4.Η Κάθαρση Ο Πρίαμος και ο Γιος του, Φρικτός και Άγιος
Ο Αχιλλέας που λύγισε μπροστά στην απώλεια και στάθηκε όρθιος μπροστά στο ανθρώπινο πεπρωμένο. Όλη η Ιλιάδα οδηγεί εδώ. Όχι στη στιγμή που πέφτει η Τροία. Ούτε στον θάνατο του Έκτορα. Ούτε καν στη Μῆνιν του Αχιλλέα, που ξεκινά το έπος. Η αληθινή κορύφωση του ποιήματος είναι μια σκηνή σιωπής. Μια συνάντηση ανάμεσα σε δύο άντρες που έχουν χάσει τα πάντα. Ο ένας γέρος και ταπεινός, ο άλλος νέος και οργισμένος. Και οι δυο τους γυμνοί από τίτλους, εξουσία και πανοπλίες. Ανθρώπινοι.
Το θηρίο που έγινε Άνθρωπος
Μετά τον θάνατο του Πάτροκλου, ο Αχιλλέας δεν είναι πια απλώς πολεμιστής. Είναι φονιάς. Σέρνει το σώμα του Έκτορα τρεις φορές γύρω από τα τείχη. Δεν πολεμά πια την Τροία. Πολεμά τον ίδιο του τον εαυτό. Οι θεοί τον κοιτούν με αποστροφή. Ο Απόλλωνας του φωνάζει:
«οὐδέ τί σε φρενὸς ἔμπεσε νόστος·
οὐδ᾽ ἐλεεῖς οὐδ᾽ αἰδεῖαι…»
(Ιλιάδα, Ω΄ 44–45)
(Δεν νιώθεις πια πόνο στην ψυχή. Ούτε οίκτο, ούτε ντροπή)
Αλλά ο Αχιλλέας είναι τυφλός. Μόνο το αίμα μπορεί να ξεπλύνει τη θλίψη του. Ώσπου έρχεται ο Πρίαμος. Ο θάνατος του Πάτροκλου τον έχει σκοτεινιάσει. Έχει γίνει ό,τι μισούσε. Η φωνή των θεών τον προειδοποιεί: «ἄνθρωπος ἐστί» και ο Έκτορας και εσύ, Αχιλλέα. Και τότε έρχεται ο Πρίαμος.
Ο Πρίαμος που Κατέλυσε τον Θυμό
Ο βασιλιάς των Τρώων, ο πατέρας του Έκτορα, γλιστρά αόρατος μέσα από το ελληνικό στρατόπεδο. Οδηγημένος από τον Ερμή, φτάνει στη σκηνή του Αχιλλέα και γίνεται το πιο απίστευτο θέαμα που καταγράφει Εκεί, μπροστά στον φονιά του παιδιού του, κάνει κάτι αδιανόητο: Πέφτει στα γόνατα και αγγίζει τα φονικά του χέρια..
«Ἀλλ᾽ ἐλέησον πατρός τε σὸν αἰδοίη τε κεφαλήν…
καὶ μνήσθητι σοῦ πατρός…»
(Ιλιάδα, Ω΄ 486–488)
(Σπλαχνίσου τον πατέρα σου, σεβάσου την κεφαλή σου… θυμήσου τον πατέρα σου…)
Μέσα σε αυτές τις λέξεις, σπάει ο κόσμος του Αχιλλέα. Σπάει ο πόνος, ο θυμός, η εκδίκηση. Μένει μόνο ένας γιος που θυμάται τον πατέρα του. Η Αληθινή Ανδρεία. Όχι να σκοτώσεις, μα να συγκρατηθείς. Ο Πραγματικός Ηρωισμός: Να Κρατήσεις το Χέρι. Ο Αχιλλέας δεν ορμά, δεν φωνάζει, δεν σκοτώνει. Κλαίει. Αγκαλιάζει τον Πρίαμο. Θυμάται τον Πηλέα, τον πατέρα του. Θυμάται πως κι εκείνον θα τον χάσει κάποτε κάποιος άλλος. Ο κόσμος γίνεται ενιαίος. Εχθρός και φίλος σβήνουν. Μένει ο άνθρωπος. Η κάθαρση δεν είναι θεϊκή. Είναι ανθρώπινη. Και συμβαίνει, όχι γιατί παραιτείται ο Αχιλλέας από την εκδίκηση, αλλά γιατί βλέπει μπροστά του τον εαυτό του σε άλλη ηλικία. Ο Αχιλλέας δεν απαντά με ξίφος. Δεν απαντά καθόλου. Πρώτα κλαίει. Μετά κάθεται, αγγίζει τον Πρίαμο.
«Καὶ τὼ μὲν μνησάσθην ἕκαστος ὁ κοιράνιος Ἕκτορος·
Πρίαμος μὲν ἄρ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
κλαῖε ἑὸν ἐπὶ πρόσωπον, ἕλεν δ᾽ ἄρα χερσὶν Ἀχιλλεύς,
κλαῖε δ᾽ ἑὼ Πάτροκλον…»
«Καὶ τότε θυμήθηκαν και οι δύο τον αρχοντικό Έκτορα·
ο Πρίαμος θρηνούσε τον φονευμένο του γιο,
πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη,
και ο Αχιλλέας τον σήκωσε με τα χέρια του·
και έκλαψε κι εκείνος — για τον Πάτροκλο»
(Ιλιάδα, Ω΄ 507–510)
Δύο άντρες, δύο πατέρες, δύο απώλειες. Μέσα σε αυτό το κοινό κλάμα, γίνεται η κάθαρση. Όχι με λόγια. Όχι με ηρωισμούς. Με την επίγνωση ότι ο πόνος δεν έχει στρατόπεδα.
Ο Δείπνος της Συγχώρεσης
Κι έπειτα, ο Αχιλλέας κάνει κάτι ακόμη πιο θαυμαστό: προσκαλεί τον Πρίαμο στο τραπέζι του.
«ἀλλ᾽ ἄγε νῦν μνησώμεθα δόρπου»
(Έλα τώρα, ας θυμηθούμε το δείπνο)
(Ιλιάδα, Ω΄ 602)
Ο Αχιλλέας του προσφέρει τραπέζι, τροφή, φροντίδα. Ο ίδιος που έσερνε ένα πτώμα, δίνει πια τροφή σε έναν πατέρα. Και το κάνει όχι σαν ήρωας, αλλά σαν άνδρας που γνώρισε την απώλεια και βρήκε τον δρόμο πίσω στον εαυτό του. Ο πολεμιστής που έσερνε το πτώμα ενός νεκρού, τώρα προσφέρει ψωμί. Όχι σε φίλο. Σε πατέρα. Όχι από ενοχή. Από συνείδηση. Ο Αχιλλέας δεν είναι πια ο ήρωας που τον ήθελαν οι θεοί. Είναι ο άνδρας που γύρισε στην ανθρωπιά του.
Ο Γιος του – Φρικτός και Άγιος
Ο Έκτορας, το στολίδι της Τροίας, πέθανε άγρια. Σκοτώθηκε έξω από τα τείχη, μπροστά στους...
