podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Πανούργος Νέος

Οι Τούνδρα Γιουκαγκίρ ολοκληρώνουν το ταξίδι μας στη Σιβηρία με αυτή τη μοναδική ιστορία που παρουσιάζει τόσα πολλά παραδοσιακά στιγμιότυπα της περιοχής.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Πανούργος Νέος


Κάποτε ήταν δυο αδερφοί, ο ένας παντρεμένος, ο άλλος όχι. Ο παντρεμένος ζούσε σε ένα μέρος, ο ανύπαντρος σε άλλο. Δεν ήθελαν να ζήσουν μαζί. Μια μέρα ο ανύπαντρος αδερφός πήγε να επισκεφτεί τον παντρεμένο αδερφό του. Καθώς πλησίασε το σπίτι κάτι άκουσε, κοντοστάθηκε και σκέφτηκε: “Ο αδερφός μου και οι γυναίκα του ακούγονται πολύ ευτυχισμένοι έτσι όπως γελούν και συζητούν!”. Όταν πλησίασε όμως περισσότερο, συνειδητοποίησε πως η ανδρική φωνή που ερχόταν από το σπίτι δεν ήταν η φωνή του αδερφού του! Προχώρησε τότε τοίχο-τοίχο μέχρι που βρήκε μια χαραμάδα στο ξύλο και στο δερμάτινο κάλυμμα του σπιτιού. Κρυφοκοίταξε και είδε έναν παράξενο άντρα να διασκεδάζει πραγματικά με τη νύφη του. Αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, μιλούσαν και γαργαλιόντουσαν. Ο αδερφός τότε σκέφτηκε: “Για να λείπει ο αδερφός μου, πρέπει να έχει βγει να κυνηγήσει τάρανδους”. Εκείνη τη στιγμή τα δύο άτομα, που δεν είχαν αντιληφθεί τον ανύπαντρο αδερφό, γδύθηκαν τελείως και ζευγάρωσαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Την πιο κρίσιμη στιγμή, ο αδερφός όρμησε μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα, με τη γρηγοράδα μιας ερμίνας, σηκώθηκε και κάλυψε τη γύμνια της πίσω από κάτι δέρματα ενώ ο άντρας χώθηκε αστραπιαία κάτω από τις κουβέρτες. Ο νεαρός αδερφός δεν είπε κουβέντα, παρά έκατσε και περίμενε σε μια καρέκλα να έρθει το σούρουπο. Ο άντρας, που είχε κρυφτεί κάτω από τις κουβέρτες, μην μπορώντας να κάνει κι αλλιώς περίμενε κι αυτός. Αργά το βράδυ πια, έφτασε και ο παντρεμένος αδερφός.


Ο ανύπαντρος αδερφός δεν είπε τίποτα για τον παράξενο άντρα που ήταν κρυμμένος στο σπίτι και το ίδιο σιωπηλή έμεινε και η γυναίκα. Μετά από λίγα λεπτά έντονης σιωπής, ο αφέντης του σπιτιού είπε: “Εμπρός γυναίκα, ήρθε να μας επισκεφτεί ο αδερφός μου! Τράβα να μαγειρέψεις σε λίπος τάρανδου μπόλικο από το καλύτερο κρέας μας, να φάμε να καρδαμώσουμε.” Ο ανύπαντρος αδερφός και πάλι δεν είπε τίποτα, η νύφη του σηκώθηκε και πήγε να μαγειρέψει. Έβαλε στην κατσαρόλα να γίνει το κρέας και, όταν ετοιμάστηκε, το έκοψε με προσοχή και το μοίρασε στα τρία. Ο άντρας της είπε τότε:

Ας κάτσουμε να φάμε λοιπόν!

Μα πώς να φάμε όταν υπάρχει ένας παράξενος άνδρας κρυμμένος στο σπίτι σου; του απάντησε τότε ο αδερφός του.

Πώς; Θα τον ψάξω σε κάθε γωνιά του σπιτιού μου και σίγουρα θα τον βρω.


Κι έτσι έκανε. Δεν άφησε σπιθαμή του σπιτιού του που να μην ψάξει, αλλά μάταια, δεν βρήκε τίποτα. Γυρίζοντας τότε στον αδερφό του, είπε:

Κάνεις και αστειάκια τώρα αδερφέ μου; Έλα, ας κάτσουμε να φάμε τώρα.

Μα πώς να φάμε; Υπάρχει κάποιος ξένος κρυμμένος στο σπίτι σου, είπε πάλι ο ανύπαντρος αδερφός.


Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε τρεις φορές. Ο παντρεμένος αδερφός έψαχνε, δεν έβρισκε κανέναν, προσκαλούσε τον αδερφό του να δειπνήσουν όλοι μαζί κι αυτός με τη σειρά του αρνιόταν. Την τελευταία φορά, ο ανύπαντρος αδερφός είπε: “Ώχου άσε με πια ήσυχο! Πώς να κάτσουμε να φάμε όταν υπάρχει ένας ξένος στο κρεβάτι σου, κρυμμένος κάτω από τις κουβέρτες σου!”. Ο παντρεμένος αδερφός τότε ξεσκέπασε το κρεβάτι του και είδε με τα μάτια του τον παράξενο άντρα ξαπλωμένο μπρούμυτα, με το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι. Αυτό τον έκανε έξαλλο! Με μια κίνηση έβγαλε το μαχαίρι του από τη θήκη και έκοψε το κεφάλι του μοιχού! Έπειτα, σαν ηρέμησε λίγο, η έκφραση του άλλαξε και από θυμωμένος τώρα ήταν απαρηγόρητος. Είπε γεμάτος θλίψη:

Ω αδερφέ μου! Κι εσύ γυναίκα μου! Έπρεπε να μου το είχατε πει νωρίτερα, τώρα τι θα κάνω; και άρχισε να κλαίει γοερά. Σκότωσα άνθρωπο! Τι μοίρα με περιμένει τώρα;

Και τι θες να κάνουμε τώρα; του απάντησε ψύχραιμα ο αδερφός του και τον πλησίασε. Τι νόημα έχουν τα κλάματα τώρα; Είναι πια σκοτωμένος και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε αυτό. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεφορτωθούμε το άψυχο σώμα του.


Έτσι φορτώθηκε τη σορό και την απομάκρυνε από το σπίτι. Δεν είχε περπατήσει πολύ όταν άρχισε να διακρίνει τα χνάρια που είχε αφήσει ο παράξενος άντρας όταν πλησίασε το σπίτι του αδερφού του. Ακολουθώντας τα, διέσχισε έναν κακοτράχηλο δρόμο μέχρι που έφτασε σ΄ ένα μεγάλο χωριό. Είχε πολλά σπίτια, κάποια Τούνγκου και κάποια Γιακούτ. Είδε κοπάδια αλόγων και ταράνδων και στο κέντρο του χωριού στεκόταν ένα τεράστιο σπίτι σαν λόφος. Ήταν του αρχηγού του χωριού. Ο ανύπαντρος αδερφός έφτασε εκεί αργά το βράδυ πια και κατάφερε να βρει και το σπίτι του σκοτωμένου άνδρα. Μπήκε αμέσως μέσα, κουβαλώντας το πτώμα στην πλάτη. Οι γονείς του σκοτωμένου, ένας γέρος και μια γριά, κοιμόντουσαν στη δεξιά μεριά του σπιτιού και το κρεβάτι του γιου τους βρισκόταν στην αριστερή. Ο αδερφός πλησίασε το κρεβάτι, έβαλε τη σορό του άντρα κάτω από τα δέρματα και συμμαζεύοντάς τα σφιχτά κάτω από το σώμα, κατάφερε να σταθεροποιήσει και το κομμένο του κεφάλι έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο άνδρας απλά κοιμόταν. Ο γέρος και η γριά άκουσαν κάτι να κινείται κοντά τους, αλλά σκέφτηκαν: “Α! Ο γιος μας θα είναι που επιτέλους γύρισε σπίτι”, και ο πατέρας είπε “Γιατί άργησες τόσο;”.


Σε μια άλλη γωνιά του σπιτιού κοιμόταν ο αδερφός του σκοτωμένου με τη γυναίκα του. Κι αυτός με τη σειρά του είπε “Ναι, γιατί άργησες τόσο; Έπρεπε να έχεις πέσει για ύπνο ώρες τώρα!”. Ο ανύπαντρος αδερφός , που έφερε τη σορό πίσω, βγήκε γρήγορα από το σπίτι και γύρισε στον τόπο του. Μπήκε στο σπίτι του αδερφού του, ο οποίος του είπε:

Α, γύρισες ζωντανός βλέπω. Τι το έκανες το πτώμα;

Το κουβάλησα μέχρι το σπίτι των γονιών του και τον ξάπλωσα στο κρεβάτι του. Είχε αργήσει πολύ να γυρίσει.


Επιτέλους έκατσαν και έφαγαν όλοι μαζί. Αφού τελείωσαν το φαγητό τους, ο ανύπαντρος αδερφός, που ανησυχούσε πολύ, είπε:

Θα πάω πίσω να δω τι συνέβη με τον σκοτωμένο.

Όχι, μην πας! Αν σε δουν, αυτή τη φορά σίγουρα θα σε σκοτώσουν!

Μπα, δεν θα με σκοτώσουν, θα πάω να δω.


Και μην ακούγοντας τις συμβουλές του αδερφού του, ο ανύπαντρος αδερφός πήγε πίσω στο χωριό και στο σπίτι του σκοτωμένου. Καθώς πλησίαζε, άκουσε τον δυνατό θρήνο. Όλοι οι συγγενείς του σκοτωμένου άντρα είχαν μαζευτεί πάνω από το σώμα του και έκλαιγαν. Μπήκε στο σπίτι και χαιρέτησε τον γέρο. Έπειτα πήγε και κάθισε ταπεινά μαζί με τις γυναίκες. Ο γέρος τότε τον ρώτησε:

Δεν έχω ξαναδεί το πρόσωπό σου στο χωριό μας. Σίγουρα είσαι ξένος. Απλά επισκέπτεσαι τον τόπο μας;

Έτσι είναι, αποκρίθηκε ο νεαρός. Και γιατί κλαίτε όλοι εδώ σήμερα;

Έχουμε σοβαρό λόγο, είπε αναστενάζοντας τότε ο γέρος. Είχαμε δυο γιους και χάσαμε τον έναν. Όλο νυχτοπερπατούσε και κανείς μας δεν ήξερε που πήγαινε. Πολύ συχνά θύμωνε μαζί μας και τώρα, έτσι θυμωμένος που ήταν πάλι, έκοψε το κεφάλι του, πήγε και ξάπλωσε και μετά από λίγο πέθανε. Γι αυτό και όλοι μας θρηνούμε σήμερα.


Κατόπιν, έφαγαν όλοι μαζί και ήπιαν το τσάι τους. Ο γέρος τότε ρώτησε τον νεαρό:

Εμείς εδώ στο χωριό μας δεν έχουμε σαμάνο, παρόλο που το χωριό είναι μεγάλο. Μήπως ξέρεις εσύ κανέναν σαμάνο από τον τόπο σου;

Ναι, είπε ο νεαρός λέγοντας γι άλλη μια φορά ψέματα. Ξέρω κάποιον σαμάνο.

Α! είπε ο γέρος και το βλέμμα του άστραψε. Αφού είναι έτσι, πήγαινε και φέρ’ τον εδώ σε μας.


Ο νεαρός ζήτησε δυο άλογα, ένα για τον ίδιο και ένα για τον σαμάνο που θα έφερνε μαζί του: “Εγώ θα καβαλικέψω το ένα άλογο και το άλλο θα το δέσω ξοπίσω μου με σκοινί για τον σαμάνο”. Κι έφυγε χωρίς σκοπό, μιας και δεν ήξερε κανέναν σαμάνο να πάει να συναντήσει. Μετά από λίγο, συνάντησε μια ξύλινη καλύβα. Μπήκε μέσα και είδε μια λυκογυναίκα να κάθεται σ΄ έναν πάγκο. Τα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά που έφταναν μέχρι το πάτωμα. Δίπλα της, σε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι, καθόταν ένα κορίτσι πιο όμορφο κι από τον ήλιο. Αυτό ήταν το λυκοκόριτσο. Τα λυκόπαιδα έξω ήταν τ΄ αδέρφια της. Η γυναίκα με τα μακριά μαλλιά σήκωσε το βλέμμα της και μόλις είδε τον νεαρό του είπε:

Δεν έχω ματαδεί πρόσωπο σαν το δικό σου στα μέρη μας. Κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν έχει φτάσει ως εδώ. Τι είσαι; Είσαι στ’ αλήθεια άνθρωπος ή κάτι άλλο;

Άνθρωπος είμαι.

Και τι δουλειά έχεις εδώ, μήπως χάθηκες;

Έχω μεγάλη ανάγκη από έναν σαμάνο. Με έστειλε κάποιος που υποφέρει πολύ.


Η γυναίκα επανέλαβε την ερώτησή της και ο νεαρός της απάντησε όπως και πριν. Τότε, κράτησε την αναπνοή της για αρκετή ώρα και τελικά είπε: “Έχω γεράσει πολύ. Δεν ξέρω αν ακόμη έχει μείνει καθόλου δύναμη μέσα μου, αλλά παλιότερα μπορούσα και βοηθούσα τους ανθρώπους”. Ο νεαρός την έπιασε, την έβαλε πάνω στο άλογο και την πήρε μαζί του πίσω στο μεγάλο χωριό.


Την πήγε μέχρι το σπίτι του σκοτωμένου και, σαν μπήκαν οι δυο τους μέσα, είπε: “Ορίστε η σαμάνα που σας έφερα”. Τότε όλοι σηκώθηκαν και την κέρασαν τα καλύτερα φαγητά. Η λυκογυναίκα, καθώς έτρωγε, βάλθηκε να στεγνώνει πάνω από τη φωτιά το μικρό και παράξενο σαμανικό τύμπανό της. Έπειτα ξεκίνησε τη σαμανική τελετουργία της. Όπως γινόταν παραδοσιακά, έβαλε τον άντρα που την είχε φέρει μέχρι εκεί να της κρατά τον θύσανο που κρεμόταν από το φόρεμά της: “Πρόσεξε τώρα!” του είπε αυστηρά, “μην αφήσεις τον θύσανο από το χέρι σου!”. Ο νεαρός άρπαξε καλά τον θύσανο και τότε η γυναίκα άρχισε να χτυπιέται και να σπαρταρά σαν κομμάτι κορμού που φλεγόταν γύρω γύρω από τη φωτιά. Το σπίτι ήταν πλημμυρισμένο από φίλους, γνωστούς, γείτονες και συγγενείς του σκοτωμένου και της οικογένειάς του. Μετά από λίγο, ο νεαρός είπε: “Ουφ, ζεστάθηκα πολύ, ας πιάσει κάποιος άλλος τον θύσανο όσο εγώ θα βγω έξω να δροσιστώ λιγάκι”.


Βγήκε από το σπίτι. Το φεγγάρι στεκόταν λαμπρό στον ουρανό. Παραδίπλα είδε ένα τσούρμο άλογα που έσκαβαν το χιόνι να βρουν χορτάρι να φάνε. Τα μάζεψε όλα και τα έβαλε να σταθούν το ένα κοντά στο άλλο. Στη συνέχεια έκοψε μια ιτιά και από τα κλαδιά της έφτιαξε σκούπες, ίσες στον αριθμό με τα άλογα που είχε συγκεντρώσει. Έδεσε τις σκούπες στις ουρές των αλόγων και τους έβαλε φωτιά, αφήνοντας τα άλογα ελεύθερα. Εκείνα, σαν είδαν τις φλόγες και μύρισαν το καμένο, άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε ο νεαρός ξαναμπήκε στο σπίτι όπου γινόταν η τελετή κι έπιασε ξανά τον θύσανο λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Ξάφνου ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος: “Άνδρες! Γρήγορα! Ο τόπος μας έχει πάρει όλος φωτιά!”. Πράγματι, τα άλογα κάλπαζαν δεξιά κι αριστερά αφηνιασμένα, σηκώνοντας ψηλά της φλεγόμενες ουρές τους:

Μα ποιος την ξεκίνησε τη φωτιά;

Μάλλον τα πνεύματα το έκαναν.


Και όλοι βγήκαν από το σπίτι όπου ήταν μαζεμένοι. Έμειναν να στέκονται έξω, ανήμποροι να σταματήσουν τη λαίλαπα που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια τους: Αχ! Αχ!”, είπαν κάποιοι, “Σίγουρα αυτό θα είναι το τέλος μας!” και ξέχασαν ολωσδιόλου τη λυκογυναίκα και την τελετή της. Ο νεαρός όμως για άλλη μια φορά μπήκε μέσα στο σπίτι.


Η γυναίκα κοπάναγε το τύμπανό της πιο μανιασμένα από ποτέ. Τόσο την είχε συνεπάρει η τελετουργία, που σημασία δεν έδωσε σε ό,τι συνέβαινε έξω. Ο νεαρός κοίταξε τριγύρω του. Κανείς δεν είχε μείνει πια στο σπίτι και η γυναίκα συνέχισε να βαρά το τύμπανό της. Τότε εκείνος σήκωσε μια μεγάλη και φαρδιά κατσαρόλα γεμάτη με παγωμένο νερό και την άδειασε όλη στο κεφάλι της λυκογυναίκας. Έπειτα τη φόρεσε στο κεφάλι και στους ώμους της. Η γυναίκα αμέσως ανατρίχιασε ολόκληρη κι έπεσε νεκρή, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλους τους σαμάνους όταν κάτι τους βγάζει απότομα από την έκστασή τους. Ο νεαρός βγήκε έξω από το σπίτι και ανακατεύτηκε με το πλήθος, παίρνοντας ύφος αθώου.


Μετά από λίγο, μέσα στη σύγχιση που επικρατούσε, φώναξε: “Μα τι στεκόμαστε και κάνουμε εδώ, έχουμε αφήσει τη σαμάνα μόνη μέσα στο σπίτι! Δεν είναι σωστό!”. Το πλήθος τότε βιάστηκε να ξαναγυρίσει στο σπίτι και όταν ο γέρος είδε τη σαμάνα νεκρή και μισοκρυμμένη μέσα στην κατσαρόλα, είπε όλο απελπισία: “Αλίμονο! Αλίμονο! Σαν να μην έφτανε που έχασα τον γιο μου, τώρα συνέβη και το χειρότερο, να πεθάνει μια λυκογυναίκα μέσα στο σπίτι μας! Τα παιδιά της σίγουρα θα θελήσουν να πάρουν εκδίκηση τώρα! Καλύτερα να πέσουμε να πεθάνουμε όλοι αυτή τη στιγμή! Ω Θεέ μου!” και συνέχισε ξεσπάζοντας σε λυγμούς, “Τι συμφορά μας βρήκε! Ας την πάρει κάποιος να την πάει σπίτι της!”.


Αλλά όλοι τους φοβόντουσαν πολύ και κανείς δεν ήθελε να την πάει. Ο γέρος τότε άρχισε να παρακαλά τον νεαρό επισκέπτη να φορτώσει τη λυκογυναίκα στο άλογό του και να την πάει αυτός πίσω σπίτι της. Ο νεαρός του είπε: “Μα πώς να το κάνω εγώ αυτό; Θα με κάνουν χίλια κομμάτια σαν με δουν.” Ο γέρος, που είχε μια πόλη όμορφη κόρη, του είπε:

Σε ικετεύω να πάρεις τη λυκογυναίκα από εδώ! Αν γυρίσεις πίσω ζωντανός θα σου δώσω τη νεαρή κόρη μου για γυναίκα.

Καλά τότε, είπε ο νεαρός. Αλλά ακόμη δεν είμαι σίγουρος γι αυτό. Και ποιος μου λέει εμένα ότι αν γυρίσω πίσω εσύ δεν θα αθετήσεις τον λόγο σου και δεν θα μου δώσεις τίποτα για αντάλλαγμα;

Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό! διαμαρτυρήθηκε τότε ο γέρος. Θα σου φερθώ έντιμα.

Ας είναι. Σκότωσε δυο αγριόκοτες και δώσε μου τις κύστες τους γεμάτες με φρέσκο και ζεστό αίμα.


Πήρε τις κύστες και τις έβαλε κάτω από τις μασχάλες του. Έπειτα, έπιασε και κάρφωσε στις σόλες των παπουτσιών του καρφιά τόσο βαθιά που του τρύπησαν τις φτέρνες. Πήρε τότε τη λυκογυναίκα και τη φόρτωσε στη σέλα του. Την έδεσε καλά αλλά όχι και πολύ σφιχτά. Έτσι φαινόταν ότι η γυναίκα καβαλούσε το άλογο ζωντανή. Πήραν το δρόμο μέχρι που έφτασαν στο σπίτι των λύκων:

Ουου! ακούστηκε το αλύχτισμα των λυκόπαιδων. Έρχεται η μάνα μας, έρχεται η μάνα μας!

Ήρεμα τώρα, τους είπε ο νεαρός. Το άλογό μου είναι πολύ φοβιτσιάρικο και θέλει προσοχή να μη γίνει κανένα λάθος.


Γρήγορα, έδωσε μια στα πλευρά του αλόγου με τα καρφιά των παπουτσιών του κι εκείνο τινάχτηκε ολόκληρο. Ο νεαρός έπεσε στο έδαφος και μαζί του σωριάστηκε και η λυκογυναίκα, σα σακί. Οι κύστες που κουβαλούσε έσκασαν και γέμισε ο τόπος αίμα, με τα σώματα του νεαρού και της γυναίκας πεσμένα πλάι πλάι. Τα λυκόπαιδα βλέποντάς το αυτό, είπαν: “Αδερφοί μου! Η μητέρα μας πέθανε, αλλά ακόμη χειρότερο είναι που σκοτώσαμε και αυτόν τον νεαρό με την απροσεξία μας! Σίγουρα οι αδερφοί και οι αδερφές του θα έρθουν να μας βρουν για να εκδικηθούν τον θάνατό του”.


Πλησίασαν το σώμα του νεαρού και τον κοίταξαν καλά. Το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα μπράτσα και τα πόδια του: “Ουου! Ουου! Πώς να τον ξαναφέρουμε στη ζωή;”. Τον έπιασαν από τα χέρια και τα πόδια και τον ταρακούνησαν λέγοντας: “Ζήσε, σε παρακαλούμε ζήσε! Μην πεθάνεις εδώ, θα σου δώσουμε την όμορφη αδερφή μας για γυναίκα σου!”. Τον καθάρισαν, έκλαψαν από πάνω του, τον τάισαν καλά και τον φρόντισαν και ο νεαρός προσποιήθηκε ότι σιγά σιγά αισθάνθηκε καλύτερα. Μετά από μερικά αδύναμα “Ωχ, ωχ” συνήλθε εντελώς. “Αχ! είπαν τότε τα λυκόπαιδα στην αδερφή τους, “είδες την καλή μας την τύχη; Αυτός ο άνδρας πέθαινε και μόλις του είπαμε ότι θα του δίναμε εσένα για γυναίκα, ξανάνιωσε!”


Έτσι ο νεαρός πήρε την κοπέλα και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω:

Υποσχέσου μας, του είπαν τα λυκόπαιδα πριν φύγει, ότι σαν πας πίσω στον τόπο σου δεν θα πεις σε κανέναν ότι παραλίγο να σε σκοτώσουμε, εντάξει;

Σας το υπόσχομαι, τους διαβεβαίωσε ο νεαρός και κάλπασε μακριά με τη νέα του νύφη.

Οι δυο τους έφτασαν στον γέρο:

Επέστρεψα και είμαι ζωντανός, φώναξε ο νεαρός. Που είναι η κοπέλα;

Εδώ είναι, είπε ο γέρος και του παρουσίασε την κόρη του. Ευτυχώς που γύρισες πίσω και είσαι καλά, είναι δική σου τώρα!


Ο νεαρός πήρε και την άλλη κοπέλα και γύρισε πίσω στον αδερφό του με δυο νύφες και τρία άλογα. Ο αδερφός του είπε:

Λείπεις τόσο καιρό που ήμουν σίγουρος ότι είχες πεθάνει. Αλλά βλέπω ότι, όχι μόνο δεν πέθανες, αλλά γύρισες με δυο καλλονές!

Έτσι είναι, είπε περήφανα ο νεαρός και κατεβαίνοντας από το άλογο πήγε και αμέσως έκοψε το κεφάλι της γυναίκας του αδερφού του. Ορίστε λοιπόν! Τώρα δεν θα έχεις πια άλλους εραστές της στο σπίτι σου!


Έδωσε στον αδερφό του την κόρη του γέρου και για τον εαυτό του κράτησε το λυκοκόριτσο. Και από εκείνη την ημέρα έζησαν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...