Το Όνειρο και ο Θάνατος του Μπάλντερ
Θα είναι η πρώτη, αλλά δυστυχώς όχι και η τελευταία φορά που θα πεθάνει ολόκληρος θεός σε μια ιστορία. Από τη Σκανδιναβική Μυθολογία, σας φέρνουμε ένα στυγμιότυπο πλούσιο σε γενεές, τόπους και έθιμα των βόρειων λαών της Ευρώπης. Καλή ακρόαση!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, βία ενάντια σε ζώα
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το Όνειρο και ο Θάνατος του Μπάλντερ
Το Όνειρο
Ο Θεός μούγκρισε. Στριφογύρισε και διπλώθηκε στα δυο καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από τις σκοτεινές φιγούρες. Λαχάνιασε και μούγκρισε ξανά και τότε ξύπνησε. Ο ομορφότερος των θεών έμεινε έτσι για λίγο στο ημίφως. Το πρόσωπό του έλαμπε λευκότερο κι από αλάβαστρο και τα μαλλιά του αστράφτανε. Προσπάθησε να ξορκίσει το όνειρο που μόλις είχε δει, να ονομάσει την κάθε μορφή που του είχε παρουσιαστεί και μετά να την διώξει. Όμως, τώρα που είχε ξυπνήσει, οι φιγούρες, άμορφες πια, είχαν ήδη κρυφτεί στις σκιές. Ο φόβος του σύντομα μετατράπηκε σ΄ ένα υποβόσκον προαίσθημα, έκλεισε πάλι τα μάτια του και ξαναβυθίστηκε σε ύπνο.
Οι φρικαλέοι και σκελετωμένοι του επισκέπτες τότε βρήκαν ξανά την ευκαιρία και βγήκαν από τις τρύπες και τις σκιές τους με μοναδικό σκοπό να κλέψουν το φως του Θεού από μέσα του. Εκείνος κλώτσησε και τεντώθηκε. Φώναξε και η ίδια του η φωνή τον ξύπνησε. Γι΄ άλλη μια φορά αισθανόταν εκτεθειμένος, τρομοκρατημένος και καταδικασμένος.
Όταν οι θεοί και οι θεές έμαθαν για τα όνειρα του Μπάλντερ, αγχωμένοι συγκεντρώθηκαν να συζητήσουν το νόημά τους. Είπαν πως αυτός ήταν ο πιο ελεήμων, ο πιο ευγενής και ο πιο αγαπημένος όλων τους, δηλαδή ο τελευταίος που του άξιζε να του συμβεί κάτι τόσο σκοτεινό. Παρατήρησαν πως ποτέ στο παρελθόν κάτι τόσο καταχθόνιο δεν είχε διαβεί το κατώφλι του Μπρέινταμπλικ. Λέγοντάς τα όμως όλα αυτά, η ανησυχία τους οξύνθηκε. Κανείς τους δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτά τα όνειρα του Μπάλντερ.
“Εγώ ο ίδιος θα πάω”, είπε τότε ο Πατριάρχης, ο Πατέρας του Μπάλντερ, “και θα επιστρέψω μόνον όταν βρω την εξήγηση”. Ο μάγος, παλιός όσο ο ίδιος ο χρόνος, σηκώθηκε τότε βιαστικά και άφησε πίσω του το συμβούλιο των θεών. Σέλωσε τον Σλέιπνιρ, κάλπασε πάνω από το τρεμάμενο ουράνιο τόξο και πήρε τον μακρύ μακρύ δρόμο που οδηγούσε από τα βόρεια της Μίντγκαρντ ως κάτω στην σκοτεινή και αέναα κινούμενη ομίχλη της Νίφλαϊμ.
Το κυνηγόσκυλο της Χελ άκουσε τον Όντιν να καταφτάνει. Οι τρίχες στον λαιμό και το στέρνο τού νάνου Γκαρμ καλύφθηκαν με ξερό αίμα και έτρεξε να κρυφτεί, αφήνοντας το πόστο του στη σπηλιά που ήταν η είσοδος του κάτω κόσμου. Μα ο Άρχοντας των Ρουνικών δεν του έδωσε σημασία. Κάλπασε και κάλπασε με τέτοια μανία που το παγωμένο έδαφος βρόντηξε κάτω από τις οκτώ οπλές του Σλέιπνιρ και δεν σταμάτησε μέχρι που έφτασε στην απαγορευμένη αίθουσα της Χελ.
Εκεί ο Όντιν ξεπέζεψε. Κοίταξε τριγύρω του την αίθουσα. Ήταν γεμάτη από τους νεκρούς και έλαμπε από τα χρυσά δαχτυλίδια και τα κάθε λογής χρυσά αντικείμενα. Οδήγησε τον Σλέιπνιρ στην ανατολική είσοδο της αίθουσας, όπου ήταν θαμμένη η μάντισσα. Ο Όντιν στάθηκε δίπλα στον τάφο της και τον κοίταξε επίμονα με το ένα του γυαλιστερό μάτι. Άρχισε να κάνει τα μαγικά του και τότε, μέσα από τη σκοτεινή ομίχλη, φάνηκε το χλωμό πνεύμα της μάντισσας που άρχισε να αιωρείται από πάνω του:
Ποιος, αναστέναξε εκείνη, ποιος ξένος με ανάγκασε να σηκωθώ και να ξαναβρεθώ στον τόπο των λυγμών; Το χιόνι πια μ΄ έχει καλύψει, η βροχή μ΄ έχει μαστιγώσει, η δροσιά μ΄ έχει μουσκέψει. Είμαι νεκρή πολύ καιρό τώρα.
Με λένε Βέγκταμ ο Περιπλανητής, απάντησε ο Όντιν, και είμαι ο γιος του Βάλταμ. Πες μου τι σκαρώνει η Χελ. Έχω ταξιδέψει πέρα απ΄ όλους τους άλλους κόσμους για να φτάσω εδώ. Γιατί έχουν τοποθετηθεί τόσα χρυσά δαχτυλίδια σε όλους τους πάγκους και γιατί έχει στολιστεί όλη η αίθουσα με τόσο χρυσάφι; Περιμένετε κάποιον επισκέπτη;
Το καλύτερο μελόποτο, είπε η μάντισσα, ετοιμάζεται τώρα για τον ερχομό του Μπάλντερ και μια ασπίδα καλύπτει τη χύτρα. Παρόλη τη δόξα τους, όλοι οι θεοί θα νιώσουν τρομακτική απελπισία. Δεν ήθελα να πω κάτι και δεν θα πω τίποτ΄ άλλο.
Μάντισσα πρέπει να μου πεις, πρόσταξε ο Όντιν, πρέπει να απαντήσεις σε ότι σε ρωτάω. Ποιος θα σκοτώσει τον Μπάλντερ και θα κλέψει τη ζωή από τον γιο του Όντιν;
Ο τυφλός Χοντ θα φέρει ένα κακορίζικο κλαδί. Αυτός θα σκοτώσει τον Μπάλντερ και θα κλέψει τη ζωή από τον γιο του Όντιν. Δεν ήθελα να πω κάτι και δεν θα πω τίποτ΄ άλλο.
Μάντισσα πρέπει να μου πεις, είπε πάλι ο Όντιν, πρέπει να απαντήσεις σε ότι σε ρωτάω. Ποιος θα πάρει εκδίκηση από τον Χοντ; Ποιος θα πάει τον φονιά του Μπάλντερ στην πυρά να καεί;
Η Ριντ θα ζευγαρώσει με τον Όντιν, είπε η μάντισσα, και γιος τους θα είναι ο Βάλι, γεννημένος στην Βεστρσαλίρ, στη Δύση. Θα πάρει εκδίκηση όταν θα είναι μόλις μιας νύχτας. Δεν θα πλύνει τα χέρια του μα ούτε θα χτενίσει τα μαλλιά του προτού να πάει τον φονιά του Μπάλντερ στην πυρά. Δεν ήθελα να πω κάτι και δεν θα πω τίποτ΄ άλλο.
Μάντισσα πρέπει να μου πεις, επέμεινε ο Όντιν, πρέπει ν΄ απαντήσεις σε ό,τι σε ρωτάω. Ποιες είναι οι κυράδες που θα θρηνήσουν και θα πετάξουν τα πέπλα τους στον Ουρανό;
Δεν είσαι ο Βέγκταμ, είπε τότε η μάντισσα, κι ας πίστεψα πως είσαι. Είσαι ο Όντιν ο μάγος, παλιός όσο ο ίδιος ο χρόνος.
Κι εσύ δεν είσαι μάντισσα, είπε ο Όντιν, ούτε καμιά σοφή. Είσαι η μητέρα των τριών τεράτων.
Κάλπασε μέχρι το σπίτι σου πάλι Όντιν και καυχίσου σε όλους για τα κατορθώματά σου, του είπε τότε η μάγισσα και στη φωνή της άρχισε να διακρίνεται κάτι επιθετικό και συνάμα κοροϊδευτικό. Κανείς δε θα με ξυπνήσει ξανά μέχρι ο Λόκι να ελευθερωθεί από τα δεσμά του και όλες οι δυνάμεις του σκότους να συγκεντρωθούν για τη Ράγκναροκ.
Το πνεύμα, χλωμό και φωτεινό, άρχισε τότε να λιώνει μέχρι που μπήκε ολόκληρο πίσω στον τάφο του.
Ο Όντιν γύρισε από την άλλη. Καβάλησε τον Σλέιπνιρ με βαριά καρδιά.
Ο Θάνατος
Υπό τη σκιά των φρικτών ονείρων του Μπάλντερ, ονείρων που φαινόταν ότι σε λίγο θα τον τραβούσαν στο έρεβος για πάντα, οι θεοί και οι θεές συγκεντρώθηκαν πάλι. Κανείς τους δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η ζωή του Μπάλντερ κινδύνευε κι εδώ και πολλές ημέρες σκεφτόντουσαν και συζητούσαν τι να κάνουν για να τον σώσουν.
Οι θεοί και οι θεές σκέφτηκαν όλους τους τρόπους που μπορούσε να πεθάνει κανείς. Ονόμασαν όλες τις γήινες, θαλάσσιες και ουράνιες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν θάνατο. Έπειτα, η μητέρα του Μπάλντερ η Φριγκ, ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα από τους εννέα κόσμους όπου και θα υποχρέωνε κάθε ουσία και αντικείμενο να ορκιστεί πως ποτέ δεν θα έκανε κακό στον Μπάλντερ.
Η φωτιά ορκίστηκε. Το νερό ορκίστηκε. Ο σίδηρος και όλα τα άλλα μέταλλα ορκίστηκαν. Οι πέτρες ορκίστηκαν. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη Φριγκ από την αποστολή της ούτε ν΄ αντισταθεί στην ακαταμάχητη δύναμη της πειθούς της. Το χώμα ορκίστηκε. Τα δέντρα ορκίστηκαν. Κάθε είδους αρρώστια ορκίστηκε. Η μητέρα του Μπάλντερ ήταν υπομονετική και τρομερά πιεστική. Όλα τα ζώα ορκίστηκαν και μαζί τους και όλα τα γλοιώδη ερπετά.
Έπειτα, οι θεοί και οι θεές ξανασυγκεντρώθηκαν και η Φριγκ τους διαβεβαίωσε πως έκανε όπως ακριβώς της είχαν πει και πως τίποτα σε ολόκληρη την πλάση δεν θα έκανε κακό στον Μπάλντερ: “Ας το δοκιμάσουμε”, είπαν τότε κι ένας τους σήκωσε μια πέτρα και την πέταξε στο κεφάλι του Μπάλντερ. Όση δύναμη και να είχε αυτή η πέτρα μέσα της, τη συγκράτησε και ο Μπάλντερ ούτε που κατάλαβε ότι κάτι τον χτύπησε: “Δεν το ένιωσα καθόλου”, είπε.
Τότε όλοι οι θεοί και οι θεές γέλασαν με την καρδιά τους. Άφησαν πίσω τους το Γκλαδσχάιμ και ξεχύθηκαν έξω στον ήλιο. Ήδη η χρυσή είσοδος και οι χρυσοί τοίχοι έλαμπαν από την αντανάκλαση του φωτός και σαν βγήκαν, βρήκαν την καταπράσινη πεδιάδα του Ίνταβολλ να σφίζει από ζωή - όλοι οι υπηρέτες των θεών πηγαινοέρχονταν με τις δουλειές τους, παρέες ανοιχτόχρωμων ξωτικών περέλαυναν ανέμελα, επισκέπτες της Άσγκαρντ χάζευαν την ομορφιά τριγύρω τους και αμέτρητα ζωντανά έβοσκαν και συμπεριφέρονταν λες και στ’ αλήθεια απολάμβαναν τη ζωή.
Συνηθιζόταν οι θεοί να συναντιούνται στο Γκλαδσχάιμ και οι θεές στο Βίνγκολφ, αυτοί ήταν οι κυρίαρχοι της Άσγκαρντ. Εκεί συζητούσαν τις πράξεις και τα πεπρωμένα των ηρώων της Μίντγκαρντ και, μόλις τελείωναν τα συμβούλια αυτά, όλοι τους μαζεύονταν σ΄ ένα μέρος και περνούσαν ευχάριστα κουτσομπολεύοντας, συζητώντας και απλά περνώντας καλά. Πότε πότε έπιναν, πότε πότε τραγουδούσαν, άλλες φορές αγωνίζονταν και άλλες φορές έπαιζαν παιχνίδια.
Σύντομα, οι θεοί είπαν να πάνε να δουν πώς ήταν ο Μπάλντερ. Τους είχε αρέσει πολύ αυτή η ασχολία του να του πετούν διάφορα αντικείμενα σε διάφορα μέρη του σώματός του και αυτός απλά να λέει: “Δεν το ένιωσα καθόλου!”. Οι θεοί με αυτό γελούσαν και όλο και ανέβαζαν τον πήχη δυσκολίας των δοκιμασιών. Μάλιστα κάποια στιγμή ξεθάρρεψαν τελείως και έστηναν τον Μπάλντερ στον τοίχο σαν στόχο. Κάποιοι του πετούσαν τότε βελάκια με απίστευτα μυτερές άκρες, τα οποία όμως ίσα που τον άγγιζαν και μετά έπεφταν στο πάτωμα. Άλλοι έφεραν ολόκληρους βράχους και του τους πετούσαν κατακέφαλα. Άλλοι τον χτυπούσαν με τσεκούρια κι άλλοι με ξίφη, μα όσο καλοσμηλεμένες κι αν ήταν οι λεπίδες τους, στον Μπάλντερ δεν έκαναν ούτε γρατζουνιά. Έτσι, ο ομορφότερος και πιο καλοσυνάτος όλων των θεών, είχε γίνει τώρα ο στόχος των πιο βίαιων επιθέσεων κι ας μην πάθαινε τίποτα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι διασκέδαζαν τρομερά με αυτό το νέο παιχνίδι και πανηγύριζαν σαν τρελοί κάθε φορά που ο Μπάλντερ τη γλύτωνε ξανά και ξανά.
Όλοι εκτός από τον Λόκι. Ο Πανούργος, παρακολουθούσε τι γινόταν με αδημονία κι αποστροφή. Οι ταραχές και τα δεινά ήταν το οξυγόνο του και το να βλέπει τον Μπάλντερ να διασκεδάζει αλάβητος όλες αυτές τις επιθέσεις, τον αηδίαζε. Μέρα με τη μέρα αυτή η αντιπάθεια του Λόκι του Πανούργου μεγάλωνε και μεγάλωνε μέχρι που τον κατέλαβε πλήρως. Από τη μια αρνιόταν να συμμετέχει στο παιχνίδι αυτό, αλλά από την άλλη δεν μπορούσε και να μένει μακριά.
Ένα απόγευμα, εκεί που ο Λόκι στεκόταν τεμπέλικα στην πόρτα της αίθουσας του Γκλαδσχάιμ κοιτάζοντας τη συγκέντρωση, κατέβασε μια ιδέα. Μισοέκλεισε τα μάτια, έγλειψε τα χείλη του με ευχαρίστηση και χαμογέλασε πλατιά. Χωρίς να τον καταλάβει κανείς, έφυγε από το μπούγιο και κατευθύνθηκε προς τη Φένσαλιρ.
Ο Λόκι κοντοστάθηκε για λίγο, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν εντελώς μόνος, άρχισε να μουρμουρά το ξόρκι. Έτσι, ο Μεταμορφωτής είχε γίνει στη στιγμή γριά γυναίκα.
Η Φριγκ βρισκόταν μόνη στην αίθουσα του θρόνου της και σε αυτό είχε υπολογίσει ο Λόκι. Κουτσαίνοντας, διέσχισε όλη την αίθουσα ρουφώντας τη μύτη του και βήχοντας αηδιαστικά, με μύξες να του τρέχουν από τη μύτη τις οποίες και σκούπιζε στα μαύρα κουρέλια που φορούσε: “Μα που βρίσκομαι;” ρώτησε απαιτητικά.
Η Φριγκ σηκώθηκε από τον θρόνο της, χαιρέτησε τη γριά γυναίκα και της συστήθηκε: “Πω πω, βρίσκομαι πολύ μακριά από το σπίτι μου”, είπε η γριά, “και δε νομίζω πως άξιζε κιόλας να έρθω ως εδώ”. Η Φριγκ την άκουσε υπομονετικά: “Πέρασα απ΄ έξω από ένα μέρος πριν λίγο και ήταν τόσο μα τόσο θορυβώδες!”, συνέχισε η γριά, “Φώναξα αλλά κανείς δε μου έδωσε σημασία. Όλοι εκεί ήταν απασχολημένοι να πετροβολούν έναν κακόμοιρο άνδρα! Τον άμοιρο… Είχε το πιο λευκό πρόσωπο που έχω δει ποτέ μου και τα πιο ξανθά μαλλιά… Όλοι εναντίον ενός, αμέ… Δεν ήξερα ότι τέτοιες σκληρότητες συνέβαιναν εδώ στην Άσγκαρντ”. Μα η Φριγκ χαμογέλασε ελαφρά και άφησε τη γριά γυναίκα να τελειώσει αυτό που ήθελε να πει: “Δεν έμεινα και πολύ, ποτέ δεν μου άρεσαν οι λιθοβολισμοί. Μα ποιος να το φανταζόταν, να έρθω τόσο μακριά για να ξαναβρώ μια από τα ίδια. Δεν του έμενε και πολύ του νεαρού, ναι, σίγουρα. Θα είναι νεκρός τώρα”. Καθώς η γριά μουρμούραγε και μονολογούσε, ήταν λες και είχε ξεχάσει ολωσδιόλου πως δεν ήταν μόνη της. Μα ξάφνου σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι της και με το βλέμμα της κάρφωσε τη Φριγκ: “Τι συνέβαινε εκεί λοιπόν; Γιατί τον λιθοβολούσαν τον νεαρό;”.
Η Φριγκ εξήγησε στη γριά πως αυτό που είχε δει δεν ήταν λιθοβολισμός μα ένα καινούριο παιχνίδι που είχαν βρει οι θεοί να παίζουν με τον ίδιο της τον γιο. Συνέχισε λέγοντάς της πως όσες πέτρες και να του πετούσαν, ο Μπάλντερ δεν θα πάθαινε τίποτα και πως αν ήθελε, κι εκείνη μπορούσε να πάει να του ρίξει:
Μα τι μαγικά είναι αυτά, είπε έκπληκτη η γριά και το αχνό μουστάκι που είχε στο χείλος της άρχισε να συσπάται πολύ παράξενα.
Τίποτα δεν μπορεί να κάνει κακό στον Μπάλντερ, αποκρίθηκε η Φριγκ, κανένα μέταλλο ή ξύλο δεν θα τον βλάψει. Όλα τα πράγματα μου το ορκίστηκαν.
Όλα; είπε η γριά. Ακόμη και μια τσιμπιά αλάτι;
Η Φριγκ άρχισε να ενοχλείται από αυτή την πολυλογού και σε αυτό απλά σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα ελπίζοντας πως η γριά θα τελείωνε την κουβέντα τους εκεί:
Όλα; επανέλαβε η γυναίκα ρουφώντας τη μύτη της. Θέλεις να μου πεις ότι όλα τα πράγματα σου έχουν ορκιστεί πως δεν θα βλάψουν τον Μπάλντερ;
Όλα, επανέλαβε η Φριγκ. Εκτός από έναν μικρό θάμνο που φυτρώνει στα δυτικά της Βαλχάλα, τον ιξό. Ήταν τόσο μικρός που δεν ασχολήθηκα μαζί του.
Α, καλά, γρύλισε τότε η γριά χαμογελώντας. Μου έφτιαξες την ημέρα που έκατσες και μου μίλησες, ναι, μου έφτιαξες την ημέρα. Ας πηγαίνω λοιπόν.
Η Φριγκ έγυρε το κεφάλι της. Η γριά τότε κουτσαίνοντας, βασανιστικά αργά, έφτασε και βγήκε από τις πόρτες της Φένσαλιρ και η Φριγκ ανακουφίστηκε που την είχε ξεφορτωθεί.
Σαν σιγουρεύτηκε πως πάλι ήταν μόνος, ο Μεταμορφωτής είπε ξανά τα μαγικά λόγια και γονατίζοντας, πήρε την αρχική του μορφή, ήταν πάλι ο Λόκι. Με περισσή χαρά στο βήμα, ο Κολπατζής διέσχισε την πεδιάδα του Ίνταβολλ, μέχρι που πέρασε και τα τελευταία ζώα που έβοσκαν εκεί, τα οποία και στέκονταν τελείως ακίνητα. Ο αέρας άρχισε να πυκνώνει και η ορατότητα άρχισε να μειώνεται όλο και περισσότερο. Έπεφτε το σκοτάδι.
Ο Λόκι βιάστηκε να φύγει από το Γκλαδσχάιμ και να φτάσει στη Βαλχάλα και καθώς άκουσε τις φωνές των Άινχερτζαρ από μακριά, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Συνέχισε δυτικά, ακολουθώντας το εξασθενημένο φως, σφυρίζοντας και χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά. Έφτασε τότε σ΄ ένα μικρό λιβάδι. Εκεί, μήτε ριζωμένον στο νερό μα μήτε και στη γη, τον είδε να ξεφυτρώνει από τον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς - ο μικρός ιξός. Οι καρποί του γυάλιζαν σαν τσαμπιά από θολά μάτια. Τα φύλλα του πράσινα και κιτρινοπράσινα, τα κλαδιά του και οι φύτρες του ένα βαθύτερο πράσινο. Στο φως της ημέρας φαινόταν παράταιρος με το περιβάλλον του, πόσο μάλλον τώρα στο ημίφως.
Ο Λόκι άρπαξε τον μικρό θάμνο και τον τράβηξε ώσπου τον ξερίζωσε από τον κορμό της βελανιδιάς. Άφησε πίσω του το λιβάδι και πήρε τον δρόμο για το Γκλαδσχάιμ. Παράλληλα άρχισε να μαδάει τον θάμνο αναζητώντας το πιο ίσιο και χοντρό κλαδί που μπορούσε να βρει. Βρήκε ένα που ήταν μακρύ σαν μπράτσο και το καθάρισε από φύλλα και μικρότερα κλαδιά αφήνοντας πίσω του ίχνη στο έδαφος. Του ακόνισε την άκρη, έβαλε το κλαδί στη ζώνη του και φτάνοντας στον προορισμό του, διέσχισε την πόρτα της αίθουσας.
Τόσο απορροφημένοι ήταν όλοι όσοι είχαν μαζευτεί για το παιχνίδι στο Γκλαδσχάιμ, που κανείς δεν είχε προσέξει τον Λόκι ούτε να φεύγει μα ούτε και να επιστρέφει. Ο Πανούργος κοίταξε τριγύρω και χαμογέλασε όταν είδε ότι στο πλήθος βρισκόταν και η Φριγκ. Τα χείλη του σφίχτηκαν και τα μάτια του μίκρυναν σαν είδε και τον τυφλό Χοντ, τον αδερφό του Μπάλντερ να στέκεται ως συνήθως στην άκρη, δειλός και αργός σε κάθε του κίνηση. Ο Λόκι είδε τους θεούς να πετούν ξανά και ξανά βέλη και πέτρες στον Μπάλντερ και μάζεψε όλο του το θάρρος. Για μια στιγμή νόμισε πως θα του κόβονταν τα πόδια από τον ενθουσιασμό και την αδημονία.
Ένας υπηρέτης έτρεξε στο πλευρό του Λόκι και του πρόσφερε κρασί. Ο Λόκι, με μια γουλιά, ήπιε όλο το κρασί και σουλατσάρησε για λίγο πίσω από το ημικύκλιο που είχε σχηματίσει το πλήθος. Πλησίασε τον Χοντ και του τσίμπησε παιχνιδιάρικα τα πλευρά:
Αυτός πρέπει να είναι ο Λόκι, είπε ο Χοντ.
Ο μοναδικός, ακούστηκε μια φωνή δίπλα στο αυτί του.
Λοιπόν; Τι θες;
Γιατί δεν συμμετέχεις κι εσύ στο γλέντι; Γιατί δεν πετάς κι εσύ βέλη και πέτρες στον αδερφό σου;
Γιατί δεν βλέπω που είναι, είπε ο Χοντ και ο Λόκι έκανε μια γκριμάτσα. Κι επίσης δεν έχω και κάτι να του ρίξω.
Α, δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, είπε τάχα προσβεβλημένος ο Λόκι. Δεν κάνουν καλά που σε αγνοούν έτσι. Στο κάτω κάτω, εσύ δεν είσαι ο αδερφός του;
Τίποτα καλό δεν συμβαίνει όταν κρατάμε μακροχρόνια πικρία, είπε ατάραχος ο Χοντ που είχε μάθει τόσο καιρό να ζει με αυτόν τον τρόπο.
Τα λόγια του Χοντ ίσα που ακούστηκαν όταν στην αίθουσα ξέσπασαν εκ νέου πανηγυρισμοί και γέλια:
Τι ήταν αυτό; ρώτησε ο Χοντ.
Μια απ’ τα ίδια, είπε ο Λόκι. Άλλο ένα βέλος βρήκε τον στόχο του. Αλλά τώρα ήρθε και η σειρά σου Χοντ. Πρέπει κι εσύ να παίξεις με τον αδερφό σου όπως κάνουν όλοι.
Μα δεν έχω όπλο! επανέλαβε ο Χοντ.
Πάρε αυτό εδώ το ξυλάκι τότε, είπε ο Λόκι και έβαλε στο χέρι του Χοντ το βέλος από ιξό. Θα σου υποδείξω πού στέκεται ο Μπάλντερ και θα σου καθοδηγήσω το χέρι να του ρίξεις.
Τα μάτια του Λόκι τώρα είχαν πάρει φωτιά. Ολόκληρο το σώμα του καιγόταν και στο πρόσωπό του φαινόταν μια ζοφερή χαιρεκακία και μια πρωτόγονη πείνα. Ο Χοντ πήρε στο χέρι του το βέλος από ιξό και με τη βοήθεια του Λόκι το έριξε στον αδερφό του. Το βέλος πέταξε από τη μια άκρη της αίθουσας μέχρι την άλλη και χτύπησε τον Μπάλντερ. Τον τρύπησε και πέρασε από μέσα του. Ο Θεός έπεσε στο έδαφος. Ήταν νεκρός.
Δεν ακουγόταν πια τίποτε στο Γκλαδσχάιμ. Κανείς ήχος, μόνο μια εκκωφαντική ησυχία. Οι θεοί δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Είχαν μείνει να κοιτούν τον ομορφότερο και σοφότερο απ΄ όλους τους να κείτεται έτσι χάμω, λαμπερός αλλά πεθαμένος. Δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν από εκεί που στέκονταν, έστω να πάνε να τον σηκώσουν.
Οι θεοί κοίταξαν ο ένας τον άλλο και ύστερα κοίταξαν τον Χοντ και τον Λόκι. Αμέσως ήξεραν, δεν είχαν καμία αμφιβολία για το ποιος είχε σκοτώσει τον Μπάλντερ, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν εκδίκηση. Όλο το Γκλαδσχάιμ ήταν ευλογημένο και κανείς τους δεν ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έχυνε το αίμα άλλου σε αυτό το καταφύγιο.
Ο Χοντ δεν μπορούσε να δει το έντονο βλέμμα της ομήγυρης εκείνη τη στιγμή και ο Λόκι δεν μπορούσε να το αντέξει. Μ΄ έναν πήδο, έφτασε μέχρι τις πόρτες του Γκλαδσχάιμ και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Τότε έσπασε και αυτή η ανυπόφορη ησυχία. Οι θεοί άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν, να χτυπιούνται και να οδύρονται. Το κλάμα ενός είχε ξεκλειδώσει τον πόνο όλων τους. Προσπαθούσαν να μιλήσουν, μα δεν υπήρχαν λόγια να εκφράσουν την απελπισία τους και τα δάκρυά τους έπνιγαν κάθε προσπάθεια γι΄ αυτό.
Εκεί βρισκόταν και ο ίδιος ο Όντιν, ο οποίος φαινόταν να έχει επηρεαστεί περισσότερο απ΄ όλους τους θεούς και τις θεές. Αυτός ήξερε καλύτερα ότι αυτό που συνέβη ήταν η πιο τρομερή συμφορά που είχε βρει ποτέ θεούς και ανθρώπους κι εκείνη τη στιγμή μπορούσε να προβλέψει το μέλλον που θα ακολουθούσε τον θάνατο του γιου του.
Πρώτη μίλησε η Φριγκ: “Θέλει κανείς…” είπε με αδύναμη και τρεμάμενη φωνή, “θέλει κανείς εδώ να γίνει ο πιο αγαπημένος και ακριβός μου;”, ρώτησε και όλοι γύρισαν και την κοίταξαν: “Υπάρχει κάποιος εδώ να κάνει το μακρύ ταξίδι μέχρι την Χελ και να πάει να βρει τον Μπάλντερ;”. Τότε οι θεές έκρυψαν τα πρόσωπα τους στις χούφτες τους κι άρχισαν ξανά να κλαίνε: “Υπάρχει κάποιος εδώ”, επανέλαβε η Φριγκ, αυτή τη φορά δυνατότερα και πιο σθεναρά, “να δώσει στη Χελ λύτρα, να της προσφέρει κάποιο αντίτιμο να επιτρέψει στον γιο μου τον Μπάλντερ να γυρίσει σπίτι του στην Άσγκαρντ;”. Τότε ένα βήμα μπροστά έκανε ο Χέρμοντ, ο γιος του Όντιν που όλοι τον θαύμαζαν για την τόλμη και το θάρρος του: “Εγώ θα πάω!”, είπε, “είμαι έτοιμος τώρα κιόλας!”.
Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε σε ολόκληρο το Γκλαδσχάιμ. Ο Όντιν πρόσταξε τους υπηρέτες του, οι οποίοι γρήγορα γύρισαν φέρνοντας μαζί τους τον Σλέιπνιρ, το άτι του ίδιου του Όντιν. Ο Πατέρας τότε πήρε τα γκέμια και τα έδωσε στον Χέρμοντ. Στο Γκλαδσχάιμ, ο Χέρμοντ καβάλησε τον Σλέιπνιρ. Κοίταξε τριγύρω του όλους τους θεούς και τις θεές και το άψυχο σώμα του Μπάλντερ. Σήκωσε το χέρι του και σπηρούνιασε το άλογο. Ο Σλέιπνιρ κοπάνησε τις οπλές του στο μαρμάρινο πάτωμα της αίθουσας και θεός και άλογο εξαφανίστηκαν μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Οι θεοί και οι θεές δεν κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ. Οργάνωσαν μια σιωπηλή αγρυπνία στο Γκλαδσχάιμ. Μαζεμένοι γύρω από το λαμπερό κορμί του Μπάλντερ, ο καθένας τους ήταν τώρα έρμαιο των σκέψεων, ελπίδων και φόβων του. Θα μπορούσε ο Χέρμοντ να φέρει πίσω από τους νεκρούς τον Μπάλντερ; Με ποιο τρόπο να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του και για τη δυστυχία του αδερφού του Χοντ; Ποια τιμωρία άρμοζε στον Λόκι και τέλος τι σήμαινε ο θάνατος του ενός για όλους τους;
Καινούργια μέρα άρχισε να ξημερώνει, ένα μυστήριο φως άγγιξε την ανατολή και άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται απ’ άκρη σ’ ‘άκρη. Με πόνο στην καρδιά, τέσσερις θεοί σήκωσαν το σώμα τού Μπάλντερ στους ώμους και οι υπόλοιποι σχημάτισαν μια πομπή ξοπίσω τους. Έφτασαν ως την ακτή και τοποθέτησαν τη σορό του Μπάλντερ στο Ρίνγκχορν, το μεγαλόπρεπο πλοίο του με τη γυριστή πλώρη.
Οι θεοί ήθελαν να φτιάξουν την πυρά μέσα στο πλοίο, ανάμεσα στο κατάρτι και την πρύμνη και να το σπρώξουν στα νερά, μα η θλίψη όλων τους ήταν τέτοια που δεν τους είχε μείνει καθόλου δύναμη. Όσο και να έσπρωχναν το πλοίο να κυλήσει στους πασσάλους για να φτάσει στο νερό δεν τα κατάφερναν. Έστειλαν τότε αγγελειαφόρο μέχρι τη Γιότουνχαϊμ να καλέσει για βοήθεια τη γιγάντισσα Χυρρρόκιν. Στο μεταξύ το πλήθος της Άσγκαρντ έκατσε στην ακτή και χάζευε το κύμα που έσκαγε. Καθένας μόνος του, χαμένος στις σκέψεις και τη στεναχώρια του, χωρίς μυαλό να παρηγορήσει τους άλλους.
Μετά από λίγο κατέφτασε και η Χυρρόκιν. Ήταν τεράστια και σκυθρωπή και καβαλούσε έναν λύκο με φίδια για γκέμια. Μόλις ξεπέζεψε το ζώο της, ο Όντιν φώναξε τέσσερις Μπερζέρκερς και τους είπε να έχουν τον νου τους στον λύκο και στα ερπετά να μην κάνουν κακό σε κανέναν. Ο λύκος, μόνο στη θέα των τεσσάρων Μπερζέρκερς ταράχτηκε, τα μάτια του γυάλισαν και ξεφύσηξε δυνατά. Οι Μπερζέρκερς, παρόλο που έπιασαν γερά τα φιδίσια γκέμια, δυσκολεύτηκαν να ελέγξουν τον λύκο. Τους τράβηξε από τη μια μεριά και έπειτα από την άλλη, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει γερό πάτημα στην αμμουδιά για να ελευθερωθεί. Οι Μπερζέρκερς τότε θόλωσαν από θυμό και, σαν τρελαμένοι λύκοι και οι ίδιοι, άρχισαν να χτυπούν με τις παντοδύναμες γροθιές τους τον λύκο της Χυρρόκιν αλύπητα μέχρι που τον παράτησαν για νεκρό πάνω στην άμμο.
Η Χυρρόκιν εντωμεταξύ στάθηκε μπροστά στο Ρίνγκχορν. Κοίταξε καλά το μεγάλο και συνάμα κομψό και χαριτωμένο πλοίο, και το έπιασε από την πλώρη. Έθαψε τις φτέρνες τις στην άμμο και μ΄ ένα τρομερό μουγκρητό τράβηξε και τράβηξε, τόσο δυνατά τράβηξε που το Ρίνγκχορν γλύστρισε πάνω στους πασσάλους και μπήκε με φόρα στο νερό. Ο πάσσαλοι πήραν αμέσως φωτιά και οι εννιά κόσμοι σείστηκαν: “Αρκετά!” φώναξε ο Θορ σφίγγοντας στη γροθιά του το σφυρί του. Αισθάνθηκε τη δύναμή του να επιστρέφει στο σώμα του. Η Χυρρόκιν τον κοίταξε με αποδοκιμασία: “Αρκετά!”, επανέλαβε ο Θορ, “θα σε μάθω εγώ σεβασμό”. Μα ο Όντιν και κάμποσοι άλλοι θεοί βιάστηκαν να πάνε στο πλευρό του Θορ να τον ηρεμήσουν. Τον έπιασαν από το μπράτσο και του είπαν:
Θυμήσου πως είναι εδώ γιατί εμείς την προσκαλέσαμε.
Θα της λιώσω το κρανίο εγώ, μουρμούρισε ο Θορ.
Δεν είναι σωστό να την χτυπήσουμε, του είπαν ήρεμα οι θεοί. Άσε την, αγνόησέ την.
Η ηφαιστειακή οργή του Θορ τότε άρχισε να καταλαγιάζει. Έδωσε μια κλωτσιά στην άμμο προκαλώντας έτσι αμμοθύελλα και αρκέστηκε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω στην ακτή.
Οι τέσσερις θεοί που είχαν κατεβάσει το σώμα του Μπάλντερ μέχρι την ακροθαλασσιά, τον σήκωσαν ξανά και μέσα από το νερό τον ανέβασαν στο Ρίνγκχορν. Τον τοποθέτησαν στα ξύλα και κάλυψαν το αψεγάδιαστο κορμί του με έναν πορφυρό χιτώνα. Από το πλήθος παρακολουθούσε και η γυναίκα του Μπάλντερ, η Νάννα. Σαν είδε τον Μπάλντερ να κείτεται πάνω στα ξύλα άψυχος, το σώμα της συσπάστηκε. Δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ο πόνος της ήταν τόσο βαθύς που ούτε δάκρυα δεν έτρεχαν από τα μάτια της. Τότε η καρδιά της Νάννα έσπασε. Η κόρη τής Νεπ πέθανε εκεί που στεκόταν και στη συνέχεια και το δικό της σώμα τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτό του νεκρού της άνδρα.
Η πομπή είχε τώρα γίνει ένα τεράστιο πλήθος. Ο Οντιν ήταν εκεί με τα δυο του κοράκια, τη Σκέψη και τη Μνήμη, στους ώμους του. Δίπλα του στεκόταν η Φριγκ και όλες οι Βαλκυρίες: Η Σείση και η Ομίχλη, η Τσεκούρα και η Μαινόμενη, η Κραυγή, η Δέσμευση και η Στριγγλιά, η Λόγχη, η Ασπίδα, η Σχεδιοχαλάστρα - όλες οι πανέμορφες κυράδες, αυτές που αποφασίζουν ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, όλες τους ήταν στο πλευρό του Πατέρα της Μάχης.
Ο Φρέυρ είχε κι αυτός καταφτάσει μέσα στο άρμα του που το έσερνε ο Γκούλινμπουρστι, ο αγριόχοιρος με τα χρυσά χαλινάρια, δώρο των νάνων Μπροκκ και Εΐτρι. Ο Χάιμνταλ ήρθε από την Άσγκαρντ καβάλα στο άτι του, τον Χρυσοθύσανο. Η Φρέγια καθόταν κι αυτή στο άρμα της που το έσερναν γάτες.
Τα Ξωτικά ήταν εκεί. Οι Νάνοι ήταν εκεί. Εκεί στέκονταν και εκατοντάδες Γίγαντες των Πάγων και Γίγαντες των Βράχων που είχαν ακολουθήσει τη Χυρρόκιν σαν έμαθαν τι είχε συμβεί. Έτσι, επάνω σ΄ ένα μικρό κομμάτι αμμουδιάς που δεν ανήκε μήτε στη γη μήτε στη θάλασσα, είχε μαζευτεί ένα τεράστιο πλήθος από θρηνούντες και περίεργους. Τα θαλασσοπούλια πετούσαν και βουτούσαν στα νερά, ξανασηκώνονταν και έκρωζαν, η θάλασσα έκλαιγε με αναφιλητά και όλοι τους παρακολούθησαν την τελετή επάνω στο Ρίνγκχορν.
Τα ξύλα κάτω από τα σώματα του Μπάλντερ και της Νάννα ήταν ξερά και έτοιμα, με την παραμικρή σπίθα, να κάνουν το καθήκον τους. Με τη φωτιά τους, θα τύλιγαν τα σώματα των νεκρών και θα επέτρεπαν έτσι στα πνεύματά τους να πάνε παρακάτω. Πολυάριθμοι θησαυροί τότε άρχισαν να αφήνονται δίπλα στα σώματα των νεκρών - πόρπες και καρφίτσες, δαχτυλίδια και χτένια, ζώνες μα και μαχαίρια, ψαλίδια και κουβάδες, αδράχτια και φτυάρια και όλο το νήμα της ζωής.
Εντωμεταξύ, το άλογο του Μπάλντερ πηγαινοερχόταν στην ακτή ώσπου ένας υπηρέτης των θεών του βύθισε ένα μαχαίρι στον λαιμό. Εκείνο έκανε έναν βίαιο σπασμό και, χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο, σωριάστηκε χάμω. Το σώμα του κομματιάστηκε και προστέθηκε κι αυτό στις προσφορές που γίνονταν επάνω στο Ρίνγκχορν.
Ο Όντιν με το άλογο του πλησίασε το πλοίο και άρπαξε την κουπαστή. Ανέβηκε και στάθηκε για λίγο πάνω από το πτώμα του γιου του. Τον κοίταξε για λίγο και έπειτα αργά έβγαλε από το χέρι του το χρυσό δαχτυλίδι Ντράουπνιρ, αυτό που κάθε ένατη νύχτα παράγει οκτώ δαχτυλίδια ίσης αξίας με αυτό, και το φόρεσε στο χέρι του Μπάλντερ. Έσκυψε και πλησίασε το στόμα του στο αυτί του Μπάλντερ. Μετά ξανασηκώθηκε και τον κοίταξε για λίγο μια τελευταία φορά. Κατέβηκε κι απομακρύνθηκε από το Ρινγκχορν.
Μ΄ ένα του νεύμα, ένας υπηρέτης έκανε ένα βήμα μπροστά κρατώντας μια αναμμένη δάδα. Έβαλε φωτιά στα ξύλα και στη στιγμή ένας πυκνός καπνός άρχισε να υψώνεται και να χορεύει στον ήρεμο αέρα.
Ο Θορ σήκωσε το σφυρί του. Χαμηλά και ευλαβικά άρχισε να τραγουδά τα μαγικά λόγια που θα ευλογούσαν την καύση.
Τότε ένας νάνος, ο Λιτ, που είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για την τελετουργία, πέρασε τρέχοντας μπροστά από τον Θορ εκεί που έσκαγε το κύμα. Εξοργισμένος ο Θορ με αυτή την ασέβεια, πρόταξε το πόδι του και έβαλε στον νάνο τρικλοποδιά. Πριν προλάβει να σηκωθεί ο Λιτ, ο Θορ του είχε δώσει μια τόσο δυνατή κλωτσιά που ο νάνος πετάχτηκε ψηλά και προσγειώθηκε στο κέντρο της πυράς πεθαίνοντας κι αυτός στο πλευρό του Μπάλντερ.
Λύθηκαν τότε τα σκοινιά και μαζί τους και ό,τι κρατούσε σιωπηλά τα συναισθήματα των θρηνούντων. Μοιρολόγια και κλάματα συνόδευαν το πλοίο καθώς αυτό άρχισε να απομακρύνεται από την όχθη. Στο στόμα όλων ήταν ο Μπάλντερ - ο ομορφότερος, ο πιο ευγενικός και ο σοφότερος όλων τους.
Το Ρίνγκχορν απομακρυνόταν. Θαλάσσιοι αέρηδες το έπιασαν και το πήγαν ακόμα πιο πέρα. Τη μια στιγμή το πλοίο έφερε τη φωτιά και την άλλη η φωτιά το πλοίο. Σε λίγο είχε μείνει μόνο ένα τρεμάμενο σημάδι στον ορίζοντα, ένα αντίο που χανόταν μέσα στον καπνό του.
Για εννέα νύχτες κάλπαζε ο Χέρμοντ στη βάση μιας χαράδρας τόσο βαθιάς και σκοτεινής που δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Σε λίγο το έδαφος κάτω του είχε δώσει τη θέση του στα παγωμένα χέρια τού κάτω κόσμου που άρχισαν να τον αναζητούν για να τον τραβήξουν κάτω. Ο θεός πέρασε και πολλά ποτάμια που όλα τους πήγαζαν από τη χύτρα της Βέργκελμιρ: το δροσερό Σβολ και το ορμητικό Γκούννθρα, το Φγιόρμ και το βραστό Φίμμπουλθουλ, το τρομερό Σλιντ και τα κακοτάξιδα Χριντ, Συλγκ, Υλγκ, το πλατύ Βιντ και το Λέιπτ που έρεε γρήγορο σαν αστραπή. Τελικά, ο Χέρμοντ έφτασε και στο παγωμένο ποτάμι Γκγιόλ, που έμοιαζε με χείμαρρο που στροβιλίζεται. Ο Σλέιπνιρ ήξερε τι να κάνει και κάλπασε κατευθείαν προς τη γέφυρα που ήταν πλεγμένη με ψάθα από χρυσάφι.
Στην αρχή της γέφυρας, η φρουρός της η Μόντγκουντ, σταμάτησε τον Χέρμοντ υψώνοντας το χέρι της και λέγοντάς του: “Πριν σε αφήσω να προχωρήσεις, πες μου το όνομα και την καταγωγή σου”. Μα ο Χέρμοντ έμεινε σιωπηλός: “Πέντε διμοιρίες πέρασαν από εδώ εχθές”, είπε τότε η Μόντγκουντ, “και διέσχισαν τη γέφυρα. Εσύ όμως κάνεις περισσότερο θόρυβο κι απ΄ όλους αυτούς μαζί”. Πάλι ο Χέρμοντ παρέμεινε σιωπηλός:
Δε μου μοιάζεις για κάποιος που έχει πεθάνει, συνέχισε η Μόντγκουντ. Ποιος είσαι;
Είμαι ο Χέρμοντ, είπε ο θεός, γιος του Όντιν. Πρέπει να φτάσω ως τη Χελ για να βρω τον αδερφό μου, τον νεκρό πια Μπάλντερ. Μήπως εσύ τον είδες καθώς πήγαινε εκεί;
Πέρασε τούτο εδώ το ποτάμι, είπε η Μόντγκουντ, και διέσχισε τούτη τη γέφυρα. Μα ο δρόμος για τη Χελ είναι μακρύς. Μπορεί να έχεις φτάσει ως εδώ αλλά θέλεις λίγο ακόμη προς τα βόρεια και προς τα κάτω.
Ο Χέρμοντ ευχαρίστησε την Μόντγκουντ και εκείνη του έκανε χώρο να περάσει. Τώρα που ο Σλέιπνιρ έβλεπε τον δρόμο μπροστά του, άλογο και καβαλάρης συνέχισαν γρήγορα το ταξίδι τους. Μέχρι που επιτέλους έφτασαν μπροστά στις πελώριες πύλες και τείχη που η Χελ είχε χτίσει γύρω από το παλάτι της, το Έλγιουντνιρ.
Ο Σλέιπνιρ κοκάλωσε και χλιμίντρισε.
Ο Χέρμοντ κατέβηκε και κοίταξε τριγύρω του μέσα από το αρρωστημένο εκείνο φως. Οι πύλες ήταν ερμητικά κλειστές κι απ’ ότι φαινόταν αδιαπέραστες για όσους δεν ήταν της μοίρας τους να φτάσουν μέχρι το θλιβερό Νάστροντ, την ακτή των νεκρών. Ο Χέρμοντ ανασκουμπώθηκε. Καβάλησε αποφασιστικά τον Σλέιπνιρ και του έδωσε μια δυνατή σπιρουνιά στα πλευρά. Το άτι του Όντιν κάλπασε με όλη του τη δύναμη προς τις πύλες. Την τελευταία στιγμή, με μια κίνηση που φαινόταν για δισταγμός, ο Σλέιπνιρ έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στο έδαφος με τα πίσω του πόδια και τινάχτηκε πάνω από το ψηλότερο σημείο των πυλών και τις πέρασε.
Ο Χέρμοντ οδήγησε τον Σλέιπνιρ μέχρι τις πόρτες του Έλγιουντνιρ. Εκεί ξεπέζεψε για άλλη μια φορά και άνοιξε τις πόρτες που οδηγούσαν στην πέτρινη αίθουσα.
Πρόσωπα χωρίς παρελθόν γύρισαν και τον κοίταξαν - τα πρόσωπα των πρόσφατα χαμένων, πρόσωπα ωχρά που σάπιζαν, πρόσωπα με λιγότερη σάρκα παρά οστά. Πρόσωπα αξιολύπητα, απορημένα, αφημένα, μερικά από αυτά συνοφρυωμένα, κάποια σκεπτικά, άλλα κουτοπόνηρα κι άλλα εγκληματικά, κάποια να πονούν και όλα τους κοιτούσαν τώρα τον Χέρμοντ. Εκείνος όμως το μόνο που έβλεπε ήταν η λαμπερή φιγούρα που καθόταν μπροστά του σε θρόνο: Ο αδερφός του ο Μπάλντερ!
Για το καλό του Μπάλντερ και όλων των θεών, ο αποφασισμένος Χέρμοντ πέρασε όλο το βράδυ σ΄ εκείνη την αίθουσα. Έκατσε δίπλα στην πόρτα σιωπηλός με μόνη του παρέα τους νεκρούς που δεν μιλούσαν αν δεν τους μιλούσε κάποιος άλλος πρώτα. Περίμενε να σηκωθεί η Χελ από το Κρεβάτι της Ασθένειας και να τραβήξει τις κουρτίνες της Εκτυφλωτικής Δυστυχίας.
Το πρόσωπο και ο κορμός της Χελ ήταν ζωντανής γυναίκας, μα η λεκάνη και τα πόδια της σάπιζαν έτσι όπως σαπίζουν τα πτώματα. Πλησίασε τον θεό και ήταν σκυθρωπή και κατηφής.
Ο Χέρμοντ τη χαιρέτησε και της είπε για τον πόνο των θεών. Της είπε πως η Άσγκαρντ είχε βυθιστεί στον θρήνο και στη θλίψη. Διάλεξε τα λόγια του πολύ προσεκτικά ώστε να εκφράζουν μόνο αγάπη και φροντίδα και ζήτησε από τη Χελ να αφήσει τον Μπάλντερ να γυρίσει σπίτι μαζί του. Η Χελ σκέφτηκε για λίγο και, αν και η έκφρασή της δεν άλλαξε καθόλου, είπε: “Δεν είμαι και τόσο σίγουρη πως ο Μπάλντερ είναι τόσο αγαπητός όσο λες”. Περίμενε να πάρει κάποια απάντηση από τον Χέρμοντ, μια απάντηση που δεν ήρθε ποτέ: “Παρόλ’ αυτά”, συνέχισε τότε, “μπορούμε πάντα να κάνουμε μια δοκιμή”. Μιλούσε όσο αργά κινούνταν οι δυο της υπηρέτες, οι Γκανγκλάτι και Γκανγκλότ. Κάθε ήχος που έβγαινε από τα χείλη της ήταν απλά ένα διάλειμμα ανάμεσα στις σιωπές της: “Αν όλα τα πράγματα στους εννιά κόσμους, ζωντανά και νεκρά, κλάψουν για τον χαμό του Μπάλντερ”, δήλωσε η Χελ, “ας γυρίσει στην Άσγκαρντ. Μα αν έστω και ένα διστάσει, αν έστω και ένα δεν κλάψει, ο Μπάλντερ θα μείνει στη Νίφλχάιμ” και λέγοντας αυτό, η Χελ απομακρύνθηκε από τον Χέρμοντ.
Τότε ο Μπάλντερ σηκώθηκε και από τις σκιές φάνηκε και η Νάννα και στάθηκε δίπλα του. Διέσχισαν την αίθουσα μαζί περνώντας τους σωρούς των νεκρών, πάντα λαμπεροί και κατάλευκοι. Έφτασαν μέχρι τον Χερμοντ, τον χαιρέτησαν και τον οδήγησαν έξω από το Έλγιουντνιρ. Ο Μπάλντερ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι Ντράουπνιρ, που του είχε δώσει ο πατέρας του επάνω στο Ρίνγκχορν, και το έβαλε στο χέρι του Χέρμοντ. Είπε τότε: “Δώσε αυτό στον πατέρα μου να με θυμάται”. Η Νάννα τον πλησίασε και του έδωσε ύφασμα για βέλο και άλλα δώρα: “Αυτά είναι για τη Φριγκ”, είπε, “και αυτό είναι για τη Φούλλα” και του έδωσε ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Ο Χέρμοντ άφησε πίσω του τον Μπάλντερ και τη Νάννα. Καβάλησε τον Σλέιπνιρ και κάλπασε χωρίς σταματημό μέχρι την Άσγκαρντ. Εκεί, στο Γκλάδσχαιμ, εξήγησε στους θεούς και στις θεές τι του είχε ζητηθεί.
Οι Έσιρ, έστειλαν αγγελειαφόρους σε κάθε γωνιά των εννέα κόσμων. Το μόνο μήνυμα ήταν να κλάψουν όλοι για να βγάλουν τον Μπάλντερ από τη Χελ. Όπως όλα τα πράγματα είχαν κάποτε ορκιστεί να μην τον βλάψουν, έτσι τώρα έκλαιγαν για να τον φέρουν πίσω. Έκλαιγε η φωτιά, ο σίδηρος και όλα τα μέταλλα έκλαιγαν, έκλαιγαν και οι πέτρες και όλα τα πουλιά, όλες οι αρρώστιες έκλαιγαν, όλα τα ζώα έκλαιγαν, το χώμα έκλαιγε μαζί του και τα δέντρα, όλα τα δηλητηριώδη φυτά έκλαιγαν κι όλα τα ερπετά. Τα ερπετά που κλαίνε όταν τα καλύπτει πάχνη και αρχίζουν να ζεσταίνονται ξανά.
Οι αγγελειαφόροι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Άσγκαρντ και όλοι τους ήταν σίγουροι πως δεν τους είχε ξεφύγει τίποτα. Τότε όμως συνάντησαν μια γιγάντισσα που καθόταν μόνη της σε μια σπηλιά:
Πώς σε λένε; τη ρώτησε ένας τους.
Θοκκ, απάντησε η γιγάντισσα.
Οι αγγελειαφόροι τότε άρχισαν να εξηγούν την αποστολή τους και ζήτησαν από τη Θοκκ να κλάψει μαζί με όλα τα άλλα πράγματα, να κλάψει και να κλάψει μέχρι να βγει ο Μπάλντερ από τη Χελ. Η γιγάντισσα κοίταξε περιφρονητικά τους αγγελειαφόρους και τους είπε: “Η Θοκκ δε θα χύσει ούτε ένα δάκρυ για τον Μπάλντερ και την κηδεία του. Σκασίλα μου για τον γιο του Γέρου, τι ζωντανός, τι νεκρός, δεν με επηρεάζει καθόλου. Ας κάνει η Χελ ό,τι νομίζει”.
Παρόλα τα παρακάλια και τις ικεσίες των αγγελειαφόρων, η Θοκκ αρνήθηκε ακόμη και να τους ξαναπευθύνει τον λόγο. Δεν έπαιρνε τίποτα πίσω κι ούτε θα έκλαιγε. Έτσι την άφησαν οι αγγελειαφόροι και με βήματα βαριά διέσχισαν το Μπίφροστ. Χωρίς να πουν λέξη, φάνηκε από μακριά τι μαντάτα θα έφερναν πίσω.
Οι θεοί και οι θεές πόνεσαν αβάσταχτα. Αισθάνθηκαν γέροι και συγχισμένοι και αδύναμοι και ανήσυχοι. Κανείς τους όμως δεν αμφέβαλλε, πως η Θοκκ η γιγάντισσα στη σπηλιά ήταν στ’ αλήθεια ο Λόκι.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1