podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Η Μητέρα των Ψαριών

Από την περιοχή της Βαλένσια, μας έρχεται ένα παραμύθι από αυτά που κατάφεραν να σώσουν την Καταλανική γλώσσα. Οι ήρωές μας είναι οι πρώτοι μιας... Περσεο-Ανδρομεδικής τριλογίας.


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Η Μητέρα των Ψαριών


Πριν πολύ πολύ καιρό ζούσε κοντά στη Δένια και στη θάλασσα ένα παντρεμένο ζευγάρι, ο Τζάουμε και η Τζορντίνα. Το σπιτάκι τους έβλεπε σε παραλία με βότσαλα και στην πίσω μεριά υπήρχαν άφθονες λεμονιές και άλλα δέντρα καθώς και καλλιεργήσιμη γη. Είχαν ένα κυνηγόσκυλο, μια γέρικη φοράδα και μια μικρή βάρκα, όχι πολύ μεγαλύτερη από σχεδία, την οποία ο Τζάουμε έβγαζε στα νερά για να ψαρέψει - με ή χωρίς τη γυναίκα του. Όπως και τόσοι άλλοι στην περιοχή της Βαλένσια, έβγαζαν τα προς το ζειν είτε με το ψάρεμα είτε με την καλλιέργεια της γης.


Οι ζωή τους ήταν απλή και άνετη. Δεν ήταν όμως ευτυχισμένοι. Μετά από δέκα χρόνια γάμου, δεν είχαν παιδιά. Ο Τζάουμε ήθελε πολύ έναν γιο για να τον βοηθά με το ψάρεμα και άλλον έναν να τον βοηθά με το χωράφι. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί να είχε δύο βαρκούλες και να επέκτεινε το χωράφι του. Αλλά για να γινόταν αυτό, έπρεπε να κάνουν γιους.


Η γυναίκα του είχε παραδώσει τις ελπίδες της: “Και γιατί να ελπίζουμε ακόμη σε θαύμα; Αν ο Θεός ήθελε να κάνουμε παιδιά, θα μας είχε ευλογήσει, προφανώς δεν ήταν γραφτό μας”, έλεγε. Ο Τζάουμε όμως, ένας άσχημος αλλά γεροδεμένος άνδρας με τριχωτό στήθος, δεν απογοητευόταν εύκολα. Κοίταζε την όμορφη μαυρομάλλα γυναίκα του και της έλεγε: “Κρίμα μωρέ! Θα σου έμοιαζαν και θα ήταν σωστοί πρίγκιπες!”.


Μια ήρεμη νυχτιά του Γενάρη, μετά από μια κουραστική μέρα ψαρέματος, ο Τζάουμε κοιμόταν βαθιά. Είχε πει στην Τζορντίνα να τον ξυπνήσει από τις πέντε γιατί ήθελε να πάει να ψαρέψει στις ακτές της Τσάβια, αλλά όσο και να προσπαθούσε η δόλια δεν κατάφερε να τον ξυπνήσει: “Ποτέ του δεν κοιμάται τόσο βαριά”, σκέφτηκε, αλλά μετά από λίγο ο Τζάουμε ανασηκώθηκε και έτριψε τεμπέλικα τα μάτια του:

Μα τι σου συμβαίνει Τζάουμε;

Μην ανησυχείς, της είπε χαμογελώντας, είδα το πιο γλυκό όνειρο.

Τι; Τι είδες;

Πήγαινα με τη βάρκα μου στα ακρωτήρια και να σου μπροστά μου μια λευκή γυναίκα η οποία ήταν και ντυμένη στα λευκά. Έβγαλε ένα μαγικό ραβδί, άγγιξε τα νερά και μεμιάς τα νερά γέμισαν με ψάρια κάθε λογής· γαύρο, λαυράκι… Η γυναίκα τότε μου είπε να ρίξω τα δίχτυα μου στη θάλασσα και το έκανα. Μετά τα τράβηξα και ήταν γεμάτα ψάρια, μα σαν τα άδειασα στη βάρκα μου άλλαξαν και έγιναν δυο μωρά με μαλλιά ξανθά σαν χρυσάφι. Και τότε με ξύπνησες. Φτού! Ούτε που πρόλαβα να την ευχαριστήσω!

Αχ Τζάουμε, νόμιζες ότι ήταν αληθινό το όνειρο σου;

Όχι βέβαια, αλλά γιατί, στα όνειρα δεν πρέπει να είμαστε ευγενικοί δηλαδή;


Σηκώθηκε τότε από το κρεβάτι και η Τζορντίνα του έδωσε για πρωινό μια φέτα ψωμί και ψημένο ψάρι να φάει, πράγμα που ο Τζάουμε έκανε με όρεξη. Μισή ώρα αργότερα αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και κίνησε για τη θάλασσα.


Τα νερά ήταν ήρεμα, όταν είδε από μακριά τη βουνοκορφή Μοντγκό, που στεκόταν περήφανη μπροστά στον καταγάλανο καθαρό ουρανό. Μιας και το πανί του δεν έπιανε καθόλου αέρα, ο Τζάουμε τράβηξε κουπί περνώντας στα δεξιά του τα μελιά γκρεμνά του Ακρωτηρίου Σαντ Αντονί. Ξάφνου τότε τον χτύπησε ένας δυνατός ανατολικός άνεμος που σήκωσε αφύσικα κύματα στα κατά τα άλλα ήρεμα νερά. Ο Τζάουμε τότε πήρε αμέσως τον έλεγχο των πανιών και με τους σωστούς χειρισμούς οδηγήθηκε γρήγορα στον κόλπο της Τσάβια.

Ο ήλιος, που τότε μόλις έβγαινε πίσω από τους γκρίζους λόφους, φώτισε τις άσπρες προσόψεις των σπιτιών. Κατευθυνόμενος νότια, ο Τζάουμε πέρασε όλο του το πρωινό ψαρεύοντας στη θάλασσα του ακρωτηρίου Σαντ Μαρτί, περιπλέοντας το νησάκι Πορτιτσόλ, γεμίζοντας τη βαρκούλα του με την ασημένια ψαριά του. Συνέχισε ακόμη νοτιότερα, περνώντας τα πυκνά δάση που περικύκλωναν τους γκρεμούς του ακρωτηρίου Νάου, όταν ο ανατολικός άνεμος έπαψε ολωσδιόλου και η θάλασσα έγινε πιο ήρεμη από ποτέ. Μ΄ ένα ανεπαίσθητο αεράκι να σπρώχνει τη βαρκούλα, ο Τζάουμε έφτασε στον κόλπο Γραναδέγια, μια όμορφη, ήσυχη και απομονωμένη εσοχή ανάμεσα σε δυο απότομους βράχους όπου φώλιαζαν σμήνη γλάρων και ξεφτεριών. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε έντονα. Ο Τζάουμε ψάρευε όλη μέρα και τα χέρια του άρχισαν να κουράζονται. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο αέρας δεν φυσούσε πια και θα έπρεπε να κάνει κουπί για να μπει στον κόλπο: “Εντάξει λοιπόν”, είπε στον εαυτό του, “αρκετά με την τράτα, ώρα να ρίξω το δίχτυ μου”.


Το είχε φτιάξει μόνος του, ήταν ένα μακρύ παλούκι που στη άκρη του είχε δίχτυ με το οποίο μπορούσε να σηκώσει ίσα και με δώδεκα κιλά ψάρια. Τη συγκεκριμένη στιγμή όμως, το να το ρίξει ήταν κάτι αυθόρμητο, αφού δεν είχε ιδέα τι είδους ψαριά θα έπιανε αυτή η κατασκευή του. Για την αλήθεια, από χθες το βράδυ με το όνειρο που είχε δει με τη λευκή γυναίκα, μόνο αυθόρμητες πράξεις έκανε, σχεδόν αυθαίρετες: “Θα πιάσω κάτι καλό τώρα”, είπε πάλι στον εαυτό του. Καθώς μπήκε τελείως κάτω από τη σκιά των βράχων, είδε κάτι γυαλιστερό στα δεξιά του, κάτι που μπαινόβγαινε στο νερό, πράγματι παράξενο! “Παναγιά μου, τι χταπόδι είναι αυτό!”. Με τέσσερις σπρωξιές στα κουπιά του το πλησίασε και χωρίς καθόλου κόπο το έπιασε. Και τι ψαριά ήταν αυτή! Κατευθύνθηκε μπροστά, κατευθείαν στο δίχτυ, αλλά το πισινό του μέρος ήταν ακόμη ελεύθερο: “Τράβα Τζάουμε, τράβα!”, είπε κατενθουσιασμένος. Έβαλε για αντίσταση το πόδι του στην άκρη της βάρκας και σιγά σιγά τράβηξε αυτό το μακρύ, χρωματιστό και γυαλιστερό ζώο που είχε πιαστεί στο δίχτυ του μέσα στη βάρκα. Εκείνο άρχισε να σπαρταρά σαν κάθε άλλο ψάρι, αλλά ο Τζάουμε, αν και ανδρείος, άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο όταν το είδε καλύτερα. Λες και ήταν θαλάσσιο ερπετό, ήταν πολύ μεγαλύτερο από άνθρωπο και είχε παρδαλές χρωματιστές ρίγες πάνω στο ασημένιο σώμα του. Αντί για ένα κεφάλι είχε τρία, φαρδιά και πλακουτσωτά που ενώνονταν στον λαιμό και συνέχιζαν σαν ένα στο υπόλοιπο. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, λαμπερά και εκφραστικά σαν ανθρώπου. Είχε και δύο ουρές που τις κουνούσε σαν βεντάλιες. Ο Τζάουμε, σαν κοίταξε μέσα στα έξι μάτια του πλάσματος, του σηκώθηκε η τρίχα και σήκωσε αμέσως το καμάκι του να αμυνθεί:

Τι είσαι εσύ, απαίτησε να μάθει, λες και το πλάσμα θα του απαντούσε αν καταλάβαινε ανθρώπινα λόγια και αν μπορούσε να μιλήσει. Και καταλάβαινε και του απάντησε.

Μην φοβάσαι ψαρά, του είπε το μυστήριο θαλάσσιο πλάσμα και με τα τρία του στόματα. Μην φοβάσαι τα τρία μου κεφάλια και τις δυο μου ουρές. Εγώ δεν θα σου κάνω κακό, μόνο εσύ θα μου κάνεις.

Ποιος εγώ; είπε αποσβολωμένος ο Τζάουμε. Όχι, όχι, ποτέ δεν σκοτώνω ψάρια που μιλάνε σαν άνθρωποι. Θυμήθηκε τότε το όνειρο του και ρώτησε, εσύ είσαι… η Κυρά;

Όχι, απάντησε το τέρας. Είμαι η Μητέρα των Ψαριών και απαιτώ να μάθω τι σκοπεύεις να μου κάνεις.

Κοίτα, της απάντησε ο Τζάουμε, είμαι ψαράς και έτσι θα σε πουλήσω στην ψαραγορά.

Όχι, όχι αυτό! φώναξε το τέρας. Κάνε ό,τι σου πω και δεν θα το μετανιώσεις. Κόψε όλα τα κεφάλια και τις ουρές μου. Πέτα με πάλι στη θάλασσα κι εκεί θα αναγεννηθώ. Γύρνα τότε στη γυναίκα σου και δώσε της το ένα μου κεφάλι, το άλλο δώσε το στο κυνηγόσκυλό σου και το τελευταίο στη φοράδα σου. Πρέπει ο καθένας τους να φάει όλο το δικό του. Φύτεψε μετά τις ουρές μου εκεί που είναι οι λεμονιές σου, σαν να ήταν σπόροι.


Ο Τζάουμε είχε εντυπωσιαστεί που το τέρας ήξερε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του:

Λοιπόν; Είσαι έτοιμος; του είπε αυστηρά η Μητέρα των Ψαριών.

Μα πως να σε σκοτώσω τώρα που σε άκουσα να μιλάς; είπε ο Τζάουμε και δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια του. Δεν μπορώ να το κάνω σου λέω, είπε αποφασιστικά.

Μην έχεις έλεος Τζάουμε. Κάνε όπως σου λέω και αυτό θα είναι η σωτηρία σου.


Έτσι, ο Τζάουμε συνήλθε, πήρε το μαχαίρι του και διαμέλισε την Μητέρα των Ψαριών, όπως του είχε ζητήσει. Τα κεφάλια και οι ουρές του πλάσματος έμειναν να ματώνουν μέσα στη βάρκα και το σώμα του επιστράφηκε στην πικροθάλασσα.


Όταν ο Τζάουμε γύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, όπως πάντα, τον ρώτησε:

Πόσα ψάρια έπιασες σήμερα;

Σήμερα έπιασα… τη σωτηρία μας, της απάντησε και της εξιστόρησε ό,τι του είχε συμβεί.


Η σκέψη και μόνο να μαγειρέψει αυτά τα απαίσια κεφάλια έφερε στην Τζορντίνα αναγούλα, αλλά κι εκείνη ακολούθησε τις οδηγίες της Μητέρας των Ψαριών. Για τον εαυτό της, έκανε το κεφάλι στιφάδο με ντομάτες και πιπεριές. Ο σκύλος έφαγε το δικό του ωμό και του φάνηκε σκέτη λιχουδιά. Η φοράδα δυσκολεύτηκε να καταπιεί το δικό της κι ας της το είχαν κόψει μικρά κομματάκια ανακατεμένα με χαρούπια, καρότα και σανό. Ο Τζάουμε πήγε στις λεμονιές, έσκαψε δυο μικρούς λάκκους και έθαψε τις δυο ουρές κατακόρυφα με τις κορυφές να περισσεύουν από το έδαφος.


Σε λίγο καιρό το κυνηγόσκυλο γέννησε δυο εξαιρετικά λαγωνικά, το χρώμα τους ήταν αυτό της σοκολάτας, είχαν ένα λευκό αστέρι στο κούτελο και το στέρνο τους ήταν φαρδύ σαν βαρέλι. Μερικούς μήνες μετά, η γυναίκα του Τζάουμε που μέχρι τότε ήταν στέρφα, γέννησε δίδυμα. Ήταν τόσο όμορφα που όποιος τα έβλεπε δεν μπορούσε παρά ν΄ αναφωνίσει από θαυμασμό και να τους τσιμπήσει αμέσως τα μάγουλα. Ανάμεσα στις λεμονιές, εκεί που ο Τζάουμε είχε θάψει τις ουρές της Μητέρας των Ψαριών, είχαν φυτρώσει δυο σπαθιά, των οποίων τη λάμψη την έβλεπαν από μίλια μακριά. Και τέλος, λίγο καιρό μετά και από αυτό, η φοράδα γέννησε δυο μαύρα και δυνατά πουλάρια.


Τα χρόνια πέρασαν και ο Τζάουμε, μιας και η τύχη ήταν πια με το μέρος του, αγόρασε δυο ολοκαίνουριες τράτες και σύντομα έγινε γνωστός ως ο καλύτερος ψαράς της ακτής. Τα αγόρια, ο Τζαουμέτ και ο Τζουάν Μπατίστε ήταν πια ενήλικες. Από παιδί, ο Τζαουμέτ ήταν τολμηρός και ριψοκίνδυνος και ο Τζάουμε τον ανάθρεψε για να γίνει ψαράς. Καθημερινά οι δυο τους, μαζί με ένα μικρό πλήρωμα, έβγαιναν με τις τράτες τους στην ανοικτή θάλασσα. Οι ψαριές τους ήταν ξακουστές σε όλο το Δουκάτο της Δένια. Ο Τζουάν Μπατίστε ήταν ψηλός και καλοσυνάτος όπως και ο αδερφός του, αλλά πιο ήσυχος και σοβαρός. Αυτός έμαθε την ευγενική και υπομονετική τέχνη της γεωργίας. Καλλιεργούσε κάθε λογής φρούτα και δημητριακά στην καλά φροντισμένη γη τους: μοσχολέμονα, λεμόνια, ροδάκινα, μήλα, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, τριφύλλι, ακόμη και λαχανικά για την οικογένεια. Επόμενο ήταν όλες οι νεαρές κοπέλλες της Δένια να θαυμάζουν αυτούς τους δυο εύστροφους, καλοστεκούμενους και δουλευταράδες νέους.


Και τα σκυλιά και τα άλογα; Αυτά κι αν ήταν παράξενα! Τα σκυλιά μεγάλωσαν πολύ και ήταν πολύ όμορφα με σπινθηροβόλα μάτια και νευρικά, καλοσχηματισμένα πόδια που τους επέτρεπαν να κυνηγούν και να πιάνουν το θήραμα τους με εντυπωσιακή ταχύτητα. Τα ψηλόλιγνα, αρχοντικά άλογα ήταν στ’ αλήθεια πανέμορφα, θα μπορούσαν να είναι οι επιβήτορες πριγκίπων και βασιλιάδων! Αλλά το πιο θαυμάσιο απ’ όλα ήταν ότι όλα τα ζώα δεν γερνούσαν! Τα σκυλιά και τα άλογα έμεναν τόσο νέα και σκληραγωγημένα όσο και οι δυο τους αφέντες. Η φοράδα και η σκύλα δυστυχώς πέθαναν από γεράματα, αλλά έφυγαν και οι δυο ευτυχισμένες.


Με αυτή την άνετη ζωή, με δυο μεγαλωμένα, ευγενικά αγόρια και με έναν σύζυγο ψαρά που αγαπούσε τη δουλειά του, η Τζορντίνα ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.


Μα τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι παντοτινό. Σαν έκλεισε τα είκοσι, ο Τζαουμέτ άρχισε να αισθάνεται ανήσυχος. Όχι ότι δεν του άρεσε η ζωή του του ψαρά στο πλευρό του πατέρα του, απλά ήθελε να δει τι του επιφύλασσε ο κόσμος. Έτσι, μια μέρα πήγε στους γονείς του και τους είπε:

Μητέρα, πατέρα, θέλω να γυρίσω τον κόσμο για να βρω μια κοπέλα να πάρω για γυναίκα μου.

Αχ, γιέ μου, έκλαψε η Τζορντίνα, ο Τζάουμε του έδωσε πατρικές συμβουλές, ο Τζουάν Μπατίστε του χτύπησε φιλικά την πλάτη και τελικά όλοι δέχτηκαν τα σχέδια του Τζαουμέτ.


Την επόμενη μέρα όλα ήταν έτοιμα: το άλογο, το σκυλί, μερικά ρούχα και φαϊ στη σέλα του και ένα πορτοφολάκι με δουβλόνια. Κουβαλούσε κι ένα ξίφος στη θήκη του. Βλέπετε, πήγε το προηγούμενο βράδυ στις λεμονιές και τελετουργικά έβγαλε το ένα από τα δύο ξίφη από το χώμα, κανείς δεν τα είχε αγγίξει τόσα χρόνια. Το ξίφος ήταν αψεγάδιαστο, δεν είχε καμία ατέλεια μα ούτε και σκουριά. Γυάλιζε στον πρωινό ήλιο και η λεπίδα του ήταν τόσο κοφτερή που μπορούσε να κόψει στον αέρα μια τρίχα στα δύο.


Ήταν δέκα το πρωί και τα Απριλιάτικα λουλούδια άνθιζαν σε ολόκληρη τη Δένια. Η μουσική των ζουζουνιών γέμιζε τον παραδεισένιο αέρα κι έξω από το σπιτικό τους ο Τζάουμε, η Τζορντίνα και ο Τζουάν Μπατίστε χάζευαν τον Τζαουμέτ. Καβάλα στο άλογό του, με το ξίφος του στο πλάι και με το σκυλί του να χοροπηδάει στο πλευρό του έμοιαζε με σωστό ιππότη. Αποχαιρετώντας τους, ο Τζαουμέτ γύρισε και είπε στον Τζουάν Μπατίστε:

Να έχεις τον νου σου καθημερινά στις λεμονιές Τζουάν Μπατίστε. Αν το άλλο ξίφος αρχίσει να σκουριάζει, σημαίνει ότι βρίσκομαι σε κίνδυνο.

Μα πως το ξέρεις;

Ε να, είπε ο Τζαουμέτ σφίγγοντας τα χείλη του, το είδα χθες σε όνειρο.

Αν είναι έτσι, τότε πρέπει να είναι αλήθεια. Θα κάνω όπως μου λες, έχεις τον λόγο μου.


(Κλίπιτικλοπ! Κλιπιτικλοπ!) Ο Τζαουμέτ κάλπασε μακριά χωρίς να κοιτάξει πίσω αφήνοντας ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα τελευταία λόγια του αδερφού του χαράχτηκαν στη μνήμη του: “Σου δίνω τον λόγο μου… Εις το επανειδείν!”


Εκείνο τον καιρό, πέρα από τη Δένια, σε μια όμορφη περιοχή στις δυτικές πεδιάδες, υπήρχε μια πλούσια πόλη που τη διοικούσε ο Δούκας Φρεντερίκ δε λες Ντούες Άιγουες. Είχε λοιπόν συμβεί σ΄ εκείνη την πόλη και περιοχή να πέσει μεγάλη κακοτυχία. Κανείς δεν ήξερε πώς και γιατί, αν ήταν τιμωρία από τους Ουρανούς ή από την Κόλαση. Οι άνθρωποι ζούσαν καθημερινά με τον φόβο και υπήρχε γενικά μεγάλη ταραχή. Κι αυτό γιατί ένας δράκος με εφτά κεφάλια είχε έρθει να εγκατασταθεί εκεί κι έβγαινε κάθε τόσο κι έτρωγε τους κατοίκους. Για να κρατήσουν τον δράκο ευχαριστημένο και μακριά από την πόλη (και ιδιαίτερα από το κάστρο όπου έμενε ο Δούκας με την οικογένεια και τους υπηρέτες του), οργανωνόταν κάθε δύο εβδομάδες μια κλήρωση. Όποιου δύσμοιρου του τύχαινε ο κλήρος αφηνόταν στην Πενιέτα δε λες Όρτες για να τον φάει το τέρας κι έτσι να μην κάνει επίθεση στην πόλη και γίνει μεγαλύτερο το κακό. Αυτή η μέθοδος αποφασίστηκε βέβαια μετά από πολλές και αιματοβαμμένες προσπάθειες να σκοτώσουν το κτήνος.


Αυτό φυσικά δεν ήταν και η καλύτερη λύση. Ο κλήρος μπορούσε να πέσει σε οποιαδήποτε οικογένεια και όλοι φοβόντουσαν. Πολλοί θεωρούσαν ότι με αυτό θα ερχόταν και το τέλος του δουκάτου. Εκείνον λοιπόν τον Απρίλιο που ο νεαρός Τζαουμέτ άφησε το σπιτικό του, έλαχε ο κλήρος να πέσει στην κόρη του Δούκα να αφεθεί στην Πενιέτα δε λες Όρτες για να φαγωθεί από τον δράκο. Αυτό ήταν και απόδειξη ότι ο κλήρος ήταν δίκαιος αλλά ο Δούκας δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή τη μοίρα για την κόρη του. Από την ημέρα της κλήρωσης μέχρι και τη σκοτεινή μέρα της μεταφοράς της κόρης του ο Δούκας Φρεντερίκ δε λες Ντούες Άιγουες το είχε αποδεχτεί στωικά. Αλλά σαν ήρθε η στιγμή, προκήρυξε σε όλον τον τόπο ότι όποιος θα σκότωνε τον δράκο, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή γέρος, ευγενής ή αγρότης, θα έπαιρνε την κόρη του για γυναίκα.


Παρόλο που ο Τζαουμέτ είχε ταξιδέψει στη γη του Δούκα, δεν είχε ακούσει τίποτα γι΄ αυτήν την προκήρυξη. Εκείνο τον καιρό τα νέα δεν ταξίδευαν και πολύ γρήγορα και ο Τζαουμέτ το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει καβάλα την ημέρα, να τρώει το φτωχικό φαγητό που είχε φέρει μαζί του και να περνάει τις νύχτες του σε κάποιο πανδοχείο στην άκρη του δρόμου. Έτσι έφτασε στην Κοσεντάινα χωρίς να έχει διασχίσει καμία πόλη και η μόνη του επαφή με άνθρωπο ήταν με κανέναν μαγαζάτορα όταν σταματούσε να αναπληρώσει τις προμήθειές του.


Από την Κοσεντάινα, πάλι μέσα από λιβάδια, πέρασε δίπλα από τα βουνά Καρρασκάρ ντ’ Αλκόι που ήταν φορτωμένα με πυκνά δάση και αντηχούσαν από τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα μουγκρητά των θηρίων που έμεναν εκεί, μέχρι που έφτασε στο πέρασμα της Αϊγουέτα Αμάργα. Εκεί σταμάτησε το άλογό του και προς το Νότο είδε ένα πλατύ, πράσινο και καλλιεργημένο πλάτωμα που περικυκλωνόταν από ομιχλώδη βουνά. Είδε και μια πόλη, θα ήταν δεν θα ήταν τριών χιλιάδων κατοίκων, που στο κέντρο της είχε έναν λόφο που στολιζόταν από ένα όμορφο κάστρο. Αυτό ήταν το κάστρο του Φρεντερίκ δε λες Ντούες Άιγουες.


Ο Τζαουμέτ έκατσε λίγο ακίνητος πάνω στο άλογο του θαυμάζοντας την ηρεμία του πλατώματος και σκέφτηκε μήπως και ήταν αυτή η πόλη στην οποία θα έβρισκε τη γυναίκα που αναζητούσε. Το σκυλί, που μέχρι τώρα είχε πάει να κάτσει κάτω από έναν άρκευθο, πετάχτηκε ξαφνικά και άρχισε να γαβγίζει μανιασμένα. Με αυτό ο Τζαουμέτ συνήλθε από το ονειροπόλημά του και γύρισε να δει τον σκύλο του που τώρα γάβγιζε με σηκωμένη την τρίχα. Άκουσε και κάτι άλλο που ερχόταν από ένα αλσύλλιο πεύκων και βελανιδιών στα δεξιά του δρόμου, κάτω από τα γκρεμνά των βουνών Μπισκόι. Ήταν σαν κάτι μεγάλο να σερνόταν στο έδαφος συνοδευόμενο από έναν συριχτό και βραχνό ήχο που όσο πήγαινε και δυνάμωνε μέχρι που έγινε εκκωφαντικός. Ο Τζαουμέτ, ο σκύλος και το άλογο πάγωσαν από φόβο, κανείς τους δεν κουνούσε ούτε βλέφαρο. Και βέβαια τι ήταν, μα φυσικά ο εφτακέφαλος δράκος, που ήρθε να τους συναντήσει. Πάνω από τους θάμνους, ο Τζαουμέτ μπορούσε τώρα ξεκάθαρα να διακρίνει τα εφτά ανοικτά στόματα με τις εφτά φλεγόμενες γλώσσες τους, το βαρύ και μυώδες σώμα του δράκου γεμάτο λέπια και τα δυνατά , μπροστινά του πόδια με τα κοφτερά νύχια. Το άλογο τα είχε χάσει τόσο πολύ που παραλίγο να λυγίσουν τα γόνατά του, το σκυλί άρχισε το αλύκτισμα και τότε το τέρας επιτέθηκε.


Ο ψαράς δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Πήδηξε στο έδαφος, σήκωσε το ξίφος του και όρμησε στον δράκο με όλη του τη δύναμη. Τα εφτά κεφάλια του δράκου που είχαν ανοίξει τα στόματα τους έτοιμα να τον καταβροχθίσουν σταμάτησαν έκπληκτα. Ο Τζαουμέτ είχε αρχίσει να στριφογυρίζει το ξίφος του και η περιστρεφόμενη λεπίδα άρχισε να βγάζει έναν ήχο σαν αυτόν του ανέμου που φυσούσε δυνατά. Τότε ξάφνου, προς έκπληξη και του ίδιου του Τζαουμέτ, το ξίφος του έφυγε από τα χέρια και συνέχισε μόνο του προς τον δράκο κόβοντάς του και τα εφτά κεφάλια σαν να ήταν καρότα που ετοιμαζόντουσαν για στιφάδο. Τα κεφάλια έπεσαν στο έδαφος με τις κολασμένες τους γλώσσες να κρέμονται στο πλάι, ενώ το σώμα του δράκου άρχισε να συσπάται και να τεντώνεται με τέτοια δύναμη, που η ουρά του ξερίζωνε και κατέστρεφε ό,τι βρισκόταν στο διάβα της. Μετά από λίγο όμως οι σπασμοί σταμάτησαν και ο δράκος σωριάστηκε στο έδαφος νεκρός.


Ο Τζαουμέτ σήκωσε το ξίφος από το χώμα και το κοίταξε καλά. Ήταν περήφανος για τον εαυτό του και ταυτόχρονα θαύμασε πώς βρήκε το κουράγιο να κάνει μια τέτοια επίθεση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μοναδικές μάχες που είχε δώσει ήταν με τα κύματα και τους ανέμους: “Πρέπει όλο αυτό να ήρθε από το ξίφος”, σκέφτηκε, “μαγικό θα είναι”. Έπειτα, με την κοφτερή λεπίδα του ξίφους του έκοψε τις εφτά γλώσσες του θηρίου και τις πήρε μαζί του, ενθύμιο από αυτήν την αναμέτρηση. Βρήκε μια πηγή εκεί κοντά και ξέπλυνε το αίμα από το ξίφος και τις γλώσσες και τις φόρτωσε στη σέλα του. Σκούπισε τον ιδρώτα του αλόγου του, χάιδεψε τον σκύλο και με έναν μορφασμό αηδίας κοιτάζοντας για τελευταία φορά το ακέφαλο πτώμα του δράκου, συνέχισε τον δρόμο του. Χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του, έβαλε πορεία για το κάστρο.


Το πέρασμα της Αϊγουέτα Αμάργα ήταν όντως πολύ όμορφο. Προς το Νότο βρισκόταν ανάμεσα στο δάσος από βελανιδιές του Αλκόι στα αριστερά και στα γκρεμνά του Μπισκόι στα δεξιά. Ήταν απόλαυση, μετά από ένα μακρύ και σκληρό χειμώνα, να βλέπει κανείς το φως του ήλιου να διαχέεται παντού μαζί με τη φρέσκια μυρωδιά του εδάφους. Το πευκοδάσος είχε τριών ειδών πεύκα και τα χρώματά τους το έκαναν πραγματικό παράδεισο. Με τους αμέτρητους θάμνους, βελανιδιές και άρκευθους, μα και με την ποικιλία από θυμάρι, λεβάντα, δεντρολίβανο, άγριο τριαντάφυλλο και χαμομήλι, αυτός ο τόπος ήταν η χαρά κάθε ξυλοκόπου και φούρναρη!


Πράγματι, κάθε μέρα ένας συγκεκριμένος φούρναρης από το χωριό Ονίλ, πήγαινε και έκοβε τα πιο μυρωδάτα ξύλα για τον φούρνο του. Τον έλεγαν ελ Μπλανέτ (δηλαδή ο Μαλθακός) και ήταν άσκημος σαν βάτραχος. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο ελ Μπλανέτ, όπως και κάθε μέρα, επέστρεφε πίσω στο χωριό με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, όταν άκουσε τους ήχους της μάχης του Τζαουμέτ με τον δράκο. Πήγε και κρύφτηκε κάτω από έναν άρκευθο σαν νυφίτσα και άφησε τον γάιδαρό του να βοσκήσει ανενόχλητος: “Αχ, κάνε ο δράκος να φάει τον γάιδαρο και όχι εμένα”, σκέφτηκε. Αλλά πέρασε τέταρτο, πέρασε μισή ώρα και δεν ακουγόταν πια τίποτα, μόνο το αεράκι που φυσούσε τα κλαδιά. Ταραγμένος από αυτήν την ησυχία, ο ελ Μπλανέτ σκέφτηκε: “Μα τι μπορεί να συνέβη;” και πήγε να βρει τον γάιδαρό του και τον βρήκε, δίπλα στον κεντρικό δρόμο, να μυρίζει αυτό το απαίσιο, βρωμερό και ακίνητο πτώμα του δράκου.


Μέρες πριν, βέβαια, ο ελ Μπλανέτ είχε ακούσει την προκύρηξη του Δούκα και σαν είδε αυτό το θέαμα σκέφτηκε: “Τώρα την πιάσαμε την καλή!”. Πλησίασε τον δράκο και χωρίς να τον νοιάζει και πολύ, μιας και ήταν και χοντροκομμένος άνθρωπος, σήκωσε τα εφτά κεφάλια, τα φόρτωσε και αυτά στον γάιδαρο και κίνησε για το κάστρο του Δούκα. Είχε φροντίσει όμως να βουτήξει και το μικρό του τσεκούρι στο αίμα του δράκου πριν φύγει.


Καθώς διέσχιζε την πόλη, όλοι ενθουσιάστηκαν με τα νέα ότι είχε σκοτώσει τον δράκο και τώρα πήγαινε να δώσει τα κεφάλια στον Δούκα. Ο κόσμος έτρεξε να ειδοποιήσει τον δήμαρχο και τον παπά, ο οποίος και άρχισε να βαράει τις καμπάνες έτσι που δεν τις είχε ξανακούσει ποτέ η πόλη. Κάθε χτύπημα θα έλεγε κανείς πως ήταν και γέλιο χαράς! Φωνές επαίνων αντήχησαν σε ολόκληρη την πόλη καθώς ο ελ Μπλανέτ από το Ονίλ με τον παραφουσκωμένο του σάκο ανέβηκε την οδό Καρρίλ ίσια προς την είσοδο του κάστρου του Δούκα.


Έφτασε μπροστά στην πύλη, ξεπέζεψε από τον γάιδαρό του, που τον άφησε στη φροντίδα της φρουράς, και απαίτησε να δει τον άρχοντα του κάστρου. Οδηγήθηκε αμέσως μπροστά στον Δούκα, στη Δούκισσα, στην κόρη τους και σε όλους τους αυλικούς που περίμεναν με ανυπομονησία. Ο ελ Μπλανέτ τότε στάθηκε μπροστά τους, έκανε μια ατσούμπαλη υπόκλιση και άνοιξε τον σάκο του με αποτέλεσμα να κυλήσουν τα κεφάλια και να λερώσουν το ακριβό χαλί του Δούκα. Στη συνέχεια παρουσίασε και το μικρό του τσεκούρι: “Ααααα!” αναφώνησε όλη η αίθουσα με αηδία και τρόμο. Ο Δούκας τότε κάλεσε μπροστά του δυο συμβολαιογράφους, έναν κτηνίατρο, τρεις υπηρέτες και έναν γραμματέα. Οι υπηρέτες έβαλαν τα κεφάλια πάνω σ΄ ένα τραπέζι και ο κτηνίατρος πλησίασε να τα εξετάσει. Τα έπιασε καλά καλά παντού αλλά, έτσι ανόητος που ήταν, ούτε που κοίταξε στα στόματα τους:

Είναι αλήθεια, ανακοίνωσε με στόμφο, αυτά είναι τα κεφάλια του δράκου.

Ναι, αυτά είναι τα κεφάλια του δράκου, είπε ο δεύτερος συμβολαιογράφος.

Μεγαλειότατε, είπε και ο πρώτος συμβολαιογράφος, αυτά είναι τα εφτά κεφάλια του δράκου που τυραννούσε τόσο καιρό τον τόπο.

Καθισμένος σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα ο γραμματέας κατέγραφε σ΄ ένα χαρτί, τόσο κίτρινο όσο κι αυτός, ό,τι λεγόταν και συνέβαινε στην αίθουσα.


Έτσι λοιπόν, στεκόταν μπροστά στον Δούκα ο ελ Μπλανέτ, με τα στραβά του πόδια και το τσεκούρι του στο χέρι, με τους ανόμοιούς του ώμους, την πλακουτσωτή του μύτη και τα γυαλιστερά του μάτια κάτω από τα κατάμαυρα, σαν το εσωτερικό του φούρνου του, φρύδια. Ούτε που πρόσεξε τη δυσωδία που άρχισε να βγαίνει από τα κεφάλια του δράκου, είχε μάτια μόνο για την όμορφη σαν ρόδο και ντελικάτη σαν χειμερινό σιτάρι Ελιονόρ, την κόρη του Δούκα, που μόλις είχε κλείσει τα δεκαεφτά.


Σε όλη την αίθουσα επικράτησε τότε παγερή σιγή. Όλοι τους ήταν σοκαρισμένοι, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτό το πανέμορφο νεαρό πλάσμα που τους είχε κάνει όλους τόσο περήφανους με την αυτοθυσία της θα έπεφτε στα χέρια αυτού του πανάσχημου στραβοκάνη φούρναρη και η χαρά τους από τον θάνατο του δράκου μετατράπηκε σε απελπισία. Ο Δούκας Φρέντερικ τότε καθάρισε τον λαιμό του, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: “Φαίνεται πως είναι αλήθεια ότι αυτός ο άνδρας σκότωσε τον δράκο. Μιας και λοιπόν, σύμφωνα με την προκήρυξή μου, μας παρουσίασε τα εφτά κεφάλια εγώ, ο Δούκας και άρχοντας αυτού του τόπου, θα κρατήσω τον λόγο μου και θα δώσω το χέρι της θυγατέρας μου στον…”. Ακολούθησε μια αναμενόμενη παύση μιας και κανείς δεν είχε πει στον Δούκα το όνομα του φούρναρη. Τότε ο θρασύς άνδρας έκανε ένα βήμα μπροστά και με άλλη μια υπερβολική υπόκλιση είπε δυνατά: “Μεγαλειότατε, στον Τονέτ Καντό, παρατσούκλι ελ Μπλανέτ, φούρναρη από το χωριό Ονίλ”.


Α, αυτό παραπήγαινε, πρώτα αυτή η εμφάνιση και τώρα αυτό! Η Ελιονόρ λιποθύμησε επί τόπου στην αγκαλιά της μητέρας της η οποία ξέσπασε σε κλάματα. Ο Δούκας τότε πρόσταξε: “Αρκετά! Γυρίστε όλοι στις δουλειές σας! Και οδηγήστε τον μελλοντικό γαμπρό μου στον πύργο με τον ξενώνα”. Καθώς δυο υπηρέτες οδηγούσαν τον ελ Μπλανέτ στον ξενώνα, εκείνος χαμογέλασε πονηρά και σκέφτηκε: “Ήταν όντως καλή ιδέα να βουτήξω το τσεκούρι μου στο αίμα του δράκου”.


Σαν ο πρώτος ενθουσιασμός πέρασε, στην πόλη τώρα είχε γίνει σούσουρο η ελευθερία τους από τη δυναστεία του δράκου μα και η δυστυχία της όμορφης κόρης του Δούκα που θα παντρευόταν αυτόν τον άσχημο τιποτένιο: “Μην ήταν καλύτερα να την είχε φάει ο δράκος;” ακούστηκε να λέει μια νοικοκυρά.


Ακόμη έλαμπε το φως της μέρας όταν ο Τζαουμέτ κάλπασε στην πόλη σαν σωστός ιππότης πάνω στο περήφανο άλογό του, με το σπαθί του στο πλάι και το καθαρόαιμο σκυλί του να προχωρά υπάκουα δίπλα του. Είχε χασομερήσει στη διαδρομή του από την Αϊγουέτα Αμάργα, πότε γιατί σταμάτησε να τσιμπήσει κάτι, πότε γιατί μπήκε σε πανδοχείο να πιει και πότε για να ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο να θαυμάσει το τοπίο. Ρωτώντας τριγύρω, βρήκε ένα δωμάτιο να μείνει στο Οστάλ δε λα Κρέου, σε μια μικρή πλατεία. Βγαίνοντας να κάνει βόλτα στην όμορφη αυτή πόλη δεν πίστευε στ’ αυτιά του με αυτά που άκουσε. Πρώτα του προλάβε τα μαντάτα με κάθε λεπτομέρεια μια παρέα γυναικών: “Τουλάχιστον αν ο φούρναρης ήταν όμορφος σαν εσένα…” του είπε μάλιστα μία. Δεν σταματούσαν να κοιτούν όλες τον Τζαουμέτ, ειδικά αυτές που είχαν κόρες σε ηλικία παντρειάς:

Αυτό είναι το δημαρχείο, κύριε, τον πληροφόρησαν.

Ευχαριστώ πολύ, απάντησε και φτάνοντας τον φύλακα στην είσοδο, του είπε, θέλω να δω τον δήμαρχο.


Ο φύλακας οδήγησε τον Τζαουμέτ στον καλοντυμένο δήμαρχο, ο οποίος βλέποντας τον, πήδηξε από το κάθισμα του και τον ρώτησε: “Τι σε φέρνει στα μέρη μας, ευγενικέ ιππότη;”. Φανταστείτε την εμφάνιση του Τζαουμέτ για να του απευθύνει τον λόγο έτσι ο δήμαρχος, ο οποίος δεν ήταν και άπειρος από τη ζωή, ήταν στα περασμένα πενήντα:

Θέλω να πάω στο κάστρο του Δούκα, απάντησε ο Τζαουμέτ. Έχω κάποιες πληροφορίες για αυτόν τον… Τονί ελ Μπλανέτ και τον εφτακέφαλο δράκο.

Θα σε πάω εγώ ο ίδιος εκεί, του είπε ο δήμαρχος.

Ευχαριστώ κύριε. Μα πρώτα πρέπει να επιστρέψω στο Οστάλ δε λα Κρέου να πάρω ένα δώρο που έχω φέρει για τον Δούκα.


Ο Τζαουμέτ και ο δήμαρχος κατηφόρισαν προς το πανδοχείο, ακολουθούμενοι από δυο φρουρούς και ένα πλήθος περίεργων που όλο και μεγάλωνε. Από εκεί, όλοι μαζί άρχισαν ν΄ ανηφορίζουν προς το κάστρο χωρίς ν΄ακούγεται τίποτα και σαν έφτασαν στην πύλη το πλήθος ήταν πια πολύ μεγάλο και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους:

Λένε ότι θα κάνει μια σημαντική δήλωση.

Τι είδους δήλωση;

Για τον φούρναρη.

Α, τι λες;

Και τον δράκο.

Μπα, μπα, πολύ μυστήριο μου ακούγεται όλο αυτό.


Ο δήμαρχος οδήγησε τον νεαρό στην κεντρική αίθουσα όπου ο Δούκας καθόταν στον θρόνο του περιτριγυρισμένος από την Αυλή του. Η Δούκισσα και η κόρη της είχαν αποσυρθεί στα διαμερίσματα τους.


Πριν την άφιξη του Τζαουμέτ, όλοι συζητούσαν έντονα την άρνηση της Ελιονόρ να παντρευτεί τον ελ Μπλανέτ επειδή εκτός από άσκημος ήταν ήδη μεσόκοπος. Αλλά ο Δούκας ήταν ανένδοτος:

Θα κρατήσω τον λόγο μου!

Μα πώς Μεγαλειότατε; τόλμησε να διαφωνήσει ένας αυλικός, αυτό θα είναι θανατική καταδίκη για την γλυκιά μας Ελιονόρ, και χρησιμοποιώντας μια λαϊκή έκφραση συνέχισε, θα είναι πιο νεκρή κι από νεκρή.


Τότε ο Τζαουμέτ και ο δήμαρχος ζήτησαν ακρόαση από τον Δούκα. Οδηγήθηκαν μπροστά στον Δούκα και εκείνος έκανε νόημα στον δήμαρχο να μιλήσει:

Άρχοντά μου, σου παρουσιάζω αυτόν τον ιππότη, τον Τζαουμέτ δε λα Μπάρκα Νόβα, ο οποίος και επιθυμεί να σας πει την αλήθεια για τον θάνατο του δράκου, είπε ο δήμαρχος, προφανώς επινοώντας τον ψευτοτίτλο δε λα Μπάρκα Νόβα.

Κι άλλη αλήθεια; είπε μπερδεμένος ο άρχοντας του τόπου, σε διαβεβαιώ δήμαρχε πως την ακούσαμε την αλήθεια. Είδαμε τα κεφάλια του δράκου και είδαμε και το αίμα του στο τσεκούρι του φούρναρη.

Καλά όλα αυτά Μεγαλειότατε, είπε με σεβασμό αλλά και λίγο ενοχλημένος ο δήμαρχος. Σας μεταφέρω ότι ο ιππότης δε λα Μπάρκα Νόβα που στέκεται μπροστά σας, μου ζήτησε να σας ενημερώσω. Αν επιτρέπετε, μπορεί αυτός να σας διαφωτίσει περαιτέρω.

Μίλα ιππότη, πρόσταξε ο Δούκας στον Τζαουμέτ, ο οποίος μέχρι τότε περίμενε υπομονετικά με τον σάκο του στο χέρι.

Η αλήθεια είναι άρχοντά μου, είπε χωρίς περικοκλάδες, πως εγώ σκότωσα τον δράκο και πως εγώ πρέπει να έχω την τιμή να παντρευτώ την εξαιρετική σου θυγατέρα.


Απότομη σιγή πλημμύρισε την αίθουσα, που ακολουθήθηκε από αναστεναγμούς ικανοποίησης.


Σιωπή! διέταξε ο Δούκας και σηκώθηκε παίρνοντας στάση πολεμιστή. Πολύ φοβάμαι Τζαουμέτ δε λα Μπάρκα Νόβα πως κάποιο λάθος κάνεις, δεν μπορεί να είσαι εσύ ο σφαγέας του δράκου, αν και θα το ήθελα πολύ. Έχω στην κατοχή μου τα εφτά κεφάλια του δράκου που μου τα έφερε ένας φούρναρης, απόδειξη πως αυτός σκότωσε τον δράκο.

Συγχωρέστε με Μεγαλειότατε, είπε ο Τζαουμέτ χαμογελώντας, αλλά ο φούρναρης δεν σας έφερε ολόκληρα τα εφτά κεφάλια. Αλήθεια είναι πως έχετε τα εφτά κεφάλια, όπως αλήθεια είναι ότι εγώ έχω τις εφτά γλώσσες τους!

Πώς! ακούστηκε απ΄ όλη την αίθουσα.

Ζήτω ο Ιππότης από τη Μπάρκα Νόβα! πανηγύρισαν αμέσως.


Έφεραν πάλι τα κεφάλια στο τραπέζι και ο κτηνίατρος αυτή τη φορά άνοιξε τα στόματά τους με μια τανάλια και όντως, οι γλώσσες τους έλειπαν. Ο Τζαουμέτ τότε άνοιξε τον σάκο του και ο κτηνίατρος έβγαλε τις γλώσσες του δράκου μία μία και τις κράτησε ψηλά να τις θαυμάσουν όλοι: “Φέρτε μπροστά μου τον φούρναρη!”, είπε τότε εξοργισμένος ο Δούκας. Τον έφεραν, πίσω από τους δυο συμβολαιογράφους και στην αίθουσα τώρα κυριαρχούσε νεκρική σιγή, όλοι είχαν αγωνία να δουν τι θα συνέβαινε. Ο Τζαουμέτ ίσα που κουνήθηκε, απλά χαμογέλασε και δεν έβγαλε άχνα:

Μου έφερες τα εφτά κεφάλια ολόκληρα; ρώτησε παγωμένα ο Δούκας τον φούρναρη, ο τόνος του ήταν ξεκάθαρα εχθρικός.

Ναι Μεγαλειότατε, είπε ο παλιάνθρωπος.

Λες ψέματα! Λείπουν οι γλώσσες τους!

Ο Τονί Καντό, ο ελ Μπλανέτ είχε τότε το θράσος να πάει και να κοιτάξει καθένα από τα εφτά κεφάλια για να σιγουρευτεί. Σαν είδε όμως πως ήταν αλήθεια, άρχισε να τρέμει ολόκληρος. Του δείξανε και τον σάκο του Τζαουμέτ…:

Ξέρεις τι κάνω εγώ τους ψεύτες; ρώτησε αυστηρά ο Δούκας.

Όχι Μεγαλειότατε.

Τους κρεμάω από τον ψηλότερο πύργο!

Συγχωρέστε με αφέντη μου, παρακάλεσε ο ελ Μπλανέτ γονατίζοντας, από αγάπη για την κυρά Ελιονόρ τα έκανα όλα.


Ο Δούκας είχε χαρεί τόσο πολύ που ξεφορτώθηκε αυτόν τον γαμπρό που τον συγχώρεσε αλλά με έναν όρο: Με την απειλή της εκτέλεσης, ο ελ Μπλανέτ από δω και μπρος θα αρκείται στον φούρνο του, στο αλεύρι και στα καυσόξυλά του και ποτέ, μα ποτέ δεν θα ξανακάνει άλλη ατιμία που να ρεζιλέψει τους κατοίκους του Ονίλ.


Λίγες μέρες μετά, μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και γιορτής, ο Τζαουμέτ και η Ελιονόρ παντρεύτηκαν. Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν στον Πύργο Πρίμα απ΄ όπου έβλεπαν πέρα μακριά στον ορίζοντα και τα βράδια έφτανε το πιο αρωματικό αεράκι από τα χωράφια των τριφυλλιών. Οι δημόσιες γιορτές κράτησαν μέρες και το ζευγάρι πέρασε αρκετές ευτυχισμένες εβδομάδες εκεί. Μα το ανήσυχο πνεύμα του Τζαουμέτ άρχισε πάλι να αναζητά περιπέτεια. Μια μέρα καβάλησε το άλογό του, πήρε το ξίφος του και τον πιστό του σκύλο, που περνούσαν ζωή χαρισάμενη με τη φροντίδα του δουκάτου, και κίνησε να εξερευνήσει την περιοχή. Θα γινόταν άρχοντας του τόπου άλλωστε, όταν ερχόταν η ώρα, οπότε αυτή η κίνηση ήταν απόλυτα φυσιολογική.

Είπε να πάει και μέχρι το χωριό Ονίλ, που δεν απείχε και πολύ. Με χαλαρό καλπασμό και με το σκυλί του να τρέχει ευτυχισμένο στο πλάι του, πλησίασε το χωριό μια μέρα του Ιουνίου. Τα περήφανα βουνά του Ονίλ ορθώθηκαν μπροστά του, στη μέση των βάλτων μπορούσε να διακρίνει την Λιάκ δελς Ουλλιάλς με τις μαυρόκοτες και τις αλκυόνες της και πέρα από αυτήν να σου και το χωριό. Φαινόταν εντυπωσιακό και μυστηριώδες έτσι όπως ήταν ανάμεσα σε δυο μεγαλειώδεις χαράδρες.


Είχε σχεδόν φτάσει στο χωριό όταν στα δεξιά του, στην είσοδο του χωριού, παρατήρησε ένα παράξενο κτίσμα. Ήταν περικυκλωμένο από έναν μεγάλο κήπο με πράσινους τοίχους και μέσα φαινόντουσαν οι κορυφές πολλών δέντρων. Από τα δέντρα αυτά ερχόντουσαν τα τραγούδια καρδερίνων και αηδονιών και το αεράκι έφερνε μέσα από τον κήπο το άρωμα ρόδων, βιολετών και παπαρούνων. Του Τζαουμέτ του φάνηκε σωστός παράδεισος, μα η αλήθεια ήταν ότι εκεί έμενε μια μάγισσα. Είχε εγκατασταθεί εκεί πριν από εκατό χρόνια, φεύγοντας από το προηγούμενο σπίτι της, μια μεγάλη υδάτινη λακούβα στη ζάρα ενός βουνού. Τώρα είχε τη φήμη μιας μοναχικής γυναίκας που σπάνια την έβλεπε κανείς και ποτέ κανείς δεν είχε δει τους υπηρέτες της.


Ο Τζαουμέτ σταμάτησε το άλογο του έξω από την είσοδο και τότε άκουσε μια μελωδική γυναικεία φωνή να του λέει: “Έλα μέσα ιππότη, έλα μέσα και θα ακούσεις το πουλί που μιλάει”. Έχοντας εμπιστοσύνη στην ανδρεία του, ο Τζαουμέτ μπήκε μέσα καβάλα στο άλογο, με το σκυλί στο πλευρό του. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά μα τα μόνα φτερωτά πλάσματα που είδε ήταν αυτά που κελαηδούσαν στα κλαδιά των ακακιών, των δαφνών και των λευκών. Κάλπασε γρήγορα μέχρι το σπίτι, ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο σ΄ ένα δέντρο και τον σκύλο στο χαλινάρι του αλόγου και χτύπησε την πόρτα. Ξαφνικά, από το πουθενά τον περικύκλωσαν φλόγες, είχε μαγευτεί! Ακούστηκε τότε και ένα τρομερό, χαιρέκακο γέλιο.


Σαν ξύπνησε ο ψαράς, σαν από όνειρο, βρισκόταν σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη αγάλματα κυριών και ιπποτών. Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά δεν μπορούσε. Η πλέον πέτρινη καρδιά του στενοχωρήθηκε πολύ και το πέτρινο μυαλό του ανέτρεξε τώρα στους γονείς και στον αδερφό του, μα πιο πολύ στην όμορφη γυναίκα του, που θα θρηνούσε την εξαφάνισή του.


Στο μεταξύ, πίσω στη Δένια, η ζωή περνούσε, ως συνήθως, ακριβώς όπως την είχε αφήσει ο Τζαουμέτ παρόλο που η Τζορντίνα, όπως όλες οι μητέρες, ανησυχούσε διαρκώς. Βλέπετε, με την μια και την άλλη περιπέτεια, με τον γάμο του και την καινούρια του ζωή, ο Τζαουμέτ είχε αμελήσει να γράψει γράμμα σπίτι. Δεν είχε περάσει και τόσος καιρός και, παρόλο που είχαν ξαναπεράσει διαστήματα μακριά, κάθε μέρα που περνούσε φαινόταν χρόνος στην Τζορντίνα και θα ήθελε να είχε νέα του γιου της.

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ο Τζουάν Μπατίστε έβγαλε το μουλάρι στις λεμονιές να ανακατέψουν το χώμα. Και, όπως κάθε άλλη μέρα, κοίταξε και το ξίφος που παρέμενε στη θέση του. Αλλά σήμερα ήταν διαφορετικά, το ξίφος είχε σκουριάσει: “Αυτό σημαίνει ότι ο αδερφός μου βρίσκεται σε κίνδυνο!” σκέφτηκε με τρόμο ο Τζουάν Μπατίστε. Έτρεξε γρήγορα πίσω στο σπίτι κι ενημέρωσε την Τζορντίνα, ο Τζάουμε έλειπε στη θάλασσα κι ετοιμάστηκε αμέσως να πάει να βρει τον Τζαουμέτ:

Αφού δεν ξέρουμε πού είναι, έκλαψε η Τζορντίνα.

Δεν ξέρουμε αλλά μπορούμε να μάθουμε. Έχουμε ένα καταπληκτικό σκυλί, σίγουρα θα μπορέσει να ακουλουθήσει μυρωδιές.

Και ο Τζουάν Μπατίστε πήγε τον σκύλο του στο δωμάτιο του Τζαουμέτ, τον έβαλε να μυρίσει τα σεντόνια και τα ρούχα του και του είπε: “Πήγαινε τώρα να βρεις τα ίχνη!”. Έπειτα σήκωσε το σκουριασμένο ξίφος, έβαλε κάτι προμήθειες σ΄ ένα σάκο μαζί με μια κουβέρτα από την Μορέγια, καβάλησε το άλογο του και πήγε να βρει τον αδερφό του. Ήταν πράγματι θαυμάσιο να έβλεπε κανείς το σκυλί να μυρίζει πότε το χώμα, ύστερα να σηκώνει τη μουσούδα του στον αέρα και να τρέχει προς την κατεύθυνση του Πέγο. Σαν έφτασαν εκεί, γύρω στο μεσημέρι, πήραν τον δρόμο που οδηγούσε στην Κοιλάδα Γκαγινέρα. Ο Τζουάν Μπατίστε κάλπασε και κάλπασε, πάντα ακολουθώντας τον σκύλο και πότε σταματούσε να φάει και πότε να κοιμηθεί σε κανένα πανδοχείο στην άκρη του δρόμου, ώσπου μετά από τέσσερις ημέρες ταξιδιού έφτασε στο πέρασμα της Αϊγουέτα Αμάργα. Όπως είχε κάνει κάποτε κι ο αδερφός του, στάθηκε λίγο να θαυμάσει το τοπίο.


Αν και έμοιαζαν σε εμφάνιση, ο Τζουάν Μπατίστε δεν ήταν τόσο ανοικτός και ομιλητικός όσο ο Τζαουμέτ. Όπως όλοι οι καλοί εργάτες της γης, άνοιγε το στόμα του να πει κάτι μόνον όταν είχε κάτι αξιόλογο να πει, κατά τ΄ άλλα ήταν σιωπηλός και μαζεμένος. Έτσι, όταν έφτασε στην πόλη Καστάγια στην βάση του κάστρου του Δούκα, είχε σκεφτεί απλά να ακούσει τους κατοίκους κι αν προέκυπτε να έκανε και καμιά ερώτηση για τον αδερφό του. Η συμπεριφορά του σκύλου, του έλεγε ότι βρισκόταν κάπου κοντά. Ανησυχούσε για τον αδερφό του αλλά καταλάβαινε πως όσο περισσότερο βιάζεται κανείς τόσο περισσότερο πρέπει και να προσέχει.


Μπήκε στην πόλη από έναν στενό δρόμο, με τα σπίτια να ορθώνονται αριστερά και δεξιά του. Σάστισε τότε σαν άκουσε τον κόσμο να τον κοιτά και να λέει: “Κοίτα! Γύρισε ο Ιππότης Τζαουμέτ!”. Άκουσε και μια νοικοκυρά που ακουμπούσε στην πόρτα της να λέει: “Να ο γαμπρός του Δούκα, γύρισε!”. Σκέφτηκε τότε ο Τζουάν Μπατίστε: “Άρα ο Τζαουμέτ πρέπει να παντρεύτηκε και μάλιστα να καλοπαντρεύτηκε. Το γεγονός όμως παραμένει πως το ξίφος έχει σκουριάσει και ο αδερφός μου κινδυνεύει” και κάλπασε μέχρι το κάστρο όπου φρουροί και αυλικοί τον υποδέχτηκαν θερμά:

Καλώς μας ήρθατε πίσω Τζαουμέτ! είπε ένας.

Καλωσορίσατε! είπε άλλος.

Δεν είμαι ο Τζαουμέτ, απάντησε τότε εκείνος, είμαι ο Τζουάν Μπατίστε, ο δίδυμος αδερφός του.

Και όλοι τον κοίταξαν καλά καλά. Οι υπηρέτες φρόντισαν το σκυλί και το άλογό του και τον οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου όπου και συστήθηκε και αφηγήθηκε την ιστορία του με λόγια απλά. Παρόλη τη διαφορά στον ρουχισμό του, ο Δούκας, η Δούκισσα και η Ελιονόρ δεν μπορούσαν να πιστέψουν την ομοιότητα μεταξύ τους! Η νεαρή νύφη σχεδόν έπεσε στην αγκαλιά του μόλις τον είδε. Σαν ο Τζουάν Μπατίστε περιέγραψε και την κατάσταση με το σκουριασμένο ξίφος, βαθύς προβληματισμός επικράτησε στην αίθουσα. Είχαν ν΄ ακούσουν νέα του Τζαουμέτ από τότε που έφυγε να εξερευνήσει την επαρχία και τώρα στ’ αλήθεια ανησυχούσαν:

Ναι, επανέλαβαν, ναι. Πρέπει να τον έχει βρει μεγάλο κακό.

Και γι΄ αυτόν τον λόγο, είπε αποφασιστικά ο Τζουάν Μπατίστε, δεν πρέπει να καθυστερήσω άλλο εδώ και να πάω να τον βρω ακολουθώντας τα χνάρια του με το σκυλί μου.


Μετά από μια μικρή ανάπαυλα για ανεφοδιασμό, ο Τζουάν Μπατίστε με το άλογο, το σκυλί και το ξίφος του, κίνησε να βρει τον αδερφό του. Στο κάστρο έδωσαν στον σκύλο να μυρίσει και πιο πρόσφατα φορεμένα ρούχα του Τζαουμέτ. Αυτή τη φορά, αντί το σκυλί να βγει από την κεντρική πύλη, βγήκε από μια μικρότερη πύλη στην πίσω μεριά της πόλης που οδηγεί σε λόφους και βάλτους που χωρίζουν αυτή την πόλη από τη γειτονική.


Ο Τζουάν Μπατίστε πέρασε τους βάλτους και πριν μπει στο Ονίλ σταμάτησε μπροστά την πύλη τού μυστηριώδους σπιτιού με τον μεγάλο κήπο. Άκουσε κι αυτός την φωνή να τον προσκαλεί να δει το πουλί που μιλάει. Πρώτο στον κήπο μπήκε το σκυλί και στο κατόπι του μπήκε και ο Τζουάν Μπατίστε που, όπως και ο αδερφός του, δεν είδε πουθενά αυτό το πουλί που μιλούσε, πράγμα που τον ανησύχησε πολύ. Σε εγρήγορση πια, ήταν πολύ πιο προσεκτικός από τον αδερφό του και παρέμεινε καβάλα στο άλογο με το σκυλί από κοντά προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια γύρω του. Δεν πλησίασε την πόρτα του σπιτιού, παρά έστειλε το σκυλί να μυρίσει εκείνη την περιοχή. Ξάφνου, από κάτι κοντινούς θάμνους άκουσε ένα θρόισμα, σαν κάποιος να περπατούσε στις μύτες των ποδιών του για να μην τον ακούσουν: “Πάρτο!” φώναξε σοφά ο Τζουάν Μπατίστε στον σκύλο του κι αυτός μ΄ έναν σάλτο έχωσε τη μουσούδα του μέσα στον θάμνο κι έσυρε έξω από το λαιμό τη μάγισσα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που της γριάς μάγισσας της έπεσε το μαγικό ραβδί και δεν μπορούσε να κάνει μαγικά. Έτσι, μιας και δεν ήταν μαγεμένος, ο Τζουάν Μπατίστε γονάτισε δίπλα της και της έκοψε το κεφάλι μεμιάς. Η γριά μάγισσα είχε πια πεθάνει. Μετά άκουσε το σκυλί που μιξόκλαιγε και το ακολούθησε μέσα στο σπίτι από τη μισάνοιχτη πόρτα. Παντού γύρω του είδε αγάλματα που περισσότερο του φάνηκαν σαν να κοιμόντουσαν και για κάποιο λόγο του ήρθε η ιδέα να τους χαϊδέψει τα μάγουλα. Κάθε άγαλμα τότε ξαναζωντάνευε παίρνοντας ανάσα. Το ίδιο έκανε και στον αδερφό του ο οποίος σαν είδε τον Τζουάν Μπατίστε μπροστά του τον αγκάλιασε θερμά και μια καινούρια αγάπη γι΄ αυτόν φώλιασε στην καρδιά του.


Όλα τα ζωντανεμένα αγάλματα, που τώρα ήταν κανονικοί άνθρωποι, γέμισαν γέλια χαράς όλη την αίθουσα και έτρεξαν να βγουν από το σπίτι. Σαν είδαν το πτώμα της μάγισσας να συρρικνώνεται μέχρι που έγινε σκόνη και σκορπίστηκε πάνω από μηλιές και ποτάμια, καινούρια αναφωνήματα χαράς γέμισαν τον κήπο. Ευχαρίστησαν όλοι τον σωτήρα τους ξανά και ξανά και πήγαν όλοι σπίτια τους. Σαν έμειναν μόνα τους τα δύο αδέρφια, είπε ο Τζουάν Μπατίστε: “Αδερφέ μου, πρέπει να βρούμε το άλογο και το σκυλί σου”. Δεν είχε καλά καλά προφτάσει να τελειώσει την πρότασή του και το σκυλί του έτρεξε μέσα στον κήπο και έφερε το σκυλί και το άλογο του Τζαουμέτ τραβώντας το από το χαλινάρι.


Πήραν τον δρόμο της επιστροφής όλοι μαζί για το κάστρο του Δούκα και τα δυο αδέρφια διηγήθηκαν ο ένας στον άλλο τι είχαν περάσει και ειδικά ο Τζαουμέτ:

Ήταν μεγάλη έκπληξη που με υποδέχτηκαν σαν κάποιον σημαντικό, είπε ο Τζουάν Μπατίστε. Το σκυλί με οδήγησε στο κάστρο μα οι φρουροί με πήγαν στον Δούκα. Αλλά με ξέρεις, κράτησα το στόμα μου κλειστό. Το μόνο που ήθελα ήταν να σε βρω σώο.

Λοιπόν, τώρα που ξέρεις όλη την ιστορία, καταλαβαίνεις πόσο τυχερός στάθηκα.


Ο Τζουάν Μπατίστε ήταν πράγματι χαρούμενος για την καλή τύχη του αδερφού του και τον συγχάρηκε ξανά και ξανά. Τότε ο Τζαουμέτ ρώτησε για τον πατέρα και τη μητέρα του και τη ζωή στη Δένια: “Όλα είναι όπως τα ξέρεις, όπως τα άφησες. Θα τους διηγηθώ όλη την ιστορία σου σαν γυρίσω”.


Όταν έφτασαν στο κάστρο ο Δούκας και η οικογένειά του θαύμασαν την ομοιότητα των αδερφών. Ο Τζαουμέτ τους διηγήθηκε τι του είχε συμβεί και σταυροκοπήθηκαν και ευχαρίστησαν τον Θεό που ήταν καλά. Τότε, ο Δούκας και η Δούκισσα που είχαν συγκινηθεί με την αγάπη του Τζουάν Μπατίστε για τον αδερφό του, του πρότειναν να τον κάνουν ιππότη και να του δώσουν για γυναίκα μια από τις κοπέλες της Αυλής. Εκείνος όμως αρνήθηκε ευγενικά μιας και το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στη Δένια και να συνεχίσει ζει την απλή ζωή του. Γύρισε στ΄ αγαπημένα του ευωδιαστά παρτέρια, στη δουλειά του με το χώμα και παντρεύτηκε μια κοπέλα όμορφη και δουλευταρού. Και ο Τζάουμε, αυτός που έπιασε την Μητέρα των Ψαριών, θα ήταν ο τελευταίος ψαράς της οικογένειας.


Έτσι ο Τζάουμε, η Τζορντίνα, ο Τζαουμέτ και ο Τζουάν Μπατίστε, όλοι τους έζησαν τις ζωές που τους ήταν γραφτό να ζήσουν.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...