Η Νεραϊδομυρτιά Ναπολιτάνικο παραμύθι
Ζούσε μια φορά σε ένα χωριό ένα ζευγάρι, που δεν είχε παιδιά και επιθυμούσε πολύ να αποκτήσει απογόνους. Προσευχόταν για τούτο συνεχώς η γυναίκα: «Κύριε, Μεγαλοδύναμε τ’ Ουρανού, ας γεννήσω κάτι κι ας ήταν ακόμη κι ένα κλαδάκι μυρτιάς».
Τόσο συχνά επαναλάμβανε όμως την προσευχή της αυτή και τόσο συχνές ήταν οι ικεσίες της στον ουρανό, ώστε φούσκωσε τελικά η κοιλιά της και έπειτα από εννέα μήνες, αντί για ένα αγοράκι ή ένα κοριτσάκι, έφερε στον κόσμο ένα κλαδί μυρτιάς. Το φύτεψε η αγρότισσα με ανείπωτη χαρά σε μια γλάστρα, που την τοποθέτησε στο παράθυρο και την πότιζε νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ με όσο μεγαλύτερη φροντίδα μπορούσε.
Όταν όμως βρέθηκε μια μέρα ο γιος του βασιλιά στην περιοχή τους για κυνήγι, γοητεύτηκε τόσο πολύ από το όμορφο αυτό κλαδί, ώστε έστειλε μαντάτο στην αγρότισσα ότι ήθελε να το αγοράσει, όποιο κι αν ήταν το κόστος του. Η αγρότισσα στην αρχή αρνήθηκε, κατόπιν όμως δελεάστηκε από τις υποσχέσεις και τελικά τρόμαξε από τις απειλές και παρέδωσε στον πρίγκιπα τη γλάστρα. Τον παρακάλεσε όμως να τη φροντίζει με αγάπη και τρυφερότητα, περισσότερο κι από το ίδιο του το παιδί, επειδή του είχε τόσο μεγάλη αδυναμία, σαν να ήταν σάρκα από τη σάρκα της. Ο πρίγκιπας ζήτησε να του φέρουν τη γλάστρα στο δωμάτιό του και να την τοποθετήσουν σε ένα μπαλκόνι, όπου την έραινε και την πότιζε διαρκώς, με τα ίδια του τα χέρια.
Όταν ένα βράδυ ο πρίγκιπας είχε πέσει στο κρεβάτι και είχε σβήσει το φως, και ο κόσμος ήταν γαλήνιος κι έτοιμος να αφεθεί στις αγκάλες του ύπνου, άκουσε κάποιον να γλιστρά αθόρυβα στο δωμάτιο και να πηγαίνει στο κρεβάτι του και σκέφτηκε ότι θα ήταν ο υπηρέτης που του άδειαζε τις τσέπες ή ένα στοιχειό, που ήθελε να του τραβήξει το δέρμα από το σώμα του. Σαν θαρραλέος άντρας που ήταν όμως και δεν σκιαζόταν ούτε από τον χειρότερο δαίμονα, έκανε ότι κοιμόταν και περίμενε να δει πώς θα τελείωνε αυτή η ιστορία. Άπλωσε τελικά το χέρι του και ένιωσε κάτι, που είχε ελαφρύτερη και πιο απαλή αίσθηση από τα πούπουλα της χήνας. Τινάχτηκε πάνω, έπιασε αυτή την ευαίσθητη ύπαρξη, που ήταν μια νεράιδα, την έκλεισε στα χέρια του, και άρχισαν να παίζουν το παιχνίδι της αγάπης. Πριν όμως φανούν οι πρώτες ηλιαχτίδες, σηκώθηκε η νεράιδα και εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω της τον πρίγκιπα ενθουσιασμένο από χαρά και από αγάπη, αλλά και γεμάτο περιέργεια και έκπληξη.
Έπειτα από επτά νύχτες γεμάτες διασκέδαση και χαρά, φλεγόταν από την επιθυμία να μάθει τι ήταν αυτή η ευτυχία που τόσο απλόχερα του είχαν στείλει τ’ αστέρια. Κράτησε τότε μια νύχτα σφιχτά στο χέρι του μια πλεξούδα από τα μαλλιά της, για να μην μπορέσει να του ξεφύγει και αφού άναψε τα φώτα, αντίκρισε το λουλούδι των γυναικών, το θαύμα της ομορφιάς, τον καθρέφτη της Αφροδίτης, τη γοητευτικότατη μαγεία της αγάπης, αντίκρισε ένα αξιολάτρευτο περιστεράκι, ένα χρυσό κόσμημα, μια καρδιοκλέφτρα, μια μπουκιά για βασιλιά- αντίκρισε με μια λέξη ένα θέαμα που τον είχε αφήσει άναυδο από την έκπληξη. Αφού κύλησαν μερικά λεπτά μέσα στην έκπληξη, είπε:
«Όμορφη πλεξούδα μου, που τόσο με έχεις σαγηνεύσει, όμορφα μάτια μου, που έχετε κάνει την καρδιά μου να φλέγεται από αγάπη, όμορφα χείλη, που με πνίγετε στην ηδονή, ω όμορφο χέρι, που με έχεις αφήσει έκθαμβο! Σε ποια γωνιά της φύσης πλάστηκε ένα τόσο γοητευτικό και ολοζώντανο άγαλμα;».
Ενώ μιλούσε, την έσφιγγε στην αγκαλιά του για να σβήσει τους πόθους του. Την ώρα που την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, ξύπνησε εκείνη από τον ύπνο της και απάντησε με χαριτωμένα χασμουρητά στους αναστεναγμούς τού ερωτευμένου πρίγκιπα.
Είπε τότε αυτός ξανά:
«Μόνο εσύ πλήγωσες την καρδιά μου και μόνον εσύ μπορείς να με κάνεις καλά. Όμορφή μου αγάπη, συμπόνεσε λίγο τον άρρωστο για σένα από έρωτα, που στον πυρετό του ψήνεται, επειδή έχει περάσει από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας στο άπλετο φως της ομορφιάς σου. Απόθεσε εδώ το χέρι σου στο στήθος μου, νιώσε το σφυγμό μου, γράψε μου μια συνταγή, βάλε το όμορφο στόμα σου πάνω στα χείλια μου! Άλλο τίποτε δεν ποθώ από το χάδι αυτού εδώ του χεριού και...

Πηγή: https://staging2.angeligeorgia.gr/-the-fairymyrtle-neapolitan-fairy-tale-me-angeli-geogia-