podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Ασπουρτσέλα, ο Εκατοντασέλιδος

Τελευταία από αυτές τις ιστορίες, μια αγαπημένη και δημοφιλής ιστορία από τη Γεωργία που συνδυάζει πολλές άλλες. Ξανά: Οι ιστορίες ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και αυτή η ιστορία είναι η απόδειξη.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, δουλεία γυναικών, διαμελισμό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Ασπουρτσέλα, ο Εκατοντασέλιδος


Κάποτε ήταν και δεν ήταν (τέτοιο είναι το μεγαλείο του Θεού) μια γυναίκα. Ο άντρας της είχε πεθάνει νέος και την άφησε μόνη με τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι.


Όταν τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η μητέρα τους τους είπε: “Παιδιά μου, πώς και δεν έχετε φροντίσει την κληρονομιά σας τόσα χρόνια; Γιατί την έχετε εγκαταλείψει τελείως;”. Πρώτη φορά άκουγαν τα παιδιά γι΄ αυτήν την κληρονομιά και ρώτησαν τη μητέρα τους τι ακριβώς εννοούσε. Εκείνη τους εξήγησε σε ποια σημεία υπήρχαν χωράφια που τους ανήκαν και πως για να φτάσουν ως εκεί έπρεπε να ταξιδέψουν πολύ:

Μα αφού είναι τόσο μακριά, ποιος θα μας φέρνει φαγητό όταν πηγαίνουμε εκεί για δουλειά; ρώτησαν τη μητέρα τους τα αγόρια.

Θα σας στείλω την αδερφή σας να σας φέρει το κολατσιό σας, απάντησε εκείνη.


Τα αγόρια δέχτηκαν την πρόταση της μητέρας τους και κίνησαν για την κληρονομιά τους. Εκείνη όταν τους ξεπροβόδισε έδωσε στον καθένα τους από ένα κρεμμύδι και ένα σκόρδο και τους είπε: “Καθώς πηγαίνετε, να ρίχνετε τις φλούδες στο έδαφος για να μπορέσει να τις ακολουθήσει αργότερα η αδερφή σας, όταν έρθει η ώρα να σας φέρει το φαγητό”.


Τα αγόρια πήγαν για δουλειά και καθώς πήγαιναν έριχναν στο έδαφος τις φλούδες που έκοβαν από τα κρεμμύδια τους.


Σ΄ ένα από τα μονοπάτια εκεί κοντά, ζούσε ένας δράκος με εκατό κεφάλια. Η μητέρα αυτού του τέρατος είδε τη σειρά από φλούδες κρεμμυδιού στον δρόμο, τις μάζεψε όλες και τις τοποθέτησε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο δικό της σπίτι. Τρεις μέρες πέρασαν και η μητέρα των αγοριών θεώρησε πως τώρα κοντά θα πρέπει να τελείωναν και οι προμήθειες που είχαν πάρει μαζί τους τα παιδιά της. Τους ετοίμασε μπόλικο φαγητό, τους το έβαλε σ΄ έναν σάκο και το έδωσε στην κόρη της να το πάει στους αδερφούς της. Το κορίτσι πήρε τον δρόμο του, ακολουθώντας τις φλούδες από κρεμμύδι.


Περπάτησε και περπάτησε μέχρι που έφτασε μπροστά σ΄ ένα σπίτι. Μέσα σε αυτό το σπίτι, το κορίτσι βρήκε μια γυναίκα καθισμένη και της είπε:

Μητέρα, μητέρα, δουλεύουν τα αδέρφια μου εδώ;

Εδώ βρήκες να ψάξεις για τα αδέρφια σου; της απάντησε η δράκαινα. Εδώ είναι το σπίτι του δράκου με τα εκατό κεφάλια. Θα επιστρέψει σύντομα, οπότε καλύτερα να σε κρύψω αλλιώς θα σε φάει.


Η μητέρα του δράκου πήρε το κορίτσι και το έκρυψε. Να σου μετά από λίγο εμφανίστηκε και ο δράκος, κανείς δεν ξέρει από πού. Κουβαλούσε μαζί του κυνήγι και καυσόξυλα και μόλις τα έλυσε από την πλάτη του όπου τα είχε δέσει, είπε στη μητέρα του:

Μάνα, μου μυρίζει άνθρωπος! Ποιος ήρθε ως εδώ;

Μα τι είναι αυτά που ρωτάς; Τα πουλιά των ουρανών σε φοβούνται και τα σκουλήκια της γης σε τρέμουν, ποιος να έρθει ως εδώ;


Αλλά ο δράκος επέμενε μέχρι που η μητέρα του ενέδωσε στις πιέσεις του και είπε: “Έχει έρθει εδώ μια κοπέλα και θέλω να την πάρεις για γυναίκα σου. Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα τη φας, τότε κι εγώ θα σου τη δείξω”. Ο δράκος υποσχέθηκε και η μητέρα του, έφερε μπροστά του το κορίτσι. Του δράκου του άρεσε πολύ κι έτσι δεν την έφαγε.


Τα αγόρια περίμεναν και περίμεναν να φανεί η αδερφή τους με τα εφόδιά τους, αλλά μάταια. Σηκώθηκαν λοιπόν και πήγαν αυτοί σπίτι τους. Μάλωσαν τότε τη μητέρα τους: “Γιατί δεν μας έστειλες φαγητό με την αδερφή μας;”. Μόλις η μητέρα τους το άκουσε αυτό άρχισε να κλαίει και να βογκά: “Αχ συμφορά μου, παραδίπλα από τον δρόμο για τα χωράφια μας μένει ένας δράκος με εκατό κεφάλια. Πολύ φοβάμαι πως, την κατάρα μου να ’χει, την έφαγε την αδερφή σας”. Τα αγόρια ούτε που είχαν ξανακούσει γι΄ αυτόν τον δράκο μα, μόλις έμαθαν γι΄ αυτόν, αμέσως σηκώθηκαν και τράβηξαν να τον αντιμετωπίσουν.


Αφού είχαν προχωρήσει αρκετά, πλησίασαν και το σπίτι του δράκου. Η δράκαινα και η αδερφή τους κάθονταν στην οροφή του σπιτιού. Η μάνα του δράκου είδε από μακριά τα παλικάρια να καταφτάνουν. Γύρισε και είπε στη νύφη της:

Κοίτα εκεί! Βλέπεις κάτι να έρχεται;

Βλέπω κάτι σαν σμήνος από μύγες, απάντησε η νύφη της.

Αλίμονο στις μανάδες τους και στη μάνα του δράκου! μοιρολόγησε η δράκαινα.


Μετά από λίγο ξαναρώτησε το κορίτσι:

Τώρα; Βλέπεις κάτι να έρχεται;

Βλέπω τρεις άνδρες, απάντησε η γυναίκα του δράκου.

Αλίμονο στις μανάδες τους και στη μάνα του δράκου! μοιρολόγησε η δράκαινα.


Τα τρία αδέρφια πλησίασαν λοιπόν στο σπίτι του δράκου. Μπροστά του υπήρχε ένας αδιαπέραστος όγκος νερού. Σκέφτηκαν τότε να σηκώσουν και να πετάξουν βράχους στο νερό, πράγμα που έκαναν και έτσι κατάφεραν να περάσουν απέναντι. Τότε η κοπέλα αναγνώρισε τα αδέρφια της, κατέβηκε από την οροφή και τους σφιχταγκάλιασε. Όταν η δράκαινα έμαθε ποιοι ήταν, τους καλωσόρισε στο σπίτι της, τους τάισε και τους πότισε και μετά τους έκρυψε, λέγοντας: “Γρήγορα, αν ο γιος μου γυρίσει και σας βρει θα σας φάει”.


Κατέφτασε και ο δράκος με τα εκατό κεφάλια, αν και κανείς δεν ξέρει από πού. Στον έναν του ώμο κουβαλούσε καυσόξυλα και στον άλλον κυνήγι. Ξεφόρτωσε στο κατώφλι του σπιτιού και μόλις μπήκε μέσα είπε: “Μυρίζω άνθρωπο! Ποιος ήρθε εδώ μάνα;” και η μητέρα του προσπάθησε με υπεκφυγές και αλλάζοντας θέμα να μην του απαντήσει, μα ο γιος της την πίεσε τόσο πολύ που στο τέλος του είπε: “Αν μου υποσχεθείς πως δεν θα βλάψεις τ΄ αδέρφια τής γυναίκας σου, θα σου τους παρουσιάσω”. Ο δράκος το υποσχέθηκε και η δράκαινα έφερε τα τρία παλικάρια μπροστά του.


Μετά από λίγο, ο δράκος είπε στα αδέρφια: “Ελάτε, ας ετοιμάσουμε το δείπνο μας”. Πήγαν όλοι τους έξω για να γδάρουν το κυνήγι που είχε φέρει ο δράκος. Όσο τ΄ αγόρια έγδερναν ένα ελάφι, ο δράκος είχε ήδη γδάρει εξήντα και τα είχε ήδη ρίξει στην κατσαρόλα! Έπειτα πήγε και βούτηξε το ελάφι των αδερφών, το έγδαρε στα γρήγορα και το πρόσθεσε κι αυτό στη φωτιά.


Σαν το φαγητό είχε ετοιμαστεί και έκατσαν όλοι τους να φάνε, ο δράκος ρώτησε τους κουνιάδους του:

Είστε από αυτούς που τρώνε τα κόκαλα ή τη σάρκα;

Και τι να την κάνουμε τη σάρκα; Τα κόκαλα μας αρκούν, απάντησαν τ΄ αγόρια.


Ο δράκος τότε γέμισε το στόμα του με ελάφι, μάσησε και κατάπιε όλη τη σάρκα και πέταξε τα κόκαλα στους τρεις νεαρούς. Έπειτα τους ρώτησε ξανά:

Πίνετε από ντόκι (καράφα) ή από κάντσι (κέρατο);

Από κάντσι, του απάντησαν με μια φωνή τα αδέρφια.


Ο δράκος γέμισε για τον εαυτό του μια καράφα κρασί, ενώ στα παλικάρια έδωσε ένα κέρατο με κρασί να το μοιραστούν.


Όταν πια όλοι είχαν τελειώσει το φαγητό τους και είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για ύπνο, ρώτησε ο δράκος τα αδέρφια της γυναίκας του:

Θέλετε να κοιμηθείτε σε κρεβάτι ή στον στάβλο;

Τι να το κάνουμε το κρεβάτι, βάλε μας στον στάβλο, απάντησαν εκείνα.


Ο δράκος ξάπλωσε στο κρεβάτι του, αφού οδήγησε τα αδέρφια στον στάβλο, και κοιμήθηκε. Το πρωί που ξύπνησε, ο δράκος φώναξε στη μάνα του: “Μάνα πεινάω, πεινάω πολύ!”. Η δράκαινα, που κατάλαβε τι ήθελε να πει ο γιος της, του απάντησε ήρεμα για να μην καταλάβει τίποτα η νύφη της: “Πήγαινε στον στάβλο γιέ μου. Εκεί θα βρεις τρεις στραβοψημένες φραντζόλες ψωμί, αυτές να φας”.


Ο δράκος πήγε μέχρι τον στάβλο όπου και βρήκε τα τρία αδέρφια να κοιμούνται. Έφαγε τον έναν επί τόπου, τους άλλους δυο τους έβαλε στις τσέπες του και τράβηξε κατά το δάσος.


Εντωμεταξύ, η μητέρα των παιδιών περίμενε και περίμενε αλλά σαν είδε ότι κανείς τους δεν γυρνούσε σκέφτηκε: “Ο δράκος πρέπει να έφαγε τα παιδιά μου” και άρχισε να κλαίει πικρά και τα δάκρυά της έτρεχαν άφθονα, τόσα που έφτασαν μέχρι τους Ουρανούς. Έτυχε να περνάει κάποιος από εκεί εκείνη τη στιγμή και βλέποντας όλα αυτά τα δάκρυα ρώτησε τη γυναίκα γιατί έκλαιγε. Εκείνη του εξήγησε πως μόλις είχε καταλάβει ότι έχασε όλα της τα παιδιά. Ο άνδρας τότε της έδωσε ένα μήλο και της είπε: “Κόψε αυτό το μήλο σε εκατό κομμάτια και κάθε μέρα τρώγε από τρία. Σαν θα τελειώσει το μήλο, θα κάνεις έναν γιο και θα τον βγάλεις Ασπουρτσέλα”.


Η γυναίκα έκανε όπως της είχε πει ο άνδρας και έκοψε το μήλο σε εκατό κομμάτια. Κάθε μέρα έτρωγε από τρία ώσπου το μήλο τελείωσε και να! έκανε γιο και τον έβγαλε Ασπουρτσέλα. Ο Ασπουρτσέλα μεγάλωσε μέσα σε μια μέρα όσο άλλα παιδιά θα μεγάλωναν σ΄ έναν χρόνο!


Μια μέρα που ο Ασπουρτσέλα έπαιζε στην άκρη του δρόμου με κάτι άλλα αγόρια, πέρασε από κοντά τους μια γυναίκα που κουβαλούσε στον ώμο ένα κανάτι με νερό. Ο Ασπουρτσέλα εκείνη τη στιγμή, πάνω στο παιχνίδι, πέταξε το κότσι του το οποίο εκσφενδονίστηκε και έσπασε το κανάτι με το νερό. Η γυναίκα εξοργίστηκε και του φώναξε: “Καταραμένος να ‘σαι! αλλά τι κατάρα να σου δώσω που έχεις μείνει μοναχοπαίδι; Για το κακό που μου έκανες, να μην ελευθερωθούν ποτέ τα αδέρφια και η αδερφή σου από τα νύχια του δράκου!”.


Ο Ασπουρτσέλα μπερδεύτηκε. Βιάστηκε να γυρίσει σπίτι του και βρήκε τη μάνα του να κάθεται:

Δώσε μου να θηλάσω μάνα!

Μα τι παράξενη επιθυμία τέτοια ώρα, του απάντησε σαστισμένη η μητέρα του.


Μα το αγόρι επέμεινε και η μητέρα τού έκανε το χατίρι. Καθώς ο Ασπουρτσέλα δάγκωσε το στήθος της, τη ρώτησε: “Πες μου μάνα, έχω αδέρφια;”. Η μητέρα του δεν ήθελε να του απαντήσει, αλλά την πόνεσε τόσο που έκατσε και του τα είπε όλα στο τέλος. Ακούγοντας την ιστορία, ο Ασπουρτσέλα θέλησε να φύγει να πάει να βρει τα αδέρφια του. Η μητέρα του τον παρακάλεσε να μη φύγει από φόβο μήπως τον χάσει κι αυτόν, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος κι έφυγε.


Περιπλανήθηκε στον κόσμο ώσπου έφτασε σ΄ ένα μεγάλο χωράφι όπου είδε έναν σωρό άνδρες να οργώνουν: “Τρέξτε να σωθείτε! Καταφτάνει ο δράκος με τα εκατό κεφάλια!”, τους φώναξε και οι άνδρες τρόμαξαν τόσο που σκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση. Ο Ασπουρτσέλα τότε πέρασε το άροτρο πάνω από τον ώμο του και το πήγε σε σιδηρουργό: “Από αυτό φτιάξε μου ένα ζευγάρι σιδερένια παπούτσια, ένα τόξο και κάμποσα βέλη”. Ο σιδηρουργός του έφτιαξε ό,τι ζήτησε και ο Ασπουρτσέλα φόρεσε τα παπούτσια του, πήρε το τόξο και τα βέλη του και πήγε να σκοτώσει τον δράκο με τα εκατό κεφάλια.


Συνέχισε να πηγαίνει ώσπου πλησίασε και το σπίτι του δράκου. Η μάνα του δράκου καθόταν στην οροφή του σπιτιού και σαν είδε τον Ασπουρτσέλα να καταφτάνει από μακριά, ρώτησε τη νύφη της: “Βλέπεις κι εσύ κάποιον να έρχεται ή με γελούν τα μάτια μου;”. Η νύφη της επιβεβαίωσε πως κι εκείνη έβλεπε κάποιον να πλησιάζει και τότε η μάνα του δράκου είπε: “Αλίμονο στο στήθος της μάνας του κι αλίμονο στο στήθος της μάνας του γιού μου!”.


Ο Ασπουρτσέλα είχε μέχρι τότε πλησιάσει αρκετά το σπίτι, μ΄ έναν πήδο πέρασε πάνω από το νερό και στάθηκε στην πόρτα του σπιτιού. Μέσα στο σπίτι είδε μια νεαρή κοπέλα: “Σίγουρα εσύ πρέπει να είσαι η αδερφή μου”, μα η κοπέλα ήξερε μόνο τα τρία της τα αδέρφια και αρνήθηκε. Σαν όμως ο Ασπουρτσέλα της διηγήθηκε την ιστορία του εκείνη αμέσως τον πίστεψε.


Εμφανίστηκε και η μάνα του δράκου και είπε:

Έλα παλικάρι μου να κρυφτείς με ασφάλεια κάπου γιατί αν σε βρει ο γιος μου θα σε φάει.

Χάσου από μπροστά μου παλιογυναίκα! της φώναξε ο Ασπουρτσέλα και την έσπρωξε μακριά. Που ο Θεός να ταπεινώσει κι εσένα και τον άθλιο τον γιο σου!


Ο Ασπουρτσέλα έκατσε σε μια καρέκλα και περίμενε κάπως ανυπόμονα να γυρίσει ο δράκος σπίτι. Έγινε και αυτό, και ο δράκος κατέφτασε μετά από λίγο με φρέσκο κυνήγι να κρέμεται από τον έναν του ώμο και τρεις πελώριες ρίζες από τον άλλον. Μόλις είδε ένα αγόρι να στέκεται έτσι ατρόμητο μπροστά του ο δράκος σκέφτηκε: “Τα πουλιά σταματούν το πέταγμά τους από φόβο σαν με βλέπουν και τα σκουλήκια σταματούν να σέρνονται. Πώς τολμά αυτός ο νεαρός και περπατά έτσι ανέμελα μπροστά μου;”. Έπειτα από θυμό τα μάτια του άρχισαν να βγάζουν σπίθες και, κοιτάζοντας τον Ασπουρτσέλα, του είπε με οργή:

Ποιος είσαι εσύ και τι δουλειά έχεις εδώ;

Να σου πω ποιος είμαι εγώ. Είμαι ο αδερφός της γυναίκας σου και ήρθα εδώ ως καλεσμένος σου. Πρέπει λοιπόν κι εσύ να με φιλοξενήσεις.

Πολύ καλά, είπε ο δράκος. Έλα μέσα να ετοιμάσουμε το δείπνο, πρέπει να γδάρουμε το κυνήγι για να το μαγειρέψουμε.


Βάλθηκαν οι δυο τους να γδέρνουν τα ζώα που είχε πιάσει ο δράκος εκείνη την ημέρα και μέχρι ο δράκος να τελειώσει το πρώτο του ζώο, ο Ασπουρτσέλα είχε τελειώσει όλα τα υπόλοιπα και τα είχε ήδη ρίξει στη φωτιά να μαγειρευτούν. Ο δράκος κοίταξε καλά καλά τον Ασπουρτσέλα και δεν μίλησε. Σαν είχε γίνει το φαγητό και όλοι έκατσαν στο τραπέζι να φάνε, ο δράκος, όπως συνήθιζε, ρώτησε τον καλεσμένο του:

Είσαι από αυτούς που τρώνε τα κόκαλα ή τη σάρκα;

Φέρε δω τη σάρκα, τι να τα κάνω τα κόκαλα, σκύλος είμαι; του απάντησε ο Ασπουρτσέλα.


Ο δράκος του πρόσφερε κομμάτια όλο σάρκα κι έπειτα τον ρώτησε:

Πίνεις από ντόκι ή από κάντσι;

Δώσε μου το ντόκι, τι να με φτάσει το κάντσι;


Ο δράκος του γέμισε το ντόκι με κρασί κι έπειτα έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Μόλις έφτασε και η ώρα του ύπνου, ρώτησε τον Ασπουρτσέλα:

Θέλεις να κοιμηθείς σε κρεβάτι ή στον στάβλο;

Είμαι άνδρας, τι δουλειά έχω να κοιμηθώ στον στάβλο; Δώσε μου ένα κρεβάτι!


Έτσι, ο Ασπουρτσέλα κατέληξε να κοιμάται στο κρεβάτι και ο δράκος στον στάβλο. Προσπάθησε να κοιμηθεί δηλαδή, γιατί δεν του κολλούσε ύπνος. Σκεφτόταν συνεχώς πώς να ξεφορτωθεί αυτόν τον ενοχλητικό επισκέπτη. Σαν πέρασε αρκετή ώρα και ο δράκος θεώρησε πως ο Ασπουρτσέλα θα κοιμόταν, πήρε ένα μεγάλο ξίφος κι άρχισε να το ακονίζει. Ο ήχος του ακονίσματος ξύπνησε τον Ασπουρτσέλα ο οποίος, μαντεύοντας το σχέδιο του δράκου, πήγε κι έβαλε ένα κούτσουρο στη θέση του κάτω από τα σκεπάσματα και κρύφτηκε κάπου στο δωμάτιο. Μόλις ο δράκος είχε ακονίσει το ξίφος του και η λεπίδα του έγινε κοφτερή σαν διαμάντι, ξεγλύστρησε από τον στάβλο και πήγε μέχρι το κρεβάτι όπου κοιμόταν ο Ασπουρτσέλα. Κατέβασε το ξίφος του με όλη του τη δύναμη και το κούτσουρο κόπηκε στη μέση, πούπουλα άρχισαν να πετούν στον αέρα και ο δράκος αποχώρησε όσο ήσυχα είχε έρθει.


Ο Ασπουρτσέλα ξαναέστρωσε το κρεβάτι του και κοιμήθηκε βαθιά. Το επόμενο πρωί, όταν ο δράκος είδε πως ο κουνιάδος του ήταν σώος και αβλαβής τα ‘χασε και τον ρώτησε δειλά:

Μήπως σε έπιασε κανένα πονάκι το βράδυ;

Όχι τίποτα!

Ούτε κανένα τσίμπημα από έντομο;

Ούτε.

Τότε έλα να παλέψουμε για λίγο.

Αμέ! απάντησε με ενθουσιασμό ο Ασπουρτσέλα και οι δυο τους άρχισαν να παλεύουν.


Ο δράκος προσπάθησε και ίδρωσε αλλά δεν κατάφερε να κουνήσει ούτε σπιθαμή τον κουνιάδο του. Όταν ήρθε η σειρά του Ασπουρτσέλα να κάνει επίθεση, με μια κίνηση βύθισε τον δράκο μέσα στη γη ως τον λαιμό. Έβγαλε τότε το τόξο του και ένα βέλος και σημάδεψε τον δράκο ανάμεσα στα μάτια:

Πες μου αμέσως που είναι τ΄ αδέρφια μου αλλιώς θα σου ρίξω!

Αχ, μη με σκοτώσεις και θα σου πω. Μέσα στο στέρνο μου υπάρχει ένα σεντούκι. Εκεί είναι και οι τρεις τους, νεκροί. Εκεί όμως βρίσκεται κι ένα μαντήλι. Βάλε το πάνω τους και θα ζωντανέψουν.


Ο Ασπουρτσέλα άνοιξε τότε το στέρνο του δράκου κι έβγαλε από μέσα το σεντούκι. Έβγαλε τ΄ αδέρφια του από εκεί και τους κάλυψε έναν έναν με το μαντήλι, ξαναφέρνοντάς τους έτσι στη ζωή. Στη συνέχεια έριξε μία με το τόξο του και σκότωσε τον δράκο με τα εκατό κεφάλια. Μόλις τον έκοψε σε αμέτρητα κομμάτια, πήγε και σκότωσε και τη μάνα του, τη δράκαινα. Έπειτα, τ΄ αδέρφια του του είπαν την ιστορία τους και αυτός τους είπε τη δική του.


Τα τρία αδέρφια, αν και θαύμασαν την ιστορία του Ασπουρτσέλα, άρχισαν παράλληλα να τον ζηλεύουν για την ανδρεία και το θάρρος του. Ξεκίνησαν και οι πέντε τους το ταξίδι της επιστροφής για το σπίτι και τη μάνα τους. Στη διαδρομή συνάντησαν ένα λιβάδι που στη μέση του είχε ένα δέντρο τόσο μεγάλο που τα κλαδιά του έκαναν ίσκιο σε ολόκληρο το λιβάδι. Είπε τότε ο Ασπουρτσέλα στους αδερφούς και την αδερφή του: “Ελάτε, πάμε να ξεκουραστούμε για λίγο κάτω από αυτό το δέντρο. Είμαι πολύ κουρασμένος και θα ήθελα να κλείσω τα μάτια μου για λίγο” και τα αδέρφια του συμφώνησαν.


Ο Ασπουρτσέλα ξάπλωσε στη βάση του δέντρου και κοιμήθηκε πολύ βαθιά. Οι τρεις αδερφοί μαζεύτηκαν γύρω του κι άρχισαν να ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο: “Μιας και σκότωσε τον δράκο με τα εκατό κεφάλια, τι άλλο τον χρειαζόμαστε; Ας τον δέσουμε σε αυτό το δέντρο κι ας τον αφήσουμε εδώ να πεθάνει”. Μάζεψαν κλαδιά και φύλλα και έφτιαξαν γερό σκοινί. Στη συνέχεια έδεσαν τον αδερφό τους στο δέντρο τόσο σφιχτά, που αίμα άρχισε να τρέχει από τα δάχτυλά του. Η αδερφή, με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε τα αδέρφια της να δείξουν έλεος, μα αυτοί δεν την άκουσαν, παρά την πήραν από το μπράτσο κι έφυγαν για το σπίτι τους.


Μόλις έφτασαν, η κοπέλα είπε στη μάνα της τι είχε συμβεί, τι είχαν κάνει τα αδέρφια της και η μητέρα τους τα καταράστηκε.


Όταν ο Ασπουρτσέλα ξύπνησε και είδε πως ήταν δεμένος στο δέντρο, προσπάθησε να λυθεί, αλλά ίσα που μπορούσε να κουνηθεί. Κοίταξε τριγύρω και είδε πως τ΄ αδέρφια του είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξε ξανά προς όλες τις κατευθύνσεις και στη συνέχεια προσευχήθηκε στον Θεό: “Θεέ μου, αν έχω αδικήσει τ΄ αδέρφια μου, τούτο εδώ το δέντρο να μην με αφήσει ποτέ να φύγω, μα αν με αδίκησαν εκείνα, τότε θε να μπορέσω να το ξεριζώσω ολάκερο. ” Μόλις είπε αυτό, προσπάθησε άλλη μια φορά να λυθεί και το δέντρο ξεριζώθηκε ολόκληρο.


Φορτωμένος με το δέντρο, ο Ασπουρτσέλα κίνησε για το σπίτι του. Έφτασε μπροστά στο σπίτι και φώναξε στ΄ αδέρφια του: “Βγείτε έξω και ελάτε να με λύσετε!”. Οι αδερφοί του έγιναν κάτασπροι σαν το πανί από τον φόβο τους, αλλά παρόλ΄ αυτά βγήκαν έξω και τον ελευθέρωσαν. Μετά από αυτό ο Ασπουρτσέλα δεν ήθελε πια να μείνει με τ΄ αδέρφια του και όσο και να τον παρακάλεσαν η μητέρα και η αδερφή του να μείνει, επέμενε να φύγει.


Κι έφυγε. Περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί ώσπου συνάντησε έναν άνδρα που όργωνε το χωράφι του. Όποτε το άροτρό του συναντούσε κανένα σβώλο χώματος, ο άνδρας τον σήκωνε, τον έβαζε στο στόμα του και τον κατάπινε. Ο Ασπουρτσέλα έμεινε να τον κοιτά να το κάνει ξανά και ξανά ώσπου δεν άντεξε και τον ρώτησε:

Άνθρωπε μου, γιατί καταπίνεις αυτούς τους σβώλους από χώμα;

Εδώ ο Ασπουρτσέλα σκότωσε ολόκληρο δράκο με εκατό κεφάλια, κι εσένα αυτό που κάνω εγώ σου προκαλεί θαυμασμό;

Εγώ είμαι ο Ασπουρτσέλα, ας γίνουμε αδέρφια! του είπε και οι δυο τους συνέχισαν μαζί.


Αφού διένυσαν αρκετή απόσταση, έφτασαν σ΄ ένα χωράφι όπου είδαν έναν άνδρα που είχε στα πόδια του δεμένες μυλόπετρες και στις τσέπες του λαγούς. Αμολούσε τους λαγούς και στη συνέχεια έτρεχε και τους έπιανε. Αυτό συνέβη ξανά και ξανά ώσπου ο Ασπουρτσέλα δεν άντεξε, τον πλησίασε και του είπε:

Άνθρωπε μου τι κάνεις; Πώς είναι δυνατόν να πιάνεις κάθε φορά τους λαγούς;

Εδώ ο Ασπουρτσέλα σκότωσε ολόκληρο δράκο με εκατό κεφάλια κι εσύ εντυπωσιάστηκες που έπιασα δυο λαγούς;

Μα αυτός είναι ο Ασπουρτσέλα και θα γίνει αδερφός σου αν το θες κι εσύ, είπε τότε ευγενικά ο σβωλοφάγος και συνέχισαν όλοι μαζί.


Στον δρόμο που πήγαιναν, οι τρεις φίλοι είπαν να παίξουν ένα παιχνίδι. Ο καθένας με τη σειρά θα έριχνε ένα βέλος με το τόξο του και όπου προσγειωνόταν εκείνο το βέλος, εκεί και θα ξαπόσταιναν να φάνε το κολατσιό τους. Πρώτος έριξε ο σβωλοφάγος και, αν και το βέλος έπεσε σ΄ ένα πολύ άβολο σημείο, οι τρεις τους πήγαν κι έκατσαν εκεί. Στη συνέχεια, το βέλος το έριξε ο λαγοπιάστης, μα κι αυτουνού το βέλος έπεσε σε κακοτράχηλο σημείο. Παρόλ’ αυτά έκατσαν κι έφαγαν το μεσημεριανό τους εκεί. Τελευταίος έριξε το βέλος του ο Ασπουρτσέλα και αυτό πήγε και καρφώθηκε στο ράφι ενός σπιτιού όπου ζούσαν τρεις δράκοι! Ήταν μάλιστα έτοιμοι να παντρευτούν τρεις κοπέλες, μα σαν είδαν το βέλος να καρφώνεται στο ράφι τους, σταμάτησαν τα πάντα.


Ένας ένας προσπάθησαν να βγάλουν το βέλος από εκεί αλλά κανείς τους δεν μπορούσε ούτε να το κουνήσει έστω και λίγο. Συμφώνησαν τότε και οι τρεις: “Αφού ούτε εμείς δεν μπορούμε να βγάλουμε αυτό το βέλος από εκεί, καλό θα ήταν να φύγουμε μακριά, μπας και όποιος το έριξε περάσει από εδώ να το μαζέψει”. Και οι δράκοι σηκώθηκαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους μόνο έναν σακάτη δράκο, τον οποίο και έκρυψαν στην καμινάδα.


Οι τρεις φίλοι έφτασαν στο σπίτι και έστρωσαν να φάνε το κολατσιό τους. Κοιτώντας γύρω τους αισθάνθηκαν πολύ τυχεροί που είχαν βρει ένα τέτοιο μέρος να μείνουν και συμφώνησαν να μείνει ο καθένας τους από μια μέρα σε αυτό το σπίτι ενώ οι άλλοι θα έφερναν τροφή.


Πρώτος έμεινε στο σπίτι ο σβωλοφάγος. Εκεί που τελείωνε με την ετοιμασία του φαγητού και ήταν έτοιμος να το μοιράσει σε μερίδες, να σου από την καμινάδα εμφανίστηκε ο σακάτης δράκος: “Δώσε μου να φάω και να πιώ”, είπε στον σβωλοφάγο, ο οποίος και του έδωσε να φάει και να πιει. “Δώσε μου κι άλλο φαγητό και ποτό”, είπε μετά από λίγο ο δράκος και ο σβωλοφάγος του ξαναέδωσε να φάει και να πιει. Όταν ο δράκος ζήτησε για τρίτη φορά να φάει και να πιει, ο σβωλοφάγος του απάντησε:

Μα αν τα φας και τα πιεις όλα εσύ, εγώ τι θα δώσω στους φίλους μου να φάνε;

Είπα δώσε μου να φάω και να πιώ, αλλιώς θα φάω εσένα και όλες σου τις προμήθειες ούτως ή άλλως.


Ο σβωλοφάγος τρόμαξε τόσο που έτρεξε και στάθηκε στην πόρτα, όσο ο δράκος έκατσε και με την ησυχία του έφαγε το υπόλοιπο φαγητό.


Γύρισαν και οι άλλοι δύο και δεν βρήκαν να τους περιμένει καθόλου φαγητό. Αλλά τι σημασία είχε, καλά τα είχαν καταφέρει εκείνη την ημέρα κι έτσι την επόμενη έμεινε σπίτι ο λαγοπιάστης. Ακριβώς η ίδια μοίρα είχε βρει κι αυτόν και έτσι την τρίτη μέρα, σπίτι έμεινε ο Ασπουρτσέλα.


Έκατσε και μαγείρεψε μια ποικιλία φαγητών για τους φίλους του και τους ετοίμασε και εξαίρετα ποτά. Τότε κατέβηκε και ο δράκος από την καμινάδα και άρχισε πάλι να λέει: “Δώσε μου να φάω και να πιω” και ο Ασπουρτσέλα του έδωσε. Ο δράκος μετά από λίγο ξαναείπε: “Δώσε μου φαγητό και ποτό” και ο Ασπουρτσέλα του ξαναέδωσε. Σαν ο δράκος ζήτησε και τρίτη φορά να φάει και να πιει, του είπε ο Ασπουρτσέλα:

Αν σου δώσω εσένα όλο το φαγητό, τότε τι θα μείνει για τους φίλους μου;”

Αν δεν μου δώσεις να φάω και να πιω τότε θα φάω κι εσένα και όλες τις προμήθειές σου ούτως ή άλλως.


Ο Ασπουρτσέλα χαμογέλασε πονηρά, σήκωσε το τόξο του και μ΄ ένα μόνο βέλος τρύπησε τον δράκο στην καρδιά. Έπειτα τον έκοψε φέτες.


Το κεφάλι του δράκου κύλησε σε μια μεριά ενώ το σώμα του σε άλλη. Το κεφάλι φώναξε: “Ευτυχισμένος όποιος με ακολουθήσει!”, ενώ το σώμα είπε χαμηλόφωνα: “Αλίμονο σε όποιον ακολουθήσει εμένα”. Κατέφτασαν και οι σύντροφοι του Ασπουρτσέλα και αφού έφαγαν και ήπιαν καλά, είπαν: “Ας πάμε να δούμε τι είναι αυτά που υπόσχεται το κεφάλι του δράκου”.


Το κεφάλι του δράκου κύλησε και κύλησε μέχρι που έπεσε μέσα σε μια λαγουδότρυπα. Ο Ασπουρτσέλα κοίταξε μέσα και από την άλλη ξεπρόβαλαν τρεις πανέμορφες κοπέλες. Του άρεσαν πολύ και, γυρνώντας στους φίλους του, είπε: “Ας τις φέρουμε από εδώ κι ας τις παντρευτούμε!”. Στη λαγουδότρυπα μπήκε πρώτος ο σβωλοφάγος, αλλά πριν να φτάσει στον πάτο άρχισε να φωνάζει “Καίγομαι! Καίγομαι! Τραβήξτε με πίσω!” και τον έβγαλαν από την τρύπα. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον λαγοπιάστη όταν προσπάθησε κι αυτός να κατέβει. Έμενε τώρα ο Ασπουρτσέλα. Είπε στους φίλους του: “αν αρχίσω να φωνάζω πως καίγομαι, εσείς να με σπρώξετε όλο και πιο βαθιά στην τρύπα”. Κι έτσι έκαναν, όσο περισσότερο αυτός φώναζε, τόσο και αυτοί τον έσπρωχναν παραμέσα.


Ο Ασπουρτσέλα κατάφερε κι έφτασε τις κοπέλες και όλες τους ήταν πανώριες. Η μικρότερη όμως του άρεσε καλύτερα κι έτσι, βοηθώντας τη μεγαλύτερη να ανέβει την τρύπα, φώναξε: “Σβωλοφάγε, αυτή είναι δική σου!”. Στη συνέχεια, βοήθησε τη μεσαία και φώναξε στον λαγοπιάστη: “Αυτή είναι για εσένα!”. Τέλος, όταν ήταν έτοιμος να στείλει και τη μικρότερη επάνω, εκείνη του είπε: “Καλύτερα να πας εσύ πρώτος κι εγώ θα σε ακολουθήσω. Πολύ φοβάμαι ότι αν πάω πρώτη, οι σύντροφοί σου θα σε προδώσουν”.


Ο Ασπουρτσέλα όμως επέμεινε και πείσμωσε και δεν έκανε πίσω μέχρι που η κοπέλα δέχτηκε να πάει εκείνη πρώτη στην επιφάνεια. Πριν ξεκινήσει όμως του είπε: “Θα πάω, αλλά μόνο γιατί εσύ επέμεινες τόσο. Μάθε λοιπόν πως οι φίλοι σου, σαν έρθει η ώρα, δεν θα σε τραβήξουν μέχρι επάνω, παρά θα κλείσουν την τρύπα, παγιδεύοντάς σε εδώ. Εδώ κάτω κυλούν τρία ρυάκια - ένα γαλάζιο, ένα μαύρο κι ένα λευκό. Να μην βάλεις το κεφάλι σου παρά μόνο κάτω από το λευκό, αλλιώς θα πνιγείς στα σίγουρα”.


Τα πράγματα έγιναν όπως είχε πει η μικρότερη κοπέλα. Μόλις είχαν ανέβει και οι τρεις κοπέλες, οι δυο άνδρες σφράγισαν τη λαγουδότρυπα με χώμα και πέτρες και άφησαν τον Ασπουρτσέλα μόνον. Τέτοια ήταν η αγανάκτηση του Ασπουρτσέλα που ευθύς πήγε και έβαλε το κεφάλι του κάτω από το μαύρο ρυάκι και μεταφέρθηκε αμέσως στον κάτω κόσμο. Εκεί περιπλανήθηκε για πολύ καιρό, ώσπου συνάντησε την καλύβα μιας γριάς γυναίκας. Της φώναξε:

Μητέρα, μητέρα, δώσε μου να χαρείς λίγο νερό να πιω.

Αχ παιδί μου, του απάντησε εκείνη, δεν μας έχει μείνει καθόλου. Νερό θα ξαναέχουμε μόνο όταν ο δράκος πάρει την πριγκίπισσά μας μακριά.

Δράκος; Ποιος δράκος;

Όλο το νερό μας το κρατά ένας δράκος και δεν θα το αφήσει αν δεν του δώσουμε την πριγκίπισσα να τη φάει. Βλέπεις, όλοι έχουμε δώσει στον δράκο από ένα παιδί και τώρα είναι η σειρά του βασιλιά.

Φέρε μου κάποιο σκεύος γυναίκα, πρέπει να βιαστώ και να πάω στο πηγάδι τώρα κιόλας.


Η γυναίκα τον παρακάλεσε να μην πάει, αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε τότε και του έφερε κάτι μικρά κιούπια. Ο Ασπουρτσέλα τα έσπασε και της είπε: “Καλά, δεν έχεις κφέβρις (αμφορείς); Φέρε τα εδώ!” και η γυναίκα πήγε και του έφερε τα κφέβρις. Ο Ασπουρτσέλα τα πήρε και απομακρύνθηκε.


Σαν έφτασε στην άκρη του ρυακιού, ο Ασπουρτσέλα είδε μια καλοντυμένη κοπέλα να κάθεται στην όχθη και να κλαίει γοερά. Τη ρώτησε αν ήταν καλά και μόλις έμαθε πως αυτή ήταν η κόρη του βασιλιά, της είπε: “Θα κοιμηθώ για λίγο εδώ, μόλις φανεί ο δράκος, ξύπνησέ με”. Ξάπλωσε στα πόδια της πριγκίπισσας και κοιμήθηκε.


Σύντομα φάνηκε και ο δράκος. Η πριγκίπισσα φοβήθηκε να ξυπνήσει τον Ασπουρτσέλα και αρκέστηκε στο να κλαίει πιο δυνατά από ποτέ. Όταν όμως ένα από τα δάκρυα της άγγιξε το μάγουλο του Ασπουρτσέλα, εκείνος ξύπνησε. Βλέποντας μπροστά του τον δράκο, του έριξε ένα βέλος με το τόξο του και τον σκότωσε, ενώ στη συνέχεια τον έκοψε κομματάκια. Η πριγκίπισσα όλο χαρά επέστρεψε στο παλάτι και κατενθουσιασμένη είπε στον πατέρα της τον βασιλιά: “έτσι κι έτσι έγινε πατέρα μου, και ο δράκος είναι τώρα πια νεκρός”. Ο βασιλιάς στην αρχή δεν το πίστεψε μα όταν οι φήμες άρχισαν να καταφτάνουν και από αλλού, θέλησε να γνωρίσει αυτοπρόσωπος το παλικάρι. Είπε θα του έδινε το χέρι της κόρης του και το μισό του βασίλειο.


Το έψαξαν και τον έψαξαν, μα δεν τον βρήκαν πουθενά. Τότε, η γριά γυναίκα πήγε μέχρι το παλάτι και τους είπε:

Παντοδύναμε άρχοντα! Δείξε έλεος για εμένα και τον γιο μου!

Μα εσύ δεν είχες γιο μέχρι τώρα, πού τον βρήκες έτσι ξαφνικά; της είπε με καχυποψία ο βασιλιάς.

Ο Θεός με λυπήθηκε και μου έφερε για γιο έναν άξιο νέο που σκότωσε τον δράκο που μας τυραννούσε!


Ο βασιλιάς χάρηκε που επιτέλους είχε βρεθεί ο νεαρός και έστειλε τους υπουργούς του να τον φέρουν στο παλάτι. Όταν έφτασε ο Ασπουρτσέλα, ο βασιλιάς του προσέφερε αμύθητους θησαυρούς. Μα αυτός αρνήθηκε να τους δεχτεί και είπε στον βασιλιά: “Το μόνο που θα ήθελα από εσένα βασιλιά μου είναι να με βοηθήσεις να γυρίσω πίσω στον κόσμο μου, εκεί όπου κυριαρχεί το φως. Μόνο αυτό θέλω και θα είμαι ευτυχισμένος”. Ο βασιλιάς μελαγχόλησε και τον παρακάλεσε να το ξανασκεφτεί, μα βλέποντας πως ο Ασπουρτσέλα ήταν ανένδοτος, του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει.


Ο Ασπουρτσέλα γύρισε τότε στη θετή του μητέρα. Στο δρόμο για εκεί συνάντησε ένα πανύψηλο δέντρο και στην κορυφή του διέκρινε τη φωλιά ενός γρύπα. Ξάφνου εμφανίστηκε ένας δράκος που άρχισε να περικυκλώνει τη φωλιά, ενώ από μέσα ακούστηκαν οι στριγγλιές των μικρών τού γρύπα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ασπουρτσέλα έβγαλε το τόξο του και με τη μία σκότωσε τον δράκο. Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε και ο γρύπας και σαν έφτασε στη φωλιά του, τα μικρά του διηγήθηκαν τι είχε συμβεί. Όλο ευγνωμοσύνη τότε, ο γρύπας πλησίασε τον Ασπουρτσέλα και του είπε:

Πες μου αν υπάρχει κάτι να κάνω να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες.

Δεν ζητώ τίποτε άλλο παρά να επιστρέψω στον κόσμο μου, εκεί όπου κυβερνά το φως.

Θα είναι ένα πολύ δύσκολο ταξίδι, αλλά για σένα θα το κάνω, του είπε ο γρύπας και τον έστειλε να βρει και να φέρει μαζί του προμήθειες.


Ο Ασπουρτσέλα πήγε τότε μπροστά στον βασιλιά και του ζήτησε να τον εφοδιάσει με ό,τι θα χρειαζόταν για το ταξίδι του. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Ασπουρτσέλα ανέβηκε στην πλάτη του γρύπα και οι δυο τους πέταξαν ψηλά. Πότε πότε στον δρόμο, ο γρύπας ζητούσε από τον Ασπουρτσέλα να του βάλει τροφή στο ράμφος του να φάει και εκείνος έκανε όπως του ζητούσε. Μόλις ήταν έτοιμοι να μπουν στον κόσμο του Ασπουρτσέλα, ο γρύπας του ζήτησε φαγητό μια τελευταία φορά, μα του Ασπουρτσέλα δεν του είχε μείνει τίποτα. Έκοψε τότε το μπούτι του και το έβαλε στο στόμα του γρύπα να το φάει. Αυτό το κομμάτι άρεσε τόσο πολύ στον γρύπα που είπε να μην το φάει αμέσως και να το φυλάξει για αργότερα.


Μόλις έφτασαν για τα καλά στον τόπο του Ασπουρτσέλα, ο γρύπας του είπε: “Άντε φτάσαμε! πήδα από την πλάτη μου και στο καλό!”. Ο Ασπουρτσέλα κατέβηκε από την πλάτη του γρύπα και αφού τον ευχαρίστησε, κουτσαίνοντας άρχισε να απομακρύνεται. Ο γρύπας τότε του φώναξε: “Ε! γιατί ξαφνικά κουτσαίνεις, τι συνέβη;” και ο Ασπουρτσέλα του εξήγησε. Ο γρύπας αμέσως έφτυσε το κομμάτι που είχε φυλάξει στο στόμα του και βάζοντας το στη θέση του, έκανε καλά τον Ασπουρτσέλα κι έφυγε.


Έτσι, ο Ασπουρτσέλα κίνησε να βρει τους φίλους του. Πήγε και πήγε ώσπου τους βρήκε να ετοιμάζονται να παντρευτούν τις δυο κοπέλες. Έβγαλε το τόξο του και σημαδεύοντας τους δυο άνδρες, ρώτησε δυνατά:

Ποιοι έφταιγαν, οι άνδρες ή οι γυναίκες;

Μα πως να φταίνε οι γυναίκες; Βέβαια και έφταιγαν οι άνδρες! είπε η μικρότερη από τις τρεις κοπέλες.


Ο Ασπουρτσέλα σκότωσε τους δυο συντρόφους του με το τόξο του και στη συνέχεια ταξίδεψε με τις τρεις δεσποσύνες ώσπου έφτασε σπίτι του. Εκεί, παντρεύτηκε τη μικρότερη ενώ τις άλλες δύο τις προξένεψε στους αδερφούς του.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...