Ο Φαλάκρας
Από τους Τσιγγάνους της Τουρκίας, ο Φαλάκρας είναι ένα φιλότιμο παλικάρι, ακόμη κι αν απήγαγε την κόρη του δερβίση...
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org - Τούρκικο γαμήλιο τραγούδι από τον χρήστη klankbeeld
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Φαλάκρας
Εκείνον τον καιρό ήταν ένας άνθρωπος που έφτιαξε μια γαλέρα. Διάλεξε τους καλύτερους ναυτικούς και την οδήγησε από τη Λευκή Θάλασσα στη Μαύρη Θάλασσα. Αγκυροβόλησε σ΄ ένα παραλιακό χωριό για να φορτώσει νερό και είδε παραδίπλα να παίζουν τέσσερα-πέντε αγόρια. Ένα από αυτά ήταν φαλακρό. Το φώναξε κοντά και το ρώτησε: “Πού είναι το νερό εδώ;”. Ο Φαλάκρας του έδειξε και ο άντρας φόρτωσε το καράβι του με νερό:
Θες να έρθεις μαζί μου;
Θέλω, αλλά να, έχω και τη μάνα μου.
Πάμε στη μάνα σου.
Και πήγαν:
Θα μου δώσεις τον γιο σου να τον πάρω μαζί μου στη θάλασσα;
Θα σου τον δώσω.
Ο καπετάνιος έδωσε στη μάνα του αγοριού τον μισθό ενός μήνα και πήρε μαζί του το αγόρι. Τράβηξαν την άγκυρα και μετά από μέρες ταξιδιού έφτασαν κοντά σ΄ ένα άλλο παραθαλάσσιο χωριό όπου και άραξαν για να φορτώσουν πάλι νερό.
Στον τόπο αυτόν, μια μέρα που ο γιος του βασιλιά είχε βγει να κάνει περίπατο, είδε έναν δερβίση να πουλά το πορτρέτο μας πανέμορφης κοπέλας και, επειδή του άρεσε πολύ, το αγόρασε αμέσως. Ο πατέρας της κοπέλας έκανε εφτά χρόνια να τελειώσει το πορτρέτο της κόρης του, τόσο πολύ το είχε δουλέψει. Ο γιος του βασιλιά τοποθέτησε το πορτρέτο πάνω από την πηγή του τόπου γιατί σκέφτηκε ότι με τόσους και τόσους που περνούσαν να πάρουν νερό, ίσως κάποιος να αναγνώριζε την κοπέλα. Έτσι, ο καπετάνιος της γαλέρας σαν βγήκε στην ακτή και πήγε στην πηγή να φορτώσει νερό, είδε το πορτρέτο: “Τι καλλονή!” σκέφτηκε και μόλις γύρισε στο καράβι του είπε σε όλο το πλήρωμα: “Εκεί στην πηγή είδα μια οπτασία, όμοια της δεν υπάρχει πουθενά!”. Ο Φαλάκρας τότε είπε να πάει να δει κι αυτός. Σαν έφτασε μπροστά στην πηγή και είδε το πορτρέτο έσκασε στα γέλια: “Μα αυτή είναι η κόρη του δερβίση, τι δουλειά έχει εδώ;”.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και οι φρουροί του βασιλιά τον βούτηξαν και τον πήγαν στο παλάτι. Ο Φαλάκρας κόντεψε να πεθάνει από φόβο και αγωνία για το μέλλον του. Δυο μέρες μετά, ήρθαν οι φρουροί στο μπουντρούμι του και τον ρώτησαν:
Το ξέρεις αυτό το κορίτσι;
Αν το ξέρω; Καλέ έχουμε μεγαλώσει μαζί. Η μάνα της έχει τώρα πεθάνει αλλά είχε θηλάσει και εμένα και αυτήν.
Εντάξει, αν σε οδηγήσουν μπροστά στον βασιλιά, να μη φοβηθείς.
Βρέθηκε και μπροστά στον βασιλιά:
Την ξέρεις αυτή την κοπέλα παιδί μου;
Την ξέρω, μαζί μεγαλώσαμε.
Θα την φέρεις εδώ;
Θα την φέρω. Φτιάξε μου μια χρυσή γαλέρα και δώσε μου είκοσι μουσικούς. Άσε με να πάρω μαζί μου και τον γιο σου και από δω και μπρος κανείς να μη μου φέρει αντίρρηση σε ότι κι αν κάνω. Τότε μόνο θα φύγω και θα μου πάρει εφτά χρόνια μέχρι να πάω και να γυρίσω.
Πήραν προμήθειες και νερό για εφτά χρόνια και σαλπάρανε για τη χώρα της κοπέλας. Την αυγή που φτάσανε, ο Φαλάκρας έφερε τη γαλέρα κοντά στο σπίτι της κοπέλας που βρισκόταν πολύ κοντά στο νερό. Είπε τότε ο Φαλάκρας σε όλους στο καράβι: “Εγώ θα πάω πάνω στο κατάστρωμα να κάνω βόλτες, αλλά να μην ανέβει κανείς άλλος μαζί μου” και ανέβηκε στο κατάστρωμα κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω.
Η κόρη του δερβίση ξύπνησε μόλις ο ήλιος έριξε τις ακτίνες του πάνω στη χρυσή γαλέρα μα και πάνω στο σπίτι της. Όταν βγήκε στο μπαλκόνι τρίβοντας νυσταγμένα τα μάτια της, είδε τη γαλέρα και παρατήρησε κάποιον που περπατούσε πάνω κάτω στο κατάστρωμά της. Κοίταξε καλύτερα και διέκρινε τον Φαλάκρα που τον ήξερε από μικρή: “Μα τι κάνει αυτός εδώ;”
Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; του φώναξε
Για σένα έχω έρθει, να σε δω. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που σε είδα τελευταία φορά. Έλα στο καράβι μου. Ο πατέρας σου, πού είναι;
Δεν ξέρεις πως ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια ζωγραφίζει το πορτρέτο μου; Έχει πάει τώρα να το πουλήσει και τον περιμένω να γυρίσει από στιγμή σε στιγμή.
Έλα στο καράβι να τα πούμε λίγο.
Η κοπέλα πήγε να ετοιμαστεί. Τότε ο Φαλάκρας κατέβηκε και μίλησε πάλι στο πλήρωμα του: “Κρυφτείτε όλοι σας, να μη δω ψυχή μπροστά μου. Μόλις όμως εγώ και η κοπέλα μπούμε στην καμπίνα μου, εσείς να λύσετε τα σκοινιά και να σηκώσετε την άγκυρα, ενώ εμείς θα συζητούμε”.
Έφτασε και η κοπέλα στη γαλέρα και πήγε και στην καμπίνα του Φαλάκρα όπου άρχισαν οι δυο τους να συζητούν. Το πλοίο σάλπαρε και διακριτικά, ο Φαλάκρας έφερε μέσα στην καμπίνα και τον γιο του βασιλιά:
Ποιος είναι αυτός; Πάει, φεύγω.
Μην είσαι χαζή αδερφή μου, της είπε ο Φαλάκρας. Κάτσε να φάμε ζαχαρωτά.
Έδωσε στην κοπέλα ζαχαρωτά κι εκείνη μαγεύτηκε από τη νοστιμιά τους:
Ας ακούσουμε και λίγη μουσική, είπε τότε ο Φαλάκρας και έφερε μέσα τους μουσικούς οι οποίοι άρχισαν να παίζουν.
Σηκώνομαι, πάω, φεύγω, θα γυρίσει ο πατέρας μου.
Κάτσε λίγο ακόμα και άσε τους μουσικούς να παίξουν.
Και οι μουσικοί με τα όργανά τους κάλυψαν τους ήχους της γαλέρας που αναχωρούσε.
Φεύγω, πάω.
Ανέβηκε στο κατάστρωμα και κοίταξε γύρω της, το σπίτι της δεν ήταν πια, παρά μια κουκκίδα στον ορίζοντα:
Αχ αδερφέ μου, τι μου έκανες;
Τι σου έκανα; Αυτός στο πλευρό σου είναι ο γιος του βασιλιά κι εγώ ήρθα για να σε πάρω γι αυτόν.
Τι να κάνω, τι να κάνω, να πέσω στη θάλασσα να πνιγώ; άρχισε να κλαίει η κοπέλα.
Αλλά δεν έπεσε στη θάλασσα, μόνο έκατσε δίπλα στον γιο του βασιλιά. Άρχισαν να τρώνε και να πίνουν και να γλεντάνε με τη μουσική. Ο Φαλάκρας, που ήταν καπετάνιος στεκόταν μόνος του, στο τιμόνι της γαλέρας και, όσο και να διασκέδαζαν όλοι γύρω του, εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Τους έμεναν τώρα δυο τρεις μέρες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Με την αυγή ήρθαν τρία πουλάκια και έκατσαν στην κουπαστή της γαλέρας, κανείς δεν υπήρχε κοντά τους να τα τρομάξει. Άρχισαν τότε να λένε το ένα στο άλλο:
Πουλί πουλάκι, τι συμβαίνει; Η κόρη του δερβίση τρώει και πίνει με τον γιο του βασιλιά και δεν ξέρει τι της μέλλει να πάθει.
Τι θα πάθει, τι θα πάθει; ρώτησαν τα άλλα δυο.
Μόλις φτάσουν εκεί που πάνε, θα πάρουν βαρκούλα να φτάσουν στην ακτή. Αλλά η βάρκα θα αναποδογυρίσει και η κόρη του δερβίση και ο γιος του βασιλιά θα πνιγούν. Όποιος το ακούσει και το μαρτυρήσει θα γίνει πέτρα μέχρι τα γόνατα του.
Ο Φαλάκρας τα άκουσε όλα και ήταν μόνος του.
Νωρίς το επόμενο πρωί, να σου πάλι τα τρία πουλάκια βρέθηκαν να κάθονται στην κουπαστή της γαλέρας. Άρχισαν πάλι να λένε: “Πουλί πουλάκι, τι συμβαίνει; Η κόρη του δερβίση τρώει και πίνει με τον γιο του βασιλιά και δεν ξέρει τι της μέλλει να πάθει. Σαν φτάσουν στο παλάτι του βασιλιά και πάνε να περάσουν την πύλη, αυτή θα πέσει στα κεφάλια τους και θα τους σκοτώσει και τους δυο. Όποιος το ακούσει και το μαρτυρήσει θα γίνει πέτρα μέχρι την πλάτη του”.
Ξημέρωσε και η επόμενη μέρα και τα πουλάκια άρχισαν πάλι να λένε το ένα στο άλλο:
Πουλί πουλάκι, τι συμβαίνει; Η κόρη του δερβίση τρώει και πίνει με τον γιο του βασιλιά και δεν ξέρει τι της μέλλει να πάθει.
Τι θα πάθει, τι θα συμβεί;
Τη βραδιά του γάμου θα έρθει στην κάμαρή τους ένας εφτακέφαλος δράκος και θα φάει τον γιο του βασιλιά και την κόρη του δερβίση και όποιος το ακούσει και το μαρτυρήσει θα γίνει πέτρα μέχρι το κεφάλι του.
Ο Φαλάκρας ακούγοντάς το και αυτό σκέφτηκε: “Δεν θ΄ αφήσω να έρθουν κοντά βάρκες” και σηκώθηκε. Λίγο αργότερα, έφτασε η χρυσή γαλέρα μπροστά στο παλάτι του βασιλιά και σύντομα μετά άρχισαν να καταφτάνουν και οι βάρκες που θα έφερναν τον γιο του βασιλιά και την κόρη του δερβίση στην ξηρά: “Δεν θέλω βάρκες”, είπε ο Φαλάκρας. Τέντωσε τα πανιά της γαλέρας και άρχισε να την οδηγεί πότε εμπρός και πότε πίσω. Όλοι άρχισαν τότε να μουρμουρίζουν:
Θα προσαράξει το καράβι!
Αφήστε τον να το κουμαντάρει όπως νομίζει, είπε ο βασιλιάς και όντως μετά από λίγο, η γαλέρα προσάραξε.
Όταν έφυγα να φέρω την κοπέλα, δεν σας είπα να μη μου φέρνετε αντιρρήσεις και να μην επεμβαίνει κανείς στις πράξεις μου, φώναξε ενοχλημένος ο Φαλάκρας στον βασιλιά.
Πήρε από το χέρι την κοπέλα και τον πρίγκιπα και τους έφερε μπροστά στο παλάτι. Σαν έφτασε μπροστά στην πύλη έδωσε διαταγή να την κατεβάσουν:
Να την κατεβάσουμε; Γιατί; ρώτησαν όλο απορία οι φρουροί.
Τι σας είπα; Δεν θέλω αντιρρήσεις!
Η πύλη έκλεισε και οι τρεις τους μπήκαν στο παλάτι από αλλού. Μέσα στο παλάτι έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν, γέλασαν και συζήτησαν. Αλλά μια ανησυχία έτρωγε τον Φαλάκρα μέσα του. Έφτασε και η νύχτα μετά το γαμήλιο γλέντι και το ζευγάρι ετοιμάστηκε να πάει να κοιμηθεί. Είπε τότε μπροστά σε όλους ο Φαλάκρας:
Όπου κοιμηθείτε εσείς απόψε, εκεί θα κοιμηθώ κι εγώ.
Δεν μπορείς να κοιμηθείς κι εσύ με τους νιόπαντρους, τον μάλωσαν οι αυλικοί.
Τι συμφωνία έχουμε κάνει;
Καλά, εσύ ξέρεις.
Πήγαν όλοι και ξάπλωσαν και ο Φαλάκρας πήρε το ξίφος του αγκαλιά και ξάπλωσε με καλυμμένο το κεφάλι του. Τα μεσάνυχτα άκουσε τον δράκο να έρχεται. Τράβηξε το ξίφος του, έκοψε όλα τα κεφάλια του δράκου και τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του. Ξύπνησε ο γιος του βασιλιά και μόλις είδε τον Φαλάκρα με το ξίφος του τραβηγμένο φώναξε: “Ο Φαλάκρας θέλει να μας σκοτώσει!”. Ο πατέρας του έτρεξε στο πλευρό του:
Μα τι έπαθες αγόρι μου και φωνάζεις έτσι;
Ο Φαλάκρας θέλει να μας σκοτώσει!
Αμέσως φρουροί έπιασαν τον Φαλάκρα και τον έδεσαν πισθάγκωνα. Μόλις ξημέρωσε, διέταξε ο βασιλιάς να παρουσιαστεί μπροστά του ο Φαλάκρας:
Γιατί συμπεριφέρθηκες έτσι; Εφτά χρόνια ταξίδευες για να φέρεις μέχρι εδώ τη νύφη του γιου μου και τώρα που έχει τελειώσει η αποστολή σου βάλθηκες να τους σφάξεις.
Τι να έκανα;
Μιας και θα μου σκότωνες τον γιο, θα σκοτώσω κι εγώ εσένα.
Εσύ ξέρεις βασιλιά μου.
Του έδεσαν πάλι τα χέρια και τον οδήγησαν εκεί όπου θα του έκοβαν το κεφάλι. Καθώς προχωρούσε, ο Φαλάκρας σκέφτηκε: “Θα μου πάρουν το κεφάλι, αλλά αν πω τι συνέβη θα γίνω πέτρα μέχρι τα γόνατα” και είπε δυνατά “Πηγαίνετε με και πάλι στον βασιλιά, θέλω να του πω δυο λόγια”. Και οι φρουροί τον πήγαν πάλι μπροστά στον βασιλιά:
Γιατί μου τον ξαναφέρατε μπροστά μου;
Θέλει να σας μιλήσει Μεγαλειότατε.
Μίλα τότε νεαρέ.
Βασιλιά μου, όταν πήγα να φέρω την κόρη του δερβίση, μια μέρα που καθόμουν μόνος και ήσυχος στο κατάστρωμα της χρυσής γαλέρας, ήρθαν τρία πουλάκια που είπαν “Πουλί πουλάκι, η κόρη του δερβίση τρώει και πίνει με τον γιο του βασιλιά και δεν ξέρει τι της μέλλει να πάθει. Όποιος το ακούσει και το μαρτυρήσει θα γίνει πέτρα μέχρι τα γόνατα”. Αλλά εγώ βασιλιά μου ήμουν εκεί και τα άκουσα όλα.
Μόλις είπε αυτά ο Φαλάκρας έγινε πέτρα μέχρι τα γόνατα. Βλέποντας το αυτό ο βασιλιάς του φώναξε:
Σώπα τώρα παιδί μου και μην πεις τίποτα άλλο!
Μα πρέπει βασιλιά μου, απάντησε ο Φαλάκρας και συνέχισε να λέει και για την πύλη που θα έπεφτε.
Μεταμορφώθηκε σε πέτρα μέχρι την πλάτη του:
Την τρίτη φορά βασιλιά μου, συνέχισε ο Φαλάκρας, τα πουλάκια είπαν ότι στο γαμήλιο κρεβάτι των παιδιών σου θα ερχόταν ένας εφτακέφαλος δράκος και θα τους έτρωγε, γι αυτό κι εγώ πήγα να κοιμηθώ μαζί τους. Αν δεν με πιστεύεις, κοίτα κάτω από το μαξιλάρι μου. Εγώ τον σκότωσα τον δράκο και όταν με είδε ο γιος σου με το ξίφος στο χέρι δεν μπορούσα να πω την αλήθεια.
Ο βασιλιάς πήγε και είδε ότι ο Φαλάκρας έλεγε την αλήθεια αλλά, σαν γύρισε, ο Φαλάκρας είχε γίνει όλος πέτρα. Τότε, μη μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, του έφτιαξαν έναν τάφο.
Ο γιος του βασιλιά σηκώθηκε κι έφυγε, πήρε τους δρόμους: “Εφτά χρόνια ταξίδευε ο Φαλάκρας για μένα, εφτά χρόνια θα ταξιδέψω κι εγώ γι αυτόν”. Περπάτησε και περπάτησε μέρες ολόκληρες ώσπου έφτασε σ΄ ένα μέρος που βρήκε νερό. Σταμάτησε, ήπιε από το νερό και ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Τότε στον ύπνο του είδε τον Φαλάκρα να του λέει: “Πάρε λίγο χώμα από αυτό εδώ το μέρος και ρίξε το πάνω στον τάφο μου. Θα διαλυθεί η πέτρα”.
Ο γιος του βασιλιά κοιμήθηκε και κοιμήθηκε. Εφτά ολόκληρα χρόνια κοιμήθηκε. Σαν σηκώθηκε, έβαλε στη χούφτα του λίγο από το χώμα εκείνου του τόπου και το πήγε μέχρι τον τάφο του Φαλάκρα. Πασπάλισε το χώμα πάνω του και αμέσως ο Φαλάκρας ξανάζησε:
Μα πόσο βαριά κοιμήθηκα!
Εφτά χρόνια περιπλανήθηκες για εμένα, εφτά χρόνια περιπλανήθηκα κι εγώ για σένα.
Έπειτα ο γιος του βασιλιά πήρε τον Φαλάκρα και τον πήγε στο παλάτι όπου και τον έχρισε τον πιο σημαντικό άνδρα του βασιλείου.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1