Ο Σταχτόδερμος
Στο τελευταίο επεισόδιο του αφιερώματος σε νομαδικούς λαούς της Ευρώπης, οι Ταξιδιώτες της Ουαλλίας μας λένε μια ιστορία για έναν τυφλό που δεν έχει ανάγκη να βρει το φως του, δεν κάνει διακρίσεις και τελικά φροντίζει τους πάντες και τα πάντα!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει τρομακτικές σκηνές
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Σταχτόδερμος
Κάποτε ήταν ένας γέρος και μια γριά που ζούσαν στο Δάσος του Ντιν. Είχαν δώδεκα γιους και έναν από αυτούς τον έλεγαν Σταχτόδερμο. Ήταν ο μικρότερος και κανείς δεν τον εκτιμούσε. Δεν του ανέθεταν καμία δουλειά, τον είχαν να κοιμάται στο υπόγειο και οι αδερφοί του τον έφτυναν και τον κορόιδευαν διαρκώς. Ο Σταχτόδερμος ήταν τυφλός και ποτέ του δεν αντιμιλούσε και δεν φαινόταν να ακούει τις προσβολές και τις κοροϊδίες που έφταναν στα αυτιά του. Τα έντεκα αδέρφια του, που ήταν τρανοί ξυλοκόποι, έφευγαν από το σπίτι τους Σάββατο και γυρνούσαν μετά από μια εβδομάδα. Αυτό το έκαναν πολύ συχνά και, όταν γυρνούσαν σπίτι τους, έφερναν πολλά χρήματα στον γέρο πατέρα τους και στη γριά μητέρα τους.
Μια μέρα, η γριά είπε στον άντρα της: “Τζον, νομίζω ότι εσύ κι εγώ έχουμε πια όσα χρήματα μας χρειάζονται για να ζήσουμε άνετα το υπόλοιπο της ζωής μας. Μιας και σήμερα είναι Σάββατο λοιπόν και όπου να ’ναι θα γυρίσουν τα έντεκα παλικάρια μας με τους μισθούς της εβδομάδας, να τους πούμε αμέσως ότι τους ψάχνει η στρατονομία να πάνε να καταταγούν στο στρατό. Σαν θα φτάσουν, εγώ θα αρχίσω να κλαίω και θα τους πω: ‘Αχ αγόρια μου, τώρα ήταν εδώ η στρατονομία να σας πάρει μακριά. Θέλουν να σας κάνουν στρατιώτες παιδιά μου’”, κι εδώ η γυναίκα άρχισε να προσποιείται ότι έκλαιγε γοερά, “‘και ο μόνος τρόπος να το αποφύγετε αυτό είναι να πάτε να κοιμηθείτε στον στάβλο. Τότε θα τους βάλουμε στον στάβλο και θα τους δώσουμε τρόφιμα για μια εβδομάδα, αυτά δηλαδή που τους δίνουμε συνήθως”. Και συνέχισε η γριά. “Θα βρούμε μια δικαιολογία να διώξουμε τον Σταχτόδερμο από το σπίτι και, μόλις μπουν και τα έντεκα αγόρια στον στάβλο, τα μεσάνυχτα, θα βάλουμε φωτιά να τους κάψουμε. Έτσι θα τους ξεφορτωθούμε και δεν θα υπάρχει πια ανάγκη να τους θρέφουμε” είπε η γυναίκα τελειώνοντας.
Ο Σταχτόδερμος, που τα άκουσε όλα, κάπου κοντά στις έντεκα βγήκε από το υπόγειό του. Οι γονείς του κάθονταν δίπλα στη φωτιά και περίμεναν να σημάνει μεσάνυχτα. Πήγε μέχρι τον στάβλο και άρχισε να ξυπνά τους αδερφούς του έναν έναν και να τους βάζει στο χέρι τα τρόφιμα που αντιστοιχούσαν στον καθένα. Ήταν σκοτάδι όμως και φοβόταν μήπως τον σκοτώσουν.
Ποιος είναι εκεί; ρώτησαν.
Ο αδερφός σας είμαι, τους είπε εκείνος, εγώ ο Σταχτόδερμος.
Τον κοίταξαν καλά καλά μέσα στο σκοτάδι να βρουν κάτι για να τον αναγνωρίσουν και να σιγουρευτούν ότι δεν ήταν κάποιος από τη στρατονομία. Σαν σιγουρεύτηκαν όμως θύμωσαν που τους είχε ξυπνήσει και πήγαν να του επιτεθούν: “Η μάνα μας και ο πατέρας μας θα σας βάλουν φωτιά, γι΄ αυτό και σας μάζεψαν όλους στον στάβλο. Ελάτε μαζί μου στη σοφίτα, στο πίσω μέρος του στάβλου και θα τα δείτε όλα με τα μάτια σας”.
Πήγαν όλοι κι έκατσαν μαζί του στη σοφίτα του στάβλου και σαν πήγε δώδεκα τα μεσάνυχτα, είδαν τη γριά και τον γέρο να μπαίνουν αθόρυβα στον στάβλο και μ΄ ένα φανάρι να βάζουν φωτιά στο σανό. Ευθύς τα αδέρφια ευχαρίστησαν τον Σταχτόδερμο που τους είχε σώσει τη ζωή και αποφάσισαν να μην πάρουν εκδίκηση από τους γονείς τους αλλά να φύγουν μακριά. Πήραν δρόμο και οι δώδεκα μαζί μέχρι που έφτασαν σ΄ ένα σταυροδρόμι που συναντιόντουσαν δώδεκα μονοπάτια. Εκεί ο Σταχτόδερμος, που σπάνια έβγαινε από το υπόγειο, ένιωσε πολύ κουρασμένος από τη ζέστη της ημέρας. Άρχισαν τότε τα αδέρφια να λένε το ένα στο άλλο: “Ας πάρει ο καθένας μας από ένα μονοπάτι και σε δώδεκα μήνες θα ξαναβρεθούμε όλοι εδώ”.
Ο Σταχτόδερμος δεν άντεξε από τον ήλιο και την πεζοπορία και πήγε στην άκρη του δρόμου κι αποκοιμήθηκε. Τα αδέρφια του έβαλαν σημάδια σε καθένα από τα μονοπάτια που πήρε ο καθένας έτσι ώστε, όταν ξυπνούσε ο Σταχτόδερμος, να έπαιρνε το μονοπάτι που είχε μείνει. Όταν ο Σταχτόδερμος ξύπνησε, κοίταξε γύρω του και είδε ότι ήταν ολομόναχος. Τα αδέρφια του, του είχαν αφήσει τον πιο κακοτράχηλο δρόμο να πάρει. Έναν δρόμο με λάσπη που έφτανε μέχρι το γόνατο. Ο κακόμοιρος ο Σταχτόδερμος έτσι αδύναμος που ήταν πήρε τον κακό αυτό δρόμο και όλο έπεφτε, σκόνταφτε, πάλευε και αγκομαχούσε. Μετά από λίγο, στις άκρες του δρόμου εμφανίστηκαν αγκαθωτοί θάμνοι πολύ πυκνοί και ψηλοί, με μεγάλα κλαδιά που απλώνονταν και στο μονοπάτι τόσο ώστε έγδερναν και πλήγωναν τον άμοιρο τον Σταχτόδερμο καθώς προχωρούσε. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Πέρασε και αυτό το εμπόδιο και συνέχισε να περπατά στο μονοπάτι, πέρα από πεδιάδες και απότομα βουνά όπου κοράκι δεν έκρωζε και αμόνι δεν δουλευόταν. Το ταξίδι του κράτησε πολύ και δεν θα σας πω όλες τις λεπτομέρειές του μιας και θα πρέπει να κάτσουμε εδώ μέχρι αύριο το βράδυ να σας διηγούμαι όλα αυτά που συνέβησαν. Έτσι άβγαλτος που ήταν λοιπόν ο Σταχτόδερμος, έπεφτε να κοιμηθεί όταν ζεσταινόταν πολύ και με το πρώτο φως της μέρας συνέχιζε τον δρόμο του πάνω στο κακορίζικο μονοπάτι. Συνέχισε μέχρι που έφτασε μπροστά σ΄ ένα κάστρο κι ένα σπίτι. Στο σπίτι συνάντησε έναν άντρα και ο Σταχτόδερμος τον ρώτησε αν είχε να του δώσει καμιά δουλειά:
Αμέ Σταχτόδερμε, έχω δουλειές να κάνεις, του είπε ο άντρας. Αλλά τι μπορείς να κάνεις;
Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις να κάνω, του απάντησε ο Σταχτόχδερμος.
Καλά τότε. Θα σου δώσω 50 γκινέες να πας να κοιμηθείς το βράδυ στο κάστρο και θα σου δώσω και καινούρια ρούχα.
Αχ τι καλά! είπε με ενθουσιασμό ο Σταχτόδερμος. Θα κοιμηθώ εκεί!
Μαζί σου θα έχεις μπόλικα καρύδια να φας, μπόλικο καπνό να καπνίσεις και μια καλή φωτιά στο πλάι σου, του είπε ο άντρας.
Τότε του εξήγησε ότι δεν επιτρεπόταν να πάρει μαζί του μπύρα παρά μόνο νερό, για να μην θολώσει το κεφάλι του. Γύρω στις έντεκα το βράδυ, ο άνδρας είπε στον Σταχτόδερμο: “Έλα Σταχτόδερμε, ήρθε η ώρα να πάμε στο κάστρο, ακολούθα με”. Προχώρησαν μαζί μέχρι το κάστρο, ο άντρας άνοιξε την πόρτα και δείχνοντας μια γωνιά κοντά στον τοίχο, είπε: “Να, εκεί να κάτσεις και να στήσεις τη φωτιά σου, πήγαινε. Ορίστε και τα καρύδια σου και ο καπνός σου”.
Έκατσε ο Σταχτόδερμος στη γωνιά του και γύρω στα μεσάνυχτα άκουσε έναν δυνατό ήχο στο δωμάτιο. Γύρισε τριγύρω και στην πόρτα από την οποία είχε μπει νωρίτερα στεκόταν ένας γυμνός άντρας. Του είπε: “Έλα κοντά στη φωτιά, φαίνεται να κρυώνεις πολύ”. Αλλά βλέπετε, ο άντρας αυτός ήταν πνεύμα και δεν πλησίαζε τη φωτιά μόνος του. Τότε ο Σταχτόδερμος σηκώθηκε, τον βοήθησε να πλησιάσει τη φωτιά και έπειτα του είπε: “Θες να καπνίσεις;” και πήρε και του γέμισε την πίπα με φρέσκο καπνό: “Θες να σπάσεις και καρύδια;”.
Σύντομα ο γυμνός άντρας είχε καπνίσει όλον τον καπνό του Σταχτόδερμου και του είχε φάει όλα τα καρύδια και ο Σταχτόδερμος δεν είχε πια τίποτα. Είπε τότε στον άντρα: “Είσαι πολύ άπληστος βλέπω. Σε προσκάλεσα να ζεσταθείς κοντά μου στη φωτιά κι εσύ μου τα πήρες όλα!”.
Πήγε δύο τα ξημερώματα και ο γυμνός άνδρας έφυγε από το πλευρό του Σταχτόδερμου. Εκείνος, πολύ χάρηκε με αυτό το γεγονός και έμεινε να κάθεται δίπλα στη φωτιά χαρούμενος.
Το επόμενο πρωί κατά τις έξι, ήρθε και ο αφέντης του σπιτιού και ρώτησε:
Ζεις Σταχτόδερμε;
Ω ναι! του απάντησε ο Σταχτόδερμος. Είμαι ζωντανός. Ήρθε κάποιος πολύ αγενής και με επισκέφτηκε χθες το βράδυ, μου έφαγε όλα τα καρύδια και μου κάπνισε όλον τον καπνό. Ήταν γυμνός βλέπεις, κι εγώ τον προσκάλεσα να ζεσταθεί κοντά στη φωτιά.
Τι λες! είπε ο αφέντης. Έλα να φας πρωινό Σταχτόδερμε.
Πήγαν οι δυο τους στο σπίτι μπροστά από το κάστρο και καθώς ο Σταχτόδερμος έτρωγε το πρωινό του, τον ρώτησε ο αφέντης του σπιτιού:
Θες να περάσεις άλλο ένα βράδυ στο κάστρο; Θα σου δώσω κι άλλες πενήντα γκινέες.
Αν θέλω λέει; Δεν έχω δει τίποτε στη ζωή μου και δεν ήξερα τι είναι πνεύματα και φαντάσματα, τόσα χρόνια πέρασα στο υπόγειο…
Έτσι, όλο το πρωινό, ο Σταχτόδερμος το πέρασε σκάβοντας τον κήπο και μαθαίνοντας πώς να τον φροντίζει μέχρι που πήγε έντεκα το βράδυ: “Έλα τώρα Σταχτόδερμε, παιδί μου”, του είπε ο αφέντης του σπιτιού, “ήρθε η ώρα να πας πάλι στη γωνιά σου”.
Του έδωσε μισή λίβρα καπνό και διπλάσια καρύδια να πάρει μαζί του. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Σταχτόδερμος γύρισε πάλι προς την πόρτα και προς μεγάλη του έκπληξη στέκονταν εκεί πέντε-έξι πνεύματα και φαντάσματα. Μάλιστα ένα από αυτά φορούσε μόνο τα κόκκαλά του και στεκόταν απλά στην πόρτα ενώ τα άλλα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω κάνοντας κλακ κλακ κλακ, κλακ κλακ κλακ στο πάτωμα: “Ελάτε στη φωτιά να ζεσταθείτε. Έτσι τσίτσιδα που τρέχετε όλα, κρυώνω κι εγώ μόνο που σας βλέπω. Έχω και καπνό και μια πίπα εδώ. Ελάτε να καπνίσετε”. Γύρισε τότε προς τον σκελετωμένο που στεκόταν μόνος του στην πόρτα: “Έλα εδώ εσύ”, του είπε όλο συμπόνοια, “είσαι ένα μάτσο κόκκαλα, πρέπει να κρυώνεις πολύ”.
Αλλά δεν πήρε απάντηση. Ο Σταχτόδερμος πήγε τότε να τον φέρει και έτυχε να τον πιάσει από ένα σημείο στον λαιμό του (νομίζω ήταν κοντά στο σαγόνι του), μιας και αυτός δεν θα ερχόταν από μόνος του να κάτσει στη φωτιά. Με αυτό το άγγιγμα, ο σκελετωμένος έγινε χίλια κομμάτια, κάπου μισή ίντσα το καθένα και σωριάστηκε στο πάτωμα: “Σταχτόδερμε”, του είπαν τότε τα υπόλοιπα πνεύματα, “αν δεν τον φτιάξεις όπως ήταν πριν, θα σε φάμε ζωντανό”.
Βάλθηκε τότε ο άμοιρος ο Σταχτόδερμος να τοποθετεί το ένα κοκκαλάκι πάνω στο άλλο και ξανά πάνω στο άλλο, αλλά μόλις φαινόταν πως θα τελείωνε, όλα σωριάζονταν ξανά στο πάτωμα. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε και είχε πάει μία το πρωί όταν επιτέλους τα κατάφερε. Δυο η ώρα το πρωί, τον άφησαν κι έφυγαν και όλα τα υπόλοιπα πνεύματα. Σαν πήγε όμως να βρει λίγο καπνό να φουμάρει, είδε ότι δεν του είχαν αφήσει καθόλου, τον είχαν καπνίσει όλον: “Μα τι άπληστα πλάσματα είναι αυτά”, σκέφτηκε ο Σταχτόδερμος, “σήμερα με ταλαιπώρησαν χειρότερα κι από χθες”. Κι έτσι έμεινε να κάθεται μόνος του δίπλα στη φωτιά.
Έφτασε και η αυγή και κατά τις έξι έφτασε και ο αφέντης του σπιτιού έξω από το κάστρο:
Σταχτόδερμε, ζεις;
Αμέ! Ζω!
Άκουσες τίποτα χθες το βράδυ;
Άκουσα. Ήρθαν περισσότεροι άπληστοι και κάπνισαν όλον τον καπνό κι έφαγαν όλα τα καρύδια.
Έλα στο σπίτι Σταχτόδερμε να φας το πρωινό σου.
Πήγε και ο Σταχτόδερμος στο σπίτι να φάει το πρωινό του και, σαν τελείωσε, του είπε ο αφέντης: “Θα σου δώσω άλλες πενήντα γκινέες να περάσεις άλλο ένα βράδυ στο κάστρο”. Και ο Σταχτόδερμος, μην έχοντας άλλον τρόπο να βγάλει χρήματα, δέχτηκε να το κάνει. Πέρασαν την υπόλοιπη μέρα δουλεύοντας οι δυο τους στον κήπο, σκάβοντας και φυτεύοντας, μέχρι που πήγε έντεκα το βράδυ: “Ήρθε η ώρα να πας στη γωνιά σου Σταχτόδερμέ μου”, του είπε ο αφέντης, “Θα σου δώσω μια ολόκληρη λίβρα καπνό να πάρεις μαζί σου και διπλάσια καρύδια από την τελευταία φορά”. Τον οδήγησε στο κάστρο, του έβαλε στη γωνία τα εφόδια και άναψε τη φωτιά. Ο Σταχτόδερμος έκατσε και άναψε την πίπα του όταν ξάφνου άκουσε τον πιο τρομερό και ανατριχιαστικό ήχο από στριγκλιές και φωνές που είχε ακούσει ποτέ του. Δεν μπορούσε όμως να δει τίποτα και η ώρα είχε πάει δώδεκα. Τότε η πόρτα άνοιξε με δύναμη και μέσα όρμησε ένας άντρας με τον λαιμό του κομμένο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Σταχτόδερμος τον ρώτησε αν θα ήθελε να πλησιάσει να κάτσει κοντά στη φωτιά και να φουμάρει λίγο καπνό, επειδή δεν φοβόταν καθόλου μιας και δεν μπορούσε να δει το τρομαχτικό αυτό θέαμα. Του είπε τότε ο άντρας: “Σταχτόδερμε, αδερφέ μου, δεν με φοβάσαι. Έλα μαζί μου και θα σου δείξω που είμαι θαμμένος. Βλέπεις, με σκότωσε ο αδερφός μου, αυτός που σε πληρώνει να έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ. Έλα μαζί μου Σταχτόδερμε, ας κατέβουμε αυτές τις σκάλες”.
Κατέβαιναν και κατέβαιναν, φαινόταν πως αυτές οι σκάλες δεν θα τελείωναν ποτέ. Ο Σταχτόδερμος ρώτησε τον άνδρα για πόσο ακόμα θα κατέβαιναν. Παρόλο που ήταν κατασκότεινα και ο Σταχτόδερμος δεν έβλεπε τίποτα, σαν έφτασαν στο τέλος της σκάλας διέκρινε ένα αχνό φως:
Ακολούθα Σταχτόδερμε, του είπε τότε ο άνδρας. Εγώ είμαι αυτός του οποίου τα κόκκαλα έριξες κάτω και συναρμολόγησες εχτές. Σταχτόδερμε, θα σε κάνω σωστό κύριο αν μου κάνεις μία χάρη. Έλα κοντά μου και σήκωσε αυτή τη σημαία.
Αχ κύριε, είπε ο Σταχτόδερμος, δεν μπορώ να τη σηκώσω. Εσύ να τη σηκώσεις.
Βάλε δύναμη Σταχτόδερμε, προσπάθησε να τη σηκώσεις.
Ο Σταχτόδερμος τον υπάκουσε και έβαλε όλη τη δύναμη που είχε μέσα του μέχρι που στο τέλος κατάφερε να σηκώσει τη σημαία. Από κάτω της βρισκόταν ένα σεντούκι γεμάτο μέχρι πάνω με χρυσάφι: “Έλα παραδίπλα Σταχτόδερμε”, του είπε τότε ο άνδρας, “να εδώ. Σήκωσε κι αυτή τη σημαία Σταχτόδερμε”.
Ο Σταχτόδερμος, μετά από πολλή προσπάθεια, κατάφερε και σήκωσε και τη δεύτερη σημαία και από κάτω της ήταν το φέρετρο με τον σκελετό του άνδρα. Τον είχε σκοτώσει ο αδερφός του, αυτός που έμενε τώρα στο σπίτι. Ήταν αγαπημένοι και ζούσαν μαζί μέχρι που άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα κατοικούσε το κάστρο. Έτσι, ο ένας αδερφός σκότωσε τον άλλο και τον έθαψε μέσα στο κάστρο: “Τώρα Σταχτόδερμε”, του είπε ο άντρας με τον κομμένο λαιμό, “θέλω να μου κάνεις μια τελευταία χάρη και δεν θα σου ξαναζητήσω τίποτα, θα μπορείς να κοιμάσαι και να μένεις στο κάστρο χωρίς να σε ενοχλήσει ποτέ κανείς. Το πρωί, όταν θα έρθει ο αδερφός μου να σε ρωτήσει πως ήταν το βράδυ σου, εσύ να του πεις ότι όλα ήταν καλά μόνο σου κάπνισαν τα πνεύματα όλον τον καπνό και σου έφαγαν όλα τα καρύδια. Μετά, σαν φύγεις και πάρεις τον δρόμο σου, στην πρώτη πόλη που θα φτάσεις να πεις σε όλους για τον άντρα που σκότωσε τον αδερφό του. Μόλις τον πιάσουν και καλέσουν μάρτυρες, εγώ θα τους παρουσιαστώ και θα τους δείξω τον κομμένο μου λαιμό. Τότε θα μπορέσεις να γυρίσεις εδώ Σταχτόδερμε και να πάρεις το κάστρο για δικό σου, αφού ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου θα μείνουμε σε αυτό”.
Έτσι ο Σταχτόδερμος πήρε τον δρόμο του και στην πρώτη πόλη που συνάντησε, πήγε και βρήκε τον δικαστή. Του τα είπε όλα κι εκείνος έστειλε στο κάστρο φύλακες να πάνε να πιάσουν τον φονιά και ο Σταχτόδερμος πήγε μαζί τους:
Καλώς τον!, είπε ο φονιάς βλέποντας τον Σταχτόδερμο, τι σε φέρνει πάλι από εδώ;
Για σένα ήρθαμε, του απάντησε ο Σταχτόδερμος και οι φύλακες άρχισαν να τον πλησιάζουν. Ήρθαμε να σε πάρουμε γιατί σκότωσες τον αδερφό σου.
Τον έπιασαν, τον έσυραν μέχρι την πόλη με τον Σταχτόδερμο ξοπίσω τους, τον παρουσίασαν μπροστά στον δικαστή και τον δίκασαν. Στη δίκη, στις δώδεκα η ώρα, ο δικαστής κάλεσε να παρουσιαστούν μάρτυρες. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει και να σου μπροστά σε όλους εμφανίστηκε ο νεκρός αδερφός δείχνοντας τον κομμένο του λαιμό. Ο αδερφός του καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, αλλά πέθανε αμέσως μετά την ανακοίνωση της ποινής του, η καρδιά του ράγισε βλέπετε.
Ο Σταχτόδερμος γύρισε να ζήσει στο κάστρο και έφερε μαζί του και έναν-δυο υπηρέτες. Μια μέρα θυμήθηκε τη συμφωνία που είχε κάνει με τα αδέρφια του και όταν ήρθε η μέρα της συνάντησής τους, ετοίμασε μια άμαξα με δυο άλογα και πήρε μαζί του έντεκα πλούσιες φορεσιές σκεπτόμενος τα φτωχά του τα αδέρφια. Πήγε με την άμαξα μέχρι το σταυροδρόμι με τα δώδεκα παρακλάδια κι εκεί είδε τους έντεκα άντρες ξαπλωμένους χάμω:
Καλώς σας βρήκα παλικάρια μου, τους είπε μιας και κανείς τους δεν τον γνώρισε έτσι καλοντυμένος που ήταν. Τι κάνετε έτσι ξαπλωμένοι χάμω;
Περιμένουμε τον αδερφό μας τον Σταχτόδερμο, του απάντησαν.
Θα τον αναγνωρίζατε αν τον βλέπατε;
Βεβαίως και θα τον γνωρίζαμε! Κανονίσαμε να συναντηθούμε εδώ σε δώδεκα μήνες από τότε που χωριστήκαμε.
Εγώ είμαι ο αδερφός σας ο Σταχτόδερμος! τους είπε εκείνος όλο χαρά.
Τον κοίταξαν καλά καλά: “Αν είσαι στ’ αλήθεια ο αδερφός μας, τότε δείξε μας το μπράτσο σου, αυτός έχει εκεί ένα σημάδι που το ξέρουμε όλοι μας”. Ο Σταχτόδερμος τους έδειξε το σημάδι που είχε στο μπράτσο του και τότε όλα του τα αδέρφια φωνάζοντας: “Αυτός είναι! Αυτός είναι ο αδερφός μας!” τον κύκλωσαν κι άρχισαν να τον αγκαλιάζουν και να τον φυλάνε κλαίγοντας από χαρά. Στη συνέχεια, ο Σταχτόδερμος τους έδωσε τα αρχοντικά ρούχα που είχε φέρει γι΄ αυτούς και τους είπε: “Τώρα αδερφοί μου, θα ήθελα να πάω να δω τι απέγιναν ο γέρος και η γριά που μας μεγάλωσαν. Σαν πλησιάσουμε εκεί, θέλω εσείς οι έντεκα να μείνετε πίσω και μόνο εγώ θα μπω στο σπίτι να τους ρωτήσω τι απέγιναν τα έντεκα παιδιά τους”.
Έτσι κι έκαναν. Ο Σταχτόδερμος, έφτασε μπροστά στο σπίτι των γέρων γονιών του:
Γεια σου γριά μου! Τι απέγιναν τα έντεκα παλικάρια που ζούσαν εδώ;
Α, έφυγαν όλοι και έγιναν στρατιώτες.
Φώναξε τότε να εμφανιστούν οι έντεκα αδερφοί του και συνέχισε απευθυνόμενος στη γριά γυναίκα:
Αυτούς δεν προσπάθησες να τους κάψεις μέσα στον στάβλο που τους έβαλες; Δεν τους είπες πως ερχόταν η στρατονομία να τους πάρει και άναψες το σανό να καούν όλοι;
Όχι! Όχι ποτέ!, φώναξε η γριά.
Και αυτή και ο άντρας της πέθαναν επί τόπου από τον φόβο τους.
Τώρα δώστε μου ένα σελίνι για την ιστορία που σας είπα!
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1