1.Μῆνις Ο Θυμός που Γέννησε την Ιστορία
Ένας Θυμός για Όλη την Ανθρωπότητα
«Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος...»
(Τη μῆνιν τραγούδα, θεά, του Πηλείδη Αχιλλέα…)
– Ιλιάδα, Ραψωδία Α΄, στίχος 1
Έτσι ξεκινά η Ιλιάδα, με θυμό.
Από όλους τους τρόπους να ξεκινήσεις ένα έπος, ο Όμηρος διάλεξε τον πιο σπαρακτικό: όχι τη δόξα, όχι την περιπέτεια, όχι τον ηρωισμό — αλλά τον θυμό. Όχι με έναν ύμνο στην ανδρεία. Ούτε με μια γενεαλογία βασιλιάδων. Ούτε με μάχη.
Κι όχι απλό θυμό· μῆνις, θεϊκή οργή, βαθύτατα προσωπική και αμετάκλητη. Η πρώτη λέξη της Ιλιάδας δεν είναι ουδέτερη. Είναι εμπρηστική. Γιατί ο Πηλείδης θύμωσε τόσο που άφησε πίσω του συμπολεμιστές, ιδανικά και ολόκληρο το πεπρωμένο του;
Μάλιστα, με τη θεϊκή λέξη μῆνις — λέξη ιερή, βαριά, ασυγχώρητη. Θυμός που δεν είναι περαστικός, αλλά χτίζει ιστορία.
Γιατί ο Αχιλλέας θύμωσε; Και γιατί αυτός ο θυμός, όχι μόνο του στέρησε τη δόξα, αλλά τον οδήγησε σε μια εσωτερική καθαρτήρια κάθοδο που ακόμη και σήμερα συγκλονίζει;
Ο Αχιλλέας δεν είναι ένας απλός ήρωας. Είναι ένας Άνδρας που Πληγώθηκε. Η Βρισηίδα ήταν η αφορμή, όχι η αιτία. Ο Αχιλλέας δεν αποσύρεται από τη μάχη γιατί του πήραν τη γυναίκα — αλλά γιατί του πήραν τον σεβασμό. Ο Αγαμέμνονας, χρησιμοποιώντας τη δύναμη της εξουσίας, του άρπαξε το γέρας του, το έπαθλο τιμής του, μπροστά σε όλους. Δεν ήταν απλώς μια ταπείνωση. Ήταν μια δημόσια ύβρις. Κι ο Αχιλλέας, όσο γενναίος κι αν ήταν, δεν μπορούσε να την δεχτεί.
Τι ήταν λοιπόν ο Θυμός του Αχιλλέα είναι ερωτική πληγή ή Ύβρις εξουσίας;
Η πρώτη εξήγηση που θα δώσουν οι πολλοί είναι «η Βρισηίδα». Η σκλάβα που του την πήραν. Μα αν ήταν μόνο πόθος, θα είχε περάσει. Αν ήταν απλώς μια ερωτική προσβολή, δε θα παρέλυε ολόκληρο το μέτωπο των Αχαιών.
Ας το θέσουμε αλλιώς:
Ο Αχιλλέας δεν θύμωσε γιατί του πήραν τη γυναίκα. Θύμωσε γιατί του πήραν τον σεβασμό. Ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των βασιλέων, τον ταπείνωσε μπροστά σε όλους. Του αφαίρεσε το «γέρας» του, το έπαθλο τιμής. Και χειρότερα: του έδωσε εντολή. Σαν να ‘ταν απλός μισθοφόρος.
«Ἀλλὰ σύ, θεᾶ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ἧλθες ἐκ τοῦ οὐρανοῦ…»
(Μα εσύ, θεά γλαυκομάτα Αθηνά, ήρθες απ’ τον ουρανό…)– Ιλιάδα, Α΄, 197–198
Αν δεν ερχόταν η Αθηνά να τον συγκρατήσει, θα τον σκότωνε επί τόπου. Η Αθηνά κατεβαίνει προσωπικά να τον συγκρατήσει. Κρατάει το σπαθί του μη χυθεί αίμα Έλληνα από χέρι Έλληνα. Ο θυμός του δεν είναι παιδικό πείσμα. Είναι βαθιά υπαρξιακός. Γιατί ο Αχιλλέας ήταν αυτός που δεν ήθελε απλώς να πολεμήσει — ήθελε να έχει τιμή. Κι όταν του τη στέρησαν, γύρισε την πλάτη σε όλους. Και γι’ αυτό, όταν κανείς από τους συμπολεμιστές του δεν πήρε το μέρος του μπροστά στην προσβολή του Αγαμέμνονα, λύγισε μέσα του. Είχε μάθει να δίνει σεβασμό. Τον απαιτούσε κιόλας. Ήταν ο πρώτος των πρώτων — όχι μόνο στο ξίφος, αλλά και στο ήθος.
Ο Άνδρας που Δεν Ήθελε το Όνομά του να Βρωμίσει
Όσοι μιλούν για αλαζονεία, ξεχνούν όμως τη στάση του στη θυσία της Ιφιγένειας. Όταν αποκαλύφθηκε ότι χρησιμοποιούσαν το όνομά του για να πείσουν την Ιφιγένεια να έρθει στην Αυλίδα — δήθεν για να την παντρευτεί — αγανάκτησε και στάθηκε απέναντι. Ο Αχιλλέας μπορεί να ήταν σκληρός, αλλά είχε ηθικό πυρήνα. Ήθελε να υπηρετεί έναν κόσμο που είχε τάξη. Όχι να γίνει πιόνι σε βρώμικα σχέδια.
Πίσω από την Αποχώρηση, μια Κατάθλιψη
Ο Αχιλλέας φεύγει από τον πόλεμο, αλλά όχι από τον πόνο. Καταφεύγει στη Θέτιδα, την αθάνατη μητέρα του. Της μιλά σαν παιδί, σαν αγόρι πληγωμένο. Η σκηνή δεν είναι απλώς λυρική. Είναι σπαρακτική. Και κάπου εκεί, στον αντίλαλο αυτής της απόσυρσης, πλάθεται η σιωπή του Αχιλλέα. Δεν πολεμά, δεν μιλά, δεν συγχωρεί. Μένει ακίνητος. Μέχρι να ξυπνήσει ξανά ο θυμός, αυτήν τη φορά όχι από προσβολή, αλλά από απώλεια.
Ο Θάνατος του Πάτροκλου – Η Πραγματική Αχίλλειος Πτέρνα
Όχι. Δεν ήταν η φτέρνα του το ευάλωτο σημείο. Ήταν η καρδιά του. Ο Πάτροκλος δεν ήταν απλώς φίλος. Ήταν ο αδελφός της ψυχής του. Το «έτερος εγώ» του όπως είπε ο Πυθαγόρας όταν ρωτήθηκε αιώνες μετά: τι είναι
