podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Το Κυανό Ζωνάρι

Σαν μια μικρή Οδύσσεια, το αγόρι από τη Νορβηγία περνά σαράντα κύματα (κυριολεκτικά) για να γίνει αυτό που η μοίρα του προόριζε να γίνει. Με πολύ κόπο βέβαια!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει βία ενάντια σε ζώα, απειλή σε παιδιά, βίαιες περιγραφές


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------



ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Το Κυανό Ζωνάρι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά ζητιάνα που βγήκε έξω στον κόσμο να ζητιανέψει. Είχε και το μικρό αγόρι της μαζί και μόλις το πουγκί της γέμισε είπε να πάρει τον δρόμο μέσα από τους λόφους για να επιστρέψει σπίτι της. Δεν είχαν περπατήσει και πολύ όταν φτάσανε σ΄ένα σταυροδρόμι που συναντιόντουσαν δυο δρόμοι. Εκεί, πεταμένο κάτω στη μέση του δρόμου, είδαν ένα μικρό κυανό ζωνάρι και το αγόρι ζήτησε από τη μάνα του την άδεια να το πάρει: “ Όχι”, του είπε, “μπορεί να του έχουν κάνει μάγια” και τον μάλωσε και τον απείλησε για να την ακολουθήσει.


Σαν περπάτησαν λίγο ακόμη, το αγόρι ζήτησε να πάει για λίγο στην άκρη του δρόμου και η μητέρα του του απάντησε ότι θα τον περίμενε λίγο παρακάτω, ακουμπισμένη στην κουφάλα ενός δέντρου. Αλλά το αγόρι έλειψε πολύ, γιατί μπήκε τόσο βαθιά στο δάσος που η μητέρα του δεν το έβλεπε πια. Πήγε μέχρι εκεί όπου ήταν το κυανό ζωνάρι, το σήκωσε, το φόρεσε στη μέση του και ένοιωσε τόσο δυνατός όσο ποτέ… Μπορούσε να σηκώσει ολάκερο βουνό.


Γύρισε πίσω στη μητέρα του κι εκείνη ήταν πολύ θυμωμένη και απαίτησε να μάθει πού ήταν τόση ώρα: “Δεν σε νοιάζει τίποτα, ε; Δεν ξέρεις πως η νύχτα μας ακολουθεί πιο γρήγορα απ’ ότι εμείς προχωράμε και πως πρέπει να περάσουμε το βουνό πριν νυχτώσει;”. Έτσι με γκρίνιες και μαλώματα συνέχισαν τον δρόμο τους μα στα μισά, η γριά γυναίκα κουράστηκε πολύ και είπε να πάει να ξεκουραστεί κάτω από έναν θάμνο: “Μητέρα μου αγαπημένη”, της είπε τότε το αγόρι, “μπορώ όσο εσύ θα ξαναμαζεύεις τις δυνάμεις σου να πάω μέχρι την κορυφή αυτού εδώ του βράχου να δω αν υπάρχουν τριγύρω καθόλου άνθρωποι;”. Του έδωσε την άδεια και το αγόρι ανέβηκε και είδε όντως προς τον βορρά ένα φως να έρχεται από κάπου κοντά. Πήγε και το είπε στη μάνα του: “Πρέπει να συνεχίσουμε μάνα, εδώ κοντά υπάρχει ένα σπίτι, είδα το φως του να λάμπει όχι μακριά από εδώ, προς τον βορρά”. Η γριά σηκώθηκε, έβαλε το πουγκί της κάτω από τη μασχάλη και κίνησαν οι δυο τους προς το σπίτι. Δεν είχαν προχωρήσει και πολύ, να σου μπροστά τους ένα βαθύ κι αδιαπέραστο χαντάκι: “Αχ λες και το ήξερα!”, φώναξε η γριά γυναίκα, “Βήμα μπροστά δεν μπορούμε να κάνουμε. Ωραίο κρεββάτι θα στήσουμε εδώ…!”. Το αγόρι τότε έβαλε κάτω από το ένα του χέρι το πουγκί και κάτω από το άλλο τη μάνα του και μ΄ έναν πήδο διέσχισε το χαντάκι. “Να, να, κοίτα! Τώρα είμαστε πολύ κοντά στο σπίτι, το φως του φαίνεται καθαρά”. Η γριά γυναίκα τότε του εξήγησε πως σε αυτό το σπίτι δεν έμεναν Χριστιανοί αλλά τρολ. Ήξερε πολύ καλά αυτό το δάσος και γνώριζε πως άλλη ψυχή δεν κατοικούσε ανάμεσα σε αυτά τα δέντρα παρά μόνο πέρα από την κορυφογραμμή. Παρόλ΄ αυτά συνέχισαν προς το φως και σύντομα είδαν πως προερχόταν από ένα αρκετά μεγάλο σπίτι που ήταν βαμμένο κόκκινο:

Και ποιο το όφελος που ήρθα μέχρι εδώ; γκρίνιαξε η γριά. Αφού δεν θα μπούμε μέσα μιας και εδώ μένουν τρολ.

Μην το λες αυτό μητέρα, πρέπει να μπούμε, τέτοιο λαμπερό φως μόνο άνθρωποι μπορούν να έχουν ανάψει.


Και λέγοντας αυτό, το αγόρι μπήκε μέσα στο σπίτι. Η μητέρα του τον ακολούθησε, αλλά δεν πρόλαβε καλά καλά να περάσει το κατώφλι και λιποθύμισε μιας και μπροστά της είδε έναν πελώριο και δυνατόν άντρα να κάθεται στον πάγκο, θα ήταν και έξι μέτρα!

Καλησπέρα παππού! του είπε το αγόρι.

Κάθομαι εδώ τριακόσια χρόνια τώρα, του είπε ο άντρας του σπιτιού. Κανείς ποτέ δεν έχει μπει εδώ μέσα να με πει παππού.


Τότε το αγόρι έκατσε στο πλάι του άνδρα στον πάγκο και άρχισε να του μιλά σαν να τον ήξερε από παλιά και να ήταν φίλοι: “Μα τι έπαθε η μητέρα σου;”, τον διέκοψε κάποια στιγμή ο άντρας, “νομίζω λιποθύμισε, καλό θα ήταν να πας να δεις πώς είναι”. Το αγόρι τότε πλησίασε τη μάνα του κι άρχισε να την γυρνά και να την αναποδογυρίζει στο πάτωμα μέχρι που συνήλθε. Αμέσως όμως αυτή άρχισε να φωνάζει, να κλωτσά και να χτυπά με τις γροθιές της ώσπου κουράστηκε και πήγε κι έκατσε δίπλα στον σωρό με τα ξύλα για το τζάκι. Ήταν τόσο φοβισμένη που δεν τολμούσε να κοιτάξει άνθρωπο στα μάτια. Τότε το αγόρι ρώτησε αν θα μπορούσαν οι δυο τους να περάσουν το βράδυ τους εκεί: “Μα και βέβαια μπορείτε”, του απάντησε ο άντρας.


Συνέχισαν την κουβέντα τους και μετά από λίγο το αγόρι άρχισε να πεινά και ρώτησε τον άντρα αν, εκτός από τη διαμονή, θα μπορούσαν να είχαν και λίγο φαγητό: “Μα και βέβαια μπορείτε”, του απάντησε γι΄ άλλη μια φορά ο άντρας, “θα σας προσφέρω και γεύμα”. Τότε σηκώθηκε και πέταξε έξι κούτσουρα πεύκου στη φωτιά με τη μία! Η γυναίκα φοβήθηκε ακόμη περισσότερο: “Αχ, τώρα στα σίγουρα θα μας κάνει ψητούς!”, μιξόκλαψε, μα ο άντρας περίμενε μέχρι τα ξύλα να γίνουν θράκα και μετά βγήκε από το σπίτι:

Βοηθήστε μας Ουρανοί! Είσαι πολύ θαρραλέος γιόκα μου! είπε η μητέρα στο αγόρι της. Μα δεν βλέπεις πως καταλήξαμε στο ίδιο σπίτι με τρολ;

Σκέτες ανοησίες! Και τι έγινε λοιπόν;


Μετά από λίγο, ο άντρας γύρισε κουβαλώντας μαζί του το πιο μεγάλο και παχύ βόδι που είχε δει ποτέ του το αγόρι. Ο άντρας έδωσε μια με τη γροθιά του κάτω από το αυτί του ζώου και το βόδι έπεσε ξερό στο πάτωμα. Το σήκωσε από τα τέσσερά του πόδια και το έβαλε πάνω στη θράκα. Έπειτα το γύριζε πότε από τη μια και πότε από την άλλη μέχρι που το βόδι ξεροψήθηκε και από τις δυο μεριές. Ο άντρας τότε πήγε σ΄ ένα από τα ντουλάπια του και έφερε ένα τεράστιο ασημένιο πιάτο και μέσα του έβαλε το μαγειρεμένο βόδι. Τόσο μεγάλο ήταν το πιάτο που δεν περίσσευε καθόλου κρέας από καμιά μεριά του. Το έβαλε στο τραπέζι και ύστερα κατέβηκε στο κελάρι. Γύρισε μ΄ ένα βαρέλι κρασί, έβγαλε την τάπα με μια κίνηση και το έβαλε κι αυτό στο τραπέζι μαζί με δυο μαχαίρια πέντε μέτρα το καθένα.


Τότε είπε στους καλεσμένους του να κάτσουν στο τραπέζι να φάνε με την καρδιά τους. Πρώτα πήγε και έκατσε το αγόρι και μετά πήγε και η μάνα του, η οποία άρχισε αμέσως να κλαψουρίζει πως ποτέ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα μαχαίρια για να φάει. Το αγόρι τότε τα σήκωσε με ευκολία και τα χειρίστηκε με μεγάλη επιδεξιότητα. Έκοψε δυο καλά κομμάτια από το μπούτι του βοδιού και τα έδωσε στη μητέρα του να φάει. Σαν είχαν φάει λίγο, το αγόρι έπιασε το βαρέλι με τα δυο του χέρια και το κατέβασε από το τραπέζι. Είπε τότε στη μάνα του να πάει να πιει, μα το στόμιο ήταν ακόμη πολύ ψηλά για να το φτάσει. Έτσι το αγόρι σήκωσε τη μάνα του στα χέρια για να μπορέσει να πιεί. Μετά κρεμάστηκε κι αυτό από την άκρη του βαρελιού και ήπιε μέχρι που ξεδίψασε. Ξαναέβαλε το βαρέλι πάνω στο τραπέζι κι ευχαρίστησε τον άντρα για το γεύμα που τους είχε προσφέρει. Ακόμη και η μητέρα του, που συνέχιζε να φοβάται πολύ, τον ευχαρίστησε κι εκείνη.


Το αγόρι ξαναέκατσε δίπλα στον ψηλό άνδρα και άρχισαν οι δυο τους να κουτσομπολεύουν. Μετά από λίγο ο άνδρας σηκώθηκε και είπε: “Ε, να πάω να φάω κι εγώ το βραδινό μου” και έκατσε στο τραπέζι να φάει. Έφαγε όλο το υπόλοιπο βόδι, τις οπλές του και τ΄ αυτιά του και ήπιε μέχρι και την τελευταία σταγόνα του κρασιού. Έπειτα, επέστρεψε πίσω στον πάγκο δίπλα στο αγόρι:

Όσο για κρεβάτια, δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Έχω μόνο ένα κρεβάτι και μια κούνια. Εσύ να κοιμηθείς στην κούνια, η μητέρα σου στο κρεβάτι και νομίζω έτσι θα βολευτούμε όλοι μια χαρά.

Ευχαριστούμε πολύ, καλοσύνη σου, του απάντησε το αγόρι και αφού γδύθηκε, πήγε και ξάπλωσε στην κούνια.


Ήταν μεγάλη όσο ένα τετράστυλο κρεβάτι. Όσο για τη μητέρα του, ακολούθησε τον άντρα κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι της από τον φόβο και αυτός την οδήγησε μέχρι το κρεβάτι της. Το αγόρι είπε στον εαυτό του: “Δεν είναι και πολύ φρόνιμο να κοιμηθώ ακόμη. Καλύτερα να μείνω ξύπνιος και να έχω τον νου μου καθώς προχωρά το βράδυ”.


Μετά από λίγο, ο ψηλός άντρας άρχισε να μιλά με τη μητέρα του αγοριού και να της λέει:

Ξέρεις, νομίζω ότι θα μπορούσαμε οι δυο μας να ζήσουμε ευτυχισμένοι εδώ. Να μπορούσαμε μόνο να ξεφορτωνόμασταν αυτόν τον γιο σου.

Και τι, έχεις τρόπο να κάνεις κάτι τέτοιο; Αυτό σκεφτόσουν μέχρι τώρα; τον ρώτησε εκείνη.

Μα δεν υπάρχει κάτι πιο εύκολο! είπε σιγογελώντας ο άνδρας.


Διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθούσε. Μόνο έπρεπε η γυναίκα να μείνει ακόμη μια-δυο μέρες μαζί του να του φροντίζει το σπίτι και σαν έπαιρνε το αγόρι μαζί του στο λατομείο να σπάσουν πέτρες, θα του κατέβαζε μια πέτρα στο κεφάλι και θα το σκότωνε. Καθώς όμως οι δυο τους κατάστρωναν το σχέδιο τους, το αγόρι τα άκουγε όλα.


Το επόμενο πρωί το τρολ (γιατί τρολ ήταν, τώρα πια ήταν ξεκάθαρο) ρώτησε τη γυναίκα μπροστά στο παιδί αν ήθελε να κάτσουν οι δυο τους για μια δυο μέρες ακόμη να κάνουν δουλειές και να τον βοηθήσουν με τις δικές του. Αργότερα, μέσα στη μέρα, σήκωσε έναν σιδερένιο λοστό και ζήτησε από το αγόρι να πάει μαζί του μέχρι το λατομείο να τον βοηθήσει να σπάσουν πέτρες. Το αγόρι δέχτηκε με περισσή προθυμία και τον ακολούθησε. Αφού λοιπόν έπιασαν και οι δυο δουλειά και άρχισαν να σπάνε πέτρες, το τρολ είπε στο αγόρι να πάει λίγο πιο κάτω και να δει αν υπήρχαν ρωγμές σε κάτι βράχους που ήταν εκεί. Καθώς το παλικάρι έκανε όπως του είχε ζητήσει, το τρολ βάλθηκε να δουλεύει με μανία και σύντομα είχε σπάσει ολόκληρη βραχώδη πλαγιά. Τη σήκωσε και την άφησε να πάρει την κατηφόρα, προς τα εκεί που βρισκόταν ο νεαρός: “Α! Τώρα κατάλαβα τι ήθελες να μου κάνεις”, είπε το αγόρι βγαίνοντας κάτω από τον βράχο χωρίς ούτε μια γρατζουνιά, “ήθελες να με λιώσεις μέχρι θανάτου. Να πας εσύ τώρα να κοιτάξεις αν υπάρχουν ρωγμές στους βράχους και θα κάτσω εγώ στο ύψωμα να δουλέψω”. Το τρολ τρομοκρατημένο δεν έφερε αντίρρηση στο αγόρι και κατέβηκε. Το αγόρι σήκωσε κι αυτό με τη σειρά του έναν πελώριο βράχο, τον κύλησε στην κατηφόρα και πλάκωσε τον έναν γοφό του τρολ, παγιδεύοντάς το: “Για κοίτα! Βρίσκεσαι σε πολύ δύσκολη θέση!” γέλασε μαζί του το αγόρι καθώς κατέβηκε την κατηφόρα, σήκωσε τον βράχο και ελευθέρωσε το τρολ. Μιας και είχε τραυματιστεί όμως, το έβαλε στον ώμο του και πήρε τον δρόμο του γυρισμού τρέχοντας γρήγορα σαν άλογο και χοροπηδώντας κάνοντας έτσι το τρολ να πονάει τόσο πολύ με τα τραντάγματα που έσκουζε και ούρλιαζε από τον πόνο σε όλη τη διαδρομή. Έφτασε και στο σπίτι και έβαλε το τρολ στο κρεβάτι του.


Αργότερα μέσα στη νύχτα, το τρολ άρχισε πάλι να συζητά με τη γυναίκα για το πώς μπορούσαν να ξεφορτωθούν το αγόρι:

Αν σου έρθει καμιά καλή ιδέα πες την, γιατί εγώ σίγουρα δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα, του είπε η γριά.

Για να δούμε… είπε το τρολ. Έχω έναν κήπο με δώδεκα λιοντάρια. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να τον πιάσουν, θα τον ξέσκιζαν σε χίλια κομμάτια.


Είπε τότε η γυναίκα ότι ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι να κάνει εκείνη την άρρωστη και να πει πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τη γιατρέψει παρά μόνο το γάλα του λιονταριού. Το αγόρι πάλι άκουγε ό,τι έλεγαν οι δυο τους. Έτσι, σαν ξημέρωσε, η γριά γυναίκα άρχισε να παραπονιέται πως, παρόλο που δεν της φαινόταν καθόλου, αισθανόταν πολύ άρρωστη και πως τίποτα δεν θα την έκανε καλά παρά μόνο το γάλα λιονταριού:

Μάλλον τότε θα παραμείνεις άρρωστη μάνα, γιατί δεν έχω ιδέα πού μπορώ να βρω κάτι τέτοιο, της είπε το αγόρι.

Μα αν αυτό είναι το μόνο πρόβλημα, διέκοψε το τρολ, τέτοιο γάλα υπάρχει και μάλιστα άφθονο. Μόνο να υπήρχε και ο κατάλληλος άνθρωπος να πάει να το φέρει.


Και συνέχισε λέγοντας πως αυτός και ο αδερφός του είχαν έναν κήπο με δώδεκα λιοντάρια και πως με το κατάλληλο κλειδί το αγόρι θα μπορούσε να μπει στον κήπο και να αρμέξει τις λέαινες. Έδωσε στο αγόρι το κλειδί κι έναν κουβά κι εκείνο πήρε τον δρόμο για τον κήπο. Ξεκλείδωσε την πόρτα του κήπου και μόλις μπήκε μέσα είδε και τα δώδεκα λιοντάρια εκεί, να κάθονται στα πίσω πόδια τους γρυλίζοντας και απειλώντας τον. Αμέσως το αγόρι έπιασε το μεγαλύτερο λιοντάρι από τα μπροστινά του πόδια και το έσυρε πάνω σε πέτρες, χώμα και χαλίκια μέχρι που το μόνο που είχε μείνει ήταν τα δυο μπροστινά του πόδια. Μόλις το είδαν αυτό τα υπόλοιπα λιοντάρια, φοβισμένα πλησίασαν το αγόρι και ξάπλωσαν ηττημένα μπροστά στα πόδια του. Από εκείνη τη στιγμή ακολουθούσαν το αγόρι όπου κι αν πήγαινε και όταν έφτασε στο σπίτι, τα λιοντάρια πήγαν και έκατσαν ήσυχα ήσυχα απ’ έξω με τα μπροστινά τους πόδια στο κατώφλι του σπιτιού: “Έλα και πιες μητέρα να γίνεις καλά, εδώ είναι το γάλα του λιονταριού”, της είπε και της έδωσε τον κουβά ο οποίος είχε μόλις μια σταγόνα γάλα μέσα. Το τρολ, ξαπλωμένο ακόμη στο κρεβάτι, διαμαρτυρήθηκε πως το αγόρι έλεγε ψέματα και πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να αρμέξει λιοντάρι. Το αγόρι τότε ανάγκασε το τρολ να σηκωθεί από το κρεβάτι του, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και σαν είδαν τα λιοντάρια το τρολ σηκώθηκαν όρθια και του χύμηξαν να το κατασπαράξουν. Μόνο όταν επενέβη το αγόρι σταμάτησαν.


Αργά το βράδυ πάλι άρχισε το τρολ να λέει στη γριά:

Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρόπος να ξεφορτωθούμε το αγόρι. Είναι τόσο δυνατός. Εσύ δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα;

Αν εσύ δεν μπορείς να κατεβάσεις καμιά ιδέα, τότε σίγουρα εγώ δεν μπορώ, του απάντησε η γριά.

Καλά τότε. Έχω δυο αδέρφια που μένουν σ΄ ένα κάστρο. Είναι δώδεκα φορές πιο δυνατοί από εμένα, γι αυτό και με έδιωξαν και αναγκάστηκα να έρθω εδώ σε αυτό το χαμόσπιτο. Σε αυτό το κάστρο τα αδέρφια μου έχουν ένα περιβόλι με μηλιές και όποιος τρώει από αυτά τα μήλα κοιμάται τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Αν καταφέρουμε να φάει το αγόρι ένα από αυτά τα μήλα θα πέσει ξερό και τότε οι αδερφοί μου θα το βρουν και θα το σκοτώσουν.


Η γυναίκα είπε τότε ότι πάλι θα κάνει την άρρωστη και αυτή τη φορά θα πει πως μόνο αυτά τα μήλα θέλει να φάει για να γίνει καλά. Το αγόρι άκουσε κάθε λέξη που είπαν.


Το επόμενο πρωί η γριά δεν έβγαλε λέξη, μόνο βογκούσε και αναστέναζε. Τελικά είπε ότι αυτό που μπορούσε να την κάνει καλά ήταν τα μήλα που βρίσκονταν στον οπωρώνα των αδερφών του τρολ. Αλλά δεν είχε ποιον να στείλει να της τα φέρει.


Το αγόρι δήλωσε πανέτοιμο να φύγει να πάει να τα φέρει και τα έντεκα λιοντάρια το ακολούθησαν. Έφτασε στον οπωρώνα, σκαρφάλωσε σε μια μηλιά και έφαγε όσα περισσότερα μήλα μπορούσε. Πριν προλάβει καλά καλά να κατέβει από το δέντρο έπεσε σε βαθύ ύπνο. Τα λιοντάρια τότε ξάπλωσαν γύρω του σ΄ έναν κύκλο. Την τρίτη μέρα κατέφτασαν στο σημείο αυτό και τα αδέρφια του τρολ, μόνο που δεν είχαν ανθρώπινη μορφή. Είχαν τη μορφή ανθρωποφάγων αλόγων που φυσούσαν και ξεφυσούσαν άγρια και μόλις είδαν το παράξενο θέαμα με τα λιοντάρια αναρωτήθηκαν ποιος είχε το θράσος να μπει στο περιβόλι τους με τις μηλιές και ορκίστηκαν πως θα τον έκαναν χίλια κομμάτια. Τα λιοντάρια τότε σηκώθηκαν όλα μαζί και επιτέθηκαν στα τρολ, τα σκότωσαν και τα ξέσκισαν τόσο πολύ που όταν τέλειωσαν το μέρος φαινόταν σαν να είχε ένα βουναλάκι κοπριάς.


Σαν τελείωσαν με τα δυο τρολ, τα λιοντάρια ξαναξάπλωσαν σε κύκλο. Το αγόρι ξύπνησε κατά το απόγευμα, έτριψε νυσταγμένα τα μάτια του, είδε τα διάσπαρτα χνάρια από οπλές αλόγων και έμεινε να αναρωτιέται τι μπορεί να είχε συμβεί. Άρχισε να πλησιάζει το κάστρο κι ένα κορίτσι που τα είχε δει όλα, βγήκε στο παράθυρο και του φώναξε:

Να ευχαριστείς την τύχη σου που δεν ήσουν στη μέση αυτής της μάχης γιατί σίγουρα τώρα θα ήσουν χαμένος.

Εγώ, χαμένος; Μπα, δεν νομίζω να συμβεί αυτό! της απάντησε το αγόρι ευχάριστα.


Το κορίτσι τότε τον παρακάλεσε να πάει και να της μιλήσει μιας και δεν είχε δει άνθρωπο από τότε που είχε πάει εκεί. Του άνοιξε την πόρτα και σαν τα λιοντάρια άρχισαν κι αυτά να σπρώχνονται να περάσουν, το κορίτσι τρομαγμένο άρχισε να τσιρίζει από φόβο και το αγόρι τα πρόσταξε να κάτσουν ήσυχα έξω.


Άρχισαν τότε οι δυο τους να συζητούν και το αγόρι την ρώτησε πώς μια τόσο όμορφη κοπέλα ανεχόταν αυτά τα απαίσια τρολ. Αυτή του απάντησε πως δεν ήταν κάτι που το έκανε οικιοθελώς, την ανάγκασαν να πάει να μείνει μαζί τους. Την είχαν κλέψει από τον πατέρα της, τον Βασιλιά της Αραβίας. Συνέχισαν να συνομιλούν μέχρι που το κορίτσι τον ρώτησε τι έπρεπε τώρα να κάνει, αν έπρεπε να πάει πίσω σπίτι της και αν το αγόρι θα την έπαιρνε για γυναίκα του. Το αγόρι είπε πως βέβαια και την ήθελε για γυναίκα του, αλλά δεν έπρεπε να γυρίσει πίσω σπίτι της.


Άρχισαν τότε να κόβουν βόλτες στο κάστρο μέχρι που έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα όπου τα τρολ είχαν κρεμάσει στον τοίχο τα δυο τρανά τους ξίφη:

Αναρωτιέμαι αν είσαι αρκετά δυνατός άντρας ώστε να μπορείς να χειριστείς ένα από αυτά, του είπε το κορίτσι.

Ποιος, εγώ; σάστισε το αγόρι. Ωραία που θα ήταν να μπορούσα!


Έβαλε τότε τρεις καρέκλες τη μια πάνω στην άλλη, σκαρφάλωσε και τεντώνοντας τα χέρια του άγγιξε ένα από τα ξίφη. Το ξεκρέμασε, το πέταξε ψηλά στον αέρα και με ευκολία έπιασε τη λαβή του. Κατέβηκε τότε από τις καρέκλες μ΄ έναν πήδο τόσο δυνατό που ολόκληρο το κάστρο σείστηκε. Έβαλε το ξίφος κάτω από το μπράτσο του και από τότε το είχε πάντα μαζί του.


Οι δυο τους έμειναν για λίγο καιρό μαζί στο κάστρο, ώσπου μια μέρα το κορίτσι είπε στο αγόρι ότι θα ήθελε να γυρίσει σπίτι της να πει στους γονείς της τι της είχε συμβεί. Φόρτωσαν λοιπόν ένα καράβι και το κορίτσι σάλπαρε για τον τόπο της.


Αφού είχε φύγει, το αγόρι χαζολόγησε για λίγο εδώ κι εκεί και καποια στιγμή θυμήθηκε ότι αρχικά είχε πάει σε αυτόν τον τόπο μ΄ έναν σκοπό, να φέρει κάτι πίσω στη μητέρα του για να γίνει καλά. Είπε τότε στον εαυτό του: “Ω, μα δεν ήταν και τόσο άρρωστη, σίγουρα θα έχει γίνει καλά μέχρι σήμερα”. Παρόλ΄ αυτά θεώρησε σωστό να πάει να δει πώς ήταν η μητέρα του και όταν έφτασε βρήκε και τη μητέρα του και τον ψηλό άντρα υγιέστατους: “Τι κρίμα να ζείτε οι δυο σας σε αυτήν εδώ την τρώγλη”, τους είπε το αγόρι, “Ελάτε μαζί μου στο κάστρο μου να δείτε τι σωστός άνθρωπος είμαι”.


Πήραν το δρόμο οι τρεις τους και κάποια στιγμή καθώς περπατούσαν η μητέρα του αγοριού τον πήρε παραδίπλα και τον ρώτησε πώς και είχε γίνει τόσο δυνατός:

Αφού ρωτάς μητέρα, τη δύναμη την απόκτησα όταν φόρεσα το κυανό ζωνάρι που είχαμε βρει μαζί εκείνη τη φορά που είχαμε κατέβει στην πόλη να ζητιανέψουμε.

Το έχεις ακόμα αγόρι μου; τον ρώτησε η γριά.

Αμέ! Το φορώ στη μέση μου! της απάντησε ο γιος της.

Μπορώ να το δω;

Βεβαίως και μπορείς, απάντησε το αγόρι και μεμιάς ξεκούμπωσε το παλτό του και έδειξε στη μητέρα του το ζωνάρι.


Με μια γρήγορη κίνηση η γριά έπιασε το ζωνάρι, το τράβηξε από τη μέση του και το τύλιξε γύρω από τη γροθιά της:

Τώρα, του φώναξε, τι θα κάνω μ΄ εσένα τον φουκαρά; Θα σου δώσω μια γροθιά και θα σε ξαπλώσω κάτω!

Δεν του αξίζει τόσο γρήγορος θάνατος! είπε τότε και το τρολ. Ας του κάψουμε πρώτα τα μάτια κι ας τον βάλουμε να περιπλανιέται για πάντα μέσα σε μια βάρκα.


Παρόλα τα παρακάλια και τις προσευχές του αγοριού, οι δυο του έκαψαν τα μάτια και τον έσπρωξαν με τη βάρκα στο νερό. Τα λιοντάρια όμως βούτηξαν και τα έντεκα στο νερό, έπιασαν τη βάρκα και την έβγαλαν στην ξηρά, σ΄ ένα νησί όπου κι έβαλαν το αγόρι να ξεκουραστεί κάτω από ένα έλατο. Του έφερναν να φάει θηράματα που έπιαναν και μέχρι και πουλιά ξεπουπούλιασαν για να του φτιάξουν κρεβάτι. Μα το αγόρι αναγκαζόταν να τρώει το κρέας του ωμό και… ήταν τυφλό.


Μια μέρα λοιπόν, εκεί που το μεγαλύτερο από τα λιοντάρια κυνηγούσε να πιάσει έναν τυφλό λαγό, ο λαγός έτρεχε άτσαλα πάνω στα βράχια και στην άμμο, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, μέχρι που κουτούλησε στην κουφάλα ενός έλατου, έπεσε πίσω σε μια φρέσκια πηγή και να! Βγαίνοντας από την πηγή μπορούσε και πάλι να δει κι έτσι έτρεξε μακριά και σώθηκε: “Τι λες!” σκέφτηκε το λιοντάρι και πήγε αμέσως στο αγόρι, το έπιασε από τα ρούχα και το έσυρε μέχρι την πηγή. Του βούτηξε το κεφάλι μέχρι τα αυτιά στο νερό και το παλικάρι βρήκε και πάλι το φως του. Τότε γύρισε πίσω στα λιοντάρια και τους έκανε νόημα να μαζευτούν όλα κοντά κοντά, σα να σχηματίζουν σχεδία, στάθηκε στην πλάτη τους κι εκείνα κολύμπησαν μέχρι την ηπειρωτική χώρα.


Σαν πάτησε στη στεριά το αγόρι πλησίασε σ΄ ένα άλσος με σημύδες και είπε στα λιοντάρια να ξαπλώσουν χάμω και να παραμείνουν ήσυχα. Τότε, σαν κλέφτης, πλησίασε το κάστρο και κρυφοκοίταξε από την κλειδαρότρυπα να δει αν μπορούσε να βρει πουθενά το ζωνάρι του. Και το βρήκε, κρεμόταν από μια καρέκλα στην κουζίνα. Αθόρυβος σαν ποντίκι, έφτασε μέχρι το ζωνάρι μιας και κανείς δεν ήταν σε εκείνο το δωμάτιο, το πήρε και το φόρεσε. Μετά άρχισε να πετάει τα έπιπλα και να ποδοπατάει το πάτωμα με τέτοια μανία, σαν να ήταν τρελός. Τρέχοντας, μπήκε και η μάνα του τότε στην κουζίνα:

Αγάπη μου, γιόκα μου! Δώσε μου πίσω το ζωνάρι να σε χαρώ!

Να ‘σαι καλά μάνα, της είπε το παιδί. Τώρα θα σε βρει η ίδια μοίρα που προόριζες για μένα! και με αυτό την αποτέλειωσε στη στιγμή.


Ξοπίσω της κατέφτασε και το τρολ ακούγοντας όλον αυτόν τον σαματά. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να παρακαλά το αγόρι να του χαρίσει τη ζωή και να του δείξει έλεος: “Θα σε αφήσω να ζήσεις, αλλά θα σε τιμωρήσω όπως κι εσύ τιμώρησες εμένα”, του είπε το αγόρι και ευθύς αμέσως τύφλωσε το τρολ και το έβαλε σε μια βάρκα να περιπλανιέται χωρίς λιοντάρια όμως να το σώσουν.


Έμεινε το αγόρι μόνο του στο κάστρο και όλο και λαχταρούσε να ξαναδεί την αγαπημένη του. Μια μέρα δεν άντεξε άλλο και, από επιθυμία για την πριγκίπισσά του, ναύλωσε τέσσερα καράβια και τράβηξε για την Αραβία να τη βρει. Τις πρώτες μέρες ο άνεμος ήταν με το μέρος τους και προχωρούσαν γρήγορα μα κάποτε βρέθηκαν χωρίς καθόλου αέρα να τους σπρώχνει, κολλημένοι δίπλα σ΄ ένα ξερονήσι.


Το πλήρωμα βγήκε στο νησί να ξεμουδιάσει και βρήκαν ένα αυγό μεγάλο σαν μικρό σπίτι. Σήκωσαν τότε πέτρες και άρχισαν να το κοπανάνε μα τίποτα δεν μπορούσε να σπάσει το κέλυφος. Το αγόρι άκουσε το θόρυβο από τις προσπάθειες των ναυτών και πήγε κι αυτό να δει τι συνέβαινε. Βλέποντας το αυγό σκέφτηκε ότι θα ήταν παιχνιδάκι για αυτόν να το σπάσει. Με το ξίφος του του έδωσε μια, το αυγό έσπασε κι από μέσα ξεπήδησε ένα κοτόπουλο μεγάλο σαν ελέφαντας! “Δεν έπρεπε να το είχαμε κάνει αυτό, τώρα κινδυνεύουμε όλοι”, είπε τότε το αγόρι. Γρήγορα γύρισε στο πλήρωμά του και τους ρώτησε αν ήταν αρκετά ανδρείοι για να φύγουν τώρα και να τραβούν κουπί μέχρι να συναντήσουν καλό άνεμο που θα τους βοηθήσει να φτάσουν στην Αραβία σε μία μέρα. Όλοι του απάντησαν πως θα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους και αμέσως μπάρκαραν στα τέσσερα καράβια, τράβηξαν όλοι δυνατό κουπί ώσπου βρήκαν καλό άνεμο και έφτασαν στη Αραβία λίγο πριν περάσει μία ολόκληρη μέρα.


Βγήκαν όλοι τους στη στεριά και το αγόρι διέταξε όλους τους ναύτες να πάνε και να θαφτούν κάτω από έναν αμμόλοφο αρκετά μακριά από τα καράβια, ίσα να τα βλέπουν. Εκείνος και οι καπετάνιοι του πήγαν και στάθηκαν στην κορυφή ενός πολύ ψηλού βράχου, κάτω από ένα έλατο όπου και κρύφτηκαν. Δεν είχε περάσει και πολλή ώρα, να σου στον ορίζοντα ένα πελώριο πουλί που στα νύχια του κουβαλούσε ένα μικρό νησί. Το άφησε να του πέσει πάνω από τα καράβια και τα βύθισε όλα. Μετά πέταξε πάνω από τον αμμόλοφο και χτύπησε τα φτερά του τόσο δυνατά που παραλίγο να διαμελίσει τους ναύτες. Πέταξε και πάνω από το έλατο και ο αέρας που σήκωσε έκανε το αγόρι και τους καπετάνιους να χάσουν για μια στιγμή τη γη κάτω από τα πόδια τους. Το αγόρι όμως ήταν έτοιμο με το ξίφος του στο χέρι και την κατάλληλη στιγμή έδωσε μια στο πουλί και εκείνο έπεσε νεκρό.


Όταν ηρέμησαν τα πράγματα πήγαν όλοι τους στην πόλη η οποία γιόρταζε την επιστροφή της κόρης του Βασιλιά τους. Ο Βασιλιάς όμως είχε κρύψει την κόρη του, παρόλο που ήταν ήδη λογοδοσμένη, και είχε διακηρύξει πως όποιος την έβρισκε αυτός και θα την παντρευόταν.

Καθώς περιπλανιόταν το αγόρι στην πόλη είδε έναν έμπορα που πουλούσε τομάρια αρκούδων. Αγόρασε ένα και το φόρεσε. Ένας από τους καπετάνιους του, φόρεσε στο αγόρι μια αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του και άρχισαν μαζί να γυρίζουν την πόλη κάνοντας νούμερα για να ψυχαγωγούν τον κόσμο.


Έφτασε και στα αυτιά τού Βασιλιά πως είχε έρθει στην πόλη του μια λευκή αρκούδα που χόρευε και έκοβε κρεμμύδια όποτε της το ζητούσαν. Ο Βασιλιάς έστειλε αμέσως αγγελειοφόρο να πάει να προσκαλέσει την αρκούδα στο κάστρο για να κάνει τα κόλπα της κι εκεί. Σαν έφτασε στο παλάτι, όλοι που την είδαν φοβήθηκαν, αφού δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τέτοιο θηρίο. Ο καπετάνιος όμως τους διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, αρκεί να μην περιγελούσε κανείς την αρκούδα. Ξεκίνησε λοιπόν η αρκούδα να κάνει τα κόλπα της και να χορεύει ώσπου μπήκε μέσα στην αίθουσα μια υπηρέτρια που μόλις είδε την αρκούδα, άρχισε να γελάει δυνατά και να την κοροϊδεύει. Η αρκούδα αμέσως όρμησε στην υπηρέτρια και την έκανε λωρίδες με τα νύχια της. Όλη η αυλή άρχισε τότε να κλαίει και περισσότερο από όλους ο καπετάνιος: “Κουταμάρες”, είπε ο Βασιλιάς, “δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια. Και στο κάτω κάτω δικό μου θέμα είναι κι όχι δικό σας”. Μέχρι να τελειώσει η παράσταση είχε πάει αργά το βράδυ:

Δεν κάνει να φύγετε τόσο αργά, είπε ο Βασιλιάς. Καλύτερα η αρκούδα να περάσει το βράδυ της εδώ. 

Θα μπορούσε να πιάσει μια γωνιά στην κουζίνα, δίπλα στη φωτιά, πρότεινε ο καπετάνιος.

Όχι! Θα κοιμηθεί μέσα στο παλάτι και μάλιστα πάνω σε μαξιλάρια και πούπουλα! είπε αποφασιστικά ο Βασιλιάς και με μια κίνηση των δακτύλων του έφτασαν μπροστά του τα πιο ακριβά μαξιλάρια και παπλώματα, ενώ ο καπετάνιος οδηγήθηκε στον ξενώνα.


Τα μεσάνυχτα ο Βασιλιάς πλησίασε την αρκούδα κρατώντας ένα μάτσο βαριά κλειδιά κι ένα φανάρι. Έπιασε την αλυσίδα της λευκής αρκούδας και την οδήγησε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, πάνω και κάτω σε σκαλοπάτια, μέσα και έξω από διαδρόμους και περάσματα, μέχρι που έφτασε σε μια αποβάθρα στη θάλασσα. Τότε ο Βασιλιάς άρχισε να τραβά καρφιά και να πιέζει ξύλα, πότε το ένα και πότε το άλλο, να πατά σανίδες και να γυρίζει πινέζες όταν ξάφνου από τη θάλασσα αναδύθηκε ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί ήταν η αγαπημένη του κόρη, τόσο την αγαπούσε και τόσο καλά την είχε κρύψει.


Άφησε την αρκούδα να περιμένει όσο εκείνος μπήκε στο σπιτάκι και είπε στην κόρη του για τα νούμερα και τα χορευτικά της. Εκείνη του απάντησε ότι φοβόταν και δεν ήθελε ούτε να τη δει. Κατάφερε όμως ο Βασιλιάς και την έπεισε αφού της εξήγησε πως κινδύνευε μόνο αν γελούσε. Έφεραν λοιπόν μαζί την αρκούδα μέσα στο σπιτάκι, κλείδωσαν την πόρτα πίσω τους και η αρκούδα άρχισε το νούμερο της. Μόλις τα κόλπα έφτασαν στο απόγειό τους, η υπηρέτρια της πριγκίπισσας άρχισε να γελά όλο χαρά. Η αρκούδα έπεσε επάνω της και την ξέσκισε μέχρι που δεν είχε μείνει τίποτα. Η πριγκίπισσα άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ για τον χαμό της φίλης της:

Κουταμάρες, είπε ο Βασιλιάς, δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια, θα σου φέρω άλλη και καλύτερη μάλιστα. Νομίζω όμως πως καλό είναι η αρκούδα να περάσει εδώ το βράδυ, δεν μπορώ να φανταστώ να κάνω πάλι όλη αυτή τη διαδρομή σέρνοντάς την πίσω μου.

Αν κοιμηθεί αυτή εδώ, τότε δεν κοιμάμαι εγώ! είπε με πείσμα η πριγκίπισσα.


Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η αρκούδα πήγε και κουλουριάστηκε δίπλα στη φωτιά ήσυχα κι ωραία. Αποφασίστηκε τότε πως και η πριγκίπισσα εκεί θα κοιμόταν το βράδυ, με αναμμένο φως. Μόλις ξεπόρτισε ο Βασιλιάς, η λευκή αρκούδα με απαλά γουργουρίσματα και νοήματα παρακάλεσε την πριγκίπισσα να της λύσει το κολάρο. Η πριγκίπισσα ήταν τόσο τρομαγμένη που παραλίγο να λιποθυμήσει! Αλλά το πόνεσε το ζωντανό και ψηλαφίζοντας βρήκε το λουκέτο και της έβγαλε το κολάρο. Ευθύς αμέσως, η λευκή αρκούδα ξερίζωσε το κεφάλι της. Η πριγκίπισσα τότε μπροστά της είχε τον καλό της και τέλος δεν είχε η χαρά της! Ήθελε να πάει αμέσως στον πατέρα της να του πει πως είχε έρθει ο καλός της, αλλά το αγόρι δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Θα την κέρδιζε πάλι από την αρχή, της είπε.


Έτσι, όταν το πρωί ακούστηκε ο ήχος των κλειδιών του Βασιλιά έξω από την πόρτα, το αγόρι έβαλε πάλι το τομάρι της αρκούδας και πήγε και ξάπλωσε πλάι στη φωτιά:

Ήταν ήσυχη όλο το βράδυ; ρώτησε την κόρη του ο Βασιλιάς.

Έτσι πιστεύω, ούτε που τεντώθηκε ούτε που γύρισε πλευρό, απάντησε η πριγκίπισσα.


Γύρισαν ο Βασιλιάς και η αρκούδα στο παλάτι, την έδωσε στον καπετάνιο και οι δυο τους έφυγαν. Το αγόρι, πέταξε το τομάρι από πάνω του και πήγε στον καλύτερο ράφτη της πόλης να του ράψει μια φορεσιά πράγματι πριγκιπική. Σαν ετοιμάστηκε, παρουσιάστηκε μπροστά στον Βασιλιά και του είπε πως είχε έρθει να βρει την κόρη του: “Δεν είσαι ο πρώτος που θα το τολμήσει”, του είπε ο Βασιλιάς, “και όλοι οι προηγούμενοι, έχασαν τα κεφάλια τους. Γιατί αυτή η μοίρα σε περιμένει παλικάρι μου αν αποτύχεις να τη βρεις σε μία μέρα”.


Μα το αγόρι τα ήξερε όλα αυτά. Είπε πως με δική του ευθύνη θα την έψαχνε κι αν δεν την έβρισκε θα δεχόταν τις συνέπειες. Στο παλάτι είχε στηθεί μεγάλο γλέντι με μουσική, δεσποσύνες που χόρευαν και ωραία φαγητά και το αγόρι πήγε και γλέντησε. Πέρασαν δώδεκα ώρες έτσι και ο Βασιλιάς του είπε:

Σε λυπάμαι από τα βάθη της ψυχής μου. Σίγουρα θα τη χάσεις τη ζωή σου, δεν έχεις καν ξεκινήσει να ψάχνεις.

Μπαα! Όπου υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα, είπε το αγόρι. Αφού υπάρχει ακόμη ανάσα σε αυτό το κορμί τότε δεν υπάρχει φόβος. Έχουμε χρόνο μπροστά μας, και συνέχισε να χορεύει και να γλεντά μέχρι που του είχε μείνει μία ώρα μόνο.


Τότε μόνο σταμάτησε και είπε πως θα άρχιζε να ψάχνει για την πριγκίπισσα:

Δεν έχει κανένα νόημα, του είπε ο Βασιλιάς, τον έχεις χάσει τον χρόνο σου.

Ανάψτε το φανάρι σας Μεγαλειότατε και πάρτε μαζί σας τα κλειδιά σας! του είπε χαμογελαστά το αγόρι. Ακολουθείστε με όπου κι αν πάω, έχουμε ακόμη μία ολόκληρη ώρα.


Έτσι το αγόρι έκανε όλη τη διαδρομή που είχε κάνει ο Βασιλιάς το προηγούμενο βράδυ και ζητούσε από τον Βασιλιά να του ξεκλειδώνει τη μια πόρτα μετά την άλλη. Έφτασαν και στην αποβάθρα:

Τελείωσε σου λέω, είπε πάλι ο Βασιλιάς. Τελείωσε ο χρόνος σου και το μόνο που υπάρχει μπροστά σου είναι η θάλασσα.

Έχω ακόμη πέντε λεπτά Υψηλότατε, του απάντησε το αγόρι κι άρχισε να πατάει σανίδες και να σπρώχνει πινέζες, να τραβά καρφιά και να πιέζει ξύλα. Ωπ! Να σου και το σπιτάκι, βγήκε από το νερό!

Τώρα όμως ο χρόνος σου τελείωσε, έλα Δήμιε και κόψε του το κεφάλι, είπε όλο αγωνία ο Βασιλιάς.

Α όχι Βασιλιά μου, τρία λεπτά έχουν μείνει, του είπε ήρεμα το αγόρι. Βγάλε και το κλειδί που ανοίγει εκείνη την πόρτα να μπω στο σπίτι.


Μα ο Βασιλιάς έκανε ότι έψαχνε να βρει το κλειδί και καθυστερούσε. Στο τέλος είπε ότι δεν είχε το κλειδί γι΄ αυτό το σπίτι: “Αν δεν μπορείς να ανοίξεις την πόρτα εσύ, θα την ανοίξω εγώ τότε”, απάντησε το αγόρι και με μια κλωτσιά έριξε την πόρτα. Η πριγκίπισσα βγήκε στο κατώφλι και είπε στον πατέρα της πως αυτός ήταν ο καλός της, αυτός που ήθελε η καρδιά της. Έτσι έγινε δικός της και ο μικρός ζητιάνος πέτυχε να παντρευτεί την κόρη του Βασιλιά της Αραβίας.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...