podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Αν Κάμω Έναν Γιον Τζιαι Φκάλω Τον Βασίλην

Μην βιαστείτε να αρχίσετε τα μηνύματα με τις παρατηρήσεις και τα σηκωμένα δάχτυλα. Μπορεί να σκότωσα τα Κυπριακά και η ιστορία να είναι πολύ σεξιστική, αλλά είναι και αστεία και τη διασκεδάσαμε πολύ! Από την Κύπρο!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Υποτίμηση γυναικών


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Αν κάμω έναν γιον τζιαι φκάλω τον Βασίλην…


Κάποτε, πάνε χρόνια πολλά από τότε, ήταν μια νεαρή κοπέλα που πρόσφατα είχε αρραβωνιαστεί με κάποιο συγχωριανό της. Μια μέρα η νεαρή πηγαίνοντας στα χωράφια βρήκε στο μονοπάτι ένα βαλανίδι. Τότε συλλογίστηκε: «Τούτο το βαλάνι εννα το φυτέψω τζιαι εν να φυτέψω τζιαι ένα κλήμα να φκειπάνω στον δρυν τζιαι το κλήμα εν να κάμει πάνω σταφύλι. Εμένα εν να με παντρέψει η μάνα μου τζιαι εν να κάμω γιον Βασίλη τζιαι ο Βασίλης εν να φκει να κόψει το σταφύλι, τζιαι όμως αν εππέσει κάτω τζιαι κρεμμίσει ποιος εν να τον βαϊλίσει που εγιώ εν νά ’μαι πεθαμένη;».


Αυτή η σκέψη την αναστάτωσε. Αντί να πάει λοιπόν στα χωράφια επέστρεψε στο σπίτι της κλαίγοντας με λυγμούς κι έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της. Ανάμεσα στα αναφιλητά της, της είπε: «Σαν επήαιννα μανά στα χωράφκια ηύρα μες την στράτα ένα βαλανίδι. Τζιαι εσκέφτηκα μανά το βαλάνι να το φυτέψω να γίνει ένας δρυς τζιαι να φυτέψω τζιαι ένα κλήμα να φκει πάνω στον δρυν τζιαι να κάμει σταφύλι. Μα μανά που εν να με παντρέψεις αν κάμω γιον Βασίλη τζιαι φκει να κόψει το σταφύλι τζιαι ππέσει κάτω τζιαι χτυπήσει ποιος εν να τον βαϊλίσει, αφού εμείς εν να’μαστε πεθαμένες;».Στο άκουσμα αυτό των λόγων ξέσπασε και η μάνα σε γοερά κλάματα.

Έσιεις δίκαιο κόρη μου. Ααα... τζιαι τον άγγονά μου τον Βασίλη,ποιος εν να τον βαϊλίσει που εν να ππέσει κάτω που τον δρυν τζιαι εν να τσακιστεί;

Ααα... τον γιόκα μου μανά.

Ααα… τον άγγονα μου κόρη μου.


Έτσι θρηνολογούσαν οι δυο γυναίκες, ώσπου έφτασε στο σπίτι ο αρραβωνιαστικός για να φάει, αφού στο μεταξύ είχε φτάσει το μεσημέρι. Φαΐ ωστόσο δεν υπήρχε στην κατσαρόλα, αφού μάνα και κόρη είχαν περάσει το πρωινό κλαίγοντας


Βλέποντας τις δύο γυναίκες να κλαίνε τόσο σπαρακτικά ο άντρας τρόμαξε και με αγωνία ρώτησε να μάθει τι συνέβη:

Ίννα που επάθετε γιεναίτζιες τζιαι κλαίετε έτσι; Πέτε μου να χαρείτε. Τζιυρά, ίννα που εγίνηκε; Επέθανε κανένας; Πέτε μου να ξέρω τζιαι εγώ.

Ίννα που να σου πω γιόκκα μου; Έννεν μιτσίν το κακό που εν να μας έβρει, αποκρίθηκε τότε η πεθερά προσπαθώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Η χαρτωμένη σου κρατεί στο σιέρι της ένα βαλάνι. Θωρείς το, το λοιπόν, τούτον το βαλάνι;

Ινναί τζιυρά, θωρώ το.

Τούτο το βαλάνι γιε μου, εννά το φυτέψουμε τζιαι εν να γενεί δρυς τζιαι δίπλα στον δρυν, εν να φυτέψουμε να γενεί κλήμα τζιαι το κλήμα εν να κάμει πάνω σταφύλι. Τζιαι που εν να σας παντρέψουμε γιε μου, αν να κάμετε γιον Βασίλη τζιαι φκει να κόψει το σταφύλι τζιαι ο Βασίλης ππέσει κάτω τζιαι κρεμμίσει, ποιος εν να τον βαϊλίσει, αφού εγώ τζιαι η μάνα του εν νά μαστε πεθαμένες;


Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο μέλλων σύζυγος σάστισε και απόρησε με την ανοησία των δύο γυναικών. Να θρηνολογούν βασισμένες σε σενάρια που έφτιαχναν με το μυαλό τους που, όπως αποδεικνυόταν ήταν λιγότερο και από της κότας! Καλά, πώς θα μπορούσε να παντρευτεί και να ζήσει με μια τόσο ανόητη γυναίκα; Είπε λοιπόν: «Τωρά εκατάλαβα ότι είστε τέλεια πελλές τζιαι η μάνα τζιαι η κόρη. Εν θα σε παντρευτώ τωρά κορή. Αύριο το πρωί να μου βάλεις μες την βούρκα κουλλούρκα τζιαι εν να ξεκινήσω να παρπατώ μιαν εφτομάδα. Αν στα χωρκά που εν να πάω έβρω τζιαι άλλες πελλές σαν εσένα τζιαι τη μάνα σου εν να έρτω πίσω τζιαι εν να σε παντρευτώ. Αν μεν έβρω άλλες πελλές σαν εσάς τες θκυο εν θα σε παντρευτώ, εν να γυρέψω να έβρω γιεναίκα νούσιμη».


Έτσι κι έγινε. Το επόμενο πρωί η βούρκα με τα κουλούρια ήταν έτοιμη.Ο αρραβωνιαστικός την έβαλε στον ώμο και άρχισε την περιπλάνηση. Ως το απόγευμα, είχε φτάσει σε ένα άλλο χωριό. Περνώντας από τον δρόμο άκουσε από ένα σπίτι μια γυναίκα να κλαίει και να καλεί απελπισμένα σε βοήθεια. Ανήσυχος ο περαστικός όρμησε στο σπίτι από όπου ερχόταν η φωνή. Μπαίνοντας βρέθηκε μπροστά σε ένα παράξενο θέαμα. Από την καπνοδόχο είδε να κρέμονται και να σπαρταρούν δυο πόδια που προφανώς ανήκαν σε ηλικιωμένη γυναίκα. Ζύγωσε, κοίταξε προς τα πάνω και είδε μια γριά να κρέμεται δεμένη από τη μέση με ένα χοντρό σκοινί σαν θηλιά. Αμέσως την ελευθέρωσε κόβοντας την θηλιά. Η γριά άρχισε να κλαίει από συγκίνηση και ανακούφιση αυτή τη φορά:

Να έσιεις τις ευκούλες μου γιόκκα μου τζιαι αν μεν ήσουν εσού εν να επεθάνισκα μες τον λούρουππα τζιαι κανένας εν θα με εθώρε.

Τζιαι γιαγιά ποιος σε έδεισε με το σιοινί τζιαι έβαλε σε τζιαι μες τον λούρουππα;

Μόνη μου εδείθηκα παιίν μου. Έτο γιε μου, εσηκώθηκα πουρνό–πουρνό τζιαι έφκαλα την κατσελλούα παστο δώμα που έσιει τσαϊρι πολλύν να βοσιείσει. Τζιαι γιόκα μου, για να μεν μου φύει έριψα το σιοινί που τον λούρουππα τζιαι έδεισα το γυρών που την κόξα μου τζιαι άρκεψα να κάμνω πίττες με το έψιμα. Μα σαν εζύμωννα τες πίττες εβρέθηκα μες στον λούρουππα. Ως πολλάτ’γιε μου που εβρέθης να περνάς τζιαι άκουες με που εφώναζα τζιαι εβούρησες τζιαι εκατέβασες με. Η κατσελλούα γιε μου λαλείς να εν πάνω κόμα; Είδες την τίποτε που επέρνας που έξω

Η κατσελλούα γιαγιά έππεσε κάτω που το δώμα. Είδα την μες την στράταν σαν επέρνουν. Τζιαι εν το εσκέφτηκες κοτζιάκαρη ότι αν έππεφτε η κατσελλούα κάτω εν να σε ετράβα εσένα πάνω τζιαι εμπόρε τζιαι να σε σκότωνε;

Μα τον Πλάστη μου εν το εσκέφτηκα.


Κούνησε το κεφάλι ο άντρας και συνέχισε τον δρόμο του. Καθώς περπατούσε σκεφτόταν ότι η γριά είχε δείξει με την πράξη της ότι ήταν πιο ανόητη ακόμα και από την αρραβωνιαστικιά του και τη μάνα της. Μα να περάσει το σκοινί από το τζάκι και να δεθεί με την αγελαδίτσα για να μην την χάσει, χωρίς να σκεφτεί η άμυαλη ότι έτσι βρισκόταν ουσιαστικά στο έλεος των κινήσεων του ζωντανού! Τέλος πάντων, θα συνέχιζε το ταξίδι του. Λες στην πορεία να συναντούσε και άλλα τέτοια παράξενα; Η αλήθεια είναι ό,τι αμφέβαλλε πολύ. Πάντως, το περιστατικό της γριάς με την αγελάδα δεν ήταν αρκετό για να τον κάνει να ανατρέψει την τελευταία απόφασή του και να παντρευτεί την ανόητη με το βαλανίδι, το κλήμα και τον Βασίλη. Ο νέος βρισκόταν πλέον στην τέταρτη μέρα της πορείας του όταν περνώντας δίπλα από ένα σπίτι άκουσε ένα γυναικείο κλάμα.


Κοντοστάθηκε μη ξέροντας αν έπρεπε να προσπαθήσει να ανακαλύψει τη γυναίκα μήπως και χρειαζόταν κάποια βοήθεια ή να συνεχίσει τον δρόμο του. Στην σκέψη πως η γυναίκα μπορεί να μην ήθελε κάποιον να την ενοχλήσει πήρε να απομακρύνεται όταν έφτασε στα αυτιά του η παράκληση: «Κάποιος να με βοηθήσει τζιαι εβαρέθηκα πιον! Εκουράστηκα, εβαρέθηκα, εν αντέχω άλλον». Έτρεξε ο οδοιπόρος μας και κτύπησε την πόρτα μήπως και μπορέσει να βοηθήσει. Είδε τότε μια γυναίκα να κάθεται σε μια καρέκλα και να κλαίει απαρηγόρητα. Ήταν καταϊδρωμένη και φαινόταν πολύ κουρασμένη.

Ίννα που έπαθες τζιαι κλαίεις ; Άκουσα σε που εφώναζες πως θέλεις βοήθεια. Ίννα που εγίνηκε; Πεμου τζιαι αν εμπορώ εγώ εν να σε βοηθήσω.

Ευτυχώς που ήρτες γιατί το πρόβλημα μου εν πολλά μιάλον. Έσιει που το πρωί που προσπαθώ να φορήσω τούτες τες μαυρο-γέριμες τες ποΐνες, αλλά τα πόθκια μου εν εμπαίνουν μέσα. Πασκίζω που το πρωί, τωρά εμεσουμέρκασε τζιαι εγώ είμαι κόμα αλυπόλητη. Έδρωσα τζιαι επόδρωσα, εγίνηκα πτώμα, εκόπηκα τζιαι ελύθηκα τζιαι εν τα εκατάφερα.

Τζιαι ίνταλως εν που πασκίζεις να φορήσεις τες ποϊνες θκεια;

Ίντα έσιει πολλούς τρόπους; Έτο, βάλλω τες κοντά μου τη μια δίπλα στην άλλη τζιαι αππηώ να μπω μέσα. Όμως γιε μου έν τα καταφέρνω. Το πολύ–πολύ να μπω μες την μια. Ίννα που να κάμω εν ηξέρω τζιαι έδωκα τζιαι μια σωρού ππαράες να τες γοράσω. Που εν να ξανάρτει ο τσαγκάρης στο χωρκό εν να του πω πως οι ποϊνες του εν με το ναΐπιν.


Ο οδοιπόρος έμεινε άφωνος στο άκουσμα των πιο πάνω λόγων. Αφού ξαναβρήκε τη μιλιά του στράφηκε προς την απελπισμένη άγνωστη:

Οι ποϊνες εν καλές, μόνο που ενέτσι που τες φορεί ο κόσμος;

Τζιαι ίνταλως τες φορεί χαρώ σε; ρώτησε με περισσή απορία η γυναίκα.

Ο κόσμος που λαλείς κάθεται τζιαι βάλλει τα πόθκια του μες τες ποϊνες.

Ώστε ο κόσμος κάθεται για να φορήσει τες ποϊνες! θαύμασε η ταλαιπωρημένη γυναίκα γουρλώνοντας τα μάτια σαν αγελάδα. Τζιαι εγιώ πώς τζιαι εν το εσκέφτηκα τζιαι εβασανίζουμουν αππηώντας τζιαι ξαναππηώντας σαν την αρκόπελλην2!... Ώστε πρέπει να κάθουμαι! Τζιαι ποιαν που τες δκυο πρέπει να φορώ πρώτα;

Όποια τζιαι να φορήσεις το ίδιον κάμνει.

Ώστε εν πειράζει α; Ευκαριστώ σε πολλά που με εβοήθησες. Λεβέντη μου, τζιαι αν μεν ήσουν εσού εν να τυραννιούμουν πολύ τζιαιρόν,ώσπου να τα καταφέρω να μπω μέσα! Κάτσε χαρώ σε τωρά να ξεκουραστείς τζιαι να μεσουμερκάσουμε. Έχω πατάτες βραστές, χαλλούμι, πομηλόρκα τζιαι ελιές της κούμνας.


Κάθισε ο φίλος μας, έφαγαν τις πατάτες, το χαλλούμι, τις ντομάτες και τις ελιές κι έπειτα πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό του. Οπωσδήποτε η γυναίκα που μόλις είχε αφήσει ήταν επίσης πιο ανόητη από την αρραβωνιαστικιά του και τη μητέρα της. Εκείνες τουλάχιστον ήξεραν να φορούν τις μπότες και δεν πηδούσαν σαν τους καλικάντζαρους για να μπουν μέσα!

Φτάνοντας στον τόπο του τράβηξε για το πατρικό της αρραβωνιαστικιάς. Μπαίνοντας βρήκε μάνα και κόρη να κάθονται και να φτιάχνουν πιπίλλα. Και τότε είπε στην πεθερά του: «Τζιυρά, εν θα την αφήκω την κόρη σου, εν τέλει εν να την παντρευτώ. Γιατί τζιαι που λαλείς τζιει που επήα ήβρα γυναίτζιες πιο πελλές κόμα τζιαι που σας. Εκατάλαβα τότες ότι ούλλες οι γυναίτζιες είστε πελλές τζιαι αν γυρεύκω γυναίκα νούσιμη για να παντρευτώ εν να μεν παντρευτώ ποτέ μου».


Έτσι ο νεαρός παντρεύτηκε την κόρη κι έστησαν σπιτικό και έκαμαν πολλά παιδιά. Κι έκαναν και αγόρια που βέβαια ήταν μυαλωμένα και κορίτσια που μοιραία «είχασιν τον νουν της όρνιθας».



Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...