Ο Ρωμαλέος Χανς
Ουδέτεροι, ξε-ουδέτεροι, έχουν και οι Ελβετοί τη δική τους λαϊκή ιστορία να μας πουν. Το παιδί από τα χωράφια παντρεύεται ολόκληρη πριγκίπισσα!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Ρωμαλέος Χανς
Μια φορά κι έναν καιρό, μια πολύ μεγαλόσωμη γυναίκα, η Μεγάλη Μπεθ, έκανε έναν γιο. Όταν το αγόρι ήταν μόλις επτά ετών πήρε το όνομα Ρωμαλέος Χανς και μια μέρα η μητέρα του, του είπε: “Αγόρι μου, είμαστε φτωχοί και σύντομα θα πρέπει να ξεκινήσεις να βγάζεις κι εσύ το ψωμί σου στη δούλεψη ενός ξένου. Οι αγρότες όμως, παίρνουν μόνο τους δυνατούς στα χωράφια. Πριν σε στείλω λοιπόν να δουλέψεις αλλουνού τη γη, πήγαινε στο δάσος και φέρε πίσω ένα μεγάλο δεμάτι με ξύλα, να δω αν είσαι έτοιμος για δουλειά”.
Ο μικρός Χανς υπάκουσε τη μάνα του και κατάφερε να φέρει ένα μικρό δεμάτι με ξύλα πίσω. Είπε τότε η μητέρα του: “Καταλαβαίνω πως δεν είσαι έτοιμος να πας για δουλειά ακόμα…”.
Και ο Χανς έμεινε σπίτι για άλλα επτά χρόνια. Τον ξαναέστειλε η μητέρα του στο δάσος να φέρει ξύλα και αυτή τη φορά μπορούσε και ξερίζωνε έλατα λες και ήταν χορταράκια και τα μετέφερε σπίτι του λες και κουβαλούσε πινέλα με φτερά. Έτσι, η μητέρα του Χανς βρέθηκε με προμήθεια ξύλου μιας ολόκληρης χρονιάς: “Τώρα είσαι έτοιμος να πας να δουλέψεις στον κόσμο”, του είπε ξεχνώντας όμως να τον πληροφορήσει πως στον έξω κόσμο κανείς δούλευε για πληρωμή.
Ο Χανς ετοίμασε τον σάκο του και πήγε μέχρι τα διπλανά χωράφια. Εκεί ο αγρότης είχε ήδη δυο άντρες στη δούλεψή του και δεν χρειαζόταν στ’αλήθεια τρίτο. Αλλά λίγο η απληστία του, λίγο που ο Χανς δε ζήτησε πληρωμή, τον προσέλαβε κι αυτόν. Η πρώτη δουλειά που είχε να κάνει ο Χανς ήταν να κόψει ξύλα στο δάσος, να τα φορτώσει σε ένα κάρο να τα φέρει στο κτήμα. Το κάρο ήταν ήδη φορτωμένο με πολλά ξύλα και όταν τελείωσε να το φορτώνει και ο Χανς, τα δυο άλογα που θα το έσερναν δεν μπορούσαν να το τραβήξουν ούτε λίγο. Τότε ο Χανς φόρτωσε και τα άλογα πάνω στο κάρο, φόρεσε εκείνος το χαλινάρι, και σαν μικρός τυφώνας έφτασε τρέχοντας μέχρι το κτήμα.
Ο αγρότης σαν είδε αυτό το θέαμα μπροστά του έξυσε ανήσυχος το κεφάλι του κι αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν αυτός ο αφελής νεαρός ξαφνικά μάθαινε για τους μισθούς και τα χρήματα. Αλλά δεν είπε τίποτα κι έκατσε να φάει με τον Χανς. Και στο τραπέζι έκανε θαύματα ο Χανς, είχε την όρεξη τεσσάρων ανδρών. Πάλι ο αγρότης έξυσε το κεφάλι του, αυτή τη φορά σκεπτόμενος πως αν συνέχιζε έτσι η κατάσταση, σύντομα αυτός ο νεαρός θα του έτρωγε ότι έβγαζε σε παραγωγή κι άρχισε να σκέφτεται πως να τον ξεφορτωθεί:
“Το δαχτυλίδι της γυναίκας μου έπεσε στο πηγάδι, πάει λίγος καιρός”, είπε στον Χανς μια μέρα ο αγρότης, “τράβα μέχρι τον πάτο του να δεις αν μπορείς να το βρεις”. Ο Χανς υπάκουσε και κατέβηκε μέχρι τον πάτο του πηγαδιού. Με το που πάτησε το πόδι του κάτω, ο αγρότης και οι άλλοι δυο βοηθοί του άδειασαν ένα καρότσι με πέτρες μεγάλες σαν τα κεφάλια τους πάνω στον Χανς: “Αχ, διώξτε τις κότες από το άνοιγμα του πηγαδιού”, ακούστηκε μια φωνή από τον πάτο, “γραντζουνάνε το έδαφος με τα νύχια τους και μου ρίχνουν χαλίκια εδω κάτω!”.
Τότε ο αγρότης σκέφτηκε ότι αν του έριχνε τη βαριά καμπάνα της εκκλησίας κατακέφαλα, σίγουρα θα ησύχαζε από δαύτον. Πήγε με τους άλλους δυο, έκλεψαν την καμπάνα και την έριξαν κι αυτή μέσα στο πηγάδι: “Αχ, τι ωραίο σκουφάκι που βρήκα!” είπε τότε ο Χανς.
Με την ελπίδα ότι σίγουρα μια μυλόπετρα θα τον αποτελείωνε, ο αγρότης και οι άνδρες του πέταξαν και μια τέτοια στο πηγάδι: “Τώρα βρήκα και το δαχτυλίδι της παντρειάς μου. Προσοχή όλοι εσείς εκεί πάνω, ανεβαίνω τώρα!” είπε ο Χανς και βγήκε από το πηγάδι με την καμπάνα στο κεφάλι και τη μυλόπετρα στο δάχτυλο.
Ο αγρότης άρχισε τότε να ανησυχεί πολύ για τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Χανς μα πιο πολύ φοβόταν πως αν ο Χανς μάθαινε ότι εκείνος προσπάθησε να τον σκοτώσει τρεις φορές και δεν τον είχε πληρώσει τόσο καιρό θα του έκανε κακό. Έτσι, έλουσε τον Χανς με όσα χρήματα και προμήθειες θα του χρειάζονταν για το υπόλοιπο του ταξιδιού του και τον έστειλε στο καλό.
Ο Χανς αναχώρησε και σύντομα συνάντησε έναν κυνηγό κι έναν ψαρά, που επίσης αναζητούσαν δουλειά. Οι τρεις τους είπαν να ταξιδέψουν όλοι μαζί και έτσι περπάτησαν παρέα όλη την ημέρα. Μα σαν τους βρήκε η νύχτα δεν υπήρχε πουθενά τριγύρω μήτε χωριό μήτε πανδοχείο, μόνο ένα μικρό και παράξενο σπιτάκι. Ήταν ακατοίκητο και είπαν να μείνουν εκεί για λίγο.
Το επόμενο πρωί σαν ξύπνησαν, όλοι τους πεινούσαν πολύ και στο σπιτάκι δεν υπήρχε παρά μια κατσαρόλα και ένα τόσο δα κομματάκι κρέας. Μιας και δεν θα έφτανε και για τους τρεις, συμφώνησαν να πάνε οι δυο για κυνήγι και ο ψαράς να μείνει πίσω να μαγειρέψει ότι υπήρχε.
Δεν είχε προλάβει καλά καλά ο ψαράς να βάλει την κατσαρόλα στη φωτιά, να σου μπροστά του μια γριά γυναίκα να του ζητά να της δώσει λίγο κρέας να φάει. Ο ψαράς, που ήταν πολύ καλός άνθρωπος γύρισε μια στιγμή να της κόψει ένα κομμάτι και τότε η γριά πήδηξε στην πλάτη του με όλο της το βάρος, τον κατέβασε στη γη κι άρχισε να τον βαρά με όλη της τη δύναμη. Μέσα στην τρομάρα του ο ψαράς και προσπαθώντας να αποδράσει σύρθηκε μέχρι το τζάκι και κρύφτηκε ανάμεσα στις στάχτες. Η γριά τότε εξαφανίστηκε και η φωτιά κάτω από την κατσαρόλα έσβησε.
Σαν σουρούπωσε γύρισαν και οι άλλοι δυο από το κυνήγι τους έχοντας πιάσει μια αρκούδα. Την ξεκοίλιασαν, την καθάρισαν, την έκοψαν και την έβαλαν στη φωτιά, έτσι έφαγαν όλοι τους καλά.
Ξημέρωσε και η επόμενη μέρα και αυτή τη φορά πήγε ο ψαράς με τον Χανς να βρουν δουλειά. Έμεινε πίσω ο κυνηγός να φροντίσει το σπιτάκι, αλλά τον βρήκε η ίδια μοίρα που είχε βρει και τον ψαρά την προηγούμενη μέρα. Όσο εκείνος έκοβε ένα κομμάτι από την αρκούδα να δώσει στη γριά να φάει, εκείνη του φορτώθηκε στην πλάτη και τον χτύπησε τόσο δυνατά που τον κατέβασε μέχρι το χώμα. Εκεί τον βρήκαν και οι άλλοι δύο όταν επέστρεψαν και ζήτησαν να φάνε, αλλά μάταια. Τίποτα δεν είχε μαγειρευτεί.
Ήρθε και η τρίτη μέρα και σπίτι έμεινε ο Χανς, ενώ ο ψαράς και ο κυνηγός, που από ντροπή δεν είχαν πει τίποτα για τη γριά γυναίκα, θα πήγαιναν για προμήθειες. Ο Χανς βάλθηκε να μαγειρεύει όταν η γριά ήρθε ζητώντας να της δώσει λίγο κρέας να φάει κι αυτή. Ο Χανς άρχισε να κόβει ένα κομμάτι κρέας για τη γριά και σαν εκείνη του χύμηξε να ανέβει στην πλάτη του, ο Χανς την έπιασε με το ένα χέρι κι άρχισε να την στροβιλίζει πάνω από το κεφάλι του τόσο γρήγορα που η γυναίκα λιποθύμισε. Έπειτα, την έδεσε πισθάγκωνα και την έβαλε δίπλα στο τζάκι. Εκεί έμεινε μέχρι που γύρισαν τα δυο παλικάρια από την έξοδο τους. Μάλιστα, είχαν βιαστεί να επιστρέψουν νωρίτερα για να δουν τι είχε συμβεί με τον Χανς και τη γριά. Την είδαν τότε δίπλα στο τζάκι και δεν το ξανασυζήτησαν πια.
Αλλά ο Χανς δεν θα ελευθέρωνε τη γριά μάγισσα μέχρι να έβγαζε κάτι από αυτήν. Της είπε πως θα την κρατούσε εκεί δεμένη μέχρι να του φανερώσει το μεγαλύτερο μυστικό της. Η μάγισσα αρχικά αντιστάθηκε, αλλά σύντομα ενέδωσε στις πιέσεις του Χανς: “Μέσα στο βουνό”, άρχισε να λέει, “υπάρχει μια βαθιά σπηλιά που οδηγεί σε ένα εξαίσιο κάστρο. Εκεί μένει μια πριγκίπισσα που τη φυλούν τρεις δράκοι. Όποιος καταφέρει να σκοτώσει τους δράκους θα πάρει όλον τον θησαυρό που βρίσκεται στο κάστρο και την πριγκίπισσα για γυναίκα του”.
Αμέσως οι τρεις φίλοι κίνησαν για το βουνό και τη σπηλιά και σαν έφτασαν στο άνοιγμα της, τράβηξαν κλήρο για το ποιος θα κατέβει κάτω πρώτος. Ο κλήρος έπεσε στον Χανς. Όντως, όπως του είχε πει η γριά και το κάστρο ήταν εκεί, χρυσό και στολισμένο με πολύτιμους λίθους, και η πριγκίπισσα που ζούσε σε αυτό.
Η πριγκίπισσα του πρόσφερε κρασί και ψωμί. Αφού ο Χανς ήπιε κι έφαγε αισθάνθηκε πιο δυνατός από ποτέ. Στη συνέχεια, η πριγκίπισσα του έδωσε ένα πελώριο ξίφος και του είπε πως έπρεπε με αυτό να σκοτώσει τον δράκο.
Με έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό, από το άνοιγμα ενός πελώριου βράχου βγήκε πετώντας ο δράκος βγάζοντας φωτιές από τα ρουθούνια του. Ο Χανς κατάφερε και του έκοψε το κεφάλι με τη μία, μα δεν πρόλαβε να αποφύγει τη φωτιά και σωριάστηκε στο χώμα βαριά λαβωμένος. Η πριγκίπισσα έσπευσε στο πλευρό του και δίνοντάς του κι άλλο κρασί και ψωμί, τον έκανε καλά στη στιγμή. Πάλι ο Χανς αισθανόταν δυνατός σαν πρώτα. Και πάλι καλά, αφού τότε ακούστηκε και ο δεύτερος βρυχηθμός. Αυτή τη φορά από τον βράχο βγήκε ένας δράκος κατά πολύ μεγαλύτερος από τον προηγούμενο φυσώντας και ξεφυσώντας πύρινες δέσμες.
Ο Χανς ετοιμάστηκε να ξαναπολεμήσει. Το κάστρο σείστηκε συθέμελα και τρομεροί ήχοι μάχης αντήχησαν σε όλους τους διαδρόμους του καθώς ο Χανς γενναία τρυπούσε με το ξίφος του τον δράκο ξανά και ξανά προσπαθώντας όσο μπορούσε να αποφύγει την καυτή του ανάσα ώσπου κατάφερε και του έκοψε το κεφάλι. Ήταν όμως τόσο κουρασμένος και χτυπημένος που σωριάστηκε λιπόθυμος δίπλα στο κουφάρι του δράκου. Η πριγκίπισσα βρέθηκε αμέσως στο πλευρό του και αφού τον συνέφερε για άλλη μια φορά με κρασί και ψωμί, διέταξε της υπηρέτριες της να του στρώσουν ένα άνετο κρεβάτι και να τον πάνε μέχρι εκεί να ξαπλώσει. Έτσι κι έκαναν, και ο Χανς ξεκουράστηκε όσο του χρειαζόταν.
Μόλις ξύπνησε, η πριγκίπισσα έδωσε στον Χανς ένα τρίτο ξίφος, το μεγαλύτερο από τα τρία που του είχε δώσει μέχρι τώρα. Αφού του έδωσε να φάει και να πιει καλά να δυναμώσει εντελώς, τον έστειλε να πάει να πολεμήσει τον τρίτο δράκο, τον πιο τρομερό από τους τρεις.
Η μάχη κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Στο τέλος της, ο δράκος έμεινε να ξεψυχά αργά στο έδαφος και ο Χανς να αγκομαχά στο πλευρό του. Η πριγκίπισσα πήγε και τον φρόντισε ώσπου μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του.
Δύσκολα μπορούσαν ο Χανς και η πριγκίπισσα να κρύψουν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους όταν πια τα πράγματα είχαν καταλαγιάσει και ήταν ελεύθεροι. Άρχισαν αμέσως να σχεδιάζουν το γάμο τους, για την επόμενη κιόλας μέρα.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1