«Τσίου», 18 χρόνια μετά: Λέει τίποτα η θεατρική εκδοχή του;
Τι εξυπηρετεί η αναβίωση του «Τσίου» στο θέατρο; Πόσο πετυχημένη είναι μια μεταφορά μιας «χειροποίητης» ταινίας από την οθόνη στη σκηνή; Εξακολουθεί να αντανακλά τη ζωή της Αθήνας 18 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή;
«Δεκαπενταύγουστο στη Αθήνα μένουνε μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω. Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος ήταν πολύ δύσκολος. Φράγκα δεν υπήρχανε, δηλαδή ίσα - ίσα το πιώμα μου... Εκείνη τη μέρα θυμάμαι, όλος ο κόσμος που είχε μείνει στην Αθήνα ήταν πολύ τρελαμένος...».
Κάπως έτσι ξεκινάει η αφήγηση του Τσίου ένα τυπικό αθηναϊκό καλοκαίρι που, μόνος στην Αθήνα, προσπαθούσε να βρει τη δόση του και μαζί του και ένας ολόκληρος κόσμος από γνωστούς και άγνωστους του, ένα μωσαϊκό ανθρώπων της διπλανής πόρτας, σε μια διαρκή αναζήτηση της πρέζας και της πραγματικής τους ταυτότητας.
Η ταινία «Τσίου» αποτέλεσε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Μάκη Παπαδημητράτου και προβλήθηκε πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2005 στον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος». Λίγο αργότερα την ίδια χρονιά στο 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απέσπασε το βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου και τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στα κρατικά βραβεία ποιότητας. Έκτοτε ταξίδεψε σε σημαντικά Φεστιβάλ ανά την υφήλιο, όπως στο Σαν Φρανσίσκο, το Παρίσι, το Λουξεμβούργο, το Σικάγο και την Ισπανία, αποσπώντας αξιοζήλευτες κριτικές. Στην Ελλάδα αποτέλεσε μια ταινία αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής.