Ο Πρίγκιπας Απρόσμενος
Ο Πρίγκιπας Απρόσμενος είναι ένα λαϊκό παραμύθι από την Πολωνία, από τα μετα-Χριστιανικά χρόνια. Συναντάμε παραλλαγές του σε αρκετές γειτονικές περιοχές.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
--------------------
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
--------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Ο Πρίγκιπας Απρόσμενος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που, αν και παντρεμένοι τρία χρόνια, δεν είχαν κάνει παιδιά, κάτι που τους στενοχωρούσε ιδιαίτερα. Μια μέρα ο βασιλιάς κλήθηκε να εποπτεύσει το βασίλειο και τους υπηκόους του. Θα άφηνε τη βασίλισσά του για οκτώ ολόκληρους μήνες.
Προς το τέλος του ένατου μήνα ο βασιλιάς επιτέλους θα επέστρεφε , έχοντας εκτελέσει επιμελώς το έργο του. Βρισκόταν πια έξω από τα περίχωρα της βασιλικής πρωτεύουσας, όταν συνάντησε μια ακατοίκητη κοιλάδα. Μες στην καρδιά του ζεστού καλοκαιριού δίψασε τόσο πολύ, που έστειλε τους υπηρέτες, να του φέρουν νερό να πιει. Οι υπηρέτες σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δυο ώρες μετά, γύρισαν με άδεια χέρια, δεν είχαν καταφέρει να βρουν τίποτα.
Ο διψασμένος βασιλιάς αποφάσισε να ερευνήσει ο ίδιος την περιοχή , δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεν υπήρχε ούτε ρυάκι, ούτε πηγή σε μια τόσο μεγάλη έκταση. Πήγαινε και πήγαινε ώσπου σε ένα πλάτωμα όπου πριν δεν υπήρχε νερό, του φάνηκε πως είδε ένα πηγάδι. Πλησιάζοντας παρατήρησε, το περιφραγμένο με ξύλο πηγάδι που φαινόταν καινούριο, γεμάτο με γάργαρο νερό και στο κέντρο ένα ασημένιο ποτηράκι να επιπλέει. Ο βασιλιάς ξεπέζεψε βιαστικά και όρμησε να πιάσει το ασημένιο ποτηράκι με το δεξί του χέρι. Μα το ποτηράκι σαν να ήταν ζωντανό και να τον είχε δει, κουνήθηκε από μόνο του προς την άλλη πλευρά του πηγαδιού και συνέχισε να επιπλέει. Ο βασιλιάς γονάτισε και ξαναπροσπάθησε να το πιάσει, αυτή τη φορά με τ’ αριστερό του χέρι, αλλά αυτό πάλι του ξέφυγε και πήγε από την άλλη, αναγκάζοντας τον βασιλιά να προσπαθήσει να το πιάσει και με τα δυο του χέρια. Κι εκεί που κόντευε να το στριμώξει, το ποτηράκι βούτηξε σαν ψάρι και ξαναβγήκε αλλού, πιο μακριά. «Να κρεμαστεί αμέσως!», σκέφτηκε ο βασιλιάς, «Αφού δεν μπορώ να πιω από το ποτήρι, θα τα καταφέρω χωρίς αυτό». Έσκυψε λοιπόν πάνω από το νερό που ήταν καθαρό σαν κρύσταλλο και κρύο σαν πάγος και άρχισε να πίνει με βουλιμία. Μέχρι κι η μακριά του γενειάδα βυθίστηκε στο νερό, έτσι όπως ήταν σκυμμένος. Όταν ξεδίψασε, ο βασιλιάς έκανε να σηκωθεί μα δεν μπορούσε, κάτι τον είχε πιάσει από τη γενειάδα του και δεν τον άφηνε. Τραβήχτηκε ξανά, χωρίς αποτέλεσμα. «Ποιος είναι εκεί; Άσε με σου λέω!»
Τότε ακούστηκε από το πηγάδι: «Εγώ είμαι ο Υπόγειος Βασιλιάς, ο Αθάνατος Μπόνι και δεν θα σε αφήσω, αν δεν μου τάξεις αυτό που εν αγνοία σου άφησες πίσω στο παλάτι και που δεν περιμένεις να βρεις σαν θα γυρίσεις».
Ο βασιλιάς κοίταξε στα βάθη του πηγαδιού και προς έκπληξή του είδε ένα κεφάλι, μεγάλο σαν βαρέλι με πράσινα μάτια και ένα στόμα από το ένα αυτί μέχρι τ’ άλλο. Του είχε πιάσει τη γενειάδα με χέρια σαν του κάβουρα και είχε ένα καταχθόνιο χαμόγελο στα χείλη. Ο βασιλιάς θεώρησε ότι αυτό που αγνοούσε ότι υπήρχε πριν φύγει και που δεν περίμενε να βρει όταν επέστρεφε, δεν θα μπορούσε να έχει μεγάλη αξία κι έτσι συμφώνησε: «Είναι δικό σου». Το πλάσμα έσκασε στα γέλια και εν ριπή οφθαλμού εξαφανίστηκε, μαζί με το πηγάδι, τον φράχτη και το ασημένιο ποτηράκι. Ο βασιλιάς, ελεύθερος πια, έμεινε κατάμονος πάνω σε έναν λοφίσκο χωρίς τίποτα τριγύρω του. Σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό του και ξανανέβηκε στο άλογό του, κάλπασε μέχρι να βρει τους ακολούθους του και έβαλε μπρος για την πρωτεύουσα.
Σε μια-δυο εβδομάδες ο βασιλιάς έφτασε πια στην πόλη του. Ο κόσμος έβγαινε έξω να τον προϋπαντήσει και να τον συγχαρεί. Έφτασε στην είσοδο του παλατιού, πέρασε τη μεγάλη και βαριά πόρτα και άρχισε να περπατά στον διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί, στο τέλος του διαδρόμου τον περίμενε η βασίλισσα. Κρατούσε κοντά στο στήθος της ένα μαξιλάρι και πάνω σ’ αυτό υπήρχε ένα μωρό. Το μωρό ήταν όμορφο σαν το φεγγάρι και κλοτσούσε χαριτωμένα τα υφάσματα που απαλά το τύλιγαν. Ο βασιλιάς έπειτα από τη λάμψη ευτυχίας που τον έλουσε, θυμήθηκε και με πόνο μονολόγησε: «Αυτό είναι που αγνοούσα ότι υπήρχε και που δεν περίμενα να βρω». Και άρχισε να κλαίει με δάκρυ πικρό. Η αυλή τον κοίταζε σαστισμένη αλλά κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει. Ο βασιλιάς πήρε τον γιο του στα χέρια του και χωρίς να πει κουβέντα, κοίταξε για αρκετή ώρα το αθώο του προσωπάκι. Ύστερα τον πήγε ο ίδιος στο παλάτι και τον έβαλε στην κούνια του. Από εκείνη τη μέρα, ο βασιλιάς αφοσιώθηκε στο λαό του και έχασε τη σπιρτάδα και την ευθυμία του, μιας και στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε πάντα η σκέψη, ότι μια μέρα θα ερχόταν ο Μπόνι να του πάρει το παιδί. Αυτό τον πονούσε βαθύτατα.
πέρασαν εβδομάδες, μήνες και χρόνια αλλά κανείς δεν ήρθε να του πάρει τον γιο. Ο πρίγκιπας, που τον ονόμασαν Απρόσμενο, μεγάλωσε και ωρίμασε, έγινε ένας σωστός νεαρός κύριος. Με το πέρασμα του χρόνου ηρέμησε κι ο βασιλιάς, ξαναβρήκε τον παλιό καλό εαυτό του και ξέχασε τα περασμένα γεγονότα, αλίμονο όμως, δεν ξεχνούν όλοι τόσο εύκολα.
Μια μέρα ο πρίγκιπας που είχε βγει για κυνήγι, ξεμάκρυνε από την παρέα του και κατέληξε μόνος σε μια άγρια ερημιά. Ξάφνου βρέθηκε μπροστά του ένας κακάσχημος γέρος με πράσινα μάτια και του είπε: «Πώς είστε πρίγκηπα Απρόσμενε; Σας περίμενα τόσον καιρό...». «Μα ποιος είσαι;» ρώτησε έκπληκτος ο πρίγκιπας. «Σύντομα θα μάθεις πολύ καλά, αλλά πριν, θέλω να πας στον πατέρα σου και να του δώσεις χαιρετίσματα από εμένα και να του πεις ότι θα χαρώ ιδιαιτέρως να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας. Γιατί αν δεν ξεπληρώσει το χρέος του σ’ εμένα, θα το μετανιώσει πικρά!» Και με αυτά τα λόγια ο αποκρουστικός γέρος εξαφανίστηκε. Κατάπληκτος κι απορημένος ο πρίγκιπας γύρισε στο παλάτι και είπε στον πατέρα του τι είχε συμβεί. Ο βασιλιάς έγινε κάτασπρος σαν το πανί και αποκάλυψε το μυστικό του στον γιο του. «Μην κλαις πατέρα!» απάντησε ο πρίγκιπας, «δεν είναι δα και τόσο μεγάλη συμφορά. Είμαι σίγουρος πως θα καταφέρω τον Μπόνι να σπάσει τη συμφωνία σας, αυτή που με τέτοιο δόλο σε ανάγκασε να κάνεις. Αν σε ένα χρόνο δεν έχω επιστρέψει, αυτό θα σημαίνει ότι μάλλον δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ».
Έτσι ο πρίγκιπας ετοιμάστηκε για το ταξίδι του, ο βασιλιάς του έδωσε μια ατσάλινη πανοπλία, ένα ξίφος και το καλύτερό του άλογο, ενώ η βασίλισσα του κρέμασε γύρω από τον λαιμό ένα σταυρό από καθαρό χρυσάφι. Αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν κι ο πρίγκιπας αναχώρησε.
Ταξίδεψε μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες και στο τέλος της τέταρτης μέρας, όταν πια ο ήλιος έδυε, ο πρίγκιπας έφτασε στις ακτές μιας θάλασσας, σε ένα μικρό κολπίσκο. Κοίταξε γύρω του και είδε πάνω στην άμμο δώδεκα ολόλευκα φορέματα, αλλά κανένα σημείο ζωής, παρά μόνο δώδεκα χήνες που κολυμπούσαν στη θάλασσα. Περίεργος να μάθει τίνος ήταν τα ρούχα, ξεπέζεψε, άφησε τ’ άλογό του να βοσκήσει λίγο παραπέρα, πήρε ένα φόρεμα και κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο, περιμένοντας να δει τι θα γίνει. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι χήνες βγήκαν στην ακτή, οι έντεκα πλησίασαν τα ρούχα, έπεσαν επάνω τους κι αμέσως μεταμορφώθηκαν σε έντεκα πανέμορφες κοπέλες. Ντύθηκαν γρήγορα κι έτρεξαν προς τη στεριά. Η δωδέκατη χήνα, η τελευταία και η ομορφότερη απ’ όλες έμεινε πίσω και δεν βγήκε από το νερό, μόνο τέντωσε τον λαιμό της με λαχτάρα κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Βλέποντας τον πρίγκηπα που κρυβόταν είπε με ανθρώπινη φωνή: «Πρίγκηπα Απρόσμενε, δώσε μου το φόρεμά μου και θα σου είμαι ευγνώμων». Ο πρίγκιπας την σεβάστηκε, επέστρεψε το φόρεμα εκεί που το είχε βρει και ταπεινά γύρισε το βλέμμα του από την άλλη. Η χήνα βγήκε από το νερό, μεταμορφώθηκε σε κοπέλα και ντύθηκε στα γρήγορα. Στάθηκε μπροστά στον πρίγκηπα και κοκκινίζοντας, του έδωσε το χέρι της και του είπε με ευχάριστη φωνή: «Σε ευχαριστώ ευγενικέ πρίγκηπα που με άκουσες. Είμαι η μικρότερη από τις δώδεκα κόρες του Αθάνατου Μπόνι, του κυρίαρχου του κάτω βασιλείου. Ο πατέρας μου, πρίγκηπα, σε περιμένει εδώ και καιρό και είναι πολύ θυμωμένος. Αλλά μη φοβάσαι, μόνο άκου τι θα σου πω. Μόλις δεις τον Μπόνι πέσε στα γόνατα και, όσο κι αν φωνάξει και διαμαρτυρηθεί και απειλήσει, εσύ μην πτοηθείς και πλησίασέ τον με σθένος και σιγουριά. Τι θα συμβεί στη συνέχεια, θα πρέπει να το δεις μόνος σου, τώρα πρέπει να χωρίσουμε». Και η πριγκίπισσα χτύπησε το τακουνάκι της στο έδαφος, το έδαφος ευθύς χάθηκε κάτω από τα πόδια τους και κατέβηκαν και οι δυο προς το λαμπρό παλάτι του Υπόγειου Βασιλιά.
Ο πρίγκιπας γεμάτος αυτοπεποίθηση, μπήκε στην αίθουσα του θρόνου όπου καθόταν ο Μπόνι με ένα λαμπερό στέμμα στο κεφάλι. Τα μάτια του έλαμπαν σαν πράσινο γυαλί και τα χέρια του ήταν σαν τις δαγκάνες του κάβουρα. Με το που τον είδε ο πρίγκιπας έπεσε στα γόνατα και ο Μπόνι έβγαλε μια τόσο δυνατή κραυγή που σείστηκε όλο το υπόγειο βασίλειο. Αλλά ο πρίγκιπας αποφασισμένος, πλησίασε τον θρόνο μπουσουλώντας και όταν πια έφτασε πολύ κοντά, ο Μπόνι του είπε: «Είσαι πολύ τυχερός πρίγκηπα που κατάφερες να με κάνεις να χαμογελάσω. Είσαι ευπρόσδεκτος να παραμείνεις στο βασίλειο, μα για να γίνεις κανονικός πολίτης θα πρέπει να εκτελέσεις τρεις προσταγές μου. Είναι αργά όμως, ας ξεκινήσουμε αύριο. Το δωμάτιό σου είναι έτοιμο και σε περιμένει».
Ο πρίγκιπας κοιμήθηκε ανενόχλητος όλο το βράδυ και νωρίς το επόμενο πρωί, ο Μπόνι τον κάλεσε και του είπε: «Ας δούμε τώρα πρίγκηπα τι μπορείς να κάνεις. Μέχρι το επόμενο πρωί πρέπει να έχεις χτίσει ένα παλάτι από μάρμαρο. Τα παράθυρά του να είναι από κρύσταλλο, η οροφή από χρυσάφι και γύρω να έχει έναν πανέμορφο κήπο με παγκάκια και σιντριβάνια. Αν τα καταφέρεις, θα κερδίσεις την αγάπη μου. Αν όμως αποτύχεις, θα διατάξω να αποκεφαλιστείς». Ο πρίγκιπας άκουσε τις προσταγές υπομονετικά, υποκλίθηκε και επέστρεψε στο δωμάτιό του. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού γεμάτος απόγνωση, σκεπτόμενος πως πολύ σύντομα θα πέθαινε, αλλά ξάφνου έξω από το παράθυρο ακούστηκε το επίμονο βουητό μιας μέλισσας: «Άνοιξέ μου!» είπε, και ο πρίγκιπας άνοιξε το παράθυρο. Η μέλισσα πέταξε μέσα στο δωμάτιο και πριν καταλάβει καλά καλά ο πρίγκιπας τι είχε συμβεί, μπροστά του στεκόταν η νεότερη κόρη του βασιλιά Μπόνι. «Τι σε απασχολεί πρίγκηπα Απρόσμενε;» τον ρώτησε. «Αλίμονο! Σκέφτομαι πως ο πατέρας σου θέλει να μου πάρει τη ζωή», απάντησε ο νεαρός με πόνο στη φωνή του. «Μη φοβάσαι, ξάπλωσε και κοιμήσου ήσυχα κι αύριο το πρωί το παλάτι σου θα είναι έτοιμο».
Έτσι κι έγινε. Την αυγή ο πρίγκιπας βγήκε από το δωμάτιό του και μπροστά του βρισκόταν το πιο όμορφο παλάτι που είχε δει ποτέ του, μέχρι και ο βασιλιάς Μπόνι δεν πίστευε τα μάτια του, όταν το είδε! «Μάλιστα, τα κατάφερες αυτή τη φορά, αλλά άκου τώρα τη δεύτερη προσταγή μου: Αύριο το πρωί θα σου παρουσιάσω τις δώδεκα κόρες μου. Αν δεν καταφέρεις να μαντέψεις ποια είναι η μικρότερη, τότε θα σου πάρω το κεφάλι». Ο πρίγκιπας επέστρεψε στο δωμάτιό του και μονολόγησε: «Εγώ, να μην μπορώ να ξεχωρίσω τη μικρότερη κόρη του Μπόνι! Σιγά το δύσκολο» Και πετώντας στο δωμάτιο πάλι σαν μέλισσα, η μικρότερη πριγκίπισσα είπε «Εδώ είναι η δυσκολία. Μοιάζουμε όλες τόσο πολύ, που κι ο ίδιος μας ο πατέρας, μας ξεχωρίζει από τις φορεσιές μας».
«Και τι θα κάνω τώρα;» ρώτησε με αγωνία ο πρίγκιπας.
«Θα σου πω. Πάνω από το αριστερό μάτι της μικρής κόρης, θα δεις μια αγελάδα. Μόνο κοίτα καλά. Αντίο», είπε η πριγκίπισσα και έφυγε, όπως ήρθε.
Την επόμενη αυγή ο βασιλιάς Μπόνι έστειλε να του φέρουν τον πρίγκιπα Απρόσμενο. Οι δώδεκα πριγκίπισσες στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη, ντυμένες ολόιδια, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Ο πρίγκιπας εντυπωσιάστηκε με την ομοιότητά τους. Τις κοίταξε όλες, μια, δυο κι όμως δεν μπορούσε να εντοπίσει το σημάδι που έψαχνε. Την τρίτη όμως φορά που τις εξέτασε, παρατήρησε ότι μια κόρη είχε πάνω από το αριστερό της φρύδι ένα σημάδι που έμοιαζε με αγελάδα και τότε ενθουσιασμένος φώναξε: «Αυτή είναι η μικρότερη!»
«Μας πως στα κομμάτια το μάντεψες;», είπε ενοχλημένος ο Μπόνι. «Κάτι δεν μου αρέσει καθόλου, μάλλον κλέβεις. Πολύ καλά λοιπόν, θα σε αντιμετωπίσω αλλιώς πρίγκηπα. Θα παρουσιαστείς μπροστά μου σε τρεις ώρες, για να δούμε τις ικανότητές σου με εμένα παρών: Θα ανάψω ένα άχυρο και πριν αυτό σβήσει, εσύ θα πρέπει να φτιάξεις ένα ζευγάρι μπότες. Αν δεν τα καταφέρεις, θα πεθάνεις».
Αυτή τη φορά ο πρίγκπας βρισκόταν σε απόγνωση πριν καν μπει στο δωμάτιό του. Η μέλισσα ήταν ήδη εκεί και τον ρώτησε: «Γιατί τόσο σκεπτικός πρίγκιπά μου;»
«Πώς να μην είμαι σκεπτικός, όταν ο πατέρας σου θέλει να του φτιάξω ένα ζευγάρι μπότες; Δεν είμαι τσαγκάρης».
«Πώς να κάνεις αλλιώς;»
«Δεν θα καταφέρω να φτιάξω τις μπότες, αλλά δεν φοβάμαι τον θάνατο, ας γίνει ότι είναι να γίνει».
«Όχι πρίγκιπά μου, δεν θα πεθάνεις. Θα προσπαθήσω άλλη μια φορά να σε σώσω και είτε θα φύγουμε μαζί από εδώ, είτε θα πεθάνουμε κι οι δυό. Πρέπει να αποδράσουμε, δεν μας μένει άλλη λύση».
Τότε η πριγκίπισσα γυρνώντας προς το παράθυρο, το έφτυσε και το σάλιο της έγινε αμέσως πάγος. Τότε πήρε το χέρι του πρίγκιπα και τον οδήγησε έξω από το δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα πίσω τους και πέταξε το κλειδί όσο πιο μακριά μπορούσε. Με βήμα γοργό και πάντα χέρι-χέρι, ξεκίνησαν την ανάβασή τους προς τον πάνω κόσμο, ώσπου έφτασαν στην είσοδο από την οποία είχε κατέβει ο πρίγκιπας στο Υπόγειο Βασίλειο του Μπόνι. Εκεί είδαν την ίδια θάλασσα, την ίδια ακτή, τους ίδιους θάμνους και τα ίδια λιβάδια, μάλιστα σε αυτά τα λιβάδια έβοσκε και το άλογο του πρίγκιπα, το οποίο μόλις είδε τον αφέντη του, κάλπασε προς το μέρος του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο πρίγκιπας ανέβασε την κόρη στο άλογο, κατόπιν ανέβηκε κι αυτός και κατευθύνθηκαν προς τον τόπο του πρίγκιπα, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Όταν ο πρίγκιπας δεν εμφανίστηκε μπροστά στον βασιλιά Μπόνι τη συμφωνημένη ώρα, εκείνος έστειλε τους αυλικούς του να τον φέρουν. Βρήκαν την πόρτα κλειδωμένη κι άρχισαν να χτυπούν δυνατά. Ο πάγος στο τζάμι τότε, με τη φωνή του πρίγκιπα είπε: «Εντός ολίγου!» Οι αυλικοί επέστρεψαν και είπαν στον βασιλιά τι είχε συμβεί. Περίμεναν και περίμεναν μα ο πρίγκιπας ήταν άφαντος. Ο Μπόνι τότε ξαναέστειλε τους αυλικούς να φέρουν τον πρίγκιπα, εκείνοι ξαναχτύπησαν την πόρτα και για άλλη μια φορά ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο η φωνή του πρίγκιπα: «Εντός ολίγου!». Μεταφέροντας τα γεγονότα στον βασιλιά, εκείνος φώναξε θυμωμένος: «Μα τι σημαίνουν όλα αυτά, με κοροϊδεύει;» «Να πάτε αμέσως, να σπάσετε την πόρτα και να τον φέρετε μπροστά μου!». Οι αυλικοί βιάστηκαν και μετά από προσπάθεια έσπασαν την πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο. Όμως εκεί δεν βρήκαν κανέναν, αλλά το μόνο που άκουσαν ήταν ένα γέλιο που ερχόταν από τον πάγο στο τζάμι καθώς έλιωνε. Ο Μπόνι έβραζε τώρα από θυμό και διέταξε όλους τους πολεμιστές του, να τρέξουν στο κατόπι του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας και να μη γυρίσουν με άδεια χέρια αλλιώς θα θανατώνονταν.
Στο μεταξύ ο πρίγκιπας Απρόσμενος και η πριγκίπισσα, απομακρύνονταν γρήγορα, όταν ξοπίσω τους άκουσαν έναν μακρινό ήχο. Ο πρίγκιπας σταμάτησε το άλογό του, ξεπέζεψε και έβαλε το αυτί του στο έδαφος: «Μας ακολουθούν» είπε ανήσυχα. «Τότε δεν πρέπει να χάνουμε καιρό» είπε η πριγκίπισσα και αμέσως μεταμορφώθηκε σε ποταμό και ο πρίγκιπας σε γέφυρα, το άλογο σε κοράκι και ο δρόμος που ακολουθούσαν, απέκτησε τρία παρακλάδια. Φτάνοντας στο σημείο οι διώκτες, έμειναν με το στόμα ανοικτό. Τα ίχνη που ακολουθούσαν, έφταναν ως τη γέφυρα και ξαφνικά χάνονταν, ενώ μπροστά τους είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε τρεις δρόμους. Έχοντας έρθει χωρίς προμήθειες, αποφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γυρίσουν πίσω: «Μια γέφυρα κι ένα ποτάμι! Μα δεν καταλάβατε ότι αυτοί τα έβαλαν εκεί; Πηγαίνετε γρήγορα και μη γυρίσετε αν δεν τους βρείτε!» βρυχήθηκε ο Μπόνι, μόλις του είπαν οι πολεμιστές τι είχε συμβεί. Έτσι, έκαναν μεταβολή και συνέχισαν την καταδίωξή τους.
«Πάλι τους ακούω να πλησιάζουν!» ψιθύρισε τρομαγμένα η πριγκίπισσα στον πρίγκηπα Απρόσμενο, ο οποίος για άλλη μια φορά κόλλησε το αυτί του στη γη και είπε: «Αυτήν τη φορά έρχονται γρήγορα, πρέπει να είναι κοντά». Μεμιάς ο πρίγκιπας, η πριγκίπισσα και το άλογο μεταμορφώθηκαν σε πυκνό δάσος με αμέτρητα μονοπάτια και δρόμους, με έναν από αυτούς να έχει ίχνη αλόγου. Φτάνοντας οι πολεμιστές, παρατήρησαν τα χνάρια και τα ακολούθησαν, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο πυκνό δάσος. Κάποια στιγμή είδαν μπροστά τους τους φυγάδες και επιτάχυναν το κυνηγητό τους, αλλά ξάφνου το δάσος εξαφανίστηκε και βρέθηκαν εκεί όπου είχαν ξεκινήσει. Επέστρεψαν για άλλη μια φορά στον βασιλιά με άδεια χέρια: «Φέρτε μου αμέσως το καλύτερό μου άλογο!» τσίριξε ο Μπόνι με μανία, «θα πάω να τους φέρω πίσω ο ίδιος, δεν θα μου ξεφύγουν!» και με αυτά ξεκίνησε να τους πιάσει.
Η πριγκίπισσα είπε πάλι στον πρίγκηπα Απρόσμενο: «Μας κυνηγούν πάλι και αυτή τη φορά είναι ο ίδιος ο βασιλιάς. Δώσε μου τον χρυσό σταυρό σου και είμαι σίγουρη πως στην πρώτη εκκλησία που θα συναντήσουμε θα σταματήσει και το ταξίδι του πατέρα μου». Ο πρίγκιπας έβγαλε το δώρο της μητέρας του και το έδωσε στην πριγκίπισσα. Εκείνη αμέσως μεταμορφώθηκε σε εκκλησία, ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε ιερέα και το άλογο σε καμπαναριό. Δευτερόλεπτα μετά έφτασε ο Μπόνι στο σημείο: «Μοναχέ!» ο Μπόνι απευθύνθηκε στον ιερέα, «μήπως πέρασαν από εδώ δύο ταξιδιώτες πάνω σε άλογο;»
«Τώρα μόλις έφυγαν ο πρίγκιπας Απρόσμενος και η πριγκίπισσά του. Μπήκαν στην εκκλησία μου, έδωσαν τους όρκους τους, άναψαν ένα κερί για εσένα βασιλιά μου και μου μήνυσαν να σου δώσω την ευχή τους αν σε δω». Απογοητευμένος, ο Μπόνι επέστρεψε στο παλάτι του. Έτσι ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα πάνω στο άλογο, συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής στο βασίλειο του πρίγκιπα.
Στον δρόμο τους βρέθηκε μια μικρή, πανέμορφη πόλη και ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία του να τη διασχίσει: «Πρίγκιπά μου, μην περάσεις από αυτήν την πόλη, έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα».
«Μα θα ρίξουμε μόνο μια γρήγορη ματιά, και μετά θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας», απάντησε με ανυπομονησία ο πρίγκιπας.
«Δεν ανησυχώ τόσο για την είσοδό μας στην πόλη αυτή, όσο για το αν θα βγούμε ποτέ. Αλλά αφού θέλεις τόσο πολύ να τη δεις, πήγαινε κι εγώ θα μείνω εδώ μεταμορφωμένη σε λευκή πέτρα μέχρι να γυρίσεις. Πρόσεχε όμως αγαπημένε μου, ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η κόρη τους θα βγουν να σε προϋπαντήσουν. Μαζί τους θα είναι και ένα γλυκό μικρό αγόρι. Μην το φιλήσεις, γιατί ευθύς αμέσως θα με ξεχάσεις. Κι εγώ δεν θα ξαναδώ τούτον τον κόσμο, θα πεθάνω από απόγνωση. Θα σε περιμένω εδώ, και αν σε τρεις μέρες δεν έχεις γυρίσει, θυμήσου πως θα χαθώ εξαιτίας σου».
Ο πρίγκιπας την καθησύχασε και μπήκε με το άλογό του στην πόλη, η κόρη του Μπόνι μεταμορφώθηκε σε πέτρα και περίμενε υπομονετικά στην άκρη του δρόμου.
Πέρασε η πρώτη μέρα, πέρασε η δεύτερη και όταν πέρασε κι η τρίτη μέρα ήταν ξεκάθαρο πια, πως ο πρίγκιπας δεν είχε δώσει σημασία στα λόγια της πριγκίπισσας. Κακόμοιρη πριγκίπισσα, είχε γίνει όπως είχε προφητέψει: ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η κόρη τους, είχαν βγει να υποδεχθούν τον πρίγκιπα Απρόσμενος και είχαν μαζί τους κι ένα αγοράκι με την πιο γλυκιά και παιχνιδιάρικη φωνή, τα πιο χρυσά σγουρά μαλλάκια και μάτια λαμπερά σαν άστρα. Το αγοράκι έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά του πρίγκιπα, κι αυτός σαγηνευμένος από την ομορφιά του, ξέχασε τα πάντα και το φίλησε γλυκά. Εκείνη τη στιγμή η μνήμη του σκοτείνιασε και ξέχασε ολότελα την κόρη του βασιλιά Μπόνι.
Περιμένοντας η πριγκίπισσα μεταμορφωμένη σε λευκή πέτρα μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες χωρίς να φανεί ο πρίγκιπάς της, μεταμορφώθηκε αυτή τη φορά σε άνθος καλαμποκιού που φύτρωσε ανάμεσα στα στάχυα, στο πλάι του δρόμου: «Εδώ θα μείνω, μέχρι να έρθει κάποιος, είτε να με κόψει είτε να με ποδοπατήσει», είπε η πριγκίπισσα με παράπονο, καθώς δροσερά δάκρυα έτρεχαν από τα γαλάζια της πέταλα. Σύντομα, ένας γέρος περιπατητής που περνούσε από εκεί, είδε το άνθος και, έκθαμβος από την ομορφιά του, το ξερίζωσε προσεκτικά, το πήρε μαζί του και το φύτεψε ευλαβικά σε μια γλάστρα. Και ω! τι θαύμα! Από τη μέρα που έφερε το λουλούδι στο σπίτι του, η καθημερινότητα του γέρου γέμισε με μαγεία. Δεν προλάβαινε να σηκωθεί το πρωί από τον ύπνο του και έβρισκε το σπιτικό του πεντακάθαρο, ούτε ίχνος σκόνης δεν υπήρχε πουθενά. Όταν γύριζε το απόγευμα, το γεύμα του τον περίμενε πάντα στρωμένο στο τραπέζι, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να κάτσει και να φάει όσο τραβούσε η όρεξή του. Ο γέρος προσπαθούσε ξανά και ξανά να καταλάβει τι συνέβαινε και μη μπορώντας να βρει εξήγηση άρχισε να φοβάται. Έτσι, πήγε να βρει τη μάγισσα του χωριού: «Θα σου πω εγώ τι να κάνεις», του είπε η γριά μάγισσα, «να σηκωθείς το πρωί πριν να βγει ο ήλιος, πριν να κακαρίσουν τα πρώτα κοκόρια και κοίτα προσεχτικά για οποιαδήποτε κίνηση. Ό,τι δεις να κινείται έστω και λίγο, σκέπασέ το με μια πετσέτα. Το τι θα γίνει μετά, αυτό θα το δεις μόνο εσύ».
Ο γέρος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ από την αγωνία. Μόλις όμως ο ήλιος ίσα που άρχισε να φωτίζει το σπίτι, είδε με τα ίδια του τα μάτια το λουλούδι, να βγαίνει μόνο του από τη γλάστρα και να κινείται στο δωμάτιο. Ταυτόχρονα, όλα άρχισαν να τακτοποιούνται, η σκόνη έβγαινε έξω από μόνη της, η φωτιά θέριεψε στη σόμπα. Προσεκτικά, ο γέρος πήδηξε από το κρεβάτι του και γρήγορα σκέπασε με την πετσέτα το λουλούδι. Και να! Το λουλούδι άλλαξε κι έγινε μια πανέμορφη κοπέλα, η κόρη του βασιλιά Μπόνι: «Τι έκανες;» άρχισε να κλαίει η πριγκίπισσα, «γιατί με ξαναζωντάνεψες; Ο μονάκριβός μου, ο πρίγκιπας Απρόσμενος με λησμόνησε και δεν έχω πια λόγο να ζω».
«Ο αγαπημένος σου πριγκίπισσα, σκοπεύει να παντρευτεί σήμερα. Το γλέντι είναι έτοιμο και οι πρώτοι καλεσμένοι θα έχουν ήδη αρχίσει να καταφτάνουν».
Η πριγκίπισσα έκλαψε για κάμποσο με λυγμούς, μα σαν στέρεψε από δάκρυα, έριξε πάνω της κάτι μάλλινα κουρέλια και ντυμένη σαν χωριατοπούλα κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την πόλη. Στο πίσω μέρος του παλατιού, βρήκε την πόρτα της βασιλικής κουζίνας ανοικτή και βλέποντας τον αρχιμάγειρα, τον πλησίασε και του είπε: «Καλέ μου κύριε, κάντε μου μια χάρη, αφήστε με να ετοιμάσω εγώ τη γαμήλια τούρτα για τον πρίγκιπα Απρόσμενο». Απασχολημένος και αφηρημένος, ο αρχιμάγειρας ήταν έτοιμος να την διώξει με τις κλωτσιές από την κουζίνα του, μέχρι που γύρισε και κοίταξε την κοπέλα που μόλις του είχε μιλήσει: «Ω, ομορφότερη των ομορφότερων, κάνε ότι επιθυμείς κι εγώ ο ίδιος θα παραδώσω το γαμήλιο γλυκό στον πρίγκιπα!» της είπε με ευγένεια και γλύκα. Η τούρτα ετοιμάστηκε εγκαίρως και όλοι οι καλεσμένοι ήδη κάθονταν στις θέσεις τους. Ο αρχιμάγειρας έφερε την τεράστια τούρτα στο τραπέζι πάνω σε μια ασημένια πιατέλα. Πηγαίνοντας να κόψει το πρώτο κομμάτι ο πρίγκιπας, κάτι θαυμάσιο συνέβη: Μέσα από την τούρτα ξεπήδησαν δύο περιστέρια, ένα γκρίζο κι ένα λευκό. Το γκρίζο περιστέρι άρχισε να περπατάει γύρω γύρω στο τραπέζι και το λευκό να τον ακολουθεί, κελαηδώντας:
«Μείνε, μείνε περιστέρι
Θυμήσου το αληθινό σου ταίρι
Τον αγαπημένο μου ζητώ να φτάσω
Τον πρίγκιπα Απρόσμενο να πιάσω
Που πρόδωσε την κόρη του Μπόνι μέρα μεσημέρι»
Και τότε ο πρίγκιπας τα θυμήθηκε μεμιάς όλα, η θολή του μνήμη επανήλθε και πηδώντας στο τραπέζι, έτρεξε για την πόρτα, εκεί που τον περίμενε η πριγκίπισσά του, η κόρη του Μπόνι και τον πήρε απ’ το χέρι. Μαζί κατέβηκαν ως την έξοδο του παλατιού όπου και τους περίμενε ένα έτοιμο σελωμένο άλογο.
Χωρίς καθυστέρηση, ο πρίγκιπας Απρόσμενος και η πριγκίπισσα καβάλησαν το άλογο και χωρίς κανένα άλλο εμπόδιο έφτασαν επιτέλους στο βασίλειο του πρίγκιπα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τους υποδέχτηκαν θερμά, και σύντομα οργάνωσαν τον πιο χαρμόσυνο και πλουσιοπάροχο γάμο στα χρονικά του βασιλείου.
-----------------------
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1