Στοιχειωμένα σύκα και βρικολάκιασμα-Η παράξενη ιστορία από την Πελοπόννησο.
Στο χωριό Δραμαλού, χωμένο κάπου στην καρδιά της Πελοποννήσου, δέσποζε ένας παλιός, θεόρατος πύργος. Ήταν μαυρισμένος από τον χρόνο, τα τείχη του έστεκαν αγέρωχα αλλά σκισμένα και τα θεμέλιά του είχαν πνιγεί από πυκνά, αγκαθωτά βάτα που έκαναν την πύλη αθέατη, σαν να φύλαγαν καλά κρυμμένα μυστικά. Ολόγυρά του, συκιές θεριεμένες και παραμελημένες, με σύκα που ωρίμαζαν και – ω του τρόμου – μεταμορφώνονταν σε ανθρώπινα κεφάλια! Μόνο το στοιχειό του πύργου τα έτρωγε… κανείς άνθρωπος δεν τολμούσε να πλησιάσει.
Κι όμως, κάποιος το τόλμησε. Ο χωρικός Λιάκας, άνθρωπος καυχησιάρης και περήφανος για την αντρειοσύνη του, αποφάσισε να δείξει σε όλους ότι δεν φοβόταν τίποτα. Πήγε στον πύργο και μάζεψε μια σακούλα γεμάτη από τα «ανθρωποκέφαλα» σύκα. Την έφερε στο καφενείο του χωριού, έκανε επίδειξη και άρχισε να κομπάζει ότι είχε νικήσει τον φόβο. Οι συγχωριανοί του, μισοί θαυμαστές και μισοί κακεντρεχείς, τον προκάλεσαν: «Είσαι άντρας με ψυχή; Πήγαινε μια φορά ακόμα, να κόψεις κι άλλα! Να τα βάλεις με το στοιχειό!». Ο Λιάκας, μεθυσμένος από τη δόξα και το κρασί, δέχτηκε.
Ξεκίνησε δεύτερη φορά για τον πύργο. Δυο-τρεις συγχωριανοί τον συνόδεψαν, μέχρι που έφτασαν στα στοιχειωμένα βάτα. Ο Λιάκας μπήκε μέσα στις συκιές, οι ώρες περνούσαν… Κι όταν πια σουρούπωσε, εκείνοι που τον συνόδευαν γύρισαν στο χωριό, τρομαγμένοι που δεν τον έβλεπαν να επιστρέφει. Έτρεξαν στον παπά, τον παπα-Ξυδέα, που αρματώθηκε με το θυμιατό και τον σταυρό και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τον πύργο. Εκεί τον βρήκαν – κάτω από μια συκιά, πρησμένο, σχεδόν αγνώριστο, αλλά ακόμα ζεστό.
Ο παπάς ψέλνει, θυμιατίζει, κάνει εξορκισμούς… Μάταια. Το χωριό αποφασίζει να τον θάψουν όπως είναι, για να μην προλάβει να βγει βρικόλακας. Έσκαψαν τον λάκκο στο νεκροταφείο, τον σκέπασαν με πέτρες. Αλλά στα εννιάμερα, η γυναίκα του μαζί με τον παπά ξαναπήγαν στον τάφο και βρήκαν πάνω του έναν σκύλο με κόκκινη τρίχα, που τους έδειχνε τα δόντια. Σιγά-σιγά ο σκύλος έγινε η σκιά του μνήματος – και ο παπάς άρχισε να αποφεύγει το νεκροταφείο, κλεισμένος στο σπίτι του με τις γραφές. Στα σαράντα του νεκρού, η χήρα του άκουσε φωνή να βγαίνει από τον τάφο: «Γιατί με θάψατε ζωντανό;».
Το βράδυ στο σπίτι της η πόρτα έσπασε από μόνη της κι ο άντρας της εμφανίστηκε μπροστά της, τυλιγμένος με το σάβανο και γεμάτος σκουλήκια. Κάθισε στο τραπέζι τους, έφαγε, ήπιε… και η γυναίκα τρελάθηκε από τον τρόμο, έφυγε από το σπίτι, χάθηκε για πάντα. Την ίδια νύχτα, ο παπα-Ξυδέας βρέθηκε νεκρός, με σημάδια δαγκώματος στο λαιμό του. Και στα χρόνια που πέρασαν, η γενιά του Λιάκα ξεκληρίστηκε, αφήνοντας μόνο τον θρύλο να επιβιώνει.
Σχολιασμός και Ανάλυση
Η ιστορία του βρικόλακα της Δραμαλούς είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική λαογραφική παράδοση, αλλά και στα συλλογικά μας συναισθήματα για το ανεξήγητο και το υπερφυσικό.
📜 Παραδοσιακά μοτίβα και συμβολισμοί
Ο πύργος, τα θεριεμένα βάτα, οι στοιχειωμένες συκιές και ο κόκκινος σκύλος είναι στοιχεία που συμβολίζουν τη σχέση της φύσης με το ανεξήγητο. Οι παλιές πεποιθήσεις ήθελαν το δάσος και τα άγρια δέντρα να είναι κατοικίες αερικών και στοιχειών. Ο καρπός που παίρνει ανθρώπινη μορφή (τα σύκα–κεφάλια) συμβολίζει την ανατροπή της φύσης και τη διαβολική δύναμη που μπορεί να κατοικήσει στα πιο αθώα φαινομενικά πράγματα. Ο σκύλος με τρίχα ορθή είναι συχνό μοτίβο σε ιστορίες με βρικόλακες, καθώς το ζώο θεωρείται ότι «βλέπει» αυτά που είναι αόρατα στον άνθρωπο και στέκεται φρουρός ανάμεσα στους δύο κόσμους.
🕯️ Το βρικολάκιασμα ως τιμωρία
Ο Λιάκας αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που χλευάζει τις παραδόσεις και προκαλεί τα στοιχειά. Η υπερβολική του καυχησιολογία τον οδηγεί στην καταστροφή. Στην παραδοσιακή αντίληψη, τέτοιες πράξεις δεν έμεναν ατιμώρητες. Το βρικολάκιασμα (η πίστη ότι οι νεκροί μπορούν να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών) συνδέεται με την έλλειψη σεβασμού απέναντι στις δυνάμεις του αγνώστου. Η ταφή με πέτρες για να μην «σηκωθεί» ο νεκρός και οι εξορκισμοί του παπά αποκαλύπτουν το πάντρεμα χριστιανικών...
