Το Βραδυνό Ουράνιο Τόξο και η Αρκούδα Γκρίζλυ
Από τις πιο σουρεάλ ιστορίες, οι Κους μας παρουσιάζουν την εξέλιξη ενός αφανούς ήρωα με τη βοήθεια του... ουράνιου τόξου!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, βία ενάντια σε ζώα
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το Βραδινό Ουράνιο τόξο και η Αρκούδα Γκρίζλυ
Ο λαός Βραδινό-Ουράνιο-Τόξο ζούσε σ΄ ένα μικρό μέρος. Η γριά γυναίκα Βραδινό-Ουράνιο-Τόξο είχε πέντε παιδιά. Παλιότερα, ένα πρωινό, ένας άνδρας και η γυναίκα του είχαν βγει για κυνήγι. Οι δυο τους έφτασαν σ΄ ένα λιβάδι κι εκεί είδαν πολλούς άγριους υάκινθους: “Σαν να τους έχει βάλει κάποιος εκεί”, είπε η γυναίκα και συνέχισε, “ας πάρουμε κάμποσους σπίτι μας”. Έτσι κι έκανε, έκοψε και έβαλε κάμποσους στο καλάθι της. Ξάφνου είδε ένα άνδρα να τρέχει προς το μέρος τους. Οι δυο τους σαστισμένοι έμειναν να στέκονται εκεί όταν ο άνδρας τους πλησίασε:
Γιατί μαζέψατε τα λουλούδια; Δικά μου είναι τα λουλούδια αυτά!
Ήμουν σίγουρος πως δεν ανήκαν σε κανέναν, απάντησε ο σύντροφος της γυναίκας.
Ο άνδρας τότε επιτέθηκε στον σύζυγο και τον σκότωσε. Σκότωσε και τη γυναίκα αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Πήγε και στο χωριό και σκότωσε πολλούς ανθρώπους που ζούσαν σε αυτό. Ο Αρκούδα Γκρίζλυ σκότωσε το μισό χωριό και αφού το έκανε αυτό γύρισε σπίτι του. Πήρε μαζί του και όσους είχε σκοτώσει. Τους έβαλε στο σπίτι του, να στέκονται ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Η Γρια-Ουράνιο-Τόξο έμεινε μόνη και ήταν πολύ μα πολύ γριά. Ένα πρωί είδε να καταφθάνει ένας άνδρας και να την πλησιάζει. Αμέσως εκείνη κατάλαβε πως ήταν ο εχθρός της. Σήκωσε το κοντάρι από το φτυάρι της και το βύθισε στον πρωκτό του Αρκούδα Γκρίζλυ. Το στριφογύρισε κι έτσι η Γριά-Ουράνιο-Τόξο μ΄ ένα φτυάρι τον σκότωσε: “Μάλιστα, τώρα σκότωσα έναν από δαύτους”, σκέφτηκε.
Η Γριά-Ουράνιο-Τόξο είχε έναν εγγονό. Πάντα τον έβαζε να ξαπλώνει στα μαλακά στρώματα που είχε κι έτσι αυτός μεγάλωσε. Μεγάλωσε τόσο που άρχισε να κυνηγά: “Ξεκίνα να μου φτιάχνεις ένα τόξο!” της είπε ο εγγονός της, “όλα τα ζώα τρέχουν από δω κι από κει, δεν προλαβαίνω να τα πιάσω”. Αφού της το ζήτησε, η γιαγιά του έκατσε αμέσως και του έφτιαξε ένα τόξο.
Την επόμενη μέρα ο εγγονός πήγε πάλι για κυνήγι. Η Γρια-Ουράνιο-Τόξο του είπε να μην πάει μακριά και έτσι, πριν περάσει και πολύς χρόνος, εκείνος γύρισε πίσω με δυο παχουλούς λαγούς. Η γιαγιά του άρχισε να τους γδέρνει, όταν ο εγγονός της είπε:
Είδα και δυο θηρία, πελώρια θηρία.
Ελάφια θα ήταν, απάντησε η Γρια-Ουράνιο-Τόξο.
Ο εγγονός της πήγε πάλι για κυνήγι την επόμενη μέρα. Πάλι η γιαγιά τού είπε να μην απομακρυνθεί και πολύ. Γρήγορα το παλικάρι είδε τα δυο ελάφια. Στεκόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο και το αγόρι κατάφερε να χτυπήσει και τα δύο μ΄ ένα μόνο βέλος. Τα φόρτωσε και τα πήγε σπίτι του:
Να μου τα φτιάξεις να τα φάω γιαγιά, είπε το παιδί. Μα τι είναι αυτός ο ήχος;
Άκου παιδί μου, του απάντησε η Γρια-Ουράνιο-Τόξο. Αυτός ο ήχος είναι από τη φαρέτρα από ψαρόδερμα, που έχει αρχίσει να θυμώνει.
Βλέπετε, η Γρια-Ουράνιο-Τόξο είχε καταχωνιάσει κάπου τη φαρέτρα του νεαρού και δεν του είχε πει τίποτε γι΄ αυτήν. Είχε σκεφτεί ότι θα του την έδινε όταν είχε μεγαλώσει αρκετά, αλλά μετά το είχε ξεχάσει εντελώς: “Α, αυτή τη φορά όμως γιαγιά μου, θα πάω μακριά”, είπε ο εγγονός στη γιαγιά του την επόμενη φορά που βγήκε για κυνήγι.
Πράγματι, το επόμενο πρωί βγήκε και απομακρύνθηκε αρκετά. Διέσχισε κι ένα λιβάδι που σε κάποιο κομμάτι του είχε στο χώμα διάσπαρτους άγριους υάκινθους: “Μα τι να είναι αυτά τα λουλούδια; Θα πάρω μερικά να τα πάω σπίτι να τα δείξω στη γιαγιά μου να μου πει”, και μάζεψε κάμποσους, “Φαίνεται σαν να τους έχει βάλει κάποιος εδώ”, συνέχισε τη σκέψη του. Κοιτάζοντας αυτούς στο χώμα, έβαλε αφηρημένα και κάποιους στη φαρέτρα του.
Ξαφνικά, μέσα στο λιβάδι, το αγόρι είδε κάποιον να τρέχει κατά το μέρος του. Τρομαγμένο άρχισε να τρέχει κι αυτό. Ο άνδρας το έφτασε και το σταμάτησε. “Γιατί τα μάζεψες τα λουλούδια;”, του είπε ο Αρκούδα Γκρίζλυ, “Αυτά τα λουλούδια είναι δικά μου” και σηκώθηκε στα δυο του πόδια σαν άνθρωπος. Το αγόρι κορδώθηκε: “Τι θα μου κάνει τώρα;”, σκέφτηκε. Ο άνδρας προέτεινε τα χέρια του σαν να ήθελε να το αγκαλιάσει. Και όντως το αγκάλιασε. Το όμως που ήταν υποψιασμένο, αν και ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμα, χώθηκε κάτω από τη μασχάλη του Αρκούδα Γκρίζλυ και προσπάθησε ν΄ αρχίσει να τρέχει μακριά. Ο άνδρας γύρισε και είδε το παλικάρι να τρέχει και το πήρε στο κατόπι. Ο νεαρός, που κατάλαβε την τεχνική του άνδρα, καθώς έτρεχε σκέφτηκε: “Δε θα μπορέσει να μου κάνει τίποτα”. Ο άνδρας τον έφτασε και τον σταμάτησε: “Τέρμα εδώ! Ας παλέψουμε!”, του είπε πρώτος ο νεαρός και άνοιξε τα χέρια του, αυτή τη φορά στοχεύοντας προς τη μέση του άνδρα, εκεί θα τον αγκάλιαζε. Γι΄ άλλη μια φορά του ξέφυγε κάτω από τη μασχάλη και άρχισε πάλι να τρέχει. Ο Αρκούδα Γκρίζλυ κοίταξε την άδεια του αγκαλιά και σκέφτηκε: “Μα πού πήγε;”. Κοίταξε και πίσω του και είδε τον νεαρό να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Με τη γλώσσα να κρέμεται από την κούραση, ο Αρκούδα Γκρίζλυ ακολούθησε τρέχοντας τον νεαρό.
Τρέχοντας και οι δυο τους πλησίασαν το σπίτι του νεαρού: “Εδώ θα τον σκοτώσω”, σκέφτηκε ο νεαρός και στράφηκε προς τον Αρκούδα, “Σταμάτα εδώ! Εδώ θα παλέψουμε!”. Στάθηκε και ο Αρκούδα Γκρίζλυ και ο νεαρός άνοιξε τα χέρια του να τον αγκαλιάσει, σημαδεύοντας τους μηρούς του αυτή τη φορά. Αγκαλιάστηκαν και ο νεαρός τον ξεγέλασε γλιστρώντας ανάμεσα από τα πόδια. Πήγε και στάθηκε λίγο πιο πέρα. Ο Αρκούδα γύρισε και στάθηκε κι αυτός. Ο νεαρός έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και του έριξε με το τόξο. Τον πέτυχε στο στήθος. Ο Αρκούδα Γκρίζλυ έπεσε στο χώμα νεκρός. Το αγόρι τον έπιασε και τον έσυρε μέσα στο σπίτι.
Η γιαγιά του καθόταν και το αγόρι άρχισε να της εξιστορεί:
Είδα τους άγριους υάκινθους στο λιβάδι και έβαλα μερικούς στη φαρέτρα μου. Είδα τότε αυτόν να τρέχει προς το μέρος μου. Ήταν λέει δικοί του οι υάκινθοι και παλεύαμε κάθε φορά που με πλησίαζε.
Δεν σου το είχα πει αυτό, του απάντησε η γιαγιά του, αυτός σκότωσε τους γονείς σου.
Κι εσύ τι έκανες;
Σκότωσα έναν από δαύτους, του είπε με περηφάνια η Γρια-Ουράνιο-Τόξο.
Την επόμενη μέρα το αγόρι ξαναπήγε στο λιβάδι, ενώ η γιαγιά του χόρευε τον χορό-του-φόνου. Είχε χαρεί ιδιαιτέρως που και ο εγγονός της είχε σκοτώσει έναν από αυτούς. Το παλικάρι μάζεψε άγριους υάκινθους πάλι και στάθηκε να περιμένει. Ο Αρκούδα φάνηκε ξανά και έτρεχε προς το μέρος του. Ο νεαρός άρχισε κι αυτός να τρέχει και ο άνδρας τον έφτασε: “Σταματάμε εδώ! Εμείς οι δυο θα παλέψουμε, είσαι εχθρός μου”, είπε το παλικάρι. Αυτός ο Αρκούδα Γκρίζλυ όμως δε φαινόταν και πολύ ζωηρός. Τον κοίταξε για λίγο κι έπειτα άνοιξε τα χέρια του για να του αγκαλιάσει τον λαιμό. Πήδηξε πάνω του και ο νεαρός χώθηκε κάτω από τη μασχάλη του, ξεγλύστρισε κι άρχισε να τρέχει και να τρέχει. Τον είδε ο Αρκούδα Γκρίζλυ αλλά γύρισε πολύ αργά και άρχισε να τον κυνηγά πάλι πολύ αργά. Τώρα το αγόρι ήταν σίγουρο: “Δεν θα με σκοτώσει αυτός”, έτσι σκέφτηκε. Περίμενε να τον φτάσει ο Αρκούδα και σαν τον πλησίασε του είπε: “Έλα! Οι δυο μας θα παλέψουμε! Εδώ και τώρα!”, μα αυτός ο Αρκούδα είχε λαχανιάσει, η γλώσσα του κρεμόταν στο πλάι. Το αγόρι άρχισε πάλι να τρέχει κατά το σπίτι του και ετοιμάστηκε να παλέψει εκεί κοντά. Ο Αρκούδα τον έφτασε και τον άρπαξε αρκετά γρήγορα. Μάλιστα τον έπιασε από χαμηλά και τώρα τον είχε πλακώσει σκυφτό. Το παλικάρι γλύστρησε κάτω από τη μασχάλη του και πήγε και στάθηκε βάζοντας κάποια απόσταση μεταξύ τους: “Έλα εδώ!”, του φώναξε και σήκωσε το τόξο του. Σηκώθηκε και ο Αρκούδα Γκρίζλυ. Του όρμησε όπως ορμούν οι άνθρωποι. Έφτασε πολύ κοντά, ή έτσι νόμισε: “Μάλλον τον πέτυχα”, σκέφτηκε το αγόρι σαν έριξε. Και όντως τον είχε πετύχει. Έπεσε νεκρός από το χτύπημα.
Το αγόρι προχώρησε προς το σπίτι του και μόλις μπήκε μέσα ανακοίνωσε:
Σκότωσα κι άλλον! είπε στη γιαγιά του.
Μάλλον θα σκότωσες τη θηλυκιά, του απάντησε εκείνη.
Κάτσε να πάω να δω, είπε το παιδί και πήγε να δει.
Εξέτασε την Αρκούδα και σιγουρεύτηκε πως ήταν όντως θηλυκιά.
Την επόμενη ταξίδεψε πιο μακριά και δεν γύρισε αμέσως σπίτι του: “Πρέπει αυτή να ήταν η τελευταία”, σκέφτηκε, “κι αν πάω κατευθείαν εκεί;” Και κίνησε να πάει.
Έφτασε στο σπίτι των Αρκούδα Γκρίζλυ. Εκεί είδε τον πατέρα του. Εκεί είδε και τη μητέρα του. Οι δυο τους κάθονταν, ο ένας απέναντι στον άλλον, και ήταν και οι δυο τους νεκροί. Ο νεαρός τότε έκανε μεταβολή, γύρισε πίσω σπίτι του και είπε στη γιαγιά του αυτά: “Είδα τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Πρέπει και οι δυο μας να πάμε εκεί”.
Και πήγαν. Εκείνος έφτιαξε τη φωτιά και οι δυο τους ζέσταναν νερό. Με αυτό το χλιαρό νερό έπλυνε το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια της μητέρας του: “Σήκωσε το βλέμμα σου μάνα!”, της είπε το αγόρι, “Μοναχά κοιμάσαι!”. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της:
Σε παρακαλώ μίλα! της είπε το αγόρι.
Δεν.. έχω… δύναμη…, είπε εκείνη αργά.
Λύγισε το πόδι σου να σε χαρώ! της φώναξε το αγόρι κι εκείνη το λύγισε. Σήκω όρθια!
Αυτό το τελευταίο το είπε στη συνέχεια και στους δύο: “Σηκωθείτε και οι δυο όρθιοι!” και οι δυο τους σηκώθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους. Αμέσως τους έδωσαν να φάνε κρέας με μπόλικο λίπος: “Φάτε το!”, πρόσταξε και έδωσε στον καθένα τους από ένα μικρό κομμάτι, “θα γίνετε και οι δυο σας δυνατοί. Τώρα σας παρακαλώ περπατήστε!”, είπε απευθυνόμενος στη μητέρα του. Άρχισαν και οι δυο τους τότε να περπατούν αν και μιλούσε μόνο στη μάνα του γιατί αυτήν την αγαπούσε περισσότερο. Μα και ο πατέρας του έγινε καλύτερα: “Τώρα που είστε και οι δυο καλά”, συνέχισε, “θα πάμε όλοι σπίτι”.
Κατάφεραν και πήγαν όλοι τους σπίτι. Είπε τότε ο πατέρας: “Δεν ξέραμε ακριβώς τι μας συνέβη όταν πεθάναμε”.
Την επόμενη μέρα πήγαν όλοι τους και μάζεψαν τόσους άγριους υάκινθους που γέμισε όλο το σπίτι, τόσους πολλούς είχαν μαζέψει:
Πάρε τους όλους και πήγαινε τους σπίτι, είπε η Γρια-Ουράνιο-Τόξο.
Εσύ μείνε εδώ, είπε το αγόρι στη μητέρα του, εμείς οι δυο, εγώ και η γιαγια, θα συνεχίσουμε.
Εκεί που πήγαν, οι νεκροί δεν τελείωναν. Ζέσταναν μπολικό νερό οι δυο τους και ο νεαρός έπλυνε το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια όλων τους. Τους φώναξε: “Ξυπνήστε! Μονάχα κοιμάστε!”. Έτσι είπε και βιάστηκε να πλύνει τα πρόσωπα όλων. Η γριά γυναίκα είχε μαζί της λίπος και με αυτό στη συνέχεια πασάλειψε τα πρόσωπα των νεκρών, τα χέρια και τα πόδια τους: “Δείτε τώρα!” και αυτοί είδαν, κοίταξαν. “Σηκωθείτε!” και σηκώθηκαν. “Παρακαλώ, κουνήστε τα δάχτυλά σας!” και το έκαναν, τα κούνησαν. “Σταθείτε όρθιοι! Στητοί!”, πρόσταξε το αγόρι και όλοι στάθηκαν. “Θα πάμε σπίτι τώρα!”, και τότε όλοι που κάποτε είχαν σκοτωθεί γύρισαν σπίτι.
Ο θείος του τον κοίταξε. Ήταν κοιλαράς (όπως είμαι κι εγώ άλλωστε, χαχα):
Γιατί δεν μου το είχες πει; είπε ο νεαρός στη γιαγιά του.
Θέλει κι ο θείος σου να έρθει εδώ. Και πίστεψέ με, έχεις να μάθεις από αυτόν.
Ο θείος ήρθε σπίτι και είδε που ο εγγονός είχε δυο γυναίκες. Ο εγγονός είχε γίνει τώρα και πολύ πλούσιος μιας και η περιουσία ολονών ήταν πια δική του. Ξαναέζησαν έτσι όλοι τους μαζί σ΄ ένα χωριό. Μα όλη αυτή η επιτυχία ήταν της Γριας-Ουράνιο-Τόξο και έστρωσε αμέσως τον εγγονό της στη δουλειά: “Έλα, πάμε. Θα ακολουθήσουμε τον ποταμό”, είπε μια μέρα ο Κοιλαράς θείος στο παλικάρι.
Και πήγαν. Και οι δυο τους είχαν φαρέτρες από ψαρόδερμα, κάτι που ο εγγονός παρατήρησε καθώς πλησίαζαν σ΄ ένα σπίτι. Ένιωσε όμως και κάτι άλλο σαν έφτασαν μπροστά στο σπίτι αυτό. Αυτοί που ζούσαν εκεί τους ζήτησαν να μονομαχίσουν. Μια τρανή μάχη ξεκίνησε και τόσο απορροφημένοι ήταν και οι δυο τους σε αυτήν που έμοιαζαν σαν να εξαφανίστηκαν από τον κόσμο, εξαϋλώθηκαν! Είπε ο Κοιλαράς στον εγγονό:
Σαν να είμαστε πολύ καλοί και οι δύο.
Ας χαλαρώσουμε λίγο τις φαρέτρες μας να δούμε τι θα γίνει, είπε ο νεαρός.
Και τις χαλάρωσαν. Οι φαρέτρες ξέφυγαν και αμέσως κατακρεούργησαν το κεφάλι ενός από τους παρευρισκόμενους. Οι δυο τους το παραπέταξαν.
Μα οι φαρέτρες συνέχισαν να σκοτώνουν μέχρι που τους είχαν σκοτώσει όλους. Το παλικάρι τα είδε όλα. Του θείου τού άρεσε πολύ που είχαν σκοτωθεί όλοι: “Ας το ξανακάνουμε! Κι αν τους σκοτώσουμε όλους τους άλλους;”. Μα του νεαρού αυτό δεν του άρεσε καθόλου:
Εδώ θα διαφωνούμε πάντα.
Μιας κι αυτό δεν σου κάνει θα σου μάθω το εξής, είπε ο θείος και έδειξε προς τη μεριά ενός πελώριου ελάτου. Ρίξε του ακριβώς στη μέση του κορμού του και δες τι θα συμβεί. Όσο δυνατό και να είναι κάτι, εσύ θα το σκοτώνεις. Ρίξε του με δύναμη τώρα!
Και ο εγγονός του έριξε. Και είδε, το δέντρο έπεσε κι έγινε χίλια κομμάτια. Ο Κοιλαράς θείος είπε μετά:
Κι εσύ είσαι καλά, χτύπα κι αυτήν εκεί την πέτρα παρακαλώ, κι έδειξε έναν βράχο που ήταν εκεί δίπλα.
Μα είναι εύκολος στόχος, είπε το αγόρι.
Χτύπα την!
Και ο νεαρός της έριξε. Η πέτρα έγινε χίλια κομμάτια που σκορπίστηκαν παντού, σαν άμμος. Ευχαριστημένος ο θείος είπε τότε:
Καλά είσαι, την έκανες θρύψαλα.
Πάμε πίσω τώρα, είπε αυστηρά ο νεαρός. Πάμε σπίτι και όλοι αυτοί θα μας υπηρετούν.
Το καλό που τους θέλω, πρόσθεσε ο Κοιλαράς.
Έτσι πάει η ιστορία, όποιος συναντά την Γρια-Ουράνιο-Τόξο θα πλουτίσει. Έτσι κάνει το Ουράνιο Τόξο ακόμη και σήμερα. Τελείωσε η ιστορία της.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1