Ραψωδία ρ
Ο Τηλέμαχος επιστρέφει στο παλάτι και μιλάει στη μητέρα του Πηνελόπη, για το ταξίδι του που έκανε με εντολή και προτροπή της θεάς Αθηνάς. Ιστορεί στην Πηνελόπη ότι ο Νέστωρ, ο βασιλιάς της Πύλου, δεν γνώριζε τίποτα για τον Οδυσσέα μετά την κατάκτηση της Τροίας. Τον έστειλε στον Μενέλαο, το βασιλιά της Σπάρτης, μήπως εκείνος γνώριζε κάτι περισσότερο για την τύχη του Οδυσσέα μετά την Τροία. Πράγματι ο Μενέλαος λέει στον Τηλέμαχο ότι έμαθε από ένα θαλασσινό θεό, ότι ο Οδυσσέας βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, μόνος χωρίς συντρόφους και χωρίς πλοίο. Ο Θεοκλύμενος, ο μάντης που έχει έρθει από την Πύλο με τον Τηλέμαχο, προφητεύει ότι ο Οδυσσέας έχει φτάσει στην Ιθάκη και ετοιμάζει σφαγή για τους Μνηστήρες. Ο Εύμαιος και ο γέρο, κουρελής, ζητιάνος, που είναι στην πραγματικότητα ο Οδυσσέας, φτάνουν στο παλάτι, όπου ο Οδυσσέας αναγνωρίζεται από το γέρικο κυνηγόσκυλο Άργο που αμέσως μετά αφήνει την τελευταία του πνοή, σαν να περίμενε να δει τον αφέντη κι έπειτα να πεθάνει. Ο Οδυσσέας συγκινείται και βάζει τα κλάματα. Μετά μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου και με προτροπή του Τηλέμαχου ζητιανεύει από τους Μνηστήρες. Ο Αντίνοος τον βρίζει και τον χτυπά μ` ένα υποπόδιο και τον τραυματίζει στον ώμο. Η Πηνελόπη αγανακτεί με τη συμπεριφορά του βίαιου Αντίνοου και, ζητά από τον Εύμαιο να φέρει στα διαμερίσματα της τον ξένο, γέρο, ζητιάνο για να του μιλήσει. Ο Οδυσσέας φροντίζει ν’ αναβληθεί η συνάντηση για το βράδυ, ώστε να μην υποψιαστούν οι Μνηστήρες και έλθει σε δύσκολη θέση η Πηνελόπη.