podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Γιος της Φοράδας

Για πρώτο παραμύθι από τους νομαδικούς λαούς της Ευρώπης, ξεκινάμε με τους Ρομά της Μουκοβίνα που μας διηγούνται μια ιστορία της οποίας το μοτίβο συναντάται κι αλλού. Για θυμηθείτε τις Αζόρες... Ο Γιος της Φοράδας ταξιδεύει σε κόσμους παράξενους και καταφέρνει να γυρίσει πίσω στον δικό του σοφότερος από ποτέ!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Γιος της Φοράδας


Ένα ηλιόλουστο πρωινό, ένας παπάς μπήκε στην πόλη καβάλα στη φοράδα του. Μετά την πήγε στο δάσος κι εκεί την άφησε μονάχη της. Η φοράδα μετά από λίγο καιρό γέννησε έναν γιο. Ο Θεός κατέβηκε να τον βαφτίσει και τον είπε Γιο της Φοράδας. Ο μικρός θήλασε για έναν χρόνο και μια μέρα πλησίασε ένα δέντρο και προσπάθησε να το ξεριζώσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε είπε: “Μητέρα, θα θηλάσω άλλον ένα χρόνο”. Θήλασε άλλον ένα χρόνο και μετά πήγε να δει αν μπορούσε να ξεριζώσει ένα δέντρο. Όταν τα κατάφερε είπε: “Μητέρα, τώρα θα φύγω από το κοντά σου”. Κι έφυγε.


Μια μέρα, στην περιπλάνηση του σ΄ ένα δάσος, συνάντησε έναν άνθρωπο:

Καλή σου μέρα άνθρωπέ μου, του είπε.

Να ‘σαι καλά.

Πώς σε λένε;

Δεντροσχίστη.

Χα, καλό όνομα! Ας γίνουμε αδέρφια, έλα μαζί μου.


Και μαζί πήγαν παρακάτω. Συνάντησαν άλλον άνδρα:

Καλημέρα σου άνθρωπέ μου.

Να ‘στε καλά.

Πώς σε λένε εσένα;

Πετροσπάστη.

Ωραίο όνομα, ας γίνουμε αδέρφια!


Και έγιναν αδέρφια: “Έλα μαζί μας”.


Και όλοι μαζί συνέχισαν τον δρόμο τους μέχρι που βρήκαν άλλον έναν άνθρωπο:

Καλημέρα σου άνθρωπε!

Και σε σένα.

Πώς σε λένε;

Δεντροκάμπτη.

Έλα μαζί μας να γίνουμε αδέρφια.


Κι έτσι οι τέσσερις τους πήγαιναν και πήγαιναν ώσπου είδαν ένα λημέρι ληστών. Οι ληστές είχαν σκοτώσει μια αγελαδίτσα και ετοιμαζόντουσαν να τη μαγειρέψουν. Σαν είδαν όμως τα τέσσερα παλικάρια το έβαλαν στα πόδια αφήνοντας πίσω όλα τα υπάρχοντά τους. Οι τέσσερις φίλοι πήραν το κρέας, το μαγείρεψαν και το έφαγαν. Πέρασαν το βράδυ στο λημέρι και όταν ξημέρωσε ο Γιος της Φοράδας είπε στους υπόλοιπους: “Τρεις από εμάς να πάνε για κυνήγι και ένας να μείνει πίσω να μαγειρέψει”. Πίσω έμεινε ο Δεντροσχίστης και μαγείρεψε ένα πολύ καλό γεύμα. Τότε στο λημέρι φάνηκε ένας άντρας τόσο ψηλός όσο η παλάμη ενός χεριού, μ΄ ένα μούσι έναν πήχη μακρύ:

Δώσε μου να φάω.

Όχι, θα γυρίσουν οι άλλοι από το κυνήγι και δεν θα περισσέψει τίποτα για να φάνε.

Ο άντρας τότε έφυγε και πήγε στο δάσος, έκοψε ξύλα και έφτιαξε τέσσερις σφήνες. Μετά επέστρεψε στον Δεντροσχίστη και τον έριξε στο έδαφος, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια στις σφήνες που έμπηξε στο έδαφος και πήγε κι έφαγε όλο το φαγητό. Αφού χόρτασε, ελευθέρωσε τον Δεντροσχίστη κι έφυγε. Εκείνος έβαλε αμέσως άλλο κομμάτι κρέας στη φωτιά να μαγειρεύεται. Σαν γύρισαν οι τρεις από το κυνήγι, ρώτησαν τον Δεντροσχίστη:

Έτοιμο το φαγητό;

Από την ώρα που φύγατε το μαγειρεύω, αλλά ακόμα να γίνει τελείως.

Καλά σέρβιρέ μας όπως και να έχει, πεινάμε σαν λύκοι.


Τους έβαλε να φάνε και όλοι τους καταβρόχθισαν το φαγητό με μεγάλη όρεξη. Πέρασε και η νύχτα και το πρωί τρεις πήγαν για κυνήγι και κάποιος άλλος αυτή τη φορά έμεινε πίσω να ετοιμάσει το φαγητό. Ο παράξενος άντρας ξαναεμφανίστηκε:

Δώσε μου να φάω.

Όχι, θα γυρίσουν οι άλλοι από το κυνήγι και δεν θα βρουν τίποτα να φάνε.


Ο άντρας πήγε στο δάσος και γύρισε με τέσσερις ξύλινες σφήνες. Έδεσε το παλικάρι στη γη, στα χέρια και στα πόδια, και πήγε κι έφαγε όλο το φαγητό. Μετά ελευθέρωσε τον νέο κι έφυγε. Γρήγορα ο νεαρός έβαλε να ετοιμάζεται άλλο φαγητό. Γύρισαν οι άλλοι τρεις από το κυνήγι και είπαν:

Έτοιμο το φαγητό;

Από την ώρα που φύγατε το μαγειρεύω, αλλά πρέπει να είναι παλιό κρέας γιατί δεν έχει γίνει ακόμη.


Το έφαγαν όπως και να είχε και πήγαν να κοιμηθούν. Το επόμενο πρωί πήγαν τρεις για κυνήγι και άφησαν άλλον πίσω να μαγειρέψει. Οι άλλοι δυο, που είχαν μείνει τις προηγούμενες μέρες πίσω, δεν είχαν πει τίποτα σε κανέναν από ντροπή. Έτσι, φάνηκε πάλι ο άντρας με το μούσι έναν πήχη:

Δώσε μου να φάω.

Δεν θα σου δώσω ούτε λίγο γιατί θα γυρίσουν οι άλλοι από το κυνήγι και δεν θα έχουν τίποτα να φάνε.


Έφυγε και γύρισε ο άντρας με τις σφήνες, έδεσε το παλικάρι στη γη, έφαγε το φαγητό, έπειτα τον ελευθέρωσε κι έφυγε. Γύρισαν και οι άλλοι τρεις από το κυνήγι:

Έτοιμο το φαγητό;

Το μαγειρεύω από την ώρα που φύγατε, αλλά δεν είναι έτοιμο ακόμη, πρέπει να είναι σκληρό το κρέας.


Την τέταρτη μέρα έμεινε ο Γιος της Φοράδας να μαγειρέψει ενώ οι άλλοι τρεις πήγαν για κυνήγι. Το μαγείρεψε πολύ καλά και να σου και ο παράξενος άντρας:

Δώσε μου να φάω, πεινάω.

Έλα πιο κοντά και θα σου δώσω.


Ο άντρας πλησίασε και τότε ο Γιος της Φοράδας τον έπιασε από το μούσι του και τον έσυρε μέχρι έξω. Εκεί βρήκε μια οξιά και με το τσεκούρι του έκανε μια βαθιά σχισμή στον κορμό της και έχωσε το μούσι του άντρα μέσα στη σχισμή. Έπειτα έφτιαξε και σφήνες τις οποίες έμπειξε στη σχισμή να κρατάνε γερά το μούσι και μετά έφυγε, αφήνοντας τον άνδρα να κρέμεται εκεί. Γύρισε στο λημέρι και όταν επέστρεψαν και οι άλλοι τρεις από το κυνήγι τους ρώτησε: “Εσείς γιατί δεν μαγειρέψατε τόσο καλό φαγητό όπως το δικό μου;”.


Ο άντρας εντωμεταξύ τράβηξε το δέντρο τόσο δυνατά που το ξερίζωσε με το μούσι του και το πήρε στους ώμους του μέχρι τη σπηλιά όπου έμενε, στον άλλον κόσμο.


Μόλις τελείωσαν το νόστιμο γεύμα τους, ο Γιος της Φοράδας τους είπε: “Ελάτε μαζί μου να δείτε τι έπιασα”. Αλλά μόλις έφτασαν, το μόνο που είδαν ήταν η τρύπα στο έδαφος: “Ελάτε μαζί μου, πρέπει να τον βρούμε”, είπε ο Γιος της Φοράδας. Ακολούθησαν τα χνάρια που είχε αφήσει ο άντρας τραβώντας πίσω του το δέντρο μέχρι που έφτασαν μπροστά στη σπηλιά: “Από εδώ πρέπει να μπήκε μέσα, ποιος θα πάει να τον φέρει έξω;”. Αλλά οι άλλοι τρεις αμέσως αρνήθηκαν και του είπαν πως φοβόντουσαν και πως αυτός έπρεπε να πάει μιας και είχε πιάσει τον άνδρα. Τότε ο Γιος της Φοράδας τους είπε: “Θα πάω, αλλά μου ορκίζεστε πως θα μου φερθείτε τίμια;” και οι τρεις του το ορκίστηκαν. Έφτιαξαν ένα καλάθι και προσεκτικά κατέβασαν τον Γιο της Φοράδας στον άλλο κόσμο. Εκεί, είδε ένα μεγαλόπρεπο παλάτι και βρήκε και τον άντρα με το μούσι του στο δέντρο. Τον έβαλε κι αυτόν στο καλάθι και οι άλλοι τον τράβηξαν πάνω. Στη συνέχεια, ο Γιος της Φοράδας φόρτωσε το καλάθι μ΄ έναν βράχο επειδή σκέφτηκε: “Αν καταφέρουν να τραβήξουν πάνω αυτόν τον βράχο, τότε θα μπορέσουν να τραβήξουν κι εμένα”. Στα μισά όμως, το σκοινί που ήταν δεμένο το καλάθι έσπασε και καλάθι και βράχος παραλίγο να πέσουν στο κεφάλι του Γιου της Φοράδας: “Τώρα χάθηκα για τα καλά”.


Άρχισε λοιπόν να περιπλανιέται στον άλλο κόσμο μέχρι που είδε μπροστά του ένα σπίτι. Εκεί ζούσαν ένας γέρος και μια γριά, και οι δυο τους τυφλοί, μιας και οι νεράιδες τους είχαν βγάλει τα μάτια. Ο Γιος της Φοράδας τους πλησίασε και τους είπε:

Καλή σας μέρα.

Και σε σένα. Ποιος είσαι εσύ;

Εγώ είμαι ένας άνδρας.

Γέρος ή νέος;

Νέος.

Μείνε και γίνε γιος μας.

Εντάξει.


Ο γέρος άνδρας είχε δέκα πρόβατα: “Πάρε τα πρόβατα και βγάλε τα να βοσκήσουν γιόκα μου. Και να μην τα πας ποτέ στα δεξιά, εκεί ζουν οι νεράιδες και θα σου βγάλουν τα μάτια. Να πηγαίνεις πάντα στην αριστερή μεριά, εκεί δεν έχουν δουλειά, εκεί είναι το δικό μας το χωράφι”.


Για τρεις μέρες ο Γιος της Φοράδας πήγαινε και έβοσκε τα πρόβατα στα αριστερά. Αλλά μετά έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του, έφτιαξε μια φλογέρα και πήγε να βοσκήσει τα πρόβατα στη δεξιά μεριά.


Δεν είχε προχωρήσει και πολύ, να σου μπροστά του μια νεράιδα:

Τιποτένιε κι άθλιε, τι γυρεύεις εσύ εδώ;

Για χόρεψε μου λίγο, είπε ο νεαρός κι έβγαλε τη φλογέρα του κι άρχισε να παίζει.


Η νεράιδα άρχισε τον χορό κι έβαλε τα δυνατά της να χορέψει καλά. Καθώς χόρευε, ο Γιος της Φοράδας, έσπασε τη φλογέρα ανάμεσα στα δόντια του:

Μα γιατί σταμάτησες να παίζεις; Γιατί έσπασες τη φλογέρα, δεν έβλεπες τι ωραία που χόρευα; του είπε απογοητευμένη η νεράιδα.

Έλα μαζί μου μέχρι εκείνο εκεί το σφεντάμι, να βγάλω την καρδιά του να φτιάξω άλλη φλογέρα. Μετά θα παίζω όλη μέρα κι εσύ θα χορεύεις, έλα!


Πήγαν και οι δυο μέχρι το σφεντάμι και ο Γιος της Φοράδας έβγαλε το τσεκούρι του κι έκανε μια σχισμή στον κορμό του δέντρου την οποία και κρατούσε ανοιχτή χρησιμοποιώντας το τσεκούρι του για μοχλό. Έπειτα είπε στη νεράιδα: “Βάλε το χέρι σου μέσα και βγάλε την καρδιά του δέντρου”. Η νεράιδα έβαλε το χέρι της μέσα στη σχισμή και τότε ο Γιος της Φοράδας έβγαλε το τσεκούρι του παγιδεύοντας το χέρι της στο δέντρο:

Γρήγορα, βγάλε το χέρι μου από εκεί, θα λιώσει!

Που είναι τα μάτια του γέρου και της γριάς; Αν δεν μου πεις, τώρα κιόλας θα σου κόψω τον λαιμό.

Πήγαινε στο τρίτο δωμάτιο. Τα μάτια είναι μέσα σ΄ ένα ποτήρι. Τα μεγαλύτερα είναι του γέρου και τα μικρότερα της γριάς.

Και πώς θα τους τα ξαναβάλω;

Δίπλα υπάρχει ένα άλλο ποτήρι με νερό. Πάρε τα μάτια και βρέξε τα με αυτό το νερό. Μόλις πας να τους τα βάλεις, θα μπουν αμέσως. Μετά, τρίψε τα με το νερό αυτό και θα βλέπουν και πάλι.


Ο Γιος της Φοράδας έκοψε τον λαιμό της νεράιδας και πήγε και βρήκε τα μάτια του γέρου και της γριάς. Γύρισε πίσω στο σπίτι τους, έβρεξε τα μάτια στο νερό, τους τα έβαλε και μπήκαν αμέσως. Έπειτα τα έτριψε με το μαγικό νερό και τα γερόντια ξαναβρήκαν το φως τους. Του είπαν τότε: “Σε ευχαριστούμε γιόκα μας. Γίνε για πάντα το παιδί μας κι εμείς θα σου τα δίνουμε όλα στο χέρι. Τώρα θέλουμε να πάμε να βρούμε τους συγχωριανούς μας, που έχουμε να τους δούμε πάνω από δέκα χρόνια”.


Ο γέρος καβάλησε μια κατσίκα, η γριά ένα πρόβατο και ξεμακραίνοντας, του είπαν: “Γλυκό μας παιδί, ταξίδεψε, φάε και πιες”, κι έφυγαν για να βρουν τους συντοπίτες τους.


Και ο νεαρός έφυγε και πήγε να περπατήσει στο δάσος. Είδε τότε στην κορυφή ενός δέντρου νεογέννητους αετούς και έναν δράκο που σκαρφάλωνε το δέντρο να τους φτάσει για να τους φάει. Ο Γιος της Φοράδας άρχισε να σκαρφαλώνει κι αυτός το δέντρο, πρόλαβε τον δράκο και τον σκότωσε. Τα αετόπουλα του είπαν: “Ο Θεός να σ΄ έχει καλά που μας έσωσες. Κάθε χρόνο η μάνα μας έκανε αυγά και κάθε χρόνο αυτός ο δράκος ανέβαινε και της τα έτρωγε. Μα πού να σε κρύψουμε; Αν σε βρει εδώ η μάνα μας θα σε κάνει μια χαψιά. Έλα, κρύψου από κάτω μας κι εμείς θα σε καλύψουμε με τα φτερά μας”. Τότε φάνηκε και η μάνα αετός:

Μου μυρίζει φρέσκος άνθρωπος.

Όχι μάνα, ιδέα σου είναι. Πετάς ψηλά και σίγουρα στη μύτη σου φτάνουν διάφορες μυρωδιές.

Είμαι σίγουρη πως κάπου τριγύρω υπάρχει άνθρωπος. Και ποιος σκότωσε τον δράκο;

Δεν ξέρουμε μάνα.

Φέρτε τον μπροστά μου, να τον δω.

Εδώ είναι μάνα, μαζί μας.


Μόλις τα αετόπουλα έβγαλαν τον Γιο της Φοράδας από τις φτερούγες τους και η μάνα τους τον είδε, τον κατάπιε ολόκληρο. Τα αετόπουλα άρχισαν τότε να κλαίνε και να οδύρονται:

Μας έσωσε από βέβαιο θάνατο κι εσύ τον έφαγες!

Τι; Μισό λεπτό, θα τον φέρω πίσω.


Η αετομάνα τότε ξέρασε τον Γιο της Φοράδας ολόκληρο και τον ρώτησε:

Τι θέλεις για αντάλλαγμα που έσωσες τα παιδιά μου;

Θέλω μόνο να με γυρίσεις στον κόσμο που ανήκω.

Αν το ήξερα αυτό από πριν, καλύτερα να είχες αφήσει τον δράκο να φάει τα μικρά μου γιατί αυτό που μου ζητάς είναι τρομερά δύσκολο. Ο μόνος τρόπος που θα μπορέσω να σε πάω μέχρι πάνω είναι να πάρεις μαζί σου δώδεκα φουρνιές ψωμί, δώδεκα μοσχαράκια και δώδεκα κανάτες με κρασί.


Σε τρεις μέρες, ο Γιος της Φοράδας τα είχε όλα έτοιμα. Η αετομάνα τότε του είπε: “Φόρτωσέ τα όλα πάνω μου. Κάθε φορά που θα γυρνάω το κεφάλι μου αριστερά εσύ θα μου δίνεις να τρώω μια φουρνιά ψωμί και ένα μοσχαράκι. Όταν θα γυρνάω το κεφάλι μου δεξιά θα με ποτίζεις μια κανάτα κρασί”.


Με αυτόν τον τρόπο η αετομάνα κατάφερε και γύρισε τον Γιο της Φοράδας στον κόσμο του και αυτός πήγε και βρήκε τα αδέρφια του: “Καλή σας μέρα αδερφοί μου. Σίγουρα με νομίζατε για χαμένο τόσο καιρό. Αν όντως μου φερθήκατε τίμια ρίξτε τα βέλη σας κάθετα πάνω και αφήστε τα να πέσουν πάλι κάτω. Αν σας χτυπήσουν σημαίνει ότι δεν ήσαστε σωστοί, αλλά αν ζήσετε τότε μου φερθήκατε καλά”.


Οι τέσσερις τους τότε στάθηκαν στη σειρά και έριξαν τα βέλη τους στον αέρα. Το βέλος του Γιου της Φοράδας προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια του, ενώ τα βέλη των άλλων έπεσαν στα κεφάλια τους και τους σκότωσαν.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...