Η πλάνη του Οδυσσέα Όταν η ψυχή ξεχνά τον εαυτό της
Πλάγχθη.
Μια λέξη αρχαία, μία λέξη με ήχο θραύσης και απώλειας. Δεν σημαίνει απλώς «περιπλανήθηκε», αλλά «παρασύρθηκε», «σκορπίστηκε», «χάθηκε». Όταν ο Όμηρος επιλέγει τη λέξη αυτή για να περιγράψει τον Οδυσσέα, δεν μας λέει απλώς ότι ταξίδεψε πολύ. Μας λέει ότι κάτι μέσα του διαλύθηκε. Ότι ο ήρωας έζησε την πτώση.
Πλάγχθη — γιατί η ψυχή, όταν αποσπαστεί από την Πηγή, όταν ξεχάσει ποια είναι, όταν μπερδέψει την ταυτότητά της με ρόλους, τίτλους, εικόνες, τότε χάνεται στα κύματα του κόσμου. Και ο Οδυσσέας, αν και νικητής του Τρωικού πολέμου, δεν επιστρέφει στο σπίτι του θριαμβευτής. Επιστρέφει πλάνητας. Γιατί πρώτα έπρεπε να χαθεί.
Η πλάνη είναι η αρχή της μύησης.
Ο Οδυσσέας είναι ο πρώτος μεγάλος ήρωας της πλάνης — ο πρώτος άνθρωπος που ξεχνά. Καταστρέφει την ιερή πόλη, την Τροία κι από εκεί αρχίζει να παραπαίει. Ο θεός Ποσειδώνας, η θάλασσα, ο θυμός, οι θεοί που άλλοτε βοηθούν και άλλοτε εμποδίζουν, δεν είναι εξωτερικές δυνάμεις μόνο· είναι εσωτερικές όψεις. Είναι το άγριο πέλαγος της διάσπασης, η εσωτερική φουρτούνα που κυριεύει την ψυχή όταν δεν θυμάται πια τον προορισμό της.
Ο Πλάτων, στον «Φαίδρο», περιγράφει πώς η ψυχή, αφού πέσει στον κόσμο των μορφών, ξεχνά την ουσία της. Μόνο μέσα από την ανάμνηση (ἀνάμνησις) — μια βαθιά πράξη εσωτερικής ανάσυρσης της αλήθειας — μπορεί να επιστρέψει στην πραγματική της φύση. Όπως ο Οδυσσέας, η ψυχή μάχεται με τη λήθη και τους πειρασμούς, αναζητώντας τον ουρανό απ’ όπου κάποτε προήλθε.
Σήμερα, αιώνες μετά, ο άνθρωπος συνεχίζει να «πλάγχεται». Χάνεται όχι στη θάλασσα αλλά στη θολούρα της υπερπληροφόρησης. Παγιδεύεται όχι από Κύκλωπες, αλλά από προσδοκίες. Κατασπαράζεται όχι από Σκύλες και Χάρυβδες, αλλά από υπαρξιακά κενά. Οι εσωτερικές πλάνες του σήμερα έχουν άλλο όνομα: burnout, απώλεια νοήματος, ψυχική κόπωση, διάχυση ταυτότητας. Ζούμε με οθόνες στο χέρι, αλλά χωρίς εικόνα του εαυτού. Θυμόμαστε τα πάντα — εκτός από ποιοι είμαστε.
Και τότε, όπως στην Οδύσσεια, έρχεται κάτι. Μια απώλεια, ένα σοκ, μια εσωτερική κατάρρευση. Μια «Μούσα» μας ψιθυρίζει ότι δεν πάει άλλο. Ότι ο δρόμος που πήραμε δεν οδηγεί εκεί που νομίζαμε. Ότι το ταξίδι πρέπει να ξαναρχίσει. Όχι για να φτάσουμε σε έναν γεωγραφικό τόπο, αλλά για να βρούμε ξανά την ψυχή μας.
Η προσωπική Οδύσσεια ξεκινά εκεί που πια δεν αντέχεις να ζεις με ψευδαισθήσεις. Εκεί που, όπως ο Οδυσσέας στην Ωγυγία, έχεις μείνει πολλά χρόνια «νεκρός» σε μια εσωτερική φυλακή. Και ξαφνικά, κάποια Μούσα μέσα σου ψιθυρίζει: «Θυμήσου». Και τότε αρχίζει ο δρόμος. Μεταβατικός, δύσκολος, γεμάτος τέρατα και πειρασμούς. Αλλά δρόμος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, που μετέφρασε και ο ίδιος τα ομηρικά έπη με πάθος και δέος, βλέπει τον άνθρωπο σαν προσκυνητή της Επιστροφής. Στην «Ασκητική» του γράφει: «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Πολέμα!» — ένα εσωτερικό πρόσταγμα που θυμίζει τον Οδυσσέα: ακόμη κι όταν όλα φαίνονται χαμένα, δεν σταματά να πορεύεται, να μάχεται, να ζητά το φως.
Η Ιουλία Πιτσούλη, στη «Μυστική Οδύσσεια», επιμένει πως η ψυχή είναι εκείνη που περιπλανιέται και ο Οδυσσέας είναι το αρχέτυπο της: η ύπαρξη που έχει ξεχάσει την προέλευσή της και καλείται, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, να ξαναβρεί την πνευματική της πατρίδα. Το ταξίδι, λέει, δεν είναι διαδρομή· είναι ανάμνηση. Και η επιστροφή, δεν είναι κίνηση στο χώρο, αλλά αφύπνιση της μνήμης του Είναι.
Η πλάνη του Οδυσσέα, λοιπόν, δεν είναι αδυναμία. Είναι προϋπόθεση της επιστροφής. Είναι το τίμημα της λήθης, αλλά και η σπίθα της ανάμνησης. Όποιος έχει πλανηθεί, μπορεί να επιστρέψει. Όποιος έχει ξεχάσει, μπορεί να θυμηθεί.
Και όπως γράφει η Ιουλία Πιτσούλη: «Η επιστροφή δεν είναι ένας χάρτης· είναι ένα κάλεσμα μνήμης».
Η Οδύσσεια επαναλαμβάνεται μέσα μας, κάθε φορά που μια ψυχή τολμά να αναρωτηθεί:
Ποιος είμαι; Πού πάω; Και τι έχω ξεχάσει στο δρόμο;
Εκεί αρχίζει η αληθινή πορεία. Όχι με πλοία και κουπιά, αλλά με βλέμμα στραμμένο εντός. Με την καρδιά ν’ ακούει ξανά τις...
