Ραψωδία δ
Οι δύο νεαροί, ο Τηλέμαχος και ο ανδρείος συνοδός του Πεισίστρατος, ένας από τους πολλούς γιούς του σοφού Νέστορα, φτάνουν στη Σπάρτη την ώρα μεγάλης διπλής γαμήλιας γιορτής. Ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη πάντρευαν την κόρη τους με το γιο του Αχιλλέα, που ήταν βασιλιάς στην χώρα των Μυρμιδόνων. Την ίδια μέρα γινόταν και ο γάμος του γιου του Μενέλαου, Μεγαπένθη, που τον είχε αποκτήσει με μια γυναίκα που εργαζόταν στο ανάκτορο του. Ο Μενέλαος, που δεν ξέρει ακόμη ποιοι είναι οι δύο ξένοι, μιλά για την οκτάχρονη περιπλάνηση του, μετά την άλωση της Τροίας, και αναφέρεται με συγκίνηση και στα πολλά παθήματα του Οδυσσέα. Χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός που τον ακούει είναι ο γιος του Οδυσσέα, Τηλέμαχος, μιλά για τον πολύτροπο φίλο και σύντροφο του Οδυσσέα και για τις περιπέτειές του. Η Ωραία Ελένη εμφανίζεται στο τραπέζι και αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο που τόσο πολύ μοιάζει με τον πατέρα του Οδυσσέα. Ακολούθως τον αναγνωρίζει και ο Μενέλαος. Ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα ομολογεί ότι αυτός ο σοβαρός και λιγομίλητος όμορφος νέος είναι πράγματι ο Τηλέμαχος. Ακολουθεί θρήνος για όλους τους χαμένους φίλους, συντρόφους και συγγενείς και η Ωραία Ελένη ρίχνει στο κρασί τους το βότανο «νηπενθές», για να τους διώξει την θλίψη και τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα, όταν εκείνος με σχέδιο, μπήκε κρυφά στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον μαρτύρησε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού αυτή η συνάντηση, μια ακόμα αναγνώριση, της γέννησε την ακράτητη δύναμη της νοσταλγίας για την πατρίδα. Ο Μενέλαος θυμάται το ασύλληπτο στρατήγημα του Οδυσσέα, τον Δούρειο Ίππο, εφαλτήριο για την Άλωση της Τροίας. Το επόμενο πρωινό ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και αναφέρεται αναλυτικά στην ασφυκτική κατάσταση που έχουν δημιουργήσει οι παράνομοι και ασεβείς Μνηστήρες στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος θυμώνει και εύχεται το θάνατο των Μνηστήρων. Στις ερωτήσεις του Τηλέμαχου για την τύχη του πατέρα του ο Μενέλαος αφηγείται τις δικές του περιπέτειες και τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο. Μιλά ακόμα για τον θαλασσινό θεό, τον γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, που έχει το χάρισμα να μεταμορφώνεται σε ό,τι θελήσει. Εκείνος του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και βρίσκεται σε ένα αφιλόξενο νησί, ερωτικός κρατούμενος της φλογερής Νύμφης Καλυψούς. Ο Οδυσσέας βρίσκεται σε κατάθλιψη και σκέπτεται συνεχώς την επιστροφή του στην Ιθάκη. Ο Τηλέμαχος κατακλύζεται από ευχάριστα αισθήματα χαράς και αισιοδοξίας αφού μαθαίνει ότι ο πολύτροπος πατέρας του είναι ζωντανός. Ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος επιστρέφουν στην Πύλο. Η φιλοξενία που δέχθηκαν από τον Μενέλαο και τα πολλά δώρα που τους προσέφερε θα τους μείνουν αξέχαστα. Στην Ιθάκη οι Μνηστήρες μαθαίνουν έκπληκτοι για το μυστικό ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν ομόφωνα να τον δολοφονήσουν στήνοντας του φονικό θαλασσινό καρτέρι σ` ένα στενό πέρασμα. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει και τον Τηλέμαχο. Κάνει δέηση στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της Είδωλο, με τη μορφή της αδελφής της Ιφθίμης. Το Είδωλο την διαβεβαιώνει ότι ο Τηλέμαχος βρίσκεται συνεχώς κάτω από την ακοίμητη φροντίδα και προστασία της θεάς Αθηνάς. Την ίδια ώρα οι Μνηστήρες εξοπλίζουν ένα κωπήλατο ιστιοφόρο και στήνουν την φονική ενέδρα τους στα στενά της Σάμης κοντά στην Ιθάκη.