Η Μικρή Αδερφή
Η Φινλανδία μας λέει πως κάποιες φορές καλό είναι να ξεφεύγουμε από ευγένειες και τρόπους που έχουμε μάθει και απλά να ακολουθούμε το ένστικτό μας, το αντίθετο μπορεί και να μας βγει σε κακό!
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, βία ενάντια σε ζώα
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η Μικρή Αδερφή: Η Ιστορία της Σουγιετάρ και των Εννέα Αδελφών
Ήταν μια φορά μια γυναίκα που είχε εννέα γιους. Ήταν καλά αγόρια και αγαπούσαν τη μητέρα τους πολύ, αλλά είχαν ένα παράπονο: “Γιατί δεν έχουμε μια αδερφούλα;” ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν, “κάνε μας μια αδερφούλα!” παρακαλούσαν συνεχώς τη μητέρα τους.
Ήρθε και ο καιρός που η γυναίκα περίμενε κι άλλο παιδί και τα αγόρια της είπαν: “Μητέρα, αν το μωρό που έρχεται είναι αγόρι, θα φύγουμε και δεν θα μας ξαναδείς ποτέ πια. Αν όμως είναι κορίτσι θα μείνουμε εδώ και θα την φροντίζουμε εμείς”. Η μητέρα συμφώνησε και είπε πως αν το μωρό ήταν κορίτσι θα ζητούσε από τον άντρα της να τοποθετήσει ένα αδράχτι έξω στην αυλή και αν ήταν αγόρι, ένα τσεκούρι: “Περιμένετε λίγο ακόμα”, τους είπε “και έχετε το νου σας να δείτε τι θα βάλει ο πατέρας σας στην αυλή για να μάθετε τι ήταν θέλημα Θεού να είναι το καινούριο σας αδερφάκι, αγόρι ή κορίτσι”.
Το νεογέννητο ήταν κοριτσάκι και η μητέρα του καταχάρηκε: “Άντρα μου, άντρα μου!” του φώναξε, “βιάσου και βάλε στην αυλή το αδράχτι για να ξέρουν οι γιοι μας ότι έχουν μια αδερφούλα”. Ο άνδρας το έκανε και επέστρεψε γρήγορα στο πλευρό της γυναίκας και της κόρης του. Μόλις όμως μπήκε πάλι στο σπίτι, η Σουγιετάρ ξεπρόβαλε και άλλαξε τα αντικείμενα, στη θέση του αδραχτιού έβαλε ένα τσεκούρι. Έπειτα, χαμογελώντας καταχθόνια, απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας στον εαυτό της: “Τώρα θα δούμε τι θα δούμε!”.
Ήλπιζε να σκορπίσει στενοχώρια και τα κατάφερε. Μόλις τα εννέα αγόρια είδαν το τσεκούρι έξω από το σπίτι κατάλαβαν πως η μητέρα τους είχε γεννήσει άλλο ένα αγόρι και έφυγαν αμέσως, αποφασισμένοι να μην ξαναγυρίσουν ποτέ.
Η μητέρα περίμενε και περίμενε να μπουν από την πόρτα οι γιοί της…: “Μα γιατί αργούν τόσο πολύ;” είπε τελικά, “Πήγαινε μέχρι την αυλή άντρα μου να δεις αν έρχονται!”. Ο άντρας τότε βγήκε από το σπίτι και επέστρεψε αμέσως λέγοντας πως κάποιος είχε αλλάξει το αδράχτι με το τσεκούρι:
Το αδράχτι έκανε φτερά! είπε στη γυναίκα του με αγωνία σαν ξαναμπήκε στο σπίτι. Και στη θέση του είναι ένα τσεκούρι!
Συμφορά! φώναξε με πόνο η λεχώνα. Κάποιο κακό πλάσμα το έκανε αυτό για να παίξει μαζί μας! Αχ και να μπορούσαμε να πούμε στους γιους μας ότι έχουν τελικά την αδερφούλα που τόσο πολύ ήθελαν!
Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το μάθουν μιας και κανείς δεν ήξερε πού είχαν πάει.
Μετά από λίγο καιρό, ο άντρας πέθανε και έτσι η γυναίκα, μην έχοντας πια στο πλευρό της τους εννέα της γιούς, έμεινε μόνη με την κόρη της. Την ονόμασε Κέρττου και το κοριτσάκι ήταν όμορφο και η καρδιά του χρυσή. Κάθε φορά που έβλεπε τη μητέρα της να κλαίει πήγαινε στο πλευρό της να την παρηγορήσει και καθώς μεγάλωνε, όλο και τη ρώταγε τον λόγο που πονούσε τόσο. Ήρθε και ο καιρός που η μητέρα τής αποκάλυψε πως τα εννέα της αδέρφια είχαν φύγει εξαιτίας ενός κόλπου που είχε παίξει σε βάρος τους ένα κακό πλάσμα:
Αχ κακόμοιρη μανούλα μου, είπε το κορίτσι. Πόσο λυπάμαι που εγώ έγινα η αιτία να φύγουν οι γιοί σου. Άσε με να γυρίσω τον κόσμο να βρω τ΄ αδέρφια μου. Σαν μάθουν την αλήθεια θα επιστρέψουν και θα σταθούν στο πλευρό σου μέχρι τα γεράματά σου.
Είσαι ότι μου έχει απομείνει, της είπε τότε η μητέρα της χωρίς να συναινεί σε αυτή της την απόφαση. Αν μου πάθεις κι εσύ κάτι δεν θα βρίσκω πια ησυχία σε αυτόν τον κόσμο.
Η Κέρττου όμως από εκείνη την ημέρα έκλαιγε και θρηνούσε σαν σκεφτόταν τα αδέρφια της που άδικα είχαν ξεριζωθεί από τον τόπο τους. Βλέποντας τη δυστυχία της κόρης της μέρα με τη μέρα και καταλαβαίνοντας πως δεν θα της περνούσε αν δεν πήγαινε να τους βρει, η μητέρα της Κέρττου της έδωσε τελικά την συγκατάθεσή της να φύγει: “Πολύ καλά κόρη μου, πήγαινε κι ο Θεός να σε φυλάει και να ξαναγυρίσεις στο πλευρό μου σώα και αβλαβής. Αλλά πριν φύγεις, θα σου φτιάξω ένα δισάκι με φαγητά και μια μαγική πίτα που θα σου δείξει τον δρόμο”.
Έπλασε τότε και έψησε ένα ταψί ψωμάκια και μια πίτα με τα δάκρυα της Κέρττου και της είπε: “Ορίστε παιδί μου, πάρε τα εφόδια για το ταξίδι σου και την πίτα που θα σε οδηγήσει στα αδέρφια σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αφήσεις να πέσει μπροστά στα πόδια σου και να πεις
Κύλα κύλα πίτα μου μικρή
Δείξε μου το σωστό στρατί
Να βρω τα εννιά μου τα αδέρφια
Που την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα
Τότε η πίτα θα αρχίσει να κυλά κι εσύ να την ακολουθήσεις όπου και να σε πάει. Αλλά Κέρττου κόρη μου, να μην κάνεις μόνη σου αυτό το ταξίδι, πάρε και μια συντροφιά μαζί σου”.
Η Κέρττου είχε έναν μικρό σκύλο, τον Μούστι, που τον αγαπούσε πολύ: “Θα πάρω τον Μούστι μαζί μου!”, είπε ενθουσιασμένη, “αυτός θα με προστατέψει!”. Φώναξε λοιπόν τον Μούστι κοντά της κι εκείνος κούνησε την ουρά του όλο χαρά που θα συνόδευε την Κέρττου σε αυτή την περιπέτεια.
Η Κέρττου τότε στάθηκε μπροστά στην πόρτα της αυλής της και άφησε την πίτα να πέσει στα πόδια της:
Κύλα κύλα πίτα μου μικρή
Δείξε μου το σωστό στρατί
Να βρω τα εννιά μου τα αδέρφια
Που την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα
Μονομιάς η πίτα άρχισε να κυλά σαν τροχός και η Κέρττου και ο Μούστι την πήραν στο κατόπι. Περπάτησαν μέχρι που κουράστηκαν πολύ. Η Κέρττου τότε σήκωσε την πίτα και την έβαλε δίπλα της όπου καθόταν. Όταν είχαν ξεκουραστεί και ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους, πετούσε την πίτα πάλι μπροστά της, έλεγε το μαγικό στιχάκι κι αυτή ξανάρχιζε να κυλά. Την πρώτη μέρα δεν συνάντησαν τίποτα στον δρόμο τους. Σαν σουρούπωσε, έφαγαν το βραδινό τους και κοιμήθηκαν κάτω από ένα δέντρο στη μέση ενός χωραφιού.
Τη δεύτερη μέρα, καθώς ακολουθούσαν την πίτα πέρασαν δίπλα από μια κακομούτσουνη γριά την οποία η Κέρττου αντιπάθησε μόλις την είδε. Είπε όμως από μέσα της: “Ντροπή σου Κέρττου που αντιπάθησες αυτή τη γυναίκα μόνο και μόνο επειδή είναι άσκημη” και αμέσως ανταποκρίθηκε ευγενικά στους χαιρετισμούς της γυναίκας και μάλωσε τον Μούστι που της γρύλιζε. Η γριά τότε ρώτησε την Κέρττου πού πήγαινε κι εκείνη της εξήγησε με ειλικρίνεια: “Α! Τι τύχη που συναντήσαμε η μια την άλλη”, της είπε τότε η γριά χαμογελώντας, “μιας και οι δρόμοι μας συνδέονται”. Πλησίασε την Κέρττου και της χάιδεψε το μπράτσο. Η Κέρττου ανατρίχιασε ολόκληρη αλλά σκέφτηκε: “Μην γίνεσαι κακιά, δείξε καλοσύνη στη φτωχή αυτή γυναίκα!”.
Ο Μούστι βρισκόταν στην ίδια θέση που ήταν και η Κέρττου. Δεν γρύλιζε πια στη γριά μιας και η Κέρττου του το είχε κόψει και βάζοντας την ουρά κάτω από τα σκέλια του, πήγε και κόλλησε στα πόδια της Κέρττου κι άρχισε να τρέμει από φόβο. Κάτι ήξερε αυτός, μιας και η γριά γυναίκα ήταν στην πραγματικότητα η Σουγιετάρ η οποία περίμενε όλα αυτά τα χρόνια την ευκαιρία να φέρει κι άλλη δυστυχία στην Κέρττου και τ’ αδέλφια της. Αλίμονο, άβγαλτη και αθώα όπως ήταν η Κέρττου, δεν υποπτεύθηκε τις κακές προθέσεις της γριάς και είπε στη Σουγιετάρ: “Αφού οι δρόμοι μας συνδέονται γιατί δεν ταξιδεύουμε όλοι μαζί;”.
Κι έτσι η Σουγιετάρ βάλθηκε να περπατά μαζί με την Κέρττου και τον Μούστι ακολουθώντας την πίτα. Καθώς περνούσε η μέρα ο ήλιος ζέσταινε όλο και περισσότερο και μόλις έφτασαν όλοι τους μπροστά σε μια λίμνη, η Σουγιετάρ είπε στο κορίτσι: “Παιδί μου, ας ξαποστάσουμε για λίγο εδώ”. Έτσι έκατσαν όλοι τους δίπλα στη λίμνη να ξεκουραστούν. Έπειτα, η Σουγιετάρ πρόσθεσε: “Ας κάνουμε κι ένα μπάνιο στη λίμνη, θα μας δροσίσει”.
Η Κέρττου, έτοιμη ήταν να μπει στη λίμνη, όταν ο Μούστι άρχισε να την τραβά από τις φούστες της:
Μην πας στη λίμνη αφέντρα! γρύλισε χαμηλόφωνα τραβώντας την προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη λίμνη. Μην πας να κολυμπήσεις μαζί της, θα σου κάνει μάγια!
Ο-όχι, δεν θέλω να κάνω μπάνιο τώρα, είπε τότε η Κέρττου στη Σουγιετάρ.
Η γριά περίμενε να περάσει λίγος καιρός ακόμη στο ταξίδι τους και, όταν η Κέρττου είχε αλλού την προσοχή της, κλώτσησε τον Μούστι και του έσπασε ένα από τα πόδια του. Από εκείνη τη στιγμή το σκυλί έπρεπε να χοροπηδά στα τρία του πόδια. Το επόμενο απόγευμα που συνάντησαν στον δρόμο τους μια λίμνη, η Σουγιετάρ προσπάθησε πάλι να δελεάσει την Κέρττου να μπει στο νερό: “Ο ήλιος καίει παιδί μου”, της είπε, “και θα κάνει και στις δυο μας καλό να δροσιστούμε λίγο. Έλα και μην μου το αρνηθείς αυτή τη φορά”. Μα ο Μούστι πάλι άρχισε να τραβά τα φορέματα της Κέρττου και, γλείφοντας της το χέρι την προειδοποίησε ψιθυριστά: “Μην πας αφέντρα μου! Μην κάνεις μπάνιο μαζί της, θα σε μαγέψει!” κι έτσι η Κέρττου αρνήθηκε ευγενικά: “Δεν πολυέχω όρεξη να κολυμπήσω τώρα. Πήγαινε εσύ και θα σε περιμένω εδώ”.
Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει η Σουγιετάρ και αποκρίθηκε πως ούτε αυτή θα έμπαινε στο νερό. Είχε εξοργιστεί με το θράσος του Μούστι και, όταν πάλι δεν έβλεπε η Κέρττου, τον ξανακλώτσησε σπάζοντας του άλλο ένα πόδι και ο δύσμοιρος ο Μούστι περπατούσε τώρα μόνο με δύο καλά πόδια.
Για τρίτη βραδιά κοιμήθηκαν όλοι στην άκρη του δρόμου και το επόμενο πρωί συνέχισαν να ακολουθούν την πίτα που κυλούσε.
Κατά το απογευματάκι, πέρασαν δίπλα από ακόμη μια λίμνη και η Σουγιετάρ είπε: “Τώρα σίγουρα κορίτσι μου πρέπει να είσαι κουρασμένη και να ζεσταίνεσαι πολύ. Ας ρίξουμε μια βουτιά οι δυο μας να δροσιστούμε”. Κουτσαίνοντας στα δυο του ποδαράκια τότε, ο Μούστι μυξόκλαψε αδύναμα και είπε στην Κέρττου: “Μην το κάνεις αφέντρα μου! Μη πας να κολυμπήσεις μαζί της, θα σε μαγέψει!”.
Έτσι για τρίτη φορά η Κέρττου αρνήθηκε να κολυμπήσει με τη γριά και αργότερα στα κρυφά η γριά κλώτσησε πάλι τον Μούστι ο οποίος κατέληξε να τα καταφέρνει όπως μπορούσε καλύτερα χοροπηδώντας στο ένα του πόδι.
Και συνέχισαν το ταξίδι τους. Κοιμήθηκαν το βράδυ σ΄ ένα χωράφι και το πρωί ξαναπήραν τον δρόμο. Το απόγευμα πάλι συνάντησαν μια λίμνη και ενώ αυτή τη φορά η Κέρττου ήταν έτοιμη να ενδώσει στην πρόσκληση της γριάς να κάνουν ένα μπάνιο μαζί για να δροσιστούν, ο Μούστι της είπε: “Μην πας αφέντρα! Μην κάνεις μπάνιο μαζί της, θα σε μαγέψει!” Όταν η Κέρττου τότε αρνήθηκε πάλι να κολυμπήσει στη λίμνη, συνέχισε ο Μούστι:
Μπράβο σου κυρά μου, της είπε λαχανιασμένος, να μην πας! Εγώ σε λίγο θα πεθάνω, το ξέρω μιας και αυτή με μισεί θανάσιμα, μα πριν πεθάνω σε ξορκίζω να μην πας ποτέ μαζί της μέσα σε λίμνη γιατί θα σε μαγέψει!
Μα τι λέει αυτό το σκυλί; διέκοψε η Σουγιετάρ και σήκωσε μια πέτρα την οποία και κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του Μούστι σκοτώνοντας τον.
Τι έκανες στο σκυλί μου; φώναξε η Κέρττου.
Μη νοιάζεσαι για αυτόν, είπε τότε η γριά. Ήταν άρρωστο και σακάτικο, του έκανα καλό που το έβγαλα από τη μιζέρια του.
Η Σουγιετάρ βάλθηκε τότε να παρηγορεί την Κέρττου και να προσπαθεί να την κάνει να ξεχάσει τον Μούστι, μα για την υπόλοιπη ημέρα η Κέρττου έκλαιγε στη σκέψη ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τον πιστό μικρό της φίλο.
Μετά από μια ακόμη κουραστική μέρα πεζοπορίας, κατά το απόγευμα που η Σουγιετάρ άρχισε πάλι να δελεάζει την Κέρττου να κολυμπήσουν μαζί και Μούστι δεν υπήρχε να την προειδοποιήσει, η Κέρττου αφέθηκε και πείστηκε. Είχε εξουθενωθεί τόσες μέρες στον δρόμο και πράγματι με την πρώτη αίσθηση του δροσερού νερού, αναζωογονήθηκε: “Ρίξε μου τώρα νερό στο πρόσωπο!” της είπε η Σουγιετάρ. Μα η Κέρττου δεν το θεώρησε πρέπον να πιτσιλίσει έτσι μια φαινομενικά γριά γυναίκα. “Άκουσες τι σου είπα!;” ούρλιαξε τότε η Σουγιετάρ και παρόλο που η Κέρττου δίστασε, η γριά γυναίκα την κοίταξε μ΄ ένα τόσο απειλητικό και κακό βλέμμα που το κορίτσι τελικά ενέδωσε και της έριξε νερό στο πρόσωπο. Μόλις το νερό άγγιξε τα μάτια της γριάς γυναίκας εκείνη φώναξε:
Τη δικιά σου μορφή δώσ’ μου
Και την δική μου πάρε στα μάτια όλου του κόσμου!
Σε μια στιγμή, οι δυό τους αντάλλαξαν εμφάνιση. Η Σουγιετάρ ήταν πια όμορφη σαν την Κέρττου και η Κέρττου έγινε γριά και άσκημη. Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως η γριά γυναίκα ήταν η κακόβουλη Σουγιετάρ: “Γιατί;” άρχισε να κλαίει, “γιατί δεν άκουσα τον καλό μου Μούστι;”.
Η Σουγιετάρ τότε την τράβηξε βίαια έξω από το νερό: “Άντε τώρα! Βάλε αυτά τα παλιά κουρέλια και κάνε ξανά την πίτα να κυλά. Απόψε κιόλας φτάνουμε εκεί που μένουν τα εννιά σου αδέρφια”.
Και η κακόμοιρη η Κέρττου έβαλε τα απαίσια και βρωμερά κουρέλια της Σουγιετάρ, ενώ εκείνη, που τώρα είχε τη δροσιά και τη φρεσκάδα μιας πανέμορφης κοπέλας, έβαλε τα χαριτωμένα ρούχα της Κέρττου. Έπειτα, με βαριά καρδιά και μέσα από λυγμούς, η Κέρττου είπε ρίχνοντας την πίτα χάμω
Κύλα κύλα πίτα μου μικρή
Δείξε μου το σωστό στρατί
Να βρω τα εννιά μου τα αδέρφια
Που την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα
Κύλησε τότε η μικρή πίτα και οι δυο τους την ακολούθησαν, η Κέρττου κλαίγοντας πικρά και η Σουγιετάρ κοροϊδεύοντας την σε όλη τη διαδρομή. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, η Σουγιετάρ ξαναέκανε μάγια στην Κέρττου και αυτή τη φορά της πήρε τη μνήμη και τη λαλιά της.
Κυλούσε και κυλούσε η μικρή πίτα ώσπου τις οδήγησε μπροστά σε μια αγροικία όπου και σταμάτησε. Εκεί έμεναν οι εννέα αδερφοί. Οι οκτώ έλειπαν δουλεύοντας έξω στα χωράφια, μα ο μικρότερος ήταν σπίτι. Άνοιξε την πόρτα όταν του χτύπησαν και μόλις η Σουγιετάρ του είπε πως ήταν η Κέρττου, η μικρή του αδερφή, εκείνος τη φίλησε και την καλωσόρισε στο σπίτι του. Οι δυο τους έκατσαν πλάι πλάι και η Σουγιετάρ βάλθηκε να του εξιστορεί ότι της είχε πει η Κέρττου για τη μητέρα τους και για την ανταλλαγή των αντικειμένων στην αυλή όταν είχε γεννηθεί. Ο μικρός αδερφός παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον τα λεγόμενα τής Σουγιετάρ τα οποία της έβγαιναν με τόση φυσικότητα που δεν είχε λόγο να υποψιαστεί ότι δεν ήταν εκείνη στ’ αλήθεια αδελφή του:
Και ποια είναι αυτή η κακάσχημη γριά που σέρνεις μαζί σου, ρώτησε τότε ο αδερφός.
Α, αυτή; είναι μια παραδουλεύτρα που η μητέρα μας επέμενε να φέρω μαζί μου στο ταξίδι μου για συντροφιά. Είναι μουγκή και χαζή, αλλά ξέρει από ζωντανά, μπορούμε να τη βάζουμε να βγάζει έξω την αγελάδα να βόσκει κάθε μέρα.
Γύρισαν και τα υπόλοιπα αδέρφια και χάρηκαν πολύ με τα νέα του ερχομού αυτής που νόμιζαν για αδερφή τους. Την υποδέχτηκαν θερμά και αμέσως την περικύκλωσαν, τη γέμισαν αγκαλιές και φιλιά και την προσκάλεσαν να ζήσει μαζί τους να τους φροντίζει το σπίτι. Εκείνη αποκρίθηκε πως ακριβώς αυτό ήθελε να κάνει και πως τώρα που ήταν αυτή εκεί, ο μικρότερος αδερφός θα μπορούσε κι αυτός να πηγαίνει με τα αδέρφια του και να δουλεύει στα χωράφια, δεν υπήρχε ανάγκη πια να μένει σπίτι. Έτσι ξεκίνησε μια καινούρια ζωή για την καημένη την Κέρττου. Τα πρωινά, μόλις έφευγαν οι αδερφοί της από το σπίτι, η Σουγιετάρ την κακομεταχειριζόταν και την μάλωνε. Της έφτιαχνε πίτα να πάρει μαζί της που θα έβγαζε την αγελάδα να βοσκίσει και την παραγέμιζε με πέτρες, κλαδιά και ακαθαρσίες. Την πήγαινε μέχρι την πόρτα του φράχτη, της έδινε πίσω τη μνήμη και τη λαλιά της και τη διέταζε να πάει την αγελάδα πέρα στα χωράφια και να γυρίσει το σούρουπο. Μόλις η Κέρττου γυρνούσε το σούρουπο με την αγελάδα, η Σουγιετάρ την περίμενε πάλι στην είσοδο του φράχτη και της ξαναέπαιρνε την μνήμη και τη λαλιά της έτσι ώστε οι αδερφοί της να δουν πάλι μια μουγκή και ανόητη γριά.
Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, η Κέρττου εκλιπαρούσε τη Σουγιετάρ να της δείξει έλεος, εκείνη όμως όχι μόνο δεν την λυπόταν παρά γινόταν ακόμη πιο σκληρή μέρα με τη μέρα. Η Σουγιετάρ κορδωνόταν πολύ σαν σκεφτόταν πως εννέα παλικάρια την περνούσαν για μια νεαρή και όμορφη κοπέλα και ήταν σίγουρη πως το μυστικό της δεν θα μαθευόταν ποτέ, αφού η μόνη που θα μπορούσε να το αποκαλύψει ήταν η Κέρττου και αυτή ήταν τελείως υποχείριό της. Τα βράδια, όταν η Σουγιετάρ έτρωγε, έπινε και διασκέδαζε με τα εννιά παλικάρια, η Κέρττου στεκόταν βουβή κοιτώντας έξω από το παράθυρο σαν χαμένη, μιας και εκείνες τις ώρες δεν είχε τη μνήμη της.
Τα πρωινά όμως, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Όταν η Κέρττου βρισκόταν μονάχη στα βοσκοτόπια έχοντας και τη μνήμη και τη λαλιά της, σκεφτόταν τη δύστυχη τη μάνα της που περίμενε πως και πως την επιστροφή της. Σκεφτόταν τους εννιά της αδερφούς που τώρα, εξαιτίας ενός λάθους της μπορούσαν κι αυτοί να πέσουν θύματα των μαγικών της Σουγιετάρ ανά πάσα στιγμή. Αυτές οι σκέψεις τη βύθιζαν σε βαθιά θλίψη που είχε κάνει τραγούδι και το τραγουδούσε καθημερινά:
Επιτέλους βρήκα τα εννέα μου τ’ αδέρφια
Που την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα
Όλοι τους όμως δεν μ’ αναγνωρίζουν
Και τα μάτια μου μονάχα τους δακρύζουν
Η άτιμη η Σουγιετάρ στη θέση μου κάθεται
Με το δικό μου πρόσωπο στον καθρέφτη φτιάχνεται
Με ξεγέλασε με πανουργία περισσή
Τώρα με περιγελά κάθε πρωί
Κάθε μαύρη νύχτα μου παίρνει τη μιλιά
Για να φάω μου δίνει πέτρες και κλαδιά
Αχ και να ‘ξεραν τα εννέα μου τ’ αδέρφια
Πως την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα.
Τα αγόρια που δούλευαν σε παραπλήσια χωράφια συχνά άκουγαν αυτό το τραγούδι και απορούσαν: “Τι παράξενο!”, έλεγαν ο ένας στον άλλο, “Λες αυτή να είναι η γριά που τραγουδά έτσι; Μα κάθε βράδυ στο σπίτι δεν βγάζει άχνα και η καλή μας η αδερφή μας έχει πει πως είναι μουγκή και ανόητη”.
Ένα απόγευμα που το τραγούδι της Κέρττου ακουγόταν ιδιαίτερα πονεμένο, ο μικρότερος αδερφός πλησίασε να δει αν μπορούσε να ακούσει τα λόγια του τραγουδιού καλύτερα. Έστησε αυτί και άκουσε προσεκτικά. Τότε έτρεξε πίσω στα αδέρφια του κατάλευκος σαν το χαρτί και τους είπε τι είχε ακούσει: “Ανοησίες!”, του είπαν εκείνοι, “λάθος θα κατάλαβες!”. Μα τους μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά και πλησίασαν κι αυτοί να ακούσουν το τραγούδι της γριάς. Τότε είδαν πως, παρόλο που όντως ήταν μια κακάσχημη γριά που τραγουδούσε, η φωνή της ήταν αυτή μιας νεαρής κοπέλας. Έτσι ακούγοντας κι αυτοί τα λόγια, καταχλώμιασαν:
Επιτέλους βρήκα τα εννέα μου τ’ αδέρφια
Που την ίδια μάνα έχουμε τα έρμα…
“Μα μπορεί κάτι τέτοιο να αληθεύει;”, ψιθύρισαν ο ένας στον άλλο. Έστειλαν τον μικρότερο να πάει να μιλήσει στην Κέρττου κι εκείνος, σαν άκουσε όλη την ιστορία, πείστηκε απόλυτα. Ένας ένας πήγαν τα αδέρφια και ανέκριναν την Κέρττου και όλοι σαν γύριζαν πίστευαν πως τους έλεγε αλήθεια:
Καλό θα ήταν και για εμάς, είπαν οι εννέα, να μην πέσουμε θύματα των μαγικών της. Αχ, πώς μπορούμε να σώσουμε την αδερφή μας από τα δεσμά αυτού του απαίσιου πλάσματος;
Δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω όπως ήμουν πριν, είπε τότε η Κέρττου, εκτός κι αν η Σουγιετάρ μου ρίξει νερό στα μάτια και προλάβω να πω τις μαγικές λέξεις που είχε πει κι εκείνη.
Τα αδέρφια τότε άρχισαν να καταστρώνουν το ένα σχέδιο μετά το άλλο μέχρι που συμφώνησαν σε ένα το οποίο φαινόταν πιο πιθανό να ξεγελάσει τη Σουγιετάρ.
Ένα μεσημέρι είπαν στην Κέρττου να βάλει κάτι στα μάτια της για να πρηστούν κι έτσι να γυρίσει σπίτι να γίνει καλά. Τα αδέρφια της ήταν κι αυτά εκεί και, μόλις η Κέρττου μπήκε στην κουζίνα σκοντάφτοντας και παραπατώντας, είπαν όλοι στη Σουγιετάρ:
Αδερφή, αδερφούλα, κοιτά την κακόμοιρη τη γριά! Κάτι έχει πάθει! Τα μάτια της, είναι τόσο κόκκινα και πρησμένα! Φέρε λίγο νερό να της τα πλύνεις!
Ανοησίες! είπε εκείνη. Μια χαρά είναι η γριά, αφήστε την όπως έχει. Δεν χρειάζεται φροντίδα!
Αχ αδερφούλα, τη μάλωσαν τότε τα αδέρφια. Έτσι μιλάει μια πονόψυχη και καλόκαρδη κοπέλα όπως εσύ; Αν δεν της πλύνεις εσύ τα μάτια, θα της τα πλύνουμε εμείς!
Τότε η Σουγιετάρ που ήθελε να κάνει τα αδέρφια να πιστέψουν ότι ήταν καλός άνθρωπος, άλλαξε σκοπό και άρχισε να επιμένει πως εκείνη θα έπλενε τα μάτια της γριάς. Γέμισε μια λεκάνη με νερό, πλησίασε την Κέρττου και της είπε να ρίξει πίσω το κεφάλι της. Μόλις έριξε την πρώτη σταγόνα νερό στα μάτια της Κέρττου, εκείνη φώναξε:
Τη δικιά σου μορφή δώσ’ μου
Και την δική μου πάρε στα μάτια όλου του κόσμου!
Μονομιάς η Σουγιετάρ ήταν πάλι η κακάσχημη γριά που ήταν πάντα και η Κέρττου ήταν πάλι ο εαυτός της, νέα, όμορφη και δροσερή που ακόμη όμως φορούσε τα παλιόρουχα της Σουγιετάρ. Τα αδέρφια της προσποιήθηκαν πως δεν είχαν καταλάβει ότι είχε γίνει η αλλαγή και συνέχισαν να απευθύνονται στη Σουγιετάρ σαν να ήταν η αδερφή τους η Κέρττου. Και η Σουγιετάρ, που τώρα ήταν αυτή η τυφλωμένη, συνέχισε να παίζει το ρόλο της Κέρττου. Της είπε τότε ένα από τα αδέρφια: “Αδερφούλα μας, η σάουνα έχει ζεσταθεί και σε περιμένει, θες να κάνεις ένα μπάνιο;”. Η Σουγιετάρ σκέφτηκε τότε πως αυτό θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να πλύνει τα μάτια της και τους επέτρεψε να την οδηγήσουν μέχρι τη σάουνα. Μόλις την έβαλαν μέσα, τα αδέρφια κλείδωσαν την πόρτα πίσω της και έβαλαν στη σάουνα φωτιά! Πω πω τα ουρλιαχτά που έβγαλε σαν κατάλαβε ότι είχε παγιδευτεί! Φώναζε και ούρλιαζε και τσίριζε και απειλούσε! Αλλά η Κέρττου και τα αδέρφια της σταμάτησαν να της δίνουν σημασία. Την άφησαν να τσουρουφλίζεται μέσα στη σάουνα και έφυγαν να πάνε στη μητέρα τους.
Την βρήκαν να κάθεται δίπλα στο παράθυρο και να κλαίει. Ήταν σίγουρη πως η ίδια μοίρα που είχε βρει τα αγόρια της είχε βρει και την Κέρττου. Τρόμαξε να τους αναγνωρίσει σαν πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού της και τότε η Κέρττου τραγούδησε:
Να που σου έφερα τα εννέα μου τ’ αδέρφια
Που εσένα για μάνα έχουμε τα έρμα!
Η μητέρα τους, τους πήρε όλους στην αγκαλιά της, ευχαρίστησε τον Θεό και τους καλωσόρισε όλους πίσω σπίτι.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1