαρτί από το χέρι τού Λάσσε και είπε:
Λάσσε, δουλικό μου!
Τι διατάσσει ο αφέντης;
Κατέβασε με αμέσως από την αγχόνη και κάνε να γίνει το κάστρο και ο κήπος και όλα τα άλλα όπως ήταν πρώτα. Σαν σκοτεινιάσει τελείως, να φέρεις και την πριγκίπισσα εκεί.
Όταν ο βασιλιάς ξύπνησε το επόμενο πρωί, κοίταξε έξω από το παράθυρο του και, όπως πριν, το κάστρο του δούκα ήταν στη θέση του με τις ανεμοδούρες του να τον τυφλώνουν. Αμέσως φώναξε τους αυλικούς του οι οποίοι εμφανίστηκαν μπροστά του με υποκλίσεις μέχρι το πάτωμα:
Το βλέπετε εκείνο εκεί το κάστρο;
Το βλέπουμε, το βλέπουμε, είπαν οι αυλικοί τεντώνοντας τους λαιμούς τους και κοιτώντας σα χαμένοι με τα μάτια γουρλωμένα.
Έπειτα ο βασιλιάς έστειλε να του φέρουν μπροστά του την πριγκίπισσα, μα αυτή ήταν άφαντη. Τότε ο βασιλιάς είπε να πάει να δει αν ο γαμπρός του κρεμόταν ακόμη εκεί όπου τον είχε αφήσει την προηγούμενη μέρα. Αλλά όχι, ούτε ο γαμπρός του μα ούτε και η αγχόνη ήταν πια εκεί. Έβγαλε την κορώνα του και έξυσε το κεφάλι του. Αυτό όμως δεν βοήθησε την κατάσταση και ο βασιλιάς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε πάλι αλλάξει τόσο η κατάσταση. Πάλι με όλη την Αυλή του να τον ακολουθεί, πήγε μέχρι εκεί που παλιά στεκόταν το κάστρο του δούκα και να το πάλι, εκεί ήταν. Οι κήποι και οι τριανταφυλλιές του ήταν όπως πριν και όλοι οι υπηρέτες και οι κηπουροί του κάστρου πηγαινοέρχονταν κάνοντας τις δουλειές τους σα να μην συμβαίνει κάτι. Από τα σκαλιά τότε κατέβηκε και ο δούκας με τη γυναίκα του, ντυμένοι στην τρίχα για να υποδεχτούν τον βασιλιά.
Σίγουρα εδώ συμβαίνουν διαβολικά πράγματα, σκέφτηκε ο βασιλιάς ο οποίος δυσκολευόταν να πιστέψει τα ίδια του τα μάτια:
Καλωσόρισες πατέρα! του είπε εγκάρδια ο δούκας.
Ε-Εσύ… εσύ είσαι ο γαμπρός μου; ρώτησε ο βασιλιάς.
Μα και βέβαια είμαι, γέλασε ο δούκας, ποιος άλλος μπορεί να είμαι;
Μα δεν σε κρέμασα εχθές ως ληστή και παγαπόντη; σάστισε ο βασιλιάς.
Νομίζω ο πατέρας μας το έχασε κάπου καθώς ερχόταν κατά εδώ, είπε ο δούκας ευχάριστα γυρνώντας στη γυναίκα του. Νομίζατε πατέρα ότι θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κρεμαστεί τόσο εύκολα; Πείτε μου αμέσως αν κάποιος εδώ μέσα πιστεύει κάτι τέτοιο, συνέχισε ο δούκας και κοίταξε το πλήθος κατάματα.
Όλοι τους για μια στιγμή πάγωσαν από φόβο και μετά ξεκίνησαν τις υποκλίσεις και τους επαίνους. Ο βασιλιάς ήταν πολύ μπερδεμένος. Κοιτώντας και ξανακοιτώντας τον δούκα και τους τρόπους του, άρχισε να πιστεύει ότι ποτέ δεν θα ήθελε το κακό του… αλλά και πάλι δεν ήταν και πολύ σίγουρος:
Δεν ήμουν εδώ και εχθές που το κάστρο είχε εξαφανιστεί και στη θέση του υπήρχε μόνο μια καλύβα; Δεν μπήκα εγώ ο ίδιος μέσα στην καλύβα και σε βρήκα ξεβράκωτο; ρώτησε λίγο χαμένος ο βασιλιάς.
Μα πώς μιλάτε έτσι πατέρα, απάντησε ο δούκας. Πολύ φοβάμαι ότι διασχίζοντας το δάσος τα τρολ σας πείραξαν το μυαλό. Εσείς οι υπόλοιποι τι λέτε;
Ο δούκας έκανε αυτή την τελευταία ερώτηση γυρνώντας στο πλήθος. Μετά από μια στιγμή σιγής, ακολούθησαν υποκλίσεις και σούσουρο, μουρμουρητά και μια γενική συμφωνία πως λογικότερο ήταν ο δούκας να έχει δίκιο. Ο βασιλιάς έτριψε τα μάτια του και κοίταξε τριγύρω: “Έτσι θα είναι, όπως τα λες”, είπε στον δούκα. "Και νομίζω ότι τώρα τα βρήκα πάλι τα λογικά μου και τα μάτια μου βλέπουν τα σωστά. Πράγματι θα ήταν μεγάλο κρίμα και αμαρτία να σε είχα κρεμάσει”, δήλωσε ο βασιλιάς και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Το όλο θέμα είχε τώρα ξεχαστεί.
Μιας και το πάθημα είχε γίνει μάθημα στον δούκα, αυτή τη φορά έκανε πολύ περισσότερα πράγματα μόνος του και δεν άφηνε τον Λάσσε να λιώσει τόσα ζευγάρια παπούτσια όπως πριν. Ο βασιλιάς του έδωσε το μισό βασίλειο και τώρα είχε πολλά να κάνει μιας και είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη ενός σοφού και δίκαιου κυβερνήτη.
Μια μέρα, ο Λάσσε εμφανίστηκε στον δούκα. Αν και η εμφάνιση του δεν είχε βελτιωθεί καθόλου, οι τρόποι του τουλάχιστον ήταν πιο πολιτισμένοι και δεν χασκογελούσε σαν πρώτα:
Δεν με χρειάζεσαι πια, του είπε. Παλιά έλιωνα το ένα ζευγάρι παπούτσια μετά το άλλο, αλλά τώρα δεν λιώνω ούτε ένα και τα πόδια μου πονάνε από την αχρηστία. Δεν θα με διώξεις;
Πιστεύω αλήθεια, ότι τώρα ναι, μπορώ να κάνω και χωρίς εσένα, του απάντησε με ειλικρίνεια ο δούκας. Το κάστρο και ό,τι υπάρχει μέσα του είναι σε τέλεια αρμονία γιατί δεν υπάρχει άλλος αρχιτέκτονας σαν κι εσένα αλλά όμως, αφού δεν επιθυμώ να διακοσμήσω για άλλη μια φορά την αγχόνη, δεν μπορώ να σου παραδώσω το κομμάτι χαρτί που σε κρατά στο πλευρό μου.
Αν μείνει για πάντα στην κατοχή σου το χαρτί τότε δεν έχω να φοβάμαι τίποτα, είπε τότε ο Λάσσε. Μα αν το βρει κανείς άλλος τότε πάλι θα πρέπει να τρέχω σαν τρελός και να κάνω όλα τα χατίρια του καινούριου αφέντη, κι αυτό ακριβώς θέλω να αποφύγω. Αν εσύ, σαν κι εμένα, είχες δουλέψει χίλια χρόνια τότε θα ανησυχούσες, πίστεψέ με.
Οι δυο τους συμφώνησαν τότε να θάψουν το κομμάτι χαρτί μέσα στο κουτάκι του οκτώ πήχες κάτω από τη γη. Έβαλαν από πάνω μια μεγάλη πέτρα που έφτιαξε ο Λάσσε και έτσι σιγουρεύτηκαν ότι θα έμενε εκεί για πάντα. Έπειτα ευχαρίστησαν ο ένας τον άλλον για τη γνωριμία και τη συνεργασία και χωρίστηκαν. Κανείς δεν είδε ποτέ πού είχε θάψει ο δούκας το κουτί και έζησε με τη γυναίκα του ευτυχισμένος για πολλά ακόμη χρόνια, μάλιστα έκανε πολλούς γιους και πολλές κόρες. Όταν πέθανε ο βασιλιάς ανέλαβε εκείνος όλο το βασίλειο και πιστεύω πως, αν δεν έχει πεθάνει κι αυτός, ακόμη εκεί βασιλεύει.
Όσο για το κουτάκι με το κομμάτι χαρτί, ακόμη οι άνθρωποι σκάβουν και το αναζητούν.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1