podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Αποσπερίτης και ο Αυγερινός

Αν υπάρχει μια ιστορία που να συμβολίζει τον αγώνα που κάνουμε όλοι ενάντια στον θάνατο, είναι αυτή η ιστορία από τη Μολδαβία. Για ότι κερδίζουμε κι ότι αφήνουμε πίσω μας...


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Αποσπερίτης και ο Αυγερινός


Πριν πολύ καιρό, ζούσε ένας Βασιλιάς που είχε έναν γιο. Έναν γιο τόσο άτακτο και σκανταλιάρη που κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τι ετοίμαζε κάθε μέρα. Μια μέρα το παιδί πήγε μέχρι την πύλη του παλατιού κι άρχισε να βάζει πέτρες στους καταπέλτες των τειχών και να τις πετάει εδώ κι εκεί. Εκείνη τη στιγμή έτυχε στο δρόμο να περνάει μια γριά γυναίκα κουβαλώντας ένα κανάτι με νερό. Το αγόρι έριξε μία πέτρα με τον καταπέλτη και της έσπασε το κανάτι. Το κανάτι έσπασε, το νερό χύθηκε στο χώμα και η γυναίκα γύρισε προς τον πρίγκιπα και του φώναξε: “Να πλανιέσαι άσκοπα, γεμάτος ανησυχία μέχρι να βρεις το Αθάνατο Βασίλειο αλλά και όταν το βρεις, να μη βρεις ηρεμία”.


Το αγόρι τρομαγμένο επέστρεψε στο δωμάτιο του και μετά από τρεις μέρες το μυαλό του θόλωσε και τόσο χαμένος στις σκέψεις του ήταν που έπεσε σε βαθιά θλίψη. Μόνη του σκέψη ήταν να βρει το Αθάνατο Βασίλειο. Αρκετές μέρες έκανε υπολογισμούς και σκέφτηκε και μελαγχόλησε ώσπου ένα πρωινό ζήτησε από τον πατέρα του τον Βασιλιά να του δώσει λίγα χρήματα, μια αλλαξιά ρούχα, ένα ξίφος κι ένα κοντάρι για να βγει στον κόσμο. Φαινόταν αποφασισμένος και κανείς δεν μπορούσε να τον μεταπείσει. Έτσι, ο γιος του Βασιλιά έφυγε από το παλάτι.


Πήρε ένα μονοπάτι και μετά ένα άλλο, πέρασε ένα χωριό και μετά ένα άλλο, μετά διέσχισε μια πόλη ώσπου έφτασε στη σπηλιά ενός ερημίτη. Του φώναξε να βγει και ο ερημίτης ξεπρόβαλε στην είσοδο της σπηλιάς:

Τι ζητάς παλικάρι μου;

Ψάχνω να βρω το Αθάνατο Βασίλειο.

Ούτε έχω δει μα ούτε ακούσει γι΄ αυτό το Βασίλειο, του είπε όλο έκπληξη ο ερημίτης.

Και τι θα κάνω τώρα, είπε απελπισμένα ο νεαρός. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω.

Προχώρησε μέσα σε αυτό το πυκνό δάσος, τον συμβούλευσε τότε ο ερημίτης. Εκεί θα συναντήσεις άκακα ζώα αλλά και τρομερά θηρία, να τα χαιρετίσεις όλα. Στο τέλος θα φτάσεις σ΄ ένα παλάτι που στο κατώφλι του θα είναι ξαπλωμένος ένας δράκος. Χαιρέτησέ τον κι αυτόν και θα δεις, θα χαρεί τόσο πολύ που θα κουνήσει το κεφάλι του και θα σε αφήσει να περάσεις. Τότε θα μάθεις τι να κάνεις μετά.


Ο γιος του Βασιλιά έκανε όπως του είχε πει ο ερημίτης. Ενόσω διέσχιζε το δάσος, χαιρετούσε κάθε πλάσμα που βρισκόταν στο διάβα του, ακόμα και τα πουλιά και τα έντομα, μέχρι που έφτασε και στο παλάτι. Εκεί, ένας τρομερός δράκος είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στο κατώφλι. Ο γιος του Βασιλιά υποκλίθηκε και είπε στον δράκο:

Καλή σου μέρα Δράκε μου με τα χρυσά σου λέπια!

Αν δεν με είχες χαιρετίσει, του είπε τότε χαρούμενα ο δράκος απομακρύνοντας το κεφάλι του από την είσοδο του παλατιού, θα σε είχα σκοτώσει στη στιγμή.

Αν είχες δοκιμάσει να με σκοτώσεις, του απάντησε τότε ο νεαρός καθώς στάθηκε μπροστά στην πόρτα του παλατιού, θα σε είχα κάνει κιμά!


Ο γιος του Βασιλιά μπήκε στο παλάτι και είδε έναν γέρο άνδρα, τόσο γέρο όσο γέρικος είναι ο κόσμος:

Τι σε φέρνει εδώ γενναίε μου;

Αναζητώ το Αθάνατο Βασίλειο.

Αυτό είναι πολύ, πολύ μακριά νέε μου. Κανείς δεν έχει φτάσει ως εκεί και κανείς δεν ξέρει τον δρόμο για να φτάσει. Αφού όμως ήσουν τόσο ευγενικός με όλα μου τα πλάσματα, θα σου δώσω αυτό το κουβάρι με χρυσή κλωστή, αυτή θα σου δείξει τον δρόμο. Άφησε τη να κυλίσει και ακολούθα την.


Ο γιος του Βασιλιά τότε αποχαιρέτησε τον γέρο και άφησε το κουβάρι να πέσει. Εκείνο κύλησε πάνω από βουνά και πεδιάδες, πάνω από χωράφια και ερήμους. Καθώς κυλούσε, το κουβάρι άφηνε πίσω του μια ισχνή χρυσή κλωστή, τόσο λεπτή όσο ο ιστός της αράχνης. Ο πρίγκιπας άρχισε να περπατά και να περπατά και να περπατά ώσπου έφτασε σε μια βελανιδιά και είπε να κάτσει λίγο να ξεκουραστεί. Βρήκε ένα δροσερό και σκιερό μέρος να καθήσει, μόνο που άθελα του έκατσε ακριβώς πάνω σ΄ ένα βελανίδι που είχε βγάλει μια μικρή φύτρα. Το βελανίδι, μην αντέχοντας όλο αυτό το βάρος πάνω του, του είπε:

Ποιος είσαι εσύ νεαρέ μου και τι θέλεις στα μέρη μας;

Είμαι γιος Βασιλιά και πάω στο Αθάνατο Βασίλειο όπου και θα ζήσω για πάντα.

Καλά, μην κάθεσαι όμως επάνω μου, μόλις έβγαλα βλαστάρι και είμαι ευαίσθητο κι αδύναμο. Μη με λιώσεις, άσε με να μεγαλώσω κι αν θες κάτσε μαζί μου μέχρι να γίνω μεγάλο και δυνατό δέντρο. Θα ζήσω πολλά και καλά χρόνια και όταν πια κουραστώ να ζω και πέσω χάμω σκορπίζοντας τη σκόνη μου στα χελιδόνια, τότε κι εσένα θα έρθει το τέλος σου.


Ο γιος του Βασιλιά σηκώθηκε, κάλυψε το βελανίδι με χώμα για να μεγαλώσει, το αποχαιρέτησε κι έφυγε. Περπάτησε και περπάτησε ώσπου συνάντησε ένα αμπέλι παραφορτωμένο με σταφύλια. Ο νεαρός είπε να κάτσει να ξεκουραστεί, έκοψε ένα τσαμπί σταφύλια και τα έφυγε. Σαν τελείωσε, το αμπέλι του είπε:

Για που το έβαλες νεαρέ μου;

Πάω στο Αθάνατο Βασίλειο όπου και θα ζήσω για πάντα.

Θάψε ένα από τα κουκούτσια των σταφυλιών μου στο χώμα να γίνει κι αυτό αμπέλι που θα κάνει με τη σειρά του τα δικά του σταφύλια. Αν θέλεις, κάτσε μαζί μου και θα ζήσεις μέχρι το αμπέλι να μεγαλώσει τόσο πολύ που δεν θα έχει πού να βάλει τις ρίζες του στη γη και τα φύλλα του κάτω από τον ήλιο. Όσο θα είσαι εδώ μπορείς να πίνεις κρασί και να τρως σταφύλια.


Ο γιος του Βασιλιά έθαψε έναν σπόρο σταφυλιού στο χώμα και είπε στο αμπέλι:

Σ΄ ευχαριστώ αμπέλι μου και καλή τύχη σου εύχομαι. Να μεγαλώσεις και να πολλαπλασιαστείς, αλλά εγώ θα συνεχίσω το ταξίδι μου.

Καλή υγεία και τύχη να έχεις παλικάρι μου!


Και ο νεαρός συνέχισε το ταξίδι του. Λίγο παρακάτω είδε έναν πληγωμένο αετό και, καθώς έβγαλε το τόξο του να τον σκοτώσει, ο αετός του είπε: “Μη με σκοτώσεις παλικάρι μου. Φρόντισε με και κάνε με καλά κι εγώ θα σε βοηθήσω. Όποτε βρεθείς μπροστά σε ένα πρόβλημα αρκεί μόνο να με θυμηθείς κι εγώ θα βρεθώ στο πλευρό σου”. Και ο γιος του Βασιλιά έδεσε τις πληγές του αετού και τον τάισε, τον έκανε καλά και συνέχισε το ταξίδι του.


Έφτασε και στη θάλασσα. Καθώς προχωρούσε δίπλα στο κύμα, στο βάθος διέκρινε κάτι γυαλιστερό και κατάλευκο: “Μα τι μπορεί να είναι αυτό;” αναρωτήθηκε, “τι θαύμα με περιμένει;”. Όταν πλησίασε είδε το θαύμα! Μόλις τα κύματα τραβήχτηκαν φάνηκε μπροστά του ο Βασιλιάς των Ψαριών, ο οποίος είχε ξεβραστεί στην καυτή άμμο και καιγόταν κάτω από τον ήλιο. Ήταν δώδεκα βήματα μακρύς και ψηλός σαν άνθρωπος, τα πτερύγια του ήταν ασημένια και τα λέπια του χρυσά. Ποτέ κανείς θνητός δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πλάσμα!

Πω, πω τι γεύμα θα γίνει αυτό το ψάρι! είπε ο γιος του Βασιλιά πλησιάζοντάς τον.

Παλικάρι μου, αν με φας σου εγγυώμαι ότι δεν θα πας πολύ μακριά ακόμα, απάντησε ο Βασιλιάς των Ψαριών σαν τον άκουσε. Καλύτερα για σένα θα είναι να με ρίξεις στα βαθιά να πάω από εκεί που ήρθα. Μετά, όποτε βρεθείς μπροστά σ΄ ένα πρόβλημα αρκεί μόνο να με θυμηθείς κι εγώ θα βρεθώ στο πλευρό σου.


Ο νεαρός τότε έψαξε και βρήκε ένα κοντάρι και σιγά σιγά έσπρωξε τον Βασιλιά των Ψαριών προς τη θάλασσα μέχρι που έφτασε αρκετά βαθιά για να μπορεί κολυμπήσει και να φύγει. Έπειτα ο πρίγκηπας συνέχισε τον δρόμο του. Πέρασε από κάστρα και βασιλιάδες, αγορές και κλεφτρόνια. Συνάντησε και μια αλεπού που την κυνηγούσαν κάτι σκυλιά. Ήταν εξουθενωμένη και γεμάτη δαγκωνιές. Ο γιος του Βασιλιά έβγαλε το τόξο του και τη σημάδεψε, όταν η αλεπού του είπε: “Καλό μου παλικάρι, μη με σκοτώσεις, μόνο σώσε με από τα σκυλιά κι εγώ μια μέρα θα σε βοηθήσω”. Ο νεαρός τότε έδιωξε τα σκυλιά και πήρε την αλεπού υπό την προστασία του, την ντάντεψε μέχρι που έγινε τελείως καλά και την άφησε ελεύθερη. Φεύγοντας, η αλεπού του είπε: “Σ΄ ευχαριστώ πρίγκιπά μου που μου έσωσες τη ζωή. Όποτε βρεθείς μπροστά σ΄ ένα πρόβλημα αρκεί μόνο να με θυμηθείς κι εγώ θα βρεθώ στο πλευρό σου”.


Ο γιος του Βασιλιά συνέχισε το ταξίδι του. Όσο πιο μακριά πήγαινε τόσο ξετυλιγόταν το κουβάρι με τη χρυσή κλωστή και όλο και μίκραινε. Περπάτησε και περπάτησε μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε μια λεύκα με δυο κορμούς. Ανάμεσα στους κορμούς μια αράχνη είχε στήσει τον ιστό της στον οποίο είχε πιαστεί ένα κουνούπι που πάλευε να ξεφύγει. Όταν το κουνούπι είδε τον γιο του Βασιλιά, του φώναξε: “Πρίγκιπά μου σώσε με κι εγώ θα βρω τρόπο να σε βοηθήσω. Ξέρω πού πας, τραβάς για το Αθάνατο Βασίλειο και αν με βοηθήσεις, σου το υπόσχομαι δεν θα το μετανιώσεις”. Ο γιος του Βασιλιά ίσα που άκουσε το κουνούπι και σταμάτησε. Το ελευθέρωσε και του πρόσφερε το χέρι του να φάει λίγο για ν΄ ανακτήσει τις δυνάμεις του. Φεύγοντας το κουνούπι, του είπε: “Σ΄ ευχαριστώ ταξιδιώτη για το καλό που μου έκανες. Όποτε σου τύχει κάποιο πρόβλημα αρκεί μόνο να με θυμηθείς κι εγώ θα βρεθώ στο πλευρό σου. Συνέχισε έτσι όπως πηγαίνεις μέχρι τώρα και ο στόχος σου δεν είναι μακριά. Θα δεις ένα παλάτι. Να πας αμέσως μπροστά στον Βασιλιά και να του πεις να σου δώσει την κόρη του για γυναίκα σου, μιας και δεν μπορείς να κυβερνήσεις το Αθάνατο Βασίλειο ανύμφευτος!”.


Ο γιος του Βασιλιά προχώρησε μέχρι που το χρυσό κουβάρι έγινε μικρό σαν μήλο, μετά μικρό σαν καρύδι και όταν έγινε μικρό σαν φασόλι είδε μπροστά του το παλάτι. Ήταν το ομορφότερο παλάτι που είχε δει ποτέ του, οι πύργοι του ψηλοί και φύλλα χρυσού διακοσμούσαν το εξωτερικό του. Ο νεαρός πήγε κατευθείαν στην πύλη του παλατιού και τη χτύπησε. Ο ίδιος ο Βασιλιάς πήγε να δει ποιος ήταν και τότε το γενναίο παλικάρι του είπε:

Υψηλότατε, ήρθα μέχρι εδώ να ζητήσω το χέρι της μικρότερης κόρης σας. Θα ήθελα να κάτσω στην κεφαλή του τραπεζιού σας με την κόρη σας δίπλα μου ως γυναίκα μου. Δέχεστε την πρόταση μου;

Και γιατί όχι; του απάντησε ο Βασιλιάς. Θα σου τη δώσω για γυναίκα αν κρυφτείς τόσο καλά που να μην μπορεί να σε βρει κανείς. Τότε θα οργανώσουμε μια σωστή γαμήλια γιορτή και θα μπορέσεις να ζήσεις εδώ για πάντα, μιας και πέρα από αυτή την πύλη βρίσκεται το Αθάνατο Βασίλειο.


Ο νεαρός στενοχωρήθηκε πολύ με αυτό που άκουσε γιατί δεν ήξερε πού να πάει να κρυφτεί. Έκατσε και σκέφτηκε πολύ ώσπου ξαφνικά θυμήθηκε τον αετό! Στη στιγμή, ο αετός εμφανίστηκε μπροστά του.

Τι σε στενοχωρεί τόσο αφέντη μου;

Βρήκα τον μπελά μου αητέ, του απάντησε ο πρίγκηπας και του διηγήθηκε τι είχε συμβεί.

Αυτό είναι μόνο; Να μην ανησυχείς καθόλου γι΄ αυτό!


Ο αετός πήρε τον νεαρό και τον έκρυψε ψηλά στον ουρανό πέρα από εννέα στρώσεις σύννεφα.


Ο Βασιλιάς του Αθάνατου Βασίλειου είχε τρεις κόρες που ήταν ολόιδιες. Είχαν ίδια χαρακτηριστικά, ίδια μαλλιά, ίδια φορέματα, ίδια παπούτσια. Ο Βασιλιάς βγήκε από το παλάτι με το ξίφος και τη μεγαλύτερή του κόρη και της είπε να πάει να βρει τον νεαρό και πως αν αποτύγχανε, θα της έκοβε το κεφάλι. Η κοπέλα πήγε στον κήπο και γέμισε ένα καλάθι με χρυσάνθεμα. Έπειτα πήγε και βρήκε τον πατέρα της και οι δυό τους ξεκίνησαν την αναζήτησή τους. Η πριγκίπισσα κοίταξε στη γη και δεν τον βρήκε. Κοίταξε στη θάλασσα και πάλι δεν τον είδε πουθενά. Κοίταξε και στον ουρανό και είπε: “Βγες από τα σύννεφα, σε βλέπω.” Μεμιάς ο αετός κατέβασε τον νεαρό και τον παρουσίασε μπροστά στον Βασιλιά, ο οποίος τον κοίταξε καλά καλά και του είπε:

Να σου το κόψω τώρα το κεφάλι;

Μεγαλειότατε, διέκοψε τότε η κόρη του, πρέπει να του συγχωρήσετε αυτή του την πρώτη αποτυχία.

Πολύ καλά, είπε ο Βασιλιάς και τον συγχώρεσε. Αλλά θυμίσου πως αν σε βρει και η δεύτερή μου κόρη τότε σίγουρα θα το χάσεις το κεφάλι σου.


Πήγε τότε πίσω στο παλάτι να φέρει τη μεσαία του κόρη, όσο ο πρίγκιπας έκατσε κι έκλαιγε τη μοίρα του μην ξέροντας τι να κάνει. Καθώς βρισκόταν σε περισυλλογή, στο μυαλό του έφερε τον Βασιλιά των Ψαριών. Όσο γρήγορη ήταν αυτή του η σκέψη, τόσο γρήγορα εμφανίστηκε μπροστά του ένα τεράστιο κύμα κι από μέσα του ξεπήδησε ο Βασιλιάς των Ψαριών:

Σε τι μπελά βρέθηκες αφέντη μου;

Βρίσκομαι σε κίνδυνο! είπε το πριγκιπόπουλο και του εξιστόρησε ό,τι είχε συμβεί με τον Βασιλιά του Αθάνατου Βασίλειου.

Αν αυτό είναι όλο, τότε ησύχασε. Ξέρω κάτι πολύ καλές κρυψώνες στον βυθό της θάλασσας.


Και ο Βασιλιάς των Ψαριών έβαλε στο στόμα του τον νεαρό σαν σπόρο καλαμποκιού και τον πήρε μαζί του στα βάθη της θάλασσας.


Ο Βασιλιάς του Αθάνατου Βασίλειου βγήκε τότε από την πύλη του παλατιού συνοδευόμενος από την μεσαία του κόρη, τράβηξε το ξίφος του και είπε: “Βρες πού είναι κρυμμένος ο πρίγκιπας αλλιώς θα χάσεις τη ζωή σου”. Η πριγκίπισσα πήγε να πλυθεί, μάζεψε κάμποσα χρυσάνθεμα στο πανέρι της και πήγε να ψάξει για τον πρίγκιπα. Κοίταξε παντού στη γη, αλλά δεν τον βρήκε. Κοίταξε τότε στον ουρανό, μα ούτε εκεί ήταν. Τέλος, η πριγκίπισσα κοίταξε και στη θάλασσα και τον είδε. Είπε τότε ο Βασιλιάς: “Βγες έξω νεαρέ, η κόρη μου σε είδε”. Ο Βασιλιάς των Ψαριών έφερε τον πρίγκιπα μπροστά στον Βασιλιά του Αθάνατου Βασίλειου:

Τώρα θα σου κόψω το κεφάλι.

Όχι πατέρα μου, συγχώρα του και τη δεύτερη αποτυχία, παρενέβη η μεσαία κόρη του Βασιλιά. Αν και την τρίτη φορά δεν καταφέρει να κρυφτεί τότε να του το κόψεις.

Πολύ καλά, είπε ο Βασιλιάς βάζοντας για άλλη μια φορά το σπαθί του στη θήκη του. Θα σε συγχωρήσω για δεύτερη φορά και μόνο για χάρη της κόρης μου. Αν όμως σε βρούμε και την τρίτη φορά τότε δεν θα ξαναδείς τούτο τον κόσμο.


Τώρα ο πρίγκιπας είχε εντελώς απελπιστεί. Φοβόταν τόσο πολύ που η καρδιά του κόντευε να σπάσει από τους χτύπους: “Πάει θα το χάσω το κεφαλάκι μου! Τι να κάνω, πού να πάω να μη με βρει η μικρότερη κόρη του Βασιλιά; Ποιος θα με βοηθήσει;” Καθώς κλαιγόταν και τράβαγε τα μαλλιά του στο νου του ήρθε η αλεπού, η οποία εμφανίστηκε στο πλευρό του στη στιγμή:

Γιατί κλαις έτσι αφέντη μου;

Άκου, άκου τι έπαθα, της είπε ο πρίγκιπας και της είπε ό,τι του είχε συμβεί.

Καλέ ηρέμησε! Μην χαλάς την καρδιά σου για κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει λόγος για τόση δυστυχία. Μιας και τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, ακολούθα με, ξέρω ακριβώς τι να κάνω!


Η αλεπού προχώρησε μπροστά και ο πρίγκιπας την ακολούθησε. Σταμάτησαν όταν έφτασαν στον βασιλικό κήπο και τότε η αλεπού χτύπησε με την ουρά της τον πρίγκιπα, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε χρυσάνθεμο.


Η μικρότερη κόρη του Βασιλιά πλύθηκε, κατέβηκε στον κήπο, έκοψε αυτό το συγκεκριμένο χρυσάνθεμο, μιας και αυτό της άρεσε περισσότερο και το έβαλε στο πανέρι της. Βγήκε και ο Βασιλιάς από το παλάτι με το σπαθί του στο χέρι, φώναξε κοντά του την μικρότερη του κόρη και της είπε να βρει τον πρίγκιπα, αλλιώς θα της έκοβε το κεφάλι. Η πριγκίπισσα κοίταξε στη γη, αλλά τίποτα. Έψαξε στη θάλασσα και πάλι τίποτα. Τέλος κοίταξε και στον ουρανό, αλλά δεν βρήκε τον νεαρό ούτε εκεί. Ξανακοίταξε στα βάθη της γης, στον πάτο της θάλασσας, στα πιο μακρινά αστέρια του ουρανού, μα ο νεαρός ήταν άφαντος. Είπε ο Βασιλιάς:

Ψάξε καλύτερα, πού τον έκρυψες;

Έψαξα παντού πατέρα μου, διεξοδικά αλλά δεν μπορώ να τον βρω. Βλέπω τον ίσκιο του, μα όχι τον ίδιο.

Βγες έξω να σε δούμε νεαρέ, φώναξε τότε ο Βασιλιάς, από εκεί που κρύβεσαι! Η κόρη μου δεν μπόρεσε να σε βρει.


Ο πρίγκιπας ξεπήδησε από το πανέρι της πριγκίπισσας και είπε:

Να ‘μαι Εξοχώτατε!

Έξοχα νεαρέ μου, βλέπω έχεις πολύ κουράγιο μέσα σου!


Ο Βασιλιάς φώναξε τους μουσικούς του και προσκάλεσε τον πρίγκιπα στην αυλή. Έπειτα του ζήτησε να μαντέψει ποια από τις τρεις του κόρες ήταν η μικρότερη και να την επιλέξει. Αν διάλεγε σωστά θα την παντρευόταν αμέσως. Αν όχι, θα του έκοβε το κεφάλι. Ο νεαρός, που νόμιζε ότι πια τα προβλήματα του είχαν τελειώσει, δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Άρχισε να κλαίει και να κλαίει μέχρι που τα μάτια του πρήστηκαν από το κλάμα: “Αυτό είναι το τέλος μου, στα σίγουρα τώρα ο Βασιλιάς θα μου κόψει το κεφάλι και πάνω που νόμιζα ότι είχα γλυτώσει”. Και στον νου του έφερε το κουνούπι. Με ένα βζζζιν! το κουνούπι εμφανίστηκε μπροστά του:

Τι σου συμβαίνει αφέντη μου; Γιατί κλαις τόσο;

Μα τι άλλο να κάνω; Πάνω που όλα είχαν τελειώσει, τώρα πάλι ο Βασιλιάς θέλει το κεφάλι μου. Πώς να ξεχωρίσω τη μικρότερή του κόρη από τις άλλες όταν μοιάζουν τόσο πολύ;

Μην σκοτίζεσαι άλλο αφέντη και μην το σκέφτεσαι. Εγώ ξέρω ποια είναι ποια μιας κι έχω μεγαλώσει κοντά τους. Όταν σου τις φέρει ο Βασιλιάς να τις ξεχωρίσεις, εγώ θα πάω και θα σταθώ στην άκρη της μύτης της μικρότερης κι έτσι θα ξέρεις κι εσύ ποια είναι.


Δεν είχε περάσει και πολύ και ο Βασιλιάς παρουσίασε στον νεαρό τις τρεις του κόρες. Είχαν τα ίδια μάτια, τα ίδια πρόσωπα, το ίδιο ύψος και ήταν ντυμένες το ίδιο. Ήταν αδύνατο να τις ξεχωρίσει κανείς. Τότε βγήκε και το κουνούπι από κάτι κοντινούς θάμνους και πετώντας στάθηκε στη μύτη της μικρότερης. Εκείνη πήγε να το διώξει και τότε ο πρίγκιπας της έπιασε το χέρι και φώναξε:

Αυτή είναι η μικρότερη πριγκιποπούλα Υψηλότατε!

Σωστά μάντεψες, αυτή είναι η μικρότερη, είπε ο Βασιλιάς.


Και ήταν όντως όμορφη σαν τον ήλιο που ανατέλλει και σαν τον βασιλικό που ανθίζει. Ο πατέρας της ήταν κι αυτός πολύ ικανοποιημένος με τον γάμο της κόρης του. Προσκάλεσε τον γαμπρό του να κάτσει στην κεφαλή του τραπεζιού και του είπε: “Σου δίνω το χέρι της κόρης μου και μαζί της όλο το βασίλειό μου. Από σήμερα και μπρος θα μείνεις μαζί μας. Ο θάνατος θα σε προσπερνά και θα ζήσεις για πάντα. Εμπρός λοιπόν, πήγαινε να θαυμάσεις το βασίλειο σου μα θυμήσου να μην βγεις ποτέ από την πύλη που μπήκες αλλιώς μεγάλο κακό θα σε βρει”.


Ο πρίγκιπας βγήκε έξω και είδε χρυσούς κήπους, δέντρα τόσο φορτωμένα με καρπούς που τα κλαδιά τους άγγιζαν τη γη, παλάτια από χρυσό κι ασήμι, πηγάδια από μάρμαρο με ασημένιες γούρνες, ποτάμια από γάλα και μέλι, λιβάδια γεμάτα με πολύχρωμα πουλιά και γρασίδι όλο λουλούδια και χορτάρι με δροσοσταλίδες σαν μαργαριτάρια.


Υπήρχαν πολλά θαύματα να δει, αλλά δεν θα μπορέσουμε να τα περιγράψουμε όλα τώρα μιας και το γαμήλιο γλέντι είχε αρχίσει και το φαγοπότι ήταν πολύ γιορτινό. Ούτε θα μπορέσουμε να σας πούμε πόσο κράτησε το γλέντι μιας και ο ήλιος δεν ανατέλλει ούτε δύει σε αυτόν τον τόπο, μόνο μένει πάντα στη μέση του ουρανού.


Μετά τον γάμο, ο πρίγκιπας ζούσε ζωή χαρισάμενη. Μια μέρα που είχε βγει για κυνήγι, έριξε μια με το τόξο του και το βέλος βγήκε έξω από την πύλη του Βασιλείου. Ξεχνώντας τη συμβουλή που του είχε δώσει ο Βασιλιάς, ο πρίγκιπας ξεκλείδωσε και βγήκε από την πύλη να πάει να φέρει πίσω το βέλος του. Τότε όμως είδε μπροστά του τη χρυσή κλωστή και ξαφνικά θυμήθηκε το σπίτι του, τον πατέρα και τη μητέρα του. Τους είχε πεθυμήσει. Το σκέφτηκε για λίγο και αποφάσισε να πάει να τους επισκεφτεί:

Θα φύγω να πάω να δω τι κάνουν οι γονείς μου.

Μην πας αγόρι μου, τον παρακάλεσε ο Βασιλιάς, δεν υπάρχει πια λόγος. Έχει περάσει πολύς καιρός, ούτε οι γονείς σου ζουν πια μα ούτε καν τα εγγόνια τους.


Αλλά ο γενναίος νεαρός δεν τον πίστεψε και ετοιμάστηκε να φύγει. Μάζεψε κάποια πράγματα, τα όπλα του, υποκλίθηκε στον Βασιλιά, φίλησε τη γυναίκα του και αναχώρησε. Ο Βασιλιάς και η κόρη του έμειναν να τον κοιτούν να φεύγει με βαθιά θλίψη.


Ο πρίγκιπας άρχισε πάλι να ακολουθεί τη χρυσή κλωστή. Περπάτησε και περπάτησε μέχρι που έφτασε στο αμπέλι το οποίο είχε μεγαλώσει και είχε απλωθεί σε λόφους και λιβάδια, τόση έκταση είχε πάρει που δεν έβλεπε το τέλος του. Το αμπέλι τον γνώρισε και του είπε:

Κάτσε να ξεκουραστείς γενναίε μου!

Σ΄ ευχαριστώ για την ευγενική σου πρόταση, μα βιάζομαι να φτάσω στους γονείς μου.


Συνέχισε τον δρόμο του μέχρι που συνάντησε μια γέρικη βελανιδιά, η οποία τον αναγνώρισε αμέσως:

Σταμάτα για λίγο γενναίο μου παλικάρι και ξεκουράσου κάτω από τα κλαδιά μου. Εσύ είσαι αυτός που μου είχες κάνει μεγάλο καλό και με βοήθησες από τόσο δα βελανιδάκι να γίνω μεγάλο δέντρο!


Ο γιος του Βασιλιά με έκπληξη και δυσπιστία κοίταξε τη βελανιδιά και δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε περάσει τόσος καιρός. Την ευχαρίστησε για τα καλά της λόγια και έφυγε.


Προχώρησε και προχώρησε μέχρι που έφτασε και στο κάστρο απ’ όπου είχε πάρει το κουβάρι με τη χρυσή κλωστή. Εκεί βρήκε και τον δράκο ο οποίος είχε γεράσει τόσο που ήταν όλο ζάρες. Τον χαιρέτησε και ο δράκος χάρηκε πολύ:

Παλικάρι μου, έτοιμος ήμουν να σε καταβροχθίσω, αλλά ευτυχώς που με χαιρέτησες.


Ο πρίγκιπας μπήκε στο παλάτι και βρήκε και τον άρχοντα που ζούσε εκεί. Τόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που τον είδε, που η γενειάδα του είχε μακρύνει πάρα πολύ. Τη μισή την έβαζε για κουβέρτα και πάνω στην άλλη μισή κοιμόταν! Ο γέρος άνθρωπος με τη βοήθεια της μαγκούρας του σήκωσε τα βλέφαρά του, κοίταξε τον νέο και είπε: “Αν ξαναπεράσεις από εδώ, έλα να με δεις”. Ο πρίγκιπας αποχαιρέτησε τον γέρο και τράβηξε για το σπίτι του, που τώρα δεν απείχε και πολύ.


Εκεί που ήταν η σπηλιά του ερημίτη, τώρα υπήρχε ένα πυκνό κι αφιλόξενο δάσος και ο πρίγκιπας φοβήθηκε μην του επιτεθούν λύκοι. Όσο για τον ερημίτη και τη σπηλιά, δεν υπήρχε ίχνος τους πουθενά. Τόσο λυπήθηκε ο γιος του Βασιλιά που έτοιμος ήταν να γυρίσει πίσω. Παρόλ΄ αυτά συνέχισε μέχρι που έφτασε στο σπίτι του. Κοίταξε από δω και κοίταξε κι από κει μα δεν κατάφερε να διακρίνει κάτι. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να μαντέψει πού κάποτε στεκόταν το παλάτι των γονιών του από κάτι ερείπια που υπήρχαν εκεί. Σε μια γωνιά ανάμεσα στα ερείπια, ο νεαρός είδε μια καλύβα. Πήγε να μάθει τι είχε συμβεί και μέσα βρήκε να μένει ένας άντρας τριακοσίων ετών. Ο άντρας είπε στο παλικάρι πως κάποιος μακρινός του πρόγονος του είχε πει για έναν Βασιλιά που κάποτε ζούσε εκεί και του οποίου ο γιος είχε φύγει να βρει ζωή χωρίς θάνατο, νιάτα χωρίς γεράματα και να ζήσει για πάντα στο Αθάνατο Βασίλειο. Μετά από αυτό στον τόπο είχε έρθει η πανούκλα και πέθαναν όλοι, ακόμη και τα ζώα και τα πουλιά.


Ο γιος του Βασιλιά λυπήθηκε πολύ με αυτά που άκουσε και τότε μόνο θυμήθηκε τι του είχε πει ο Βασιλιάς του Αθάνατου Βασίλειου και γύρισε πίσω. Πέρασε το σημείο που κάποτε βρισκόταν η πύλη του παλατιού του, όπου τώρα υπήρχε μόνο ένας σωρός από πηλό και του έδωσε μια κλωτσιά. Από κάτω του βγήκε ο Θάνατος, ντυμένος στα μαύρα. Ήταν αδύνατος, σκελετωμένος και κουβαλούσε στον ώμο του ένα δρεπάνι: “Αυτή θα είναι μια κρίσιμη στιγμή”, σκέφτηκε τότε το παλικάρι: “Α, επιτέλους σε βρίσκω νεαρέ μου”, του είπε ο Θάνατος, “περιμένω να σε δω πάρα πολύ καιρό”. Ο νεαρός τότε μάζεψε όλο του το θάρρος και άρχισε να τρέχει και να τρέχει πάντα ακολουθώντας την κλωστή για το Αθάνατο Βασίλειο και ο Θάνατος τον πήρε στο κατόπι. Μόλις έφτασε μπροστά στο παλάτι του γέρου Βασιλιά δεν άντεξε να τρέξει κι άλλο. Χαιρέτησε τον Δράκο που πολύ χάρηκε για αυτό και έβγαλε το κεφάλι του από την είσοδο και μπήκε μέσα. Ήταν τόσο εξουθενωμένος που μετά βίας κατάφερε και είπε στον γέρο-Βασιλιά:

Βοήθησε με καλέ μου άνθρωπε, μη με αφήσεις να φύγω έτσι. Πες μου τι να κάνω μιας και ο Θάνατος είναι στο κατόπι μου.

Δώσε στον Θάνατο αυτό, είπε ο Βασιλιάς δίνοντας στον νεαρό μια μάλλινη ζώνη, και πες του πως μόνο όταν λιώσει και το τελευταίο νήμα θα έρθει να σε πάρει.


Στο μεταξύ έφτασε κι ο Θάνατος έξω από το παλάτι και μόλις είδε τον Δράκο σήκωσε το δρεπάνι του να τον σκοτώσει. Ορθώθηκε τότε ο Δράκος και άνοιξε το στόμα του απ΄όπου βγήκε φωτιά και λάβρα και δεν τον άφησε να περάσει:

Ως εδώ ξεδοντιάρη Θάνατε, τι θες και κυνηγάς τον κόσμο;

Δουλειά σου εσύ, άσε με να περάσω!

Έπρεπε να με είχες χαιρετήσει, του είπε ο Δράκος, αλλά αφού δεν το έκανες, αν αγαπάς τη ζωή σου, φύγε αλλιώς η κατάσταση εδώ θα γίνει… καυτή.


Βλέποντας ότι ο Δράκος δεν αστειευόταν καθόλου, ο Θάνατος απομακρύνθηκε φωνάζοντας προς το παλάτι: “Ε, γερο-Βασιλιά, άσε τον πρίγκιπα να βγει έξω αλλιώς θα σου μαδήσω τη γενειάδα τρίχα-τρίχα!”. Βγήκε ο πρίγκιπας από το παλάτι κρατώντας τη ζώνη και είπε στον Θάνατο: “Πάρε αυτή τη ζώνη Θάνατε και φόρα την. Σαν τη λιώσεις τελείως και δεν της μένει ούτε νήμα, έλα να με πάρεις”. Και ο Θάνατος πήρε τη ζώνη και τη φόρεσε. Ο πρίγκιπας προχώρησε και προχώρησε ώσπου έφτασε στη βελανιδιά. Εκείνη του είπε:

Έλα κάτσε γενναίε μου να ξεκουραστείς.

Δεν μπορώ, με ακολουθεί ο Θάνατος.

Μην ανησυχείς γι΄ αυτό. Βάλε το χέρι σου μέσα στην κουφάλα μου και βγάλε από εκεί ένα σιδερένιο μπαστούνι.

Εντάξει, το πήρα.

Αν σε προλάβει ο Θάνατος, δώσε του το μπαστούνι και πες του να το χρησιμοποιήσει μέχρι να λιώσει ακόμη και η λαβή του και τότε μόνο να έρθει να σε πάρει.


Ο γιος του Βασιλιά αποχαιρέτησε τη βελανιδιά και συνέχισε να τρέχει. Έτρεξε μέσα από λιβάδια χωρίς δρόμους και πέρασε ποτάμια χωρίς όχθες. Μια μέρα όμως ξαφνικά μπροστά του εμφανίστηκε ο Θάνατος:

Σταμάτα εδώ παλικάρι μου, ήρθε η ώρα σου!

Καλά όταν έρθει η ώρα μου, θα έρθει. Προς το παρόν όμως πάρε εσύ αυτό το μπαστούνι και σαν του λιώσεις ακόμη και τη λαβή, τότε έλα να με πάρεις.


Ο Θάνατος πήρε το μπαστούνι και άρχισε να απομακρύνεται μιας και είχε πολύ περπάτημα να κάνει μέχρι να το λιώσει όλο. Βγάζοντας φτερά στα πόδια, ο γιος του Βασιλιά συνέχισε τον δρόμο της επιστροφής. Έφτασε και στο αμπέλι που τον είδε να έρχεται από μακριά και τον προσκάλεσε να κοπιάσει:

Σταμάτα και λίγο παλικάρι μου, φάε σταφύλια και πιες κρασί.

Πολύ θα το ήθελα, αλλά έχω ακόμη πολύ δρόμο να διανύσω και ο Θάνατος με ακολουθεί.

Μην ανησυχείς, θα κάνω ό,τι μπορώ να σε βοηθήσω.

Πιστεύω όλα θα πάνε καλά αν μου πεις πώς να τον σταματήσω αυτόν τον Θάνατο, αυτό θέλω από εσένα.

Όταν θα έρθει να σε βρει, να του πετάξεις το ξίφος σου και να του πεις ότι μόνο όταν σκουριάσει ολόκληρο να έρθει να σε πάρει.

Σ΄ ευχαριστώ για την συμβουλή σου αμπέλι μου. Μόλις τον δω, θα πετάξω το ξίφος μου στα πόδια του.


Ο πρίγκιπας αποχαιρέτησε το αμπέλι και έφυγε γρήγορα για το Αθάνατο Βασίλειο. Κι όμως μια μέρα, να σου πάλι μπροστά του ο Θάνατος:

Σταμάτα παλικάρι μου, έφτασε το τέλος σου!

Καλά, αφού το λες εσύ έτσι θα είναι. Ορίστε όμως το τελευταίο πράγμα που μου έχει απομείνει στον κόσμο αυτό. Αν δεν ήθελα τόσο πολύ να ζήσω, δεν θα αποχωριζόμουν ποτέ αυτό το ξίφος. Σου το παραδίδω, να το έχεις μαζί σου μέχρι να σκουριάσει εντελώς και τότε, και μόνο τότε, να έρθεις να με πάρεις αν καταφέρεις να με βρεις. Αν όχι, μάθε πως θα είμαι στο Αθάνατο Βασίλειο και σταμάτα να με αναζητάς.


Ο πρίγκιπας πέταξε το ξίφος του στα πόδια του Θανάτου και συνέχισε. Το ξίφος σκούριασε με τον χρόνο και ο Θάνατος σαν σαΐτα, άρχισε να αναζητά τον γιο του Βασιλιά. Εκείνος είχε φτάσει στην πύλη του Αθάνατου Βασίλειου και μόλις τον είδε η γυναίκα του έτρεξε να του ανοίξει και τον πήρε από το χέρι. Μα ο γρήγορος Θάνατος ίσα που τον πρόλαβε καθώς έμπαινε και του έπιασε το πόδι:

Σταμάτα! Σταμάτα! Είσαι δικός μου, πού νομίζεις ότι πας; ούρλιαξε ο Θάνατος.

Όχι, είναι δικός μου! του φώναξε η κόρη του Βασιλιά.

Άφησέ τον σου λέω! τσίριξε ο Θάνατος. Δικός μου είναι!

Αφού τα πράγματα ήρθαν ως εδώ, είπε τότε ήρεμα η πριγκίπισσα, θα τον μεταμορφώσω σε χρυσό μήλο, θα τον πετάξω στον αέρα και όποιος από τους δυο μας τον πιάσει αυτός και θα τον κρατήσει.


Η μικρότερη κόρη του Βασιλιά μεταμόρφωσε τον πρίγκιπα σε χρυσό μήλο και τον πέταξε στον αέρα. Έτσι στον ουρανό καρφώθηκε ο Αποσπερίτης, το βραδινό αστέρι. Ο Βασιλιάς και οι άλλες δυο του κόρες, έχοντας ακούσει όλη τη φασαρία και τις φωνές, κατέφτασαν κι αυτοί στην πύλη και ακούγοντας τι είχε συμβεί μεταμόρφωσαν και την μικρότερη κόρη του Βασιλιά σε χρυσό μήλο, την πέταξαν κι αυτή ψηλά και της είπαν να πάει να βρει τον πρίγκιπα και να γυρίσουν και οι δυο τους πίσω. Ο Θάνατος δεν θα μπορούσε πια να τους βλάψει. Το μήλο πετάχτηκε στον ουρανό και έγινε ο Αυγερινός, το άστρο του πρωινού.


Ο Θάνατος βλέποντάς τα όλ΄ αυτά θύμωσε πολύ και άρχισε να ποδοπατά τις σκιές του Βασιλιά και των θυγατέρων του, μεταμορφώνοντας έτσι και τους τρεις σε πέτρινες κολόνες. Από εκείνο τον καιρό και μετά ο Αυγερινός και ο Αποσπερίτης στέκονται στον ουρανό και στην πύλη του κόσμου τους στέκονται τρεις κολόνες φρουροί τους.


Καβάλα σε σκαντζοχοιράκι

Σκαρφίστηκα αυτό το παραμυθάκι

Κατέβασα το σφυρί το καρφωτό

Κι άλλη ιστορία δεν έχω να σας πω


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...