Ολίβια
Είμαι πίσω απ’ το τιμόνι. Φοράω ένα μαύρο καπέλο με καμπυλωτό γείσο που περιορίζει ελαφρώς το οπτικό μου πεδίο. Τα ρούχα μου είναι και αυτά μαύρα. Είμαι ήρεμος. Αν απομονώσω τους εξωτερικούς ήχους μπορώ να ακούσω το αίμα να κυματίζει ήρεμα μέσα στις φλέβες μου. Με βλέπω και εμένα εκεί, καθισμένο σε μια βάρκα που την παρασέρνει το ρεύμα. Το ραδιόφωνο είναι κλειστό.
Κάθεται δίπλα μου. Δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό να μιλάει. Δεν αντέχω τη φωνή της. Μιλάει συνέχεια για τη δουλειά της, τους φίλους της, την οικογένειά της, για μέρη που δεν έχει επισκεφτεί. Παραπονιέται για τα θέλω της και τη ζωή της. Για τον εαυτό της. Παραπονιέται ασταμάτητα. Δεν την αντέχω. Κάθε της πρόταση, κάθε της λέξη, κάθε της ήχος μου τρυπάει το δέρμα και χαλάει την ηρεμία μου.
Προφασίστηκα πως ήθελα να ξεκουράσω λίγο τα μάτια μου. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Την κοίταξα ανέκφραστος. Μου είπε πως σοβάρεψα απότομα. Πέρασα τα χέρια μου στο λαιμό της και την χάιδεψα απαλά στη βάση του κεφαλιού της. Άρχισα να τη σφίγγω. Στην αρχή της άρεσε. Το θεώρησε ηδονικό παιχνίδι ίσως. Συνέχισα να τη σφίγγω όλο και περισσότερο. Στην προσπάθειά της να με σταματήσει, έπιασε με τα χέρια της τους καρπούς μου και άρχισε να με χτυπά με όση δύναμη είχε. Τι κρίμα να μην είναι δυνατή. Αν ήταν, δεν αφηγούμουν αυτή την ιστορία.
Το πρόσωπό μου παρέμεινε ανέκφραστο. Τα μάτια της άρχισαν να γουρλώνουν όσο έφευγε η τελευταία ανάσα από μέσα της. Οι φλέβες στο κούτελό της ήθελαν μάταια να εκραγούν για να αφήσουν λίγο οξυγόνο να εισχωρήσει στον εγκέφαλό της. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και θα τελειώσει μωρό μου, της ψιθύρισα. Η δύναμη από τα χέρια της αποχώρησε και χάθηκε στην ατμόσφαιρα. Το κόκκινο κραγιόν των χειλιών της, σκούρυνε από την ασφυξία. Τα σχιστά της μάτια έμειναν να με κοιτούν με μια ευχαρίστηση αποτυπωμένη πάνω τους. Η ομιλία της, οι επιθυμίες της, τα λόγια της, τα παράπονά της, είχαν σβήσει. Ήταν ελεύθερη πλέον.