podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Τα Τρία Λεμόνια

Τα Τρία Λεμόνια μας έρχονται από την Ουγγαρία και είναι το κλασσικό παραμύθι επανάληψης με όλα τα μαγικά νούμερα, τον δράκο και την καλή σοφή γριά!


-------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


--------------------


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


---------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:


Τα Τρία Λεμόνια


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε έναν μονάκριβο γιο. Μια μέρα κάλεσε τον γιο του και του είπε: «Γιε μου, τα μαλλιά μου είναι άσπρα. Σύντομα θα κλείσω τα μάτια μου για πάντα και θέλω πριν γίνει αυτό, να είμαι σίγουρος για την ευτυχία σου. Παντρέψου γιε μου, να σου δώσω την ευχή μου πριν πεθάνω». Ο πρίγκιπας δεν έδωσε απάντηση, μόνο χάθηκε στις σκέψεις του – ήθελε τόσο πολύ να εκπληρώσει την ευχή του πατέρα του, μα δεν είχε βρει καμμιά κοπέλα που να κάνει την καρδιά του να σκιρτήσει.


Μια φορά κι έναν καιρό, ο πρίγκιπας καθόταν και ρέμβαζε στον κήπο, σκεπτόμενος τι να κάνει, όταν ξάφνου τον πλησίασε μια γυναίκα, άγνωστο το από πού ήρθε.


«Πήγαινε στον γυάλινο λόφο, κόψε τρία λεμόνια και θα βρεις τη νύφη που θα κάνει την καρδιά σου να σκιρτήσει», του είπε κι όπως εμφανίστηκε, έτσι κι εξαφανίστηκε. Τα λόγια της γυναίκας χαράχτηκαν βαθιά στην ψυχή του νεαρού πρίγκιπα και αποφάσισε πως ό,τι κι αν συναντούσε στον δρόμο του, θα έβρισκε αυτόν το γυάλινο λόφο και θα έκοβε τα τρία λεμόνια. Ανακοίνωσε στον πατέρα του την απόφασή του και εκείνος του έδωσε άλογο, όπλα και πανοπλία, μαζί με την ευλογία του.


Πέρα από δάση και βουνά, πέρα απ’ τις ερήμους, ταξίδεψε ο πρίγκιπάς μας στην αναζήτησή του, για πολλές, πολλές μέρες. Μα για τον γυάλινο πύργο και τα τρία λεμόνια μήτε είδε, μήτε άκουσε κάτι. Μια μέρα, εξουθενωμένος από το ταξίδι, έκατσε να ξαποστάσει κάτω από τον ίσκιο μιας μοσχολεμονιάς. Καθώς έκανε να κάτσει, το σπαθί του μες τη θήκη χτύπησε μια πέτρα και έκανε έναν δυνατό θόρυβο. Μέσα από το φύλλωμα του δέντρου τότε, πέταξαν ψηλά καμιά δωδεκαριά κοράκια, που είχαν τρομάξει με τον απρόσμενο ήχο: «Χα, τώρα μόλις κατάλαβα ότι έχω καιρό να δω ζωντανό πλάσμα στον δρόμο μου», μονολόγησε ο πρίγκιπας, «θα ακολουθήσω τα κοράκια, ίσως αυτά με οδηγήσουν εκεί που θα βρω αυτό που ψάχνω».


Ακολούθησε τα κοράκια για τρεις μέρες και τρεις νύχτες μέχρι που, επιτέλους είδε στο βάθος ένα κάστρο: «Δόξα Σοι! Τώρα σίγουρα θα συναντήσω άλλους ανθρώπους!» φώναξε όλο χαρά και βιάστηκε να φτάσει.


Το κάστρο ήταν από μόλυβδο. Τα κοράκια σταμάτησαν το ταξίδι τους εκεί και πετούσαν τώρα σε κύκλους από πάνω του. Μπροστά στην είσοδο του κάστρου στεκόταν μια γριά γυναίκα, η Τζεζιμπάμπα, με το μακρύ, μολυβένιο της ραβδί: «Α, παλικάρι μου, από που έρχεσαι; Εδώ δεν υπάρχει ούτε πουλί ούτε σκαθάρι, πόσο μάλλον άνθρωποι», είπε η Τζεζιμπάμπα στον πρίγκιπα, «φύγε αν αγαπάς τη ζωή σου γιατί σαν έρθει ο γιος μου, θα σε φάει». Ο πρίγκιπας ικέτεψε: «Όχι, γριά μητέρα, όχι! Ήρθα μόνο για να πάρω τη συμβουλή σου, να μου πεις αν ξέρεις πού μπορώ να βρω τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια». Η Τζεζιμπάμπα σκέφτηκε για λίγο και είπε στον πρίγκιπα: «Ούτε που έχω ξανακούσει γι αυτόν το λόφο που μου λες. Αλλά μείνε! Ο γιος μου σίγουρα θα μπορέσει να σου πει πού είναι. Θα πρέπει όμως να σε κρύψω. Να, μπες μέσα σ’ αυτήν την ντουλάπα μέχρι να σε φωνάξω».


Τα βουνά αντήχησαν, το κάστρο σείστηκε και η Τζεζιμπάμπα πρόλαβε και ειδοποίησε τον πρίγκιπα ότι αυτός ήταν ο γιος της που κατέφτανε: «Φο φο φο! Μυρίζω ανθρώπινη σάρκα, θα την κάνω μια χαψιά!» φώναξε ο γιος της Τζεζιμπάμπα μόλις έφτασε στο κατώφλι και άφησε να πέσει στο πάτωμα το μεγάλο του ρόπαλο, σείοντας πάλι ολόκληρο το κάστρο. Η Τζεζιμπάμπα του είπε παιχνιδιάρικα:

- Όχι κι έτσι γιέ μου, όχι κι έτσι! Έχει έρθει ένας όμορφος νέος και θέλει τη συμβουλή σου για κάτι.

- Άμα θέλει τη συμβουλή μου, τότε γιατί δεν είναι μπροστά μου;

- Θα παρουσιαστεί μπροστά σου μόνο αν υποσχεθείς ότι δεν θα τον πειράξεις.

- Καλά, καλά, δεν θα τον πειράξω, φέρε τον μπροστά μου.


Ο πρίγκιπας έτρεμε σαν το φύλλο μέσα στην ντουλάπα γιατί, κοιτώντας μέσα από μια χαραμάδα, είδε ότι ο γιος της Τζεζιμπάμπα ήταν ένας δράκος τόσο ψηλός, που ο πρίγκιπας δεν τον έφτανε ούτε στο γόνατο. Η Τζεζιμπάμπα φώναξε τον πρίγκιπα να βγει από την κρυψώνα του κι αυτός παρουσιάστηκε μπροστά στον δράκο: «Λοιπόν μυρμηγκάκι, γιατί φοβάσαι; Από πού έρχεσαι και τι θέλεις;», ρώτησε αυστηρά ο δράκος. «Τι θέλω;», απάντησε ο πρίγκιπας, «έχω ταξιδέψει πολύ καιρό σε αυτά τα βουνά και τις ερήμους και δεν έχω βρει αυτό που ψάχνω. Γι’ αυτό ήρθα σε σένα, να μου πεις αν ξέρεις πού μπορώ να βρω τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια». Ο γιος της Τζεζιμπάμπα σήκωσε το φρύδι του, σκέφτηκε για λίγο και μετά με πιο καλοσυνάτο ύφος είπε στον πρίγκιπα: «Εδώ τριγύρω δεν υπάρχει τέτοιος λόφος και ούτε που ξέρω πού είναι. Να πας στον αδερφό μου που είναι στο ασημένιο κάστρο, αυτός μάλλον θα ξέρει να σου πει. Αλλά να μην πας νηστικός, μάνα! Φέρε τα ψωμάκια μου!». Η γριά Τζεζιμπάμπα έφερε στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο αχνιστά ψωμάκια και ο τεράστιος γιος της έκατσε στο τραπέζι να φάει: «Έλα να φας κι εσύ!» είπε επιτακτικά στον πρίγκιπα. Ο πρίγκιπας σήκωσε ένα ψωμάκι και ξεκίνησε να το δαγκώνει, αλλά έσπασε δυο δόντια του – τα ψωμάκια ήταν από μολύβι: «Γιατί δεν τρως; Μήπως δεν σου αρέσουν;» ρώτησε ο δράκος τον πρίγκιπα. «Όχι κάθε άλλο, μυρίζουν υπέροχα, απλά έχω έρθει φαγωμένος», είπε δειλά ο πρίγκιπας. «Καλά μην τα φας τώρα, πάρε μαζί σου για το δρόμο». Και θέλοντας και μη, ο πρίγκιπας έβαλε μερικά μολυβένια ψωμάκια στις τσέπες του και συνέχισε το ταξίδι του.


Ταξίδεψε και ταξίδεψε για τρεις μέρες και τρεις νύχτες και όσο πιο μακριά πήγαινε, τόσο πιο πυκνό και σκοτεινό γινόταν το δάσος που διέσχιζε. Πίσω και μπροστά του δεν υπήρχε ίχνος ζωής και κουρασμένος πια, έκατσε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο. Το ξίφος του πάλι χτύπησε μια πέτρα καθώς πήγε να κάτσει, ενώ από το δέντρο τινάχτηκαν δυο ντουζίνες τρομαγμένα κοράκια: «Καλός οιωνός αυτό!» είπε ενθουσιασμένος ο πρίγκιπας, «θα τα ακολουθήσω και σίγουρα κάπου καλύτερα θα με πάνε».


Προχωρούσε και προχωρούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προλάβει τα κοράκια, ώσπου στο βάθος φάνηκε ένα λαμπερό κάστρο. Παρόλο που ήταν ακόμη μακριά, ο πρίγκιπας μπορούσε ήδη να διακρίνει ότι το κάστρο ήταν από ατόφιο ασήμι. Στην είσοδο του κάστρου στεκόταν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας με καμπούρα και με ασημένιο ραβδί στο χέρι, ήταν η Τζεζιμπάμπα:

- Α, παλικάρι μου, από πού έρχεσαι; Εδώ δεν υπάρχει ούτε πουλί ούτε σκαθάρι, πόσο μάλλον άνθρωποι. Φύγε αν αγαπάς τη ζωή σου, γιατί σαν έρθει ο γιος μου θα σε φάει.

- Όχι γριά μητέρα, δεν θα με φάει. Του φέρνω χαιρετισμούς από τον αδερφό του, τον δράκο του μολυβένιου κάστρου.

- Τότε, πέρασε να κάτσουμε στη σάλα γιε μου και πες μου τι ζητάς εδώ.

- Τι ζητάω μητέρα; Έχω ταξιδέψει από την άλλη μεριά της γης περνώντας βουνά, λαγκάδια και ερήμους, ψάχνοντας να βρω τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια. Ήρθα να δω, αν μπορείς εσύ και ο γιος σου να με βοηθήσετε να τον βρω.

- Εγώ δεν ξέρω τίποτα για αυτόν τον λόφο που μου λες, αλλά μείνε! Σαν έρθει ο γιος μου, θα σε συμβουλεύσει. Μόνο πήγαινε και κρύψου κάτω από το κρεββάτι, μέχρι να σε φωνάξω.


Τα βουνά αντιλάλησαν με το βρυχηθμό, το κάστρο σείστηκε συθέμελα και ο πρίγκιπας κατάλαβε πως ερχόταν ο γιος της Τζεζιμπάμπα: «Φο φο φο! Μυρίζω ανθρώπινη σάρκα, θα την κάνω μια χαψιά!» φώναξε ο κακάσχημος δράκος σαν έφτασε το κατώφλι και το κάστρο σείστηκε ξανά μόλις άφησε το ασημένιο του ρόπαλο να πέσει:

- Όχι κι έτσι γιέ μου, όχι κι έτσι! Έχει έρθει ένας όμορφος νέος με χαιρετισμούς από τον αδερφό σου, τον δράκο του μολυβένιου κάστρου.

- Άμα πήγε στον αδερφό μου κι αυτός τον άφησε ήσυχο και δεν τον έφαγε, τότε δεν έχει να φοβάται τίποτα κι από μένα, φέρ’ τον μπροστά μου.


Ο Πρίγκιπας ξεπήδησε από κάτω απ’ το κρεββάτι και πλησίασε τον δράκο και φαινόταν λες και στεκόταν δίπλα στο πιο ψηλό κυπαρίσσι:

- Λοιπόν μυρμηγκάκι, ήσουν στου αδερφού μου;

- Ναι, ήμουν. Και να, έχω ακόμη μαζί μου τα ψωμάκια που μου έδωσε για κολατσιό.

- Σε πιστεύω. Τώρα πες μου τι θες.

- Τι θέλω; Ήρθα να σε ρωτήσω για τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια.

- Χμ, το έχω ξανακούσει αυτό το μέρος, αλλά πού είναι ακριβώς, δεν ξέρω να σου πω. Ξέρεις όμως; Είμαι σίγουρος ότι ο αδερφός μου στο χρυσό κάστρο θα ξέρει πού είναι και θα σου πει. Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να ταξιδέψεις με άδειο στομάχι. Έλα, κάτσε να κολατσίσουμε μαζί. Μάνα, τα ψωμάκια μου!


Η Τζεζιμπάμπα έφερε στο τραπέζι ένα μεγάλο ασημένιο πιάτο γεμάτο αχνιστά ψωμάκια: «Φάε!» φώναξε ο δράκος. Ο πρίγκιπας, βλέποντας πως τα ψωμάκια ήταν από ατόφιο ασήμι, είπε πως δεν πεινούσε και πως θα του ήταν πολύ πιο χρήσιμα για κολατσιό στον δρόμο του: «Πάρε όσα θες και δώσε χαιρετίσματα στον αδερφό και τη θεία μου όταν φτάσεις», είπε ο δράκος στον πρίγκιπα. Εκείνος γέμισε τις τσέπες του, ευχαρίστησε τον δράκο και την Τζεζιμπάμπα για τη φιλοξενία και πήρε τον δρόμο για το χρυσό κάστρο.


Τρεις μέρες αφού άφησε πίσω του το ασημένιο κάστρο, περιπλανώμενος μέσα από βουνά και πυκνά δάση, ακόμη δεν είχε βρει τίποτα. Κουρασμένος και μπερδεμένος, έκανε να κάτσει να ξαποστάσει. Το ξίφος του χτύπησε σ’ έναν βράχο και ξάφνου ένα σμήνος από κοράκια σηκώθηκε τρομαγμένο από τον οξύ ήχο και άρχισε να πετάει μακριά: «Δόξα Σοι!», είπε ανακουφισμένος ο πρίγκιπας, «αυτό σημαίνει ότι το χρυσό κάστρο πρέπει να είναι εδώ κοντά» και με αυτό καβάλησε αμέσως το άλογό του και πήρε στο κατόπι το σμήνος που απομακρυνόταν. Βγαίνοντας από το δάσος, είδε μπροστά του ένα πανέμορφο, καταπράσινο λιβάδι και στη μέση του ένα μεγαλόπρεπο ολόχρυσο κάστρο, τόσο λαμπερό σαν τον ήλιο. Μπροστά στις πύλες του κάστρου στεκόταν μια καμπουριασμένη Τζεζιμπάμπα, στηριζόμενη στο ολόχρυσο ραβδί της:

- Α, γιόκα μου, τι γυρεύεις εσύ εδώ; Εδώ δεν υπάρχει ούτε πουλί ούτε σκαθάρι, πόσο μάλλον άνθρωποι. Φύγε αν αγαπάς τη ζωή σου, γιατί σαν έρθει ο γιός μου θα σε φάει.

- Καλή μητέρα, δεν θα με φάει ο γιός σου. Του φέρνω χαιρετίσματα από τον αδερφό του, που ζει στο ασημένιο κάστρο.

- Αν είναι έτσι, τότε πέρασε στη σάλα, να μου πεις τι ψάχνεις και έφτασες ως εδώ.

- Τί ψάχνω; Ταξιδεύω μερόνυχτα τώρα από την άλλη άκρη της γης διασχίζοντας βουνά, λαγκάδια και ερήμους. Ψάχνω να βρω τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια. Μου είπαν, να έρθω εδώ να ρωτήσω αν εσύ ή ο γιος σου ξέρετε πού είναι.

- Πού είναι αυτός ο λόφος που μου λες δεν ξέρω, αλλά μείνε! Σαν έρθει ο γιος μου, θα σου πει πού είναι και τι πρέπει να κάνεις. Μόνο πήγαινε και κρύψου κάτω από το τραπέζι μέχρι να σε φωνάξω.


Ο βρυχηθμός του δράκου αντήχησε στα βουνά και το κάστρο σείστηκε. Σύντομα στο κατώφλι πρόβαλλε και ο γιος της Τζεζιμπάμπα: «Φο φο φο! Μυρίζω ανθρώπινη σάρκα, θα την κάνω μια χαψιά!» φώναξε ο δράκος και το κάστρο σείστηκε ξανά, μόλις άφησε το χρυσό του ρόπαλο να πέσει. Η Τζεζιμπάμπα του είπε με ήπια φωνή:

- Ήρεμα γιόκα μου, ήρεμα. Έχουμε για επισκέπτη έναν όμορφο νεαρό που σου φέρνει χαιρετίσματα από τον αδερφό σου στο ασημένιο κάστρο. Αν υποσχεθείς να μην τον πειράξεις, τότε θα του πω να εμφανιστεί μπροστά σου.

- Αν δεν τον έφαγε ο αδερφός μου, τότε ούτε εγώ θα τον πειράξω.


Ο πρίγκιπας τότε εμφανίστηκε μπροστά στον δράκο και είδε ότι ήταν λες και στεκόταν δίπλα σε πανύψηλο πύργο. Αμέσως έβγαλε από τις τσέπες του τα ασημένια ψωμάκια και ο τεράστιος δράκος του είπε:

- Για πες μου μυρμηγκάκι, τι θέλεις; Αν μπορώ να σε συμβουλέψω, θα το κάνω, μη φοβάσαι.

- Έχω γυρίσει γη και ουρανό να βρω τον γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια. Σε ικετεύω, πες μου πώς μπορώ να φτάσω εκεί και πώς μπορώ να πάρω αυτά τα τρία λεμόνια!

- Βλέπεις αυτό εκεί το μαύρο βουναλάκι; Αυτός είναι ο γυάλινος λόφος. Στην κορυφή του βρίσκεται μια λεμονιά και η λεμονιά είναι φορτωμένη με τρία λεμόνια τόσο μοσχομυριστά που μπορείς να τα μυρίσεις από χιλιόμετρα μακριά. Θα ανέβεις τον λόφο, θα γονατίσεις μπροστά στο δέντρο και θα υψώσεις τα χέρια σου. Αν είναι της μοίρας σου να πάρεις τα λεμόνια, τότε θα πέσουν στα χέρια σου από μόνα τους. Αν όχι, τότε μην τολμήσεις να τα βγάλεις με τη βία. Σαν θα γυρίζεις πίσω, αν πεινάσεις ή διψάσεις, κόψε ένα λεμόνι στα δύο και θα φας και θα πιείς με την καρδιά σου. Στο καλό και σου εύχομαι καλή τύχη. Αλλά περίμενε! Μην φύγεις με άδεια χέρια! Μάνα, φέρε το φαΐ μου!


Και η Τζεζιμπάμπα έφερε στο τραπέζι έναν χρυσό δίσκο γεμάτο με χρυσά, αχνιστά ψωμάκια: «Φάε!», είπε ο δράκος, «αλλιώς πάρε μαζί σου για τον δρόμο». Ο πρίγκιπας και να ήθελε να φάει δεν μπορούσε, αλλά για να μην κακοκαρδίσει το δράκο γέμισε τις τσέπες του, ευχαρίστησε τον δράκο του χρυσού κάστρου και τη μάνα του και συνέχισε το ταξίδι του.


Βιάστηκε να φτάσει στον λόφο, πηδώντας από πεδιάδα σε βουναλάκι κι από λαγκάδι σε βράχο και δεν σταμάτησε, μέχρι που έφτασε στους πρόποδες του γυάλινου λόφου. Κι εκεί σταμάτησε απότομα, έμεινε στήλη άλατος. Ο λόφος ήταν απότομος και τελείως λείος, δεν υπήρχε ούτε πετραδάκι ούτε ρωγμή να πιαστεί από κάπου. Όντως στην κορυφή του είδε το πανέμορφο δέντρο και τα τρία λεμόνια να κρέμονται, με μια μυρωδιά τόσο γλυκιά, που παραλίγο να λιποθυμήσει: «Θεέ μου βάλε το χέρι σου, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει! Μιας και τα κατάφερα ως εδώ, δεν θα ησυχάσω αν δεν φτάσω ως το τέλος». Και με αυτό, ξεκίνησε την ανάβαση στον λόφο. Μα δεν είχε ανέβει και πολύ, το πόδι του γλίστρησε και δεν ήξερε που βρισκόταν και που πατούσε, μέχρι που βρέθηκε πάλι στη βάση του λόφου με ένα παφ! Εκνευρισμένος, άρχισε να βγάζει από τις τσέπες του όλα τα ψωμάκια, μιας και ήταν σίγουρος ότι αυτά τον βάραιναν και δεν μπορούσε να ανέβει. Μα σαν πέταξε ένα, αυτό σφηνώθηκε στην πλαγιά. Με δυσπιστία πέταξε και δεύτερο και τρίτο ψωμάκι και προς ευχάριστη έκπληξη, το καθένα σφηνώθηκε στη γυάλινη πλευρά του λόφου, τόσο όσο να του δίνει ασφαλές πάτημα για να σκαρφαλώνει. Ενθουσιασμένος ο πρίγκιπας, σφήνωσε πρώτα τα μολυβένια, μετά τα ασημένια και τέλος τα χρυσά ψωμάκια στον λόφο. Έτσι, με αυτά τα σκαλάκια που κατάφερε να σχηματίσει, ανέβηκε σιγά σιγά στην κορυφή του γυάλινου λόφου, όπου και γονάτισε με τα χέρια υψωμένα προς τα λεμόνια. Και να! Τα τρία λεμόνια έπεσαν από μόνα τους και προσγειώθηκαν στα χέρια του μεμιάς. Το δέντρο τότε εξαφανίστηκε και ο λόφος χάθηκε κάτω από τα γόνατα του πρίγκηπα, αφήνοντάς τον να πέσει στο κενό.


Μόλις συνήλθε, ο πρίγκιπας είδε πως γύρω του δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά μια αχανής πεδιάδα. Ξεκίνησε, όλος ενθουσιασμό, το ταξίδι του γυρισμού. Δεν πεινούσε ούτε διψούσε, δεν έβλεπε και ούτε άκουγε τίποτα άλλο, παρά μόνο τη χαρά που τον κυρίευε. Την τρίτη μέρα όμως άρχισε να αισθάνεται ένα κενό στο στομάχι του και ξαφνικά να νιώθει πολύ αδύναμος. Πεινούσε τόσο που με χαρά θα έτρωγε ένα από αυτά τα μολυβένια ψωμάκια, αν τα είχε ακόμη μαζί του. Αλλά οι τσέπες του ήταν τώρα άδειες και τριγύρω του δεν υπήρχε ούτε φύλλο μα ούτε ζωντανό πλάσμα. Τότε όμως θυμήθηκε τι του είχε πει ο χρυσός δράκος κι έβγαλε ένα λεμόνι, το έκοψε στη μέση. Τι έκπληξη όμως! Μπροστά στα μάτια του ξεπήδησε μέσα από το κομμένο λεμόνι μια πανέμορφη κοπέλα που μόλις εμφανίστηκε, υποκλίθηκε κι άρχισε να λέει γρήγορα: «Μου έχεις βάλει να φάω; Μου έχεις βάλει να πιώ; Μου έχεις βγάλει όμορφα φορέματα να βάλω;». Ο πρίγκιπας της είπε τότε θλιβερά: «Αλίμονο πανέμορφο μαγικό πλάσμα, δεν έχω για σένα ούτε τροφή, ούτε ποτό μα ούτε φορέματα». Και η καλλονή χειροκρότησε τρεις φορές, υποκλίθηκε κι εξαφανίστηκε.


«Α! Τώρα ξέρω τί κάνουν αυτά τα λεμόνια. Την επόμενη φορά δεν θα τα κόψω τόσο απερίσκεπτα», σκέφτηκε ο πρίγκιπας και ρούφηξε το λεμόνι, ώσπου να μην πεινάει και να διψάει πια και συνέχισε το ταξίδι του.


Μετά από τρεις μέρες ταξιδιού όμως, η πείνα και η δίψα του επανήλθαν και μάλιστα τρεις φορές πιο έντονα: «Ας με λυπηθεί ο Θεός! Έχω ακόμη τόσο δρόμο να κάνω! Δεν αντέχω, θα κόψω κι άλλο ένα λεμόνι», είπε και πήρε το δεύτερο λεμόνι και το έκοψε στη μέση. Τότε μπροστά του εμφανίστηκε μια κοπέλα ακόμη πιο όμορφη από την προηγούμενη: «Μου έχεις βάλει να φάω; Μου έχεις βάλει να πιώ; Μου έχεις βγάλει όμορφα φορέματα να βάλω;» του είπε και ο πρίγκιπας της απάντησε σκύβοντας το κεφάλι: «Δεν έχω κάνει τίποτα από αυτά κυρά μου, τίποτα...». Η κοπέλα τότε χειροκρότησε τρεις φορές, υποκλίθηκε κι εξαφανίστηκε.


Έμεινε ο πρίγκιπας με ένα τελευταίο λεμόνι και κοιτάζοντάς το είπε: «Εσένα ορκίζομαι ότι δεν θα σε κόψω, παρά μόνο όταν φτάσω στο παλάτι του πατέρα μου» και με νέο πείσμα συνέχισε. Με το πείσμα αυτό και την επιμονή του, ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε μπροστά στα τείχη της πόλης του. Σαν τον είδε ο πατέρας του, άρχισε να κλαίει από τη χαρά του: «Καλωσήρθες γιόκα μου! Καλωσήρθες, καλωσήρθες!» και συγκινημένος αγκάλιασε το γιό του με όλη του τη δύναμη. Ο πρίγκιπας διηγήθηκε στον πατέρα του τις περιπέτειές του και εκείνος με τη σειρά του είπε, πως όλοι στο παλάτι προσεύχονταν και τον περίμεναν κάθε μέρα να γυρίσει σώος.


Την επόμενη μέρα οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή όπου λόρδοι και δούκισσες κατέφτασαν από τις τέσσερις γωνιές του βασιλείου. Ράφτηκαν τα πιο ακριβά ρούχα, ετοιμάστηκαν τα πιο πλουσιοπάροχα φαγητά και όλοι οι καλεσμένοι κάθισαν στο τραπέζι και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο πρίγκιπας παρουσίασε τότε μπροστά τους το τελευταίο λεμόνι, το έκοψε και από μέσα του ξεπήδησε μια κοπέλα τόσο όμορφη, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί κανείς: «Μου έχεις βάλει να φάω; Μου έχεις βάλει να πιώ; Μου έχεις βγάλει όμορφα φορέματα να βάλω;» είπε ευθύς και αυτή τη φορά ο πρίγκιπας της απάντησε «Ναι κυρά μου, όλα είναι έτοιμα και σε περιμένουν» και της έδειξε το τραπέζι και τα όμορφα φορέματα που είχαν ραφτεί για εκείνη. Όλοι θαύμασαν την ομορφιά της, ακόμη περισσότερο σαν φόρεσε τις εξαίσιες φορεσιές, κάθισε δίπλα στον πρίγκιπα και ακολούθησε ο εορτασμός του γάμου τους.


Τώρα που η τελευταία επιθυμία του βασιλιά είχε πραγματοποιηθεί, εκείνος έδωσε την ευλογία του στον γιο του, του παρέδωσε τον θρόνο και πέθανε ευτυχισμένος μετά από λίγο καιρό.


Δυστυχώς η ηρεμία στο βασίλειο του καινούριου βασιλιά δεν κράτησε πολύ, ένα διπλανό βασίλειο του κήρυξε τον πόλεμο. Μιας και τώρα έπρεπε να αφήσει την αγαπημένη του βασίλισσα, ο βασιλιάς ήθελε να σιγουρευτεί πως τίποτα κακό δεν θα της συνέβαινε, όσο εκείνος θα έλειπε. Της έφτιαξε έναν απόρθητο πύργο στην όχθη μιας λίμνης, έναν πύργο που κανείς δεν θα μπορούσε να μπει παρά μόνο αν εκείνη πετούσε κάτω ένα μεταξωτό σκοινί και το τραβούσε πάνω.


Κοντά στο παλάτι ζούσε μια γριά γυναίκα, η ίδια γυναίκα που είχε συμβουλέψει τότε τον πρίγκιπα για το γυάλινο λόφο με τα τρία λεμόνια. Είχε για βοηθό μια τσιγγάνα την οποία και έστελνε συχνά-πυκνά στη λίμνη για νερό. Η γυναίκα είχε μάθει για τον γάμο του πρίγκιπα και είχε θυμώσει πολύ που ούτε την είχε καλέσει στο γάμο του, μα ούτε την είχε ευχαριστήσει για τις συμβουλές της. Μια μέρα λοιπόν έστειλε τη βοηθό της στη λίμνη για νερό. Εκείνη πήγε και αφού είχε γεμίσει τον κουβά και γύρισε να φύγει, είδε στην αντανάκλαση στο νερό μια κοπέλα απαράμιλλης ομορφιάς. Νομίζοντας πως ήταν η ίδια άφησε τον κουβά να της πέσει από τα χέρια κι αυτός έγινε χίλια κομμάτια: «Δεν αξίζει», σκέφτηκε «μια κοπέλα με τέτοια ομορφιά να κουβαλάει νερό για μια μπαμπόγρια σαν αυτή!», αλλά με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια και κοίταξε ψηλά, κατάλαβε ότι στο νερό δεν είχε δει τον εαυτό της, μα την πανώρια νεαρή βασίλισσα. Ντροπιασμένη, μάζεψε τα κομμάτια του κουβά και γύρισε πίσω στη μάγισσα. Εκείνη, που ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί, τη συνάντησε στα μισά του δρόμου με ένα καινούριο κουβά και βλέποντας την ταραχή στο πρόσωπο της βοηθού της, τη ρώτησε τι είχε συμβεί. Εκείνη της είπε όλη την ιστορία και η γριά γυναίκα απάντησε: «Σιγά, και τι έγινε; Να σου πω όμως τι θα γίνει. Πήγαινε πάλι στη λίμνη και πες στη βασίλισσα να σου ρίξει το μεταξωτό σκοινί, να ανέβεις να τη χτενίσεις και να την πλύνεις. Αν σε τραβήξει πάνω, εσύ θα τη φροντίσεις και μόλις αποκοιμηθεί, βάλ’ της αυτήν την καρφίτσα στα μαλλιά. Φόρεσε τα ρούχα της και κάτσε εσύ στον θρόνο σα βασίλισσα».


Δεν ήθελε και πολλή πειθώ η βοηθός, μόλις άκουσε το σχέδιο. Πήρε την καρφίτσα και τον κουβά και ξανατράβηξε κατά τη λίμνη. Εκεί που γέμιζε πάλι με νερό, κοίταξε τη βασίλισσα και αναφώνησε: «Μα πόσο όμορφη είσαι, πόσο όμορφη!» και άρχισε να την κολακεύει με το βλέμμα της, «αλλά θα γίνεις εκατό φορές πιο όμορφη αν με αφήσεις να σου χτενίσω τα μαλλιά και να σε πλύνω. Ο βασιλιάς σου θα χαρεί πολύ σα σε δει, με περιποιημένες και χτενισμένες, τις χρυσές σου μπούκλες». Και συνέχισε να κανακεύει και να κολακεύει τη βασίλισσα, μέχρι που εκείνη πείστηκε και έριξε το μεταξωτό σκοινί στην τσιγγάνα.


Η κακιά κοπέλα χτένισε και έπλυνε τη βασίλισσα και όπως την είχε συμβουλέψει η μάγισσα, σαν εκείνη κοιμήθηκε, της έβαλε την καρφίτσα στα μαλλιά. Εκείνη τη στιγμή ένα λευκό περιστέρι πέταξε πάνω από τον χρυσό θρόνο και από τη βασίλισσα δεν είχε μείνει τίποτα, παρά τα ρούχα της σωριασμένα στο ανάκλιντρο. Η βοηθός της μάγισσας τα φόρεσε αμέσως και έκατσε στη θέση που μέχρι πριν από λίγο καθόταν η αληθινή βασίλισσα και κοίταξε το είδωλό της στη λίμνη. Όμως το πανώριο είδωλο είχε εξαφανιστεί μιας και , όσα υπέροχα φορέματα και να έβαζε, η τσιγγάνα παρέμενε τσιγγάνα.


Ο νεαρός βασιλιάς επέστρεψε νικητής από τους πολέμους και είχε κάνει πια ειρήνη με όλους του τους γείτονες. Φτάνοντας στο βασίλειό του, πήγε κατευθείαν στη λίμνη να βρει τη βασίλισσά του. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τον τρόμο, σαν αντίκρυσε αντί για την όμορφη νύφη του, μια θλιβερή τσιγγάνα: «Αγαπημένη μου, πώς άλλαξες έτσι όσο έλειπα!» της είπε. «Ναι ακριβέ μου, έχω αλλάξει. Η απουσία σου και η αγωνία μου για την τύχη σου με έκαναν να αλλάξω έτσι» και έτρεξε να τον αγκαλιάσει αλλά ο νεαρός βασιλιάς τη σταμάτησε πριν προλάβει και έφυγε οργισμένος.


Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα δεν έβρισκε ηρεμία, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε να φάει, δεν ήξερε αν ήταν μέρα ή νύχτα και τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει καλά. Θρηνούσε το χαμό της βασίλισσάς του και δεν έβρισκε πουθενά παρηγοριά.


Μια από εκείνες τις μαύρες του μέρες, περπατούσε άσκοπα στον κήπο κι ένα λευκό περιστέρι πέταξε κι έκατσε πάνω στο χέρι του. Κοίταξε θλιμμένα τον νεαρό βασιλιά μέσα στα ήδη βαθουλωμένα του μάτια: «Περιστεράκι μου, εσύ γιατί είσαι θλιμμένο; Μήπως έχασες κι εσύ το ταίρι σου όπως έχασα κι εγώ τη βασίλισσά μου;» του είπε ο βασιλιάς χαϊδεύοντάς του απαλά το κεφαλάκι και το φτέρωμα. Μα, εκεί που το χάιδευε, ένιωσε σαν κάτι να εξείχε και, κάνοντας πέρα τα πολλά του φτερά, βρήκε στο περιστεράκι καρφωμένη μια καρφίτσα. Πιστεύοντας ότι το περιστέρι θα πονούσε, σκέφτηκε να το βοηθήσει και αφαίρεσε προσεκτικά την καρφίτσα. Το περιστέρι μεταμορφώθηκε αμέσως στη βασίλισσά του και διηγήθηκε στον βασιλιά τι της είχε συμβεί, πως η κοπέλα στον πύργο την είχε ξεγελάσει και πως αυτή της είχε βάλει την καρφίτσα στα μαλλιά. Αμέσως ο βασιλιάς διέταξε να συλληφθεί και η μάγισσα και η βοηθός της και να ριχτούν στην πυρά χωρίς καμία καθυστέρηση.


Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, τίποτα δεν στάθηκε εμπόδιο στην ευτυχία του ζευγαριού, ούτε η ζήλια, ούτε η κακία των εχθρών τους. Ζήσανε και οι δυο ευτυχισμένοι, βασίλευσαν δίκαια και είμαι σίγουρη πως αν ζουν ακόμη, έτσι θα βασιλεύουν και σήμερα.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...