Ο Θρύλος του Ξύλινου Παπουτσιού
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι Ολλανδοί έχουν αυτά τα παραδοσιακά ξύλινα παπούτσια; Πώς τα σκαρφίστηκαν και γιατί είναι έτσι; Όλες σας οι απορίες θα λυθούν μέσα από αυτή τη λαϊκή ιστορία από την Ολλανδία και την οικογένεια Βαν Άικ!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Θρύλος του Ξύλινου Παπουτσιού
Κάποιον παλιό καιρό, που τώρα έχει περάσει πολύ καιρό, μάλιστα τόσον καιρό που ούτε τα ημερολόγια μπορούν να τον βρουν μα ούτε και τα ρολόγια να τον μετρήσουν, μιλιούνια από καλές νεράιδες κατέβηκαν από τον Ήλιο στη Γη. Εδώ, άλλαξαν τη μορφή τους και έγιναν ρίζες, φύλλα και δέντρα. Σε όλον τον κόσμο υπήρχαν άπειρα είδη και άπειρα δέντρα, μα στην Ολλανδία υπήρχαν κυρίως το πεύκο και η σημύδα, η βελανιδιά και η φλαμουριά. Οι νεράιδες που κατοικούσαν σε αυτά τα δέντρα λεγόντουσαν οι Βρυοκυράδες ή Τρίντχες των Δέντρων, από το Ολλανδικό υποκοριστικό του ονόματος Κατερίνα.
Απ΄ όλα τα δέντρα το πιο αγαπημένο όλων ήταν η βελανιδιά μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι τότε τρέφονταν με βελανίδια. Τα έψηναν, τα έβραζαν, τα έκαναν πουρέ ακόμη και αλεύρι τα έκαναν και μετά με αυτό έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού. Με τον φλοιό των βελανιδιών, οι άνδρες επεξεργάζονταν τα δέρματα και με τον κορμό του δέντρου έχτιζαν βάρκες και σπίτια. Κάτω από τα κλαδιά τους και κοντά στον κορμό κάποιοι έφερναν τους αρρώστους τους και προσεύχονταν στους θεούς να τους κάνουν καλά. Ακόμη και πολεμιστές γονάτιζαν μπροστά στις βελανιδιές και ορκίζονταν αιώνια αφοσίωση στους άρχοντές τους, ανύπαντρες κοπέλες λογοδίνονταν και γυναίκες ένωναν τα χέρια τους σε κύκλο γύρω από τα δέντρα για να γεννήσουν γερά παιδιά. Μάλιστα τις πρώτες μέρες τις ζωής τους, τα νεογέννητα τοποθετούνταν στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων αυτών, πριν να πάνε ακόμη σπίτι για να γνωρίσουν τα αδέρφια τους. Για να μεγαλώσουν σωστά και να είναι γερά, οι μητέρες τους τα έτριβαν με τους χυμούς από πολύ νεαρά βλαστάρια βελανιδιάς.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, ήταν η μοναδική ιδιότητα των βελανιδιών να θεραπεύουν και τους ανθρώπους μα και την ίδια τη χώρα. Κάποιες φορές, το νέο έδαφος πάθαινε μια αρρώστια, το Βαλ όπου το χώμα βυθιζόταν αρκετά στο νερό. Όταν συνέβαινε αυτό, άνθρωποι, σπίτια, εκκλησίες, ζωντανά και στάβλοι όλα τους βυθίζονταν μαζί και χάνονταν για πάντα κάτω από το νερό. Μα οι βελανιδιές, με τις δυνατές τους ρίζες κρατούσαν το χώμα σταθερό. Δυστυχώς, ιστορίες για νεκρές πόλεις που είχαν χαθεί κάτω από τα κύματα όπως το Δάσος των Καλαμιών με τις εκατό πόλεις που το περιτριγύριζαν, ήταν πολύ συνηθισμένες.
Κάτω από τις σημύδες συναντιόντουσαν οι ερωτευμένοι και έδιναν τους όρκους τους ο ένας στον άλλον, συχνά σκαλίζοντας ενωμένες καρδιές στον μαλακό φλοιό τους. Τα καλοκαίρια τα δάση προσφέρουν την καλύτερη σκιά και τον χειμώνα είναι πηγή ξύλου για τη φωτιά. Την άνοιξη η ομορφιά των πράσινων φύλλων τους είναι εκθαμβωτική ενώ το φθινόπωρο παχαίνουν τα γουρούνια τρώγοντας τους καρπούς που έχουν πέσει χάμω.
Έτσι για χιλιάδες χρόνια, όσο οι άνθρωποι ζούσαν στο δάσος, τα δέντρα ήταν ιερά.
Αλλά περνώντας τα χρόνια, την εμφάνιση τους έκαναν οι αγελάδες τα πρόβατα και τα άλογα που συνεχώς πληθαίναν. Χρειαζόταν λοιπόν περισσότερη ανοιχτή γη όπως λιβάδια, πεδιάδες και τέτοια. Φυτεύτηκαν μηλιές και αχλαδιές, ροδακινιές και κερασιές και άρχισε και να μεγαλώνει το χορτάρι, το κριθάρι, το σιτάρι και η σίκαλη. Έτσι, αντί για τα πυκνά δάση, οι άνθρωποι τώρα ήθελαν να έχουν τους κήπους και τα περιβόλια τους κάτω από τον ήλιο. Και δεν ήταν και τίποτα πολιτισμένοι άνθρωποι τότε, ίσα που έδεναν τίποτα δέρματα γύρω από τα πόδια τους ενώ οι περισσότεροι ήταν ξυπόλητοι.
Τα δέντρα στα δάση άρχισαν να κόβονται. Τόσο αγάπησαν οι άνθρωποι το τσεκούρι, που σε λίγα κιόλας χρόνια η Δενδρυλλία έγινε Ολλανδία, με τον λαό της να μένει σε σπιτάκια με κόκκινες σκεπές, με καμινάδες και ανεμόμυλους, με αναχώματα και πελαργούς. Είχε πάρει πλήρως πια τη θέση της παλιάς Χολτ-λανδίας, του τόπου με τα πολλά δέντρα.
Τότε ζούσε κι ένας πολύ καλός άνδρας, έξυπνος και ικανός ξυλουργός που, από την αγάπη του για τη βελανιδιά, έδωσε στον εαυτό του και στα παιδιά του το όνομα Άικ, που στα Ολλανδικά πάει να πει βελανιδιά. Όπως προστάζει το Ολλανδικό έθιμο, ο άνδρας φώναξε το μικρότερό του παιδί να βυθίσει την πρώτη πέτρα των θεμελίων του καινούριου του σπιτιού και εκεί, μπροστά σε όλους, την ονόμασε Νίλτχε (ή Νέλλι) Βαν Άικ.
Ο ξυλουργός θρηνούσε τον χαμό των δασών και ζούσε με τον φόβο ότι στο τέλος δε θα έμενε ούτε μια βελανιδιά όρθια. Περισσότερο απ’ όλα όμως φοβόταν πως αυτή η νέα γη, υπήρχε μόνο και μόνο επειδή όλο και χτιζόντουσαν καινούρια αναχώματα που έσπρωχναν τον ωκεανό όλο και πιο πίσω και σύντομα θα βυθιζόταν και θα ξαναέκανε παρέα με τα ψάρια. Όλοι οι κάτοικοι, τα μωρά και οι μανάδες τους, άνδρες, γυναίκες, άλογα και άλλα κατοικίδια ζώα θα πνιγόντουσαν. Ο ξυλουργός θεωρούσε πως οι Ολλανδοί παραέσπρωχναν τη θάλασσα προς τα πίσω.
Μια μέρα, εκεί που καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού του χαμένος στις μαύρες του σκέψεις, εμφανίστηκαν μπροστά του μια Βρυοκυρά κι ένα Δεντροξωτικό που κρατιόντουσαν χέρι χέρι. Τον πλησίασαν και του είπαν πως η προγονική του βελανιδιά ήθελε κάτι να του πει. Έπειτα, έσκασαν και οι δυο στα γέλια και έφυγαν. Ο Βαν Άικ, έτσι λεγόντουσαν επίσημα πια σαν οικογένεια, πήγε στο δάσος και στάθηκε μπροστά από τη μεγαλύτερη βελανιδιά. Ήταν ένα δέντρο που λατρευόταν από τους προγόνους του και που δεν θα άφηνε κανέναν να κόψει. Κοίταξε ψηλά και είδε τα φύλλα του δέντρου να τρέμουν και ένα κλαδί άρχισε να μεγαλώνει και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Του ψιθύρισε στ’ αυτί:
Μην λυπάσαι τους απογόνους σου, θα δουν και θα γνωρίσουν πολύ πιο θαυμαστά πράγματα από εσένα. Εγώ και οι φίλες μου, οι άλλες βελανιδιές, θα πεθάνουμε, μα το φως του ήλιου θα απλωθεί σε όλον τον τόπο και θα τον ξηράνει. Τότε, αντίθετα με τα βελανίδια που πέφτουν κάτω στο χώμα, καινούρια ζωή θα ξεπροβάλλει από αυτό και θα αρχίσει να υψώνεται προς τα επάνω! Εκεί που τώρα υπάρχουν καταπράσινα λιβάδια, εκεί που χτίζονται πόλεις και εκεί που κάποτε υπήρχαν δάση, εκεί θα ξαναζήσουμε, μα όχι όπως πριν. Όποτε μας χρειάζεστε, εσύ και τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου, εμείς θα σας χαρίζουμε ζεστασιά, άνεση, φωτιά, φως και πλούτο. Μη φοβάσαι ότι η μοίρα αυτής της γης είναι να ερημώσει. Όσο ζούμε όλα τα δέντρα, οι βελανιδιές, οι σημύδες, τα έλατα και οι φλαμουριές θα ορθώνουμε το ανάστημά μας για να κρατάμε όρθια τα σπίτια σας. Θα κρατήσουμε ψηλά τα σπίτια σας, μακριά από τον βάλτο και εσείς θα περπατάτε και θα τρέχετε πάνω από τις κορυφές μας. Πίστεψέ με και πήγαινε να χαρείς τη ζωή σου. Εμείς θα φέρουμε τα πάνω κάτω για εσάς.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορούν αν πραγματοποιηθούν όλα αυτά, είπε ο Βαν Άικ.
Μη φοβάσαι και η υπόσχεσή μου είναι ισχυρή.
Τα φύλλα πάλι άρχισαν να τρέμουν. Μόλις ησύχασαν φάνηκαν πάλι η Βρυοκυρά και το Δεντροξωτικό Τρίντχε να καταφτάνουν χοροπηδώντας χέρι χέρι: “Θα σε βοηθήσουμε και θα πούμε και στα αδέρφια μας τα ξωτικά να κάνουν το ίδιο. Πάρε τώρα δυο κομμάτια από τον κορμό της βελανιδιάς και κόψε το καθένα με μήκος ένα πόδι. Στέγνωσέ τα πολύ καλά και, πριν πας να κοιμηθείς, βάλε τα επάνω στο τραπέζι της κουζίνας σου”. Κοίταξαν η μια το άλλο, χασκογέλασαν σαν μικρά παιδάκια κι εξαφανίστηκαν!
Με τη σκέψη σε όσα είχαν μόλις συμβεί, ο Βαν Άικ γύρισε πίσω στην καλύβα του και μέτρησε και έκοψε τα ξύλα. Το βράδυ, μόλις η γυναίκα του μάζεψε το τραπέζι από το δείπνο τους, έστησε τα δυο κομμάτια που είχαν μήκος ένα πόδι το καθένα.
Εκείνο το βράδυ είδε στον ύπνο του δυο Ξωτικά να μπαίνουν στο σπίτι του από το παράθυρο της κουζίνας. Ένα νανάκι, άσχημο και ζοφερό που κουβαλούσε μια εργαλειοθήκη και ένα ανοιχτόχρωμο ξωτικό που φαινόταν να είναι ο αρχηγός. Το νανάκι έπιασε αμέσως δουλειά και έβγαλε από την εργαλειοθήκη του πριόνι, τσεκούρι, τρυπάνι, σμίλη και ροκάνη. Στην αρχή τα δυο ξωτικά άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα ήταν ο αρχηγός. Στη συνέχεια ησύχασαν και ξεκίνησαν δουλειά. Το νανάκι πήρε τα κομμάτια ξύλο και τα καλούπωσε εξωτερικά. Έπειτα σχημάτισε μια κοιλότητα από την οποία και διακρίνονταν τώρα τα δυο παπούτσια και το ξωτικό τα πήρε και τα γυάλισε. Το νανάκι έβαλε τα μικρά του ποδαράκια μέσα στα παπούτσια κι αποπειράθηκε να χορέψει. Μα γλύστρησε, έπεσε και στράβωσε τη μύτη του. Το ξωτικό έσκασε στα γέλια και του έπιασε τη μύτη και του την ίσιωσε πάλι. Φόρεσαν και τα δυο τους τότε τα ξύλινα παπούτσια και άρχισαν να χορεύουν βαλς για αρκετή ώρα, ώσπου κουράστηκαν, μάζεψαν τα πράγματα τους, και αφήνοντας πίσω τους τα παπούτσια, βγήκαν από εκεί απ’ όπου είχαν μπει.
Όταν ο Βαν ‘Αικ ξύπνησε το επόμενο πρωί, θυμήθηκε το όνειρό του και, χωρίς καν να ντυθεί, έτρεξε και πήγε στην κουζίνα. Και να! εκεί που πριν ήταν δυο κομμάτια ξύλο, τώρα βρίσκονταν ένα ζευγάρι ξύλινα παπούτσια. Εργαλεία δεν υπήρχαν πουθενά τριγύρω, ούτε σκόνη και ροκανίδια, μόνο το λείο ξύλο που μοσχομύριζε και ο Βαν Άικ χαμογέλασε. Εξέτασε λίγο καλύτερα τα παπούτσια και είδε πως ήταν υπέροχα λεία, μέσα-έξω. Είχαν στο πίσω μέρος ένα χαμηλό τακουνάκι και μπροστά, χαριτωμένες καμπύλες τελείωναν σε μια απαλή μύτη. Σε προσκαλούσαν να τα φορέσεις, πράγμα που ο Βαν Άικ έκανε αμέσως. Μόλις τα φόρεσε είδε πως του εφάρμοζαν τέλεια, σα να είχαν φτιαχτεί γι΄ αυτόν. Έκανε και μερικά βήματα γύρω στην κουζίνα, της οποίας το πάτωμα η γυναίκα του έτριβε και γυάλιζε, στη συνέχεια το κάλυπτε με καθαρή λευκή άμμο και με τη βοήθεια σκούπας γέμιζε τις ρωγμές και τα κενά. Μα του Βαν Άικ του φαινόταν σα να γλυστρούσε σε πάγο. Μετά από μια-δυο τούμπες και αρκετές προσπάθειες να βρει την ισορροπία του, τα έβγαλε και δεν τα ξαναφόρεσε ποτέ μέσα στο σπίτι. Έξω από αυτό όμως, τα παπούτσια του ήταν πολύ άνετα κι ελαφριά και περπατούσε πολύ εύκολα φορώντας τα.
Ανακάλυψε μάλιστα πως τα παπούτσια αυτά ήταν ιδανικά για περπάτημα και δουλειές στα χωράφια, στη λάσπη, σε μαλακά και γλυστερά μέρη και δεν βυθίζονταν καθόλου. Τα πόδια του έμειναν ξεκούραστα ακόμη και μετά από ώρες εργασίας, δεν πιάστηκαν και δεν τα άγγιξε ούτε σταγόνα νερό.
Σαν η κυρία Βαν Άικ και τα παιδιά του είδαν πόσο χαρούμενος ήταν ο μπαμπάς τους, όλοι τους ήθελαν από ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια και τον ρώτησαν πώς θα τα ονόμαζε: “Κλόμπεν!” είπε εκείνος με στόμφο και μέχρι και σήμερα είναι γνωστά είτε ως κλόμπεν είτε ως κλομπς: “Θα βγάλω μια ολόκληρη περιουσία από δαύτα!” σκέφτηκε ο Βαν Άικ, “Θα στήσω ένα κλομπετσάδικο και γρήγορα μάλιστα!”.
Έφυγε βιαστικά για τον μεταλλουργό και τον έβαλε να του φτιάξει εργαλεία ίδια με αυτά που είχαν το νανάκι και το ξωτικό, όπως τα είχε δει στον ύπνο του. Έπειτα κρέμασε μια πινακίδα έξω από το σπίτι του που έλεγε “Ξύλινα παπούτσια για όλους”. Έφτιαξε κλομπς για παιδιά που μόλις είχαν απογαλακτιστεί, για αγόρια και κορίτσια, για ενήλικες άνδρες και γυναίκες και για όσους περνούσαν πολλές ώρες έξω από τα σπίτια τους, στους δρόμους και στα χωράφια.
Σύντομα τα κλομπς έγιναν δημοφιλή σε όλη την επαρχία. Μάλιστα είχε αρχίσει να γίνεται έθιμο σε ένδειξη καλών τρόπων, να αφήνει κανείς τα κλομπς του έξω από την πόρτα του σπιτιού που επισκεπτόταν. Αργότερα και στις πόλεις ακόμη, η κυρίες άρχισαν να φορούν ξύλινα πασουμάκια όταν έβγαιναν να κάνουν δουλειές στους κήπους τους.
Τα κλομπς, έφεραν μαζί τους και νέα μόδα για κάλτσες, μαλακές και ζεστές από μαλλί προβάτου. Χιλιάδες βελόνες άρχισαν να χτυπούν η μία την άλλη καθώς είχαν βαλθεί να πλέξουν το μαξιλαράκι μεταξύ ποδιού και παπουτσιού. Έπλεκαν κι έπλεκαν οι γυναίκες, ακόμη και καθώς πήγαιναν για την αγορά, ακόμη και όταν η μια συναντούσε την άλλη και τα έλεγαν στον δρόμο. Τα μαγαζάκια που έφτιαχναν και πουλούσαν κλομπς υπήρχαν πλέον σε κάθε χωριό.
Αφού πια είχε γίνει πάμπλουτος, ο Βαν Άικ είδε κι άλλο όνειρο. Το επόμενο πρωί που ξύπνησε είχε ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και τέτοια καλή διάθεση που όποιος τον συναντούσε στον δρόμο, του έβγαζε το καπέλο κι έλεγε: “Καλημέρα Μενχίρ Πρόσχαρε! Πώς σαλπάρετε σήμερα;” γιατί έτσι μιλούν οι Ολλανδοί, δεν ρωτούν “τι κάνετε” και “πώς είστε”, αφού σε μια χώρα με τόσο νερό, φρονιμότερο είναι να ρωτά κανείς “πώς σαλπάρετε”, δεν είναι έτσι;
Και ο Βαν Άικ αφηγήθηκε το όνειρό του. Η Βρυοκυρά και το Δεντροξωτικό Τρίντχε πάλι τον επισκέφθηκαν και άρχισαν να χορεύουν: “Τι θέλετε πάλι;” τους ρώτησε ο κοιμώμενος, μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτή του την ερώτηση και μέσα μπήκε το νανάκι όλο μουτζούρες σαν να δούλευε στα ορυχεία. Στο ένα του χέρι κρατούσε την εργαλειοθήκη του και στο άλλο μια παράξενη μηχανή. Ήταν ένας μεγάλος σβώλος σιδήρου μέσα σε ένα πλαίσιο, ενώ σκοινιά πότε τον τραβούσαν και πότε τον άφηναν να πέσει κάτω με έναν γδούπο:
Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Βαν Άικ.
Είναι έμβολο, του είπε το νανάκι και του έδειξε πως λειτουργεί.
Όταν αύριο στον δρόμο σε ρωτήσει κάποιος ‘Πώς σαλπάρετε;’ εσύ να γελάσεις μαζί τους, είπε στον Βαν Άικ η Βρυοκυρά γελώντας δυνατά.
Τώρα θα μπορέσεις να δείξεις στους ανθρώπους πώς να χτίσουν γερές πόλεις με πελώριους ναούς και ψηλούς πύργους όπως έχουν και σε τόσες άλλες χώρες. Πάρε τα δέντρα και βγάλε τους τα κλαδιά. Ακόνισε τις κορυφές τους, αναποδογύρισε τα και με τη βοήθεια του εμβόλου, θα μπορέσεις να τα σφηνώσεις βαθιά μέσα στο έδαφος. Αυτό δεν σου υποσχέθηκε η βελανιδιά; Δεν σου είπε πως θα φέρει τα πάνω κάτω για τους ανθρώπους; Δεν σου είπε πως θα περπατήσετε επάνω από τις κορυφές τους;
Ο Βαν Άικ άρχισε να κάνει τη μια ερώτηση μετά την άλλη όμως τα Ξωτικά είχαν μείνει σε αυτόν τον κόσμο τόσο πολύ που η Βρυοκυρά άρχισε να κοιτά με μεγάλο άγχος έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Βλέποντας τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να εμφανίζονται, πήρε από το χέρι το Τρίντχε και το νανάκι και εξαφανίστηκαν πριν προλάβουν να γίνουν πέτρα.
Έτσι, την επόμενη ημέρα με το χαμόγελο στα χείλη ο Βαν Άικ σκέφτηκε: “Θα κάνω άλλη μια τεράστια περιουσία με αυτό” και όλοι στο διάβα του τον χαιρετούσαν ως τον Μενχίρ Χαρωπό.
Αμέσως ο Βαν Άικ έστησε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε έμβολα. Έστειλε άνδρες στα δάση να διαλέξουν τα πιο ίσια και ψηλά δέντρα, να τους βγάλουν τα κλαδιά και να τους ακονίσουν τις κορυφές. Αυτούς τους πασσάλους στη συνέχεια τους αναποδογύριζε και τους κάρφωνε στο έδαφος, δημιουργώντας έτσι τη βάση για γερά θεμέλια, πιο γερά και από πέτρα, που έπιαναν καλά σε αυτό το βαλτώδες και σφογγώδες έδαφος. Χιλιάδες γερά κτίσματα και κατοικίες άρχισαν να χτίζονται μονομιάς και όλα τους στέκονταν ακόμη και μετά από τις χειρότερες καταιγίδες.
Η παλιά Ολλανδία δεν είχε το καρπερό έδαφος της Γαλλίας ούτε και τα αμέτρητα κοπάδια από πρόβατα της Αγγλίας ούτε καν τις στρατιές ραφτών των Βέλγων. Κι όμως έχτισε μεγαλόπρεπες επαύλεις και κυβερνητικά κτίρια. Όπως συνέβη και σε όλες τις άλλες χώρες, είχε κι εκείνη πια την αρχιτεκτονική της, στηριγμένη όχι σε πέτρες μα σε δάση που τώρα ήταν βυθισμένα μέσα στον πηλό και στην άμμο. Από τόση δα χώρα, η Ολλανδία αυξήθηκε, απλώθηκε, έγινε μεγάλη και όποιος την επισκέπτεται, βλέπει τις χαριτωμένες παραδόσεις της και τη φυσική της ομορφιά.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1