Το Σκληθρόποδο Κορίτσι
Από τους Αραπάχο, ένας θρύλος για τους χαμένους προγόνους, τους γενναίους και τους έξυπνους, που συνεργάζονται με τη φύση, καταριούνται και βάζουν τα πράγματα... στη θέση τους!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποια βία
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
Η ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.us
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το Σκληθρόποδο Κορίτσι
Ήταν χειμώνας και μια ετοιμοπόλεμη ομάδα ανδρών βρισκόταν καθ’ οδόν. Κάποιοι από αυτούς κουράστηκαν πολύ και γύρισαν πίσω, μα επτά έμειναν να συνεχίσουν. Πλησιάζοντας έναν ποταμό, είπαν να κατασκηνώσουν μιας και ένας από αυτούς κόντευε να καταρρεύσει από την κούραση. Του ήταν αδύνατο να συνεχίσει.
Με όρεξη αλλά και κόπο, έφτιαξαν μια καλύβα από χαμόκλαδα και θάμνους επειδή μάλλον θα ξεχειμώνιαζαν εκεί. Από την καλύβα εξορμούσαν για να κυνηγήσουν βουβάλια και ταξίδευαν μέχρι εκεί που πίστευαν ότι θα τα έβρισκαν.
Σε μία από αυτές τις εξορμήσεις, ένας από αυτούς πάτησε ένα αγκαθωτό φυτό και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει με τους υπόλοιπους. Το πόδι του πρήστηκε και πρήστηκε γύρω από την πληγή ώσπου έσκασε! Τότε μέσα από το πόδι ξεπήδησε ένα παιδί! Οι νεαροί άνδρες μάζεψαν από τα ίδια τους τα ρούχα ότι κομμάτια δεν χρειάζονταν και τύλιξαν το μωρό με αυτά.
Σύντομα του έφτιαξαν και μια κούνια από τομάρι πάνθηρα. Περνούσαν το μωρό ο ένας στον άλλον λες και ήταν πίπα με καπνό. Βλέπετε χάρηκαν πάρα πολύ που είχαν ένα νέο μέλος στην ομάδα τους και συμπαθούσαν πολύ αυτό το μωρό.
Καθώς λοιπόν περνούσαν τις μέρες τους εκεί, σκότωναν ελάφια και μάζευαν τα δόντια τους. Από τα τομάρια των ελαφιών έφτιαξαν και ένα φόρεμα για το παιδί που τώρα είχε μεγαλώσει αρκετά κι έτρεχε εδώ κι εκεί. Το φόρεμα ήταν για κορίτσι και ήταν από πάνω μέχρι κάτω διακοσμημένο με τα δόντια των ελαφιών. Της έφτιαξαν και μια ζώνη. Ήταν πολύ όμορφη και το όνομά της ήταν Παιδί του Κολλημένου Ποδιού.
Ένα βουβάλι με το όνομα Κοκκαλόταυρος έμαθε για τους άνδρες και την καινούρια τους κόρη. Όπως προστάζει το έθιμο, έστειλε μια καρακάξα να ζητήσει το χέρι της κόρης σε γάμο. Η καρακάξα πήγε στους άνδρες και μετέφερε τις επιθυμίες του Κοκκαλόταυρου. Μα η απάντηση ήταν αρνητική. Οι νεαροί άνδρες είπαν: “Δεν δεχόμαστε. Αγαπούμε την κόρη μας πολύ και είναι πολύ μικρή ακόμη για να την αφήσουμε να φύγει”.
Η καρακάξα γύρισε στο βουβάλι και του είπε την απάντηση των ανδρών. Στη συνέχεια συμβούλεψε το βουβάλι να βρει ένα μικρότερο και εξυπνότερο πουλάκι να πάει να καλοπιάσει τους άνδρες ξαναζητώντας το χέρι της κόρης τους για λογαριασμό του βουβαλιού. Ίσως αυτό να τα κατάφερνε καλύτερα.
Ο Κοκκαλόταυρος βρήκε κι έστειλε ένα μικρότερο πουλί στους ανθρώπους. Εκείνο πήγε κι έκατσε στην οροφή του θαμνοκαλυβιού και με την πιο μελωδική φωνή είπε: “Με στέλνει ο Κοκκαλοταύρος να ζητήσω εκ μέρους του την κόρη σας σε γάμο”.
Μα οι άνδρες πάλι αρνήθηκαν, λέγοντας ό,τι είχαν πει και πριν στην καρακάξα. Το πουλάκι πέταξε πίσω στον Κοκκαλόταυρο και του μετέφερε τα καθέκαστα. Το βουβάλι τότε ενοχλημένο είπε στο πουλί: “Πήγαινε πάλι και πες τους ότι δεν παίζω, το εννοώ. Θα πάω εγώ ο ίδιος αργότερα από εκεί”. Ήταν βλέπετε ευρέως γνωστό πως το βουβάλι αυτό ήταν πολύ δυνατό και σπάνια επιβίωναν ή δραπέτευαν όσοι τα έβαζαν μαζί του. Το πουλί πήγε και μετέφερε τις τελευταίες οδηγίες του στους ανθρώπους, μα επέστρεψε άπραγο όπως και πριν. Είπε όμως στο βουβάλι: “Να, τώρα ήδη κάνουν τις προετοιμασίες του γάμου. Ντύνουν τη νύφη με τα καλύτερα ρούχα”, μα ο Κοκκαλόταυρος δεν το πίστεψε.
Για να αποφύγει να μπλεχτεί περισσότερο με αυτή την ιστορία που σίγουρα θα είχε κακό τέλος, το πουλί πρότεινε στον βούβαλο να δοκιμάσει να στείλει ένα άλλο πουλί με ακόμη πιο γλυκό λόγο, που θα έσταζε η γλώσσα του μέλι. Έτσι ο Κοκκαλόταυρος έστειλε στους ανθρώπους τον Αυτόν-Που-Έχει-τη-Φωτιά, ένα πουλί με κόκκινο κεφάλι και κόκκινα φτερά. Το πουλάκι είπε πάλι το μήνυμα του βούβαλου στους νεαρούς άνδρες και εκείνοι επιτέλους ενέδωσαν και είπαν το ναι.
Έτσι το κορίτσι πήγε μέχρι τον βούβαλο όπου και έζησε για λίγο καιρό μαζί του. Φορούσε το πιο φίνο φόρεμα από ζωγραφισμένο τομάρι βουβαλιού. Πότε πότε ο Κοκκαλόταυρος σηκωνόταν για να οδηγήσει το κοπάδι του μέχρι το νερό. Έτσι, μιας και η γυναίκα του φορούσε το τομάρι και στεκόταν και αυτή όπως τα άλλα βουβάλια, τη σκούνταγε για να της δείξει προς τα που να πάει.
Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που το κορίτσι είχε φύγει από την κατασκήνωση και οι άνδρες αισθανόντουσαν πολλή μοναξιά. Άρχισαν να αναρωτώνται μήπως έπρεπε να πάνε να φέρουν την κόρη τους πίσω. Έστειλαν μύγες να κατασκοπεύσουν τον βούβαλο μα σαν έφτασαν κοντά του εκείνος τις έδιωξε και αυτές φοβήθηκαν πολύ να πλησιάσουν κι άλλο. Έπειτα οι άνθρωποι έστειλαν την καρακάξα μα μόλις την είδε από μακριά ο βούβαλος της φώναξε: “Φύγε από εδώ! Δεν σε θέλω στην περιοχή μου!”. Η καρακάξα γύρισε στους ανθρώπους και τους είπε: “Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σας βοηθήσω να φέρετε πίσω την κόρη σας. Αλλά ξέρω δυο ζώα που μπορούν να δουλέψουν με μεγάλη μυστικότητα, σχεδόν αόρατα - τον τυφλοπόντικα και τον ασβό. Αν τους καταφέρετε να σας βοηθήσουν, σίγουρα οι δυο τους θα σας φέρουν πίσω το κορίτσι”.
Οι άνθρωποι πήγαν στον τυφλοπόντικα και τον ασβό και εκείνοι ξεκίνησαν βράδυ, πήραν μάλιστα μαζί τους και βέλη. Έσκαψαν κάτω από τη γη με τον τυφλοπόντικα να πηγαίνει μπροστά. Πίσω του ο ασβός μεγάλωνε το λαγούμι που έσκαβε ο τυφλοπόντικας. Φτάνοντας στο σημείο όπου ήταν ξαπλωμένο το κορίτσι, ο τυφλοπόντικας βγήκε από το έδαφος κάτω από την κουβέρτα της. Της έδωσε τα βέλη που είχε φέρει μαζί του κι εκείνη στερέωσε το τομάρι βουβαλιού που φορούσε σα να στεκόταν από μόνο του και ο ασβός πήγε και στάθηκε κι αυτός από κάτω του. Οι δυο τους τότε είπαν στο κορίτσι:
Έλα μαζί μας, ήρθαμε να σε πάμε πίσω στους ανθρώπους.
Μα φοβάμαι πολύ, τους απάντησε εκείνη.
Ο τυφλοπόντικας και ο ασβός επέμειναν πολύ, μέχρι που τέλος το κορίτσι δέχτηκε. Άφησε πίσω της το τομάρι έτσι στημένο στη θέση όπου πάντα καθόταν και ακολούθησε τον τυφλοπόντικα και τον ασβό μέσα στο λαγούμι ώσπου έφτασε στην κατασκήνωση των ανθρώπων.
Μόλις έφτασε στην κατασκήνωση το κορίτσι όλοι τους μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και άρχισαν να απομακρύνονται. Σύντομα το κορίτσι κουράστηκε από τον ποδαρόδρομο και σταμάτησαν όλοι τους δίπλα σε μια μεγάλη πέτρα. Της ζήτησαν να τους βοηθήσει. Η πέτρα τους είπε: “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για εσάς ο Κοκκαλόταυρος είναι πολύ δυνατός για να του αντισταθώ”.
Ξαπόστασαν για λίγο στην πέτρα και μετά πήραν πάλι δρόμο. Ένας από τους άνδρες τώρα κουβαλούσε το κορίτσι στην πλάτη του. Μα κι έτσι καθυστερούσαν. Πέρασαν ένα ποτάμι, πέρασαν από ένα δάσος και μόλις έφτασαν σ΄ ένα ξέφωτο το κορίτσι κατέβηκε και άρχισε πάλι να περπατά μόνο του. Μπροστά τους τότε είδαν ένα πελώριο βαμβακόδεντρο να στέκεται μόνο του. Του είπαν:
Μας κυνηγά ένα πανίσχυρο ζώο και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.
Τρέξτε γύρω μου τέσσερις φορές, τους απάντησε το δέντρο.
Και το έκαναν. Το δέντρο είχε επτά χοντρά και μακριά κλαδιά, με το χαμηλότερο όλων να βρίσκεται σε ύψος που δεν θα το έφτανε ο βούβαλος. Στο ψηλότερο κλαδί υπήρχε μια διχάλα και πάνω της μια μεγάλη φωλιά. Ο καθένας από τους άνδρες έπιασε κι από ένα κλαδί, ενώ το κορίτσι πήγε κι έκατσε μέσα στη φωλιά. Έκατσαν και περίμεναν να περάσει και ο Κοκκαλόταυρος που σίγουρα θα τους είχε πάρει στο κατόπι.
Όταν ο βούβαλος σκούντηξε τη γυναίκα του να της σημάνει πως έπρεπε να κατέβουν στο νερό, εκείνη δεν κουνήθηκε. Τη μάλωσε και την ξανασκούντησε. Πάλι καμία κίνηση, καμία απάντηση. Την τρίτη φορά ο βούβαλος την χτύπησε με το ένα του κέρατο και τότε το φόρεμα σωριάστηκε χάμω: “Δεν θα μου ξεφύγουν!”, είπε δυνατά ο βούβαλος.
Πρόσεξε τότε το φρεσκοσκαμμένο χώμα που είχε τοποθετήσει πίσω του ο ασβός για να κλείσει την τρύπα του λαγουμιού. Με τις οπλές του ο Κοκκαλόταυρος παραμέρισε το χώμα. Το ίδιο άρχισαν να κάνουν και τα υπόλοιπα βουβάλια, με τις οπλές τους παραμέριζαν το λεπτό στρώμα εδάφους που από κάτω του έκρυβε τη σκαμμένη στοά και ακολουθώντας τη έφτασαν εκεί όπου έμεναν οι άνθρωποι. Παρόλο που η κατασκήνωση είχε διαλυθεί, κατάφεραν από την οσμή των ανθρώπων να ακολουθήσουν τα ίχνη τους.
Το κοπάδι έφτασε στη μεγάλη πέτρα και ο Κοκκαλόταυρος τη ρώτησε:
Μήπως εσύ έκρυψες τους ανθρώπους που ήρθαν εδώ, ή μήπως τους βοήθησες να ξεφύγουν;
Δεν έκανα τίποτα για να τους βοηθήσω, από τον φόβο μου για εσένα, του απάντησε η πέτρα.
Πες μου αμέσως πού τους έχεις! επέμεινε ο βούβαλος. Ξέρω ότι έχουν φτάσει μέχρι εδώ γιατί εδώ με οδήγησαν τα ίχνη τους.
Όχι δεν τους έχω εγώ! Ναι, έφτασαν μέχρι εδώ, αλλά τους αρνήθηκα βοήθεια και συνέχισαν.
Ναι, ναι, εδώ τους έχεις κάπου. Και τα χνάρια τους βλέπω και τους οσμίζομαι, είναι ξεκάθαρο.
Το κορίτσι έγυρε για λίγο πάνω μου να ξεκουραστεί, ίσως αυτό να μυρίζεις, είπε τρομαγμένη η πέτρα.
Το βουβάλι χωρίς άλλη κουβέντα γύρισε και συνέχισε να ακολουθεί τα ίχνη της ανθρώπινης παρέας. Με αυτόν αρχηγό, όλο το κοπάδι πέρασε το ποτάμι. Ένα μικρό βουβάλι είχε αρχίσει να κουράζεται πολύ και, σαν το κοπάδι πέρασε το δάσος και βγήκε στο ξέφωτο, στάθηκε για λίγο δίπλα στο θεόρατο βαμβακόδεντρο να ξεκουραστεί. Το κοπάδι όμως, μην έχοντας προσέξει τους ανθρώπους στα κλαδιά συνέχισε τον δρόμο του και απομακρύνθηκε αρκετά μάλιστα.
Το κορίτσι που τώρα ήταν μέσα στη φωλιά είχε τόσο καταπονηθεί από το ταξίδι που το στόμα του γέμισε με αίμα. Το έφτυσε κάτω στο έδαφος.
Καθώς το βουβαλάκι ξεκουραζόταν στη σκιά από κάτω είδε μπροστά του να πέφτει το φλέμα με το αίμα. Το μύρισε, αναγνώρισε τη μυρωδιά και με όλη του τη δύναμη άρχισε να τρέχει να φτάσει το κοπάδι. Μόλις τους είδε στο βάθος βάλθηκε να φωνάζει: “Σταματήστε! Βρήκα το κορίτσι, είναι πάνω σ΄ ένα δέντρο! Η γυναίκα σου είναι, είμαι σίγουρο!”.
Τότε όλο το κοπάδι έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στο βαμβακόδεντρο. Ο βούβαλος του φώναξε:
Θα μας το πληρώσεις αυτό.
Έχεις τέσσερις δυνάμεις, είπε ήρεμα το δέντρο. Θα σου δώσω την ευκαιρία να μου κάνεις ό,τι μπορείς.
Τότε αρκετά βουβάλια άρχισαν να επιτίθενται στο δέντρο. Αρχικά του επιτέθηκαν τα λιγότερο δυνατά βουβάλια, σπρώχνοντας και κοπανώντας το με τα κεφάλια τους. Από πάνω τους έριχναν και οι άνθρωποι με τα βέλη τους. Η πρώτη επίθεση κατάφερε να σπάσει τον εξωτερικό φλοιό του δέντρου. Είπε τότε εκείνο: “Άσε τα να σπάσουν τα κέρατά τους”.
Τότε στην επίθεση πέρασαν οι πιο δυνατοί ταύροι. Κάποιοι όμως ζαλίστηκαν γρήγορα από το πολύ κοπάνημα ενώ σε άλλους είτε τα κέρατα έσπασαν τελείως είτε το σκληρό τους περίβλημα υποχώρησε. Κατάφεραν όμως και έκαναν μια ρωγμή στο ξύλο του δέντρου. Είπε τότε ο βούβαλος: “Εγώ θα του επιτεθώ τελευταίος και σίγουρα θα το ρίξω!”. Πήρε φόρα τότε και χτύπησε το δέντρο τρέχοντας από τα νοτιοανατολικά και το χτύπησε με τέτοια δύναμη που του έκανε ένα μεγάλο βαθούλωμα. Πήγε και στάθηκε λίγο πιο πέρα στα νοτιοδυτικά και τρέχοντας με όλη του τη δύναμη, ο βούβαλος χτύπησε το δέντρο τραντάζοντάς το και μεγαλώνοντας την τρύπα. Από τη βορειοδυτική μεριά, έτρεξε καταπάνω στο δέντρο και το χτύπησε με το δεξί του κέρατο, το οποίο και έσπασε. Έπειτα, παίρνοντας φόρα από τα βορειοανατολικά, το χτύπησε με το αριστερό του κέρατο και η τρύπα μεγάλωσε κι άλλο. Την πέμπτη και τελευταία φορά αποφάσισε να πέσει πάνω στο δέντρο από τα ανατολικά και σκοπό είχε να το χτυπήσει στο κέντρο και να το ρίξει.
Μούγκρισε και χοροπήδησε, έξυσε τις οπλές του στο χώμα και σήκωσε σκόνη. Μα το δέντρο ατάραχο του είπε: “Δεν μπορείς να μου κάνεις κακό. Έλα και τελείωνε στα γρήγορα!”. Αυτό εξόργισε τον Κοκκαλόταυρο και όρμησε κατά το δέντρο. Εκείνο του φώναξε λίγο κοροϊδευτικά: “Αυτή τη φορά θα κολλήσεις!” και όντως ο βούβαλος, χτύπησε το δέντρο με το αριστερό του κέρατο, μεγάλωσε την τρύπα, αλλά σφήνωσε για τα καλά.
Τότε το δέντρο είπε στους ανθρώπους να χτυπήσουν τον βούβαλο με τα βέλη τους στο μαλακό του λαιμού και των πλευρών του μιας και ούτε να κουνηθεί μπορούσε μα ούτε και να τους επιτεθεί άλλο. Βέλος με το βέλος, οι άνθρωποι σκότωσαν τον βούβαλο που έμεινε να κρέμεται από το βαμβακόδεντρο. Οι άνθρωποι κατέβηκαν και ελευθέρωσαν το σώμα του.
Το δέντρο τους είπε να μαζέψουν όλα τα ροκανίδια και τα κομματάκια ξύλου που είχαν πέσει στο έδαφος και να καλύψουν με αυτά τον βούβαλο. Έτσι κι έκαναν και, μόλις όλο το κοπάδι των βουβαλιών γύρισε να φύγει, το δέντρο τους φώναξε: “Από εδώ και μπρος θα είστε υποδεέστερα των ανθρώπων. Θα έχετε τα κέρατά σας, μα σαν θα βλέπετε τους ανθρώπους θα φοβάστε. Θα σας σκοτώνουν, θα σας τρώνε και θα σας γδέρνουν τα τομάρια σας”. Όλα τα βουβάλια τότε σκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση και τα κέρατά τους είχαν μείνει πια μισά.
Οι άνθρωποι συνέχισαν τον δρόμο τους. Τους συνάντησε η καρακάξα που έφερνε μήνυμα από τον Ανελέητο, ο οποίος ήθελε να παντρευτεί την κόρη τους. Ο Ανελέητος ήταν ένας στρογγυλός πανίσχυρος βράχος. Η καρακάξα που τον ήξερε καλά, προειδοποίησε τους ανθρώπους: “Μην αρχίσετε καμία σχέση με αυτόν, δεν είναι καθόλου καλός άνδρας. Η κόρη σας είναι νέα κι όμορφη, τι δουλειά έχει να παντρευτεί αυτόν τον βράχο. Έχει ήδη πάρει για γυναίκες του τα πιο όμορφα κορίτσια του τόπου, κάπως τα κατάφερε. Όλες τους όμως έμειναν παράλυτες, άλλες έχασαν ένα χέρι, άλλες ένα πόδι και άλλες είναι μελανιασμένες από την κορυφή ως τα νύχια. Θα πάω να πω στον Ανελέητο να σας στείλει μετά το κολιμπρί για το προξενείο μιας και αυτό είναι γρήγορο και μπορεί να του ξεφύγει αν γίνει κάτι”.
Έτσι γύρισε η καρακάξα και ενημέρωσε τον βράχο για την άρνηση των ανθρώπων της πρότασης του. Ο βράχος όμως της είπε να πάει πίσω να τους πει: “Το κορίτσι πρέπει οπωσδήποτε να με παντρευτεί”. Η καρακάξα τότε κατάφερε και έπεισε τον βράχο αντί για αυτήν να στείλει το κολιμπρί.
Πήγε το κολιμπρί στους ανθρώπους να τους πει τα λόγια του βράχου. Μόλις όμως έφτασε, είπε: “Είναι σκληρός και καθόλου κατάλληλος για γαμπρός αυτής της κοπέλας. Φέρεται πολύ άσχημα στις γυναίκες του. Καλύτερα να φύγετε από εδώ αμέσως”.
Επέστρεψε στον βράχο χωρίς να έχει προσπαθήσει διόλου να τον βοηθήσει και του είπε πως εκεί που πήγε δεν βρήκε ούτε κατασκήνωση ούτε ανθρώπους: “Ναι, τους είδες”, είπε ο βράχος, “αυτούς πας να βοηθήσεις και όχι εμένα. Γι΄ αυτό λες ότι δεν τους είδες. Πήγαινε αμέσως πίσω και πες τους ότι θέλω το κορίτσι. Αν αρνηθούν ξανά να μου τη δώσουν, πες τους ότι θα πάω εγώ ο ίδιος να τη βρω”.
Το κολιμπρί έκανε πάλι τη διαδρομή μέχρι τους ανθρώπους και μετέφερε τα λόγια του βράχου. Πρόσθεσε:
Είναι πολύ δυνατός. Ίσως να είναι καλύτερα αν τον αφήσετε να πάρει την κόρη σας. Όμως υπάρχουν δυο ζώα που ίσως και να μπορούν να σας βοηθήσουν. Θα μπορέσουν να σας τη φέρουν πίσω πριν να της κάνει κακό ο Ανελέητος. Μιλώ για τον τυφλοπόντικα και τον ασβό.
Αυτοί οι δύο σίγουρα, είπαν οι άνθρωποι έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη πια στα δυο αυτά ζώα.
Το κολιμπρί γύρισε στον βράχο με το κορίτσι. Η σκηνή του, αν και μεγάλη και φίνα, ήταν γεμάτη από σακάτικες γυναίκες:
Εδώ έχω τη νέα σου γυναίκα, είπε το κολιμπρί.
Πολύ καλά, απάντησε ο βράχος, οδήγησε τη μέσα στη σκηνή. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που μου την έφερες. Είναι πράγματι πολύ όμορφη και μου ταιριάζει απόλυτα.
Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί για τα καλά το κολιμπρί και ο τυφλοπόντικας και ο ασβός είχαν ήδη αρχίσει το σκάψιμο του λαγουμιού τους από τους ανθρώπους μέχρι τη σκηνή του βράχου. Τα πρωινά ο βράχος συνήθιζε να κατρακυλά βγαίνοντας από την κορυφή της σκηνής του και το βράδυ επέστρεφε από την ίδια είσοδο. Όταν έλειπε, τα δυο ζώα έφταναν κι αυτά στη σκηνή. Το κορίτσι καθόταν με τα δυο της πόδια απλωμένα. Της είπαν: “Συνέχισε να κάθεσαι έτσι μέχρι να επιστρέψει ο άνδρας σου”. Έσκαψαν οι δυο τους τότε μια τρύπα τόσο μεγάλη που χωρούσε μέσα της τον βράχο και την κάλυψαν ελαφρά με χώμα.
Κατά το βραδάκι άκουσαν τον βράχο να επιστρέφει. Καθώς άρχισε την κατάβαση του από την κορυφή της σκηνής, το κορίτσι σηκώθηκε, ο βράχος έπεσε μέσα στην τρύπα με έναν εκκωφαντικό γδούπο και το κορίτσι άρχισε να τρέχει έξω από τη σκηνή φωνάζοντας: “Ας κλείσει τώρα η τρύπα!”. “Ας κλείσει πάλι η Γη!” φώναξαν και ο τυφλοπόντικας με τον ασβό. Άκουσαν τον βράχο που στριφογύριζε και σειόταν από θυμό.
Το κορίτσι γύρισε στους πατέρες της. Ταξίδεψαν τη νύχτα, έτρεχαν να ξεφύγουν. Μέχρι το πρωί, ο βράχος τούς είχε κιόλας φτάσει. Καθώς οι άνθρωποι έτρεχαν, έκαναν την ευχή να βρεθεί πίσω τους ένα τεράστιο φαράγγι με απότομους γκρεμούς. Ο βράχος έπεσε μέσα στο φαράγγι και όσο χρόνο προσπαθούσε να ξανανέβει στην επιφάνεια, η ομάδα των ανθρώπων συνέχισε να τρέχει. Ήρθε πάλι το βράδυ και ήρθε και το πρωί και να σου πάλι ο βράχος ξοπίσω τους. Το κορίτσι τρομαγμένο είπε τότε: “Αυτή τη φορά δεν γλυτώνω. Είμαι πολύ κουρασμένη και εξουθενωμένη πατέρες μου”. Έβγαλε από το σακίδιο της ένα τόπι και λέγοντας: “Πρώτα για τον πατέρα μου”, το πέταξε ψηλά. Το τόπι κατέβηκε και εκείνη το κλώτσησε να πάει ακόμα πιο ψηλά και με αυτό ο ένας της πατέρας ανυψώθηκε κι αυτός. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά για όλους της τους πατέρες μέχρι που ήρθε και η δική της σειρά και ο βράχος τώρα ήταν πολύ κοντά. Πρόλαβε όμως να κλωτσήσει το τόπι και έτσι ανυψώθηκε κι αυτή.
Είπε σε όλους: “Σας έβαλα σε τρομερό κίνδυνο. Πιστεύω ότι εδώ είναι το καλύτερο μέρος που μπορούμε να βρεθούμε. Είναι ασφαλές και σας υπόσχομαι πως θα σας παρέχω ό,τι χρειάζεται για να ζήσουμε καλά”. Γύρισε τότε και στον βράχο και του είπε: “Εσύ θα μείνεις ακριβώς εκεί που είσαι τώρα. Δεν θα ενοχλήσεις κανέναν άλλον από δω και μπρος και θα βρίσκεσαι μόνο όπου υπάρχουν λόφοι και βουνά”.
Το κορίτσι και οι πατέρες της έφτασαν μέχρι τον ουρανό. Εκεί ζουν μέχρι και σήμερα, σε μια σκηνή καλυμμένη από αστέρια.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1