Το Παιδί που Βγήκε από το Αυγό
Με αρώματα Σταχτοπούτας προς το τέλος, η Eσθονία κάνει την εμφάνισή της στη σειρά Μίτος!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το Παιδί που Βγήκε από το Αυγό
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα που η καρδιά της πονούσε επειδή δεν είχε παιδιά. Ήταν θλιμμένη ακόμη κι όταν στο πλευρό της είχε τον βασιλιά της και όταν εκείνος έλειπε η βασίλισσα δεν έβγαινε από την κάμαρά της και δεν έβλεπε κανέναν, μόνο καθόταν μόνη της και έκλαιγε.
Συνέβη το κακό και ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στο βασίλειό της και σ΄ ένα γειτονικό βασίλειο και έτσι η βασίλισσα έμεινε πολύ καιρό μόνη στο παλάτι. Ήταν τόσο θλιμμένη που ένιωθε να την πλακώνουν οι τοίχοι και είπε να βγει να κάνει μια βόλτα έξω στον βασιλικό κήπο. Πήγε και έκατσε στο γρασίδι, κάτω από μια μοσχολεμονιά και εκεί έμεινε για αρκετή ώρα μέχρι που άκουσε κάτι από τους κοντινούς θάμνους. Η βασίλισσα κοίταξε κατά κει και είδε να πλησιάζει κουτσαίνοντας μια γριά γυναίκα με μαγκούρα που περπατούσε κατά μήκος του ρυακιού που διέσχιζε τον κήπο. Σαν ήπιε από το νερό του ρυακιού και ξεδίψασε, περπάτησε μέχρι τη βασίλισσα και της είπε:
Μην το παίρνεις για κακό βασίλισσά μου που σε πλησιάζω έτσι και μην φοβηθείς γιατί, πού ξέρεις, μπορεί και να σου φέρω τύχη βουνό.
Δεν φαίνεσαι και για πολύ τυχερή, της απάντησε η βασίλισσα κοιτάζοντάς την καχύποπτα, και δεν ξέρω τι θα μπορούσες να μου προσφέρεις.
Κάτω από τον σκληρό φλοιό βρίσκεται πάντα το πιο απαλό ξύλο μα και η πιο γλυκιά ψίχα, της απάντησε η γριά γυναίκα. Δώσε μου το χέρι σου να σου πω τι σου επιφυλάσσει το μέλλον σου.
Η βασίλισσα τέντωσε την παλάμη της και η γυναίκα την εξέτασε με προσοχή. Έπειτα είπε στη βασίλισσα:
Την καρδιά σου βαραίνουν δύο πόνοι, ένας παλιός και ένας πρόσφατος. Ο πρόσφατος είναι για τον άντρα σου, που σ΄ έχει αφήσει μόνη να πάει να πολεμήσει μακριά. Αλλά, πίστεψε με, είναι καλά και σύντομα θα σου φέρει χαρμόσυνα νέα. Ο άλλος πόνος όμως είναι πολύ παλιότερος. Σου χαλάει την ευτυχία το ότι δεν έχεις παιδιά.
Η βασίλισσα τότε κοκκίνησε και έκανε να τραβήξει το χέρι της από τη γυναίκα, αλλά εκείνη συνέχισε:
Έχε υπομονή, υπάρχουν ακόμη πράγματα που θέλω να δω πιο καθαρά.
Μα ποια είσαι; τη ρώτησε η βασίλισσα, είναι σα να διαβάζεις τα μυστικά της καρδιάς μου.
Το ποια είμαι δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι μου επιτρέπεται να σου απαλύνω τον πόνο, γι αυτό χαμογέλα! Πρέπει όμως να μου υποσχεθείς πως θα ακολουθήσεις τις οδηγίες μου κατά γράμμα, αλλιώς θα πάνε στράφι τα λόγια μου.
Θα υπακούσω σε ό,τι μου πεις, φώναξε η βασίλισσα, και ό,τι μου ζητήσεις θα το έχεις.
Η γριά γυναίκα έμεινε σκεπτική για λίγο. Τότε, από τις πιέτες του φορέματος της, έβγαλε κάτι πανιά τα οποία άρχισε να τα ξεδιπλώνει μέχρι που αποκάλυψε ένα τόσο δα καλαθάκι από φλοιό σημύδας. Το προσέφερε στην βασίλισσα λέγοντάς της: “Σε αυτό το καλαθάκι θα βρεις ένα αυγό πουλιού. Πρέπει προσεκτικά να το κρατήσεις ζεστό για τρεις μήνες και τότε αυτό θα μεταμορφωθεί σε κούκλα. Τοποθέτησε την κούκλα σ΄ ένα καλάθι από μαλακό μαλλί και άφησέ την, δεν θα χρειαστεί ούτε τροφή ούτε ποτό. Σιγά σιγά θα μεγαλώσει και θα γίνει μωρό. Τότε θα γεννήσεις κι εσύ το δικό σου το παιδί που θα πρέπει να το βάλεις δίπλα στο άλλο και να φωνάξεις τον βασιλιά να δει τον γιο και την κόρη του. Το αγόρι να το μεγαλώσεις εσύ, μα το κορίτσι να το δώσεις σε μαμή. Σαν θα έρθει ο καιρός να τα βαφτίσεις, να με φωνάξεις να γίνω εγώ η νονά του κοριτσιού. Για να με προσκαλέσεις, θα βρεις κρυμμένο στην κούνια του κοριτσιού ένα φτερό χήνας. Πέταξέ το από το παράθυρο και θα βρεθώ ευθύς κοντά σου. Πρόσεξε όμως να μην πεις σε κανέναν τίποτα για όλ΄ αυτά”.
Η βασίλισσα έκανε ν΄ απαντήσει, αλλά η γριά γυναίκα ήδη είχε αρχίσει ν΄ απομακρύνεται κουτσαίνοντας και σε μια στιγμή μεταμορφώθηκε σε νέα κοπέλα που περπατούσε τόσο γρήγορα σαν να πετούσε και γρήγορα χάθηκε από μπροστά της. Η βασίλισσα βλέποντας τη μεταμόρφωση αυτή άρχισε να αναρωτιέται αν όντως είχε συμβεί η συνάντηση ή αν την είχε ονειρευτεί. Είδε όμως το καλαθάκι στο χέρι της και αλλαγμένη πια, έτρεξε πίσω στο παλάτι και έβγαλε προσεκτικά το αυγό. Να το μπροστά της, τόσο μικρό, απαλό γαλάζιο με τοσοδούλικες πράσινες βουλίτσες και η βασίλισσα το έβαλε στον κόρφο της, το πιο ζεστό και ασφαλές μέρος που μπορούσε να σκεφτεί.
Πέρασαν δύο εβδομάδες από τότε που η βασίλισσα συνάντησε τη γριά γυναίκα, όταν ο βασιλιάς επέστρεψε στο παλάτι θριαμβευτής. Με αυτό σαν απόδειξη για την αλήθεια των προφητειών της γριάς, η καρδιά της βασίλισσας αγαλλίασε μιας και αυτό σήμαινε ότι, και όλα τα άλλα που της είχε πει, θα γίνονταν στ’ αλήθεια. Φυλούσε το καλαθάκι και το αυγό σαν τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά της και μάλιστα έφτιαξε και μια χρυσή θήκη για το καλάθι, έτσι ώστε όταν ερχόταν ο καιρός να φυλάξει το αυγό μέσα του, να ήταν σίγουρη πως δεν θα του συνέβαινε τίποτα κακό.
Πέρασαν και οι τρεις μήνες και η βασίλισσα, ακολουθώντας τις οδηγίες της γυναίκας, έβγαλε το αυγό από τον κόρφο της και το έβαλε προσεκτικά μέσα στο καλάθι, ανάμεσα στο απαλότερο μαλλί του βασιλείου. Το επόμενο πρωί που πήγε να το δει, προς έκπληξη της βρήκε το τσόφλι σπασμένο και μέσα στο αυγό μια τόση δα κούκλα. Επιτέλους η βασίλισσα ήταν ευτυχισμένη και άφησε την κούκλα να μεγαλώσει με την ησυχία της, μέχρι να έρθει ο καιρός να ξαπλώσει και το δικό της παιδί δίπλα της.
Με το πέρασμα του χρόνου έγινε και αυτό και η βασίλισσα έβγαλε το κοριτσάκι από το καλάθι και το τοποθέτησε δίπλα στον γιό της, στη χρυσή του κούνια που ήταν στολισμένη με πετράδια. Αμέσως μετά κάλεσε και τον βασιλιά ο οποίος κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του σαν είδε τα δυο παιδιά. Σύντομα έφτασε και η ημέρα της βάφτισης των παιδιών και άρχισαν να καταφτάνουν άρχοντες από τα πέρατα της γης για να παρευρεθούν στην τελετή. Η βασίλισσα, όταν σιγουρεύτηκε πως όλα ήταν στην εντέλεια, άνοιξε απαλά το παράθυρο και άφησε να πετάξει έξω το φτερό της χήνας. Ανάμεσα στους καλεσμένους που κατέφθαναν διαρκώς, εμφανίστηκε τότε ένα εντυπωσιακό άρμα που το έσερναν έξι λευκά άλογα και το οδηγούσε μια νεαρή κοπέλα ντυμένη με ρούχα που έλαμπαν σαν τον ήλιο. Φορούσε πέπλο και δεν φαινόταν το πρόσωπό της, μα σαν έφτασε δίπλα στη βασίλισσα και στα μωρά παραμέρισε το πέπλο και όλοι θαύμασαν την εκθαμβωτική ομορφιά της. Εκείνη σήκωσε τότε το κοριτσάκι στα χέρια της και, γυρνώντας προς το πλήθος των καλεσμένων, τους ανακοίνωσε πως από δω και μπρος το όνομα του θα ήταν Ντοτερίν - ένα όνομα που η βασίλισσα κατάλαβε πολύ καλά πως του δόθηκε γιατί είχε βγει από τον κρόκο του αυγού. Το αγόρι θα λεγόταν Βίλεμ.
Σαν τελείωσε η γιορτή και οι καλεσμένοι άρχισαν να επιστρέφουν σπίτια τους, η Νονά του κοριτσιού το έβαλε στην κούνια και είπε στη βασίλισσα: “Κάθε φορά που θα βάζεις το μωρό για ύπνο, να βάζεις δίπλα του και το καλαθάκι με τα τσόφλια μέσα, έτσι δεν θα πάθει ποτέ κανένα κακό. Να φιλάς αυτόν τον μικρό θησαυρό σαν κόρη οφθαλμού και να μάθεις και στην κόρη σου να κάνει το ίδιο”. Φίλησε τότε το κοριτσάκι τρεις φορές, ανέβηκε στο άρμα της και έφυγε.
Τα παιδιά μεγάλωναν καλά και η μαμή της Ντοτερίν την αγαπούσε τόσο πολύ, σαν να ήταν δικό της παιδί. Μέρα με τη μέρα το κορίτσι γινόταν όλο και πιο όμορφο και όλοι είχαν να το λένε, πως σύντομα θα ξεπερνούσε σε ομορφιά και την ίδια τη Νονά της. Κανείς όμως δεν ήξερε, μόνο η παραμάνα, ότι κάθε βράδυ πάνω από την κούνια του μωρού στεκόταν μια παράξενη και υπέροχη κοπέλα. Η παραμάνα είπε με κάθε λεπτομέρεια στη βασίλισσα τι είχε δει και οι δυο γυναίκες συμφώνησαν να μην πουν σε κανέναν τίποτα.
Τα δίδυμα έφτασαν να είναι σχεδόν δύο χρονών όταν η βασίλισσα αρρώστησε ξαφνικά. Γρήγορα κατέφτασαν οι καλύτεροι γιατροί του τόπου, αλλά κι αυτοί λίγα μπορούσαν να κάνουν , δεν υπήρχε θεραπεία για τον θάνατο. Η βασίλισσα φώναξε στο πλευρό της την Ντοτερίν και την παραμάνα της, που τώρα είχε γίνει η συνοδός της. Σε αυτήν η βασίλισσα έδωσε το μικρό πολύτιμο καλαθάκι και την ξόρκισε να το φυλάξει με τη ζωή της: “Σαν η κόρη μου γίνει δέκα χρονών”, είπε η βασίλισσα, “δώσε της το καλαθάκι και πες της ότι ολόκληρη η ευτυχία της εξαρτάται από τον τόπο που θα το φυλάξει. Όσο για τον γιό μου δεν ανησυχώ, είναι ο διάδοχος του θρόνου και ο πατέρας του θα τον φροντίσει”. Η συνοδός υποσχέθηκε στη βασίλισσα να κάνει όπως την πρόσταξε και πως θα το κρατούσε μυστικό. Αργότερα το ίδιο πρωινό, η βασίλισσα πέθανε.
Μετά από κάποια χρόνια ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε, αλλά δεν αγαπούσε την καινούρια του γυναίκα όσο την παλιά, ήταν περισσότερο γάμος πολιτικής σκοπιμότητας. Εκείνη μισούσε τα θετά της παιδιά και ο βασιλιάς, που το κατάλαβε αυτό, τα κράτησε μακριά της και ανέθεσε την ανατροφή τους στην συνοδό της Ντοτερίν. Όποτε όμως τύχαινε τα παιδιά να συναντηθούν με την καινούρια βασίλισσα στους διαδρόμους του παλατιού, εκείνη τα κλοτσούσε και τα έδιωχνε από μπροστά της σαν να ήταν σκυλιά.
Όταν η Ντοτερίν έγινε δέκα χρονών, η συνοδός της έδωσε το καλαθάκι και της είπε τα στερνά λόγια της βασίλισσας. Αλλά το παιδί ήταν ακόμη μικρό και δεν έδωσε και μεγάλη σημασία σε αυτά τα λόγια.
Πέρασαν άλλα δύο χρόνια και μια μέρα που ο βασιλιάς έλειπε από το παλάτι, η μητριά της Ντοτερίν τη βρήκε να κάθεται κάτω από μια μοσχολεμονιά. Άρχισε πάλι να τη χτυπά με μανία και τόσο πολύ που η Ντοτερίν ίσα που κατάφερε να φτάσει μπουσουλώντας μέχρι το δωμάτιό της. Η συνοδός της έλειπε κι αυτή και έτσι, όπως έτρεχαν τα δάκρυα της, η Ντοτερίν πρόσεξε τη χρυσή θήκη μέσα στην οποία βρισκόταν το καλαθάκι. Νομίζοντας ότι μέσα θα έβρισκε κανένα παιχνίδι για να τη διασκεδάσει λίγο, η Ντοτερίν άνοιξε τη θήκη και βρήκε μέσα μόνο κάτι κουρελάκια και τσόφλια αυγού. Απογοητευμένη ανασήκωσε τα κουρέλια κι από κάτω είδε ένα φτερό χήνας: “Τι σκουπίδια είναι αυτά”, είπε και πέταξε το φτερό από το παράθυρο. Μονομιάς εμφανίστηκε μπροστά της μια πανέμορφη κυρά: “Μη φοβάσαι”, είπε η κυρά και χάιδεψε το κεφαλάκι της Ντοτερίν, “είμαι η Νονά σου και ήρθα να σε δω. Από τα κοκκινισμένα μάτια σου καταλαβαίνω ότι είσαι δυστυχισμένη. Ξέρω πως η μητριά σου είναι σκληρή μαζί σου, αλλά να είσαι υπομονετική και θαρραλέα και θα έρθουν καλύτερες μέρες. Δεν θα έχει καμία δύναμη επάνω σου σαν μεγαλώσεις και κανείς δεν θα μπορεί να σε πειράξει, αρκεί να προσέχεις το καλαθάκι σου καλά και να μην χάσεις ποτέ τα τσόφλια που υπάρχουν μέσα. Φτιάξε ένα μεταξένιο πουγκί και βάλε τα τσόφλια μέσα, έχε τα πάντα μαζί σου στον κόρφο σου και θα είσαι ασφαλής και από τη μητριά σου αλλά και από οποιονδήποτε άλλον θελήσει να σου κάνει κακό. Αν όμως ποτέ βρεθείς σε δύσκολη θέση και δεν ξέρεις τι να κάνεις, βγάλε αυτό το φτερό από το πουγκί και πέτα το από το παράθυρο, θα έρθω αμέσως στο πλευρό σου να σε βοηθήσω. Έλα τώρα μαζί μου, πάμε κάτω από τις μοσχολεμονιές να μιλήσουμε χωρίς να μας ακούσει κανείς”.
Είχαν τόσα πολλά να πουν που, χωρίς να το καταλάβουν, ήρθε και το βράδυ και, αφού η Νονά είχε δώσει στη Ντοτερίν όλες τις συμβουλές που είχε να της δώσει, είπε πως ήρθε η ώρα να φύγει: “Δώσε μου το πουγκί”, είπε η Νονά, “ήρθε η ώρα να φας το βραδινό σου και δεν κάνει να μείνεις νηστική”. Τότε η Νονά ψυθίρισε κάτι μαγικά λόγια στο πουγκί και ευθύς μπροστά τους εμφανίστηκε ένα τραπέζι όλο φρούτα και γλυκά. Έφαγαν και οι δυο τους με την ψυχή τους και, καθώς η Νονά οδήγησε τη μικρή πίσω στο παλάτι, της έμαθε τα μαγικά λόγια που έπρεπε να λέει στο πουγκί όταν της έλειπε κάτι.
Μετά από μερικά χρόνια ακόμη, η Ντοτερίν έγινε πια μια νεαρή κοπέλα και όσοι την είχαν δει έλεγαν πως ο κόσμος ήταν πολύ λίγος μπροστά στη δική της ομορφιά. Εκείνο τον καιρό όμως ξέσπασε κι ένας τρομερός πόλεμος και ο βασιλιάς και ο στρατός του απωθούνταν με κάθε επίθεση του εχθρού, μέχρι που αναγκάστηκαν να κλειστούν μέσα στα τείχη της πόλης και να ετοιμαστούν για πολιορκία. Η πολιορκία κράτησε τόσο πολύ καιρό που μέχρι και το παλάτι άρχισε να ξεμένει από τρόφιμα. Έτσι, ένα πρωί που η Ντοτερίν δεν είχε να φάει κάτι για πρωινό μα ούτε είχε φάει βραδινό την προηγούμενη και πεινούσε πολύ, άφησε το φτερό της να πετάξει από το παράθυρο. Τόσο κουρασμένη και αδύναμη ήταν που, με το που εμφανίστηκε μπροστά της η Νονά της, ξέσπασε σε λυγμούς και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη για αρκετή ώρα: “Μην κλαις παιδί μου”, της είπε η Νονά, “θα σε πάρω μακριά απ΄ όλ΄ αυτά, αλλά δυστυχώς όλοι οι άλλοι θα πρέπει να μείνουν εδώ και ν΄ ακολουθήσουν τη μοίρα τους”. Τότε κάλεσε τη Ντοτερίν να περπατήσει στο πλευρό της και οι δυο τους πέρασαν μέσα από την πύλη των τειχών της πόλης και μέσα από τον εχθρικό στρατό, χωρίς να τους σταματήσει μα ούτε και να τους προσέξει κανείς. Την επόμενη μέρα η πόλη παραδόθηκε και ο βασιλιάς και όλη του η Αυλή φυλακίστηκαν αλλά, μέσα στη σύγχιση, ο γιος του βασιλιά κατάφερε να διαφύγει. Η μητριά είχε ήδη σκοτωθεί σε προηγούμενη εχθρική επίθεση όπου και τη διαπέρασε μια εχθρική λόγχη.
Σαν η Ντοτερίν και η Νονά της απομακρύνθηκαν αρκετά από τον εχθρό, η Ντοτερίν, άλλαξε τα βασιλικά της ενδύματα με φτωχικά και για να γίνει ακόμη πιο πιστευτή η μεταμφίεσή της, η Νονά της άλλαξε ολωσδιόλου και το πρόσωπό της: “Σαν έρθουν καλύτεροι καιροί”, της είπε τρυφερά η προστάτιδά της, “δεν έχεις παρά να ψιθυρίσεις τα λόγια που σου έμαθα στο πουγκί σου λέγοντας ότι θέλεις πίσω το πρόσωπό σου και σε μια στιγμή όλα θα διορθωθούν. Κάνε όμως λίγη ακόμα υπομονή στις δυσκολίες”. Και τότε η Νονά, για τελευταία φορά τη συμβούλεψε να φυλάξει καλά το πουγκί της και αποχαιρέτησε το κορίτσι.
Για πολλές μέρες η Ντοτερίν περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο χωρίς να βρίσκει καταφύγιο και, παρόλο που με τη βοήθεια του πουγκιού της δεν της είχε λείψει η τροφή, καλοδέχτηκε την ευκαιρία να πάει να δουλέψει υπηρέτρια σε μια αγροικία. Στην αρχή η δουλειά της φάνηκε πολύ δύσκολη και σκληρή, αλλά είτε γιατί είχε ταλέντο στο να μαθαίνει γρήγορα είτε γιατί μυστικά το πουγκί της την βοηθούσε, η Ντοτερίν σε τρεις μέρες έκανε όλες τις δουλειές στην αγροικία τόσο καλά, σαν να τις έκανε μια ζωή.
Μια μέρα η Ντοτερίν έτριβε μια ξύλινη γούρνα, όταν από κοντά της πέρασε μια αρχόντισσα του τόπου. Το φωτεινό πρόσωπο του κοριτσιού που δούλευε μπροστά στην πόρτα της αγροικίας γοήτευσε την αρχόντισσα και την φώναξε να έρθει κοντά της να μιλήσουν:
Θα ήθελες μικρή μου να έρθεις στην υπηρεσία μου; τη ρώτησε η αρχόντισσα.
Μάλιστα κυρία, απάντησε η Ντοτερίν, αν η αφέντρα μου το επιτρέψει.
Μη σε νοιάζει αυτό, θα το φροντίσω εγώ, είπε η αρχόντισσα και επιτόπου συνεννοήθηκε με την αφέντρα της αγροικίας. Σύντομα η Ντοτερίν καθόταν στην άμαξα της αρχόντισσας και κατευθυνόταν προς το σπίτι της.
Πέρασαν έξι μήνες και σε όλον τον τόπο μαθεύτηκαν τα νέα πως ο νεαρός γιος του βασιλιά είχε οργανώσει στρατό και με επιτυχία πήρε πίσω το βασίλειό του από τον εχθρό. Ταυτόχρονα όμως κυκλοφόρησαν και τα νέα πως ο βασιλιάς είχε πεθάνει στην αιχμαλωσία. Το κορίτσι έκλαψε πικρά αλλά και κρυφά για τον χαμό του πατέρα της, μιας και δεν είχε πει στην αρχόντισσα τίποτα για την προηγούμενη ζωή της.
Στο τέλος του έτους του θρήνου, ο νεαρός βασιλιάς έβγαλε διάγγελμα ότι ήθελε να παντρευτεί και κάλεσε όλες τις νεαρές του βασιλείου να παρουσιαστούν μπροστά του για να διαλέξει ποια θα πάρει για γυναίκα του. Για εβδομάδες ολόκληρες, όλες οι κοπέλες στο βασίλειο μαζί με τις μητέρες τους ετοίμαζαν φορέματα και χτενίσματα και οι τρεις κόρες τις αρχόντισσας ήταν τόσο ενθουσιασμένες όσο όλες. Το κορίτσι ήταν πολύ επιδέξιο με τη βελόνα και όλη τη μέρα έραβε τα καινούρια φορέματα για τις αφέντρες τις. Αλλά κάθε βράδυ ονειρευόταν ότι βρισκόταν στο πλευρό της η Νονά της που της έλεγε: “Ράψε τα φορέματα των κοριτσιών και όταν έρθει η ώρα ακολούθησε τις στο παλάτι. Καμιά δεν θα είναι τόσο τέλεια όσο εσύ”.
Έφτασε και η μεγάλη μέρα και η Ντοτερίν δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά της αλλά, σαν είδε την αρχόντισσα και τις κόρες της ντυμένες να φεύγουν χωρίς εκείνη, έπεσε στο κρεββάτι της και άρχισε να κλαίει γοερά. Τότε άκουσε μια φωνή από το πουθενά να της λέει: “Κοίταξε μέσα στο πουγκί σου κι εκεί θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι”. Χωρίς να χάσει λεπτό, η Ντοτερίν ανασηκώθηκε, έβγαλε το πουγκί από τον κόρφο της, του ψιθύρισε τα μαγικά λόγια και να! Πάνω στο κρεββάτι εμφανίστηκε ένα φόρεμα που έλαμπε σαν αστέρι! Με τρεμάμενα από χαρά χέρια, η Ντοτερίν το σήκωσε προσεκτικά και το φόρεσε και όταν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και η ίδια θαύμασε την ομορφιά της. Κατέβηκε στην είσοδο του αρχοντικού όπου και την περίμενε μια αστραφτερή άμαξα, μπήκε μέσα και άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο.
Το παλάτι του νεαρού βασιλιά απείχε αρκετά, αλλά η άμαξα της Ντοτερίν έτρεχε τόσο πολύ, που της πήρε μόνο λίγα λεπτά μέχρι να φτάσει στο παλάτι. Άνοιξε την πόρτα να κατέβει από την άμαξα και τότε θυμήθηκε ότι άφησε πίσω το πουγκί της. Τι να κάνει; Να πάει πίσω και να της συμβεί κάτι κακό στο δρόμο ή μιας και είχε φτάσει στο παλάτι απλά να προχωρούσε με την ελπίδα ότι τίποτα κακό δεν θα της συνέβαινε εκεί; Καθώς τα σκεφτόταν αυτά, στον ώμο της έκατσε ένα μικρό σπουργίτι που στο ράμφος του κουβαλούσε το πουγκί της Ντοτερίν και τότε το κορίτσι έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Η γιορτή ήταν ήδη στο κορύφωμά της, η αίθουσα χορού ήταν γεμάτη ομορφιά και νιάτα μα σαν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Ντοτερίν όλες οι άλλες κοπέλες ωχριούσαν μπροστά της. Οι ελπίδες τους μαράθηκαν καθώς την κοιτούσαν, αλλά οι μητέρες τους άρχισαν να ψιθυρίζουν η μια στην άλλη: “Μα αυτή δεν είναι η χαμένη μας πριγκίπισσα;”.
Ο νεαρός βασιλιάς δεν την αναγνώρισε μα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της και ούτε να φύγει από το πλευρό της. Τα μεσάνυχτα τότε, κάτι παράξενο συνέβη. Ένα πυκνό σύννεφο πλημμύρισε την αίθουσα και για μια στιγμή όλα σκοτείνιασαν. Σιγά σιγά όμως το σύννεφο διαλύθηκε και στη μέση του στεκόταν η Νονά της Ντοτερίν: “Αυτή”, είπε η Νονά απευθυνόμενη στον νεαρό βασιλιά, “είναι αυτή που για τόσα χρόνια νόμιζες αδερφή σου. Δεν είναι αδερφή σου, αλλά η πριγκιποπούλα ενός γειτονικού βασιλείου που εγώ την έφερα στη μητέρα σου να την προστατεύσει για να μην τη σκοτώσει ένας κακός μάγος”. Λέγοντας αυτά, εξαφανίστηκε για πάντα και η Νονά μα και το μαγικό πουγκί. Η Νοτερίν δεν θα τα χρειαζόταν πια, οι ταλαιπωρίες της είχαν πια τελειώσει και αυτή και ο βασιλιάς έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1