podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Η Τύχη του Λουκάζ

Η Τσεχία μας φέρνει ένα παραμύθι όλο καλοσύνη, ευγνωμοσύνη και γλύκα. Αλλά και λίγη υποκρισία από την εκκλησία!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Η Τύχη του Λουκάζ


Ο Λουκάζ είχε υπάρξει κάποτε πολύ πλούσιος αγρότης, αλλά δεν διαχειρίστηκε τη φάρμα του σοφά και σπατάλησε τα χρήματά του. Και ο ίδιος το κατάλαβε, αν και αργά, πόσο ανόητα είχε φερθεί όταν έχασε τα πάντα. Τώρα, αυτός και η γυναίκα του, ζούσαν μέσα στη φτώχεια σ΄ ένα μικρό σπιτάκι που ο Θεός να το κάνει σπιτάκι δηλαδή! Από τις ρωγμές στους τοίχους έμπαινε συνέχεια κρύο και το σπίτι ήταν πάντα παγωμένο. Από τις τρύπες στην οροφή έσταζε νερό όταν έβρεχε και γενικά η ζωή τους ήταν πια ένας συνεχής αγώνας.


Από παλιά προσεύχονταν ν΄ αποκτήσουν ένα παιδάκι, αλλά όταν ευημερούσαν ο Θεός δεν τους είχε εισακούσει. Τώρα που ήταν φτωχοί και δεν είχαν πια τίποτα, η γυναίκα του Λουκάζ γέννησε ένα κοριτσάκι:

Αχ τι θα κάνουμε τώρα, έκλαιγε η γυναίκα του Λουκάζ. Εδώ δεν έχουμε φαΐ για τους εαυτούς μας, πώς θα φροντίσουμε αυτό το μικρό πλασματάκι;

Θα βρούμε τρόπο, της απάντησε ο Λουκάζ. Είναι δώρο από τον Θεό και θα μας δείξει Εκείνος τον τρόπο. Αλλά πρώτα πρέπει να τη βαφτίσουμε. Πρέπει να βρούμε μια γυναίκα να γίνει νονά της.


Το ζευγάρι δεν είχε συγγενείς στην περιοχή και έτσι ο Λουκάζ πήγε να μιλήσει στη γυναίκα του γείτονά τους: “Ο άνδρας μου κι εγώ είμαστε φτωχοί αγρότες όπως κι εσείς”, απάντησε η γυναίκα, “γιατί να φορτώσουμε και το παιδί σου με τα οικονομικά μας προβλήματα;”.


Ο Λουκάζ γύρισε σπίτι του με τα κακά μαντάτα: “Μα τι περίμενες να γίνει δηλαδή;” του είπε η γυναίκα του, “όταν ήμασταν πλούσιοι όλοι ήθελαν να μας γνωρίσουν και να γίνουν φίλοι μας. Μέχρι και ο δήμαρχος μας καλούσε σπίτι του. Τώρα όμως, που δεν μας έχει μείνει τίποτα, ούτε μια φτωχή γυναίκα δεν θέλει να μας βοηθήσει”. Η μητέρα του παιδιού ανησυχούσε πολύ για το μέλλον του. Ο Χειμώνας είχε σχεδόν περάσει, μα ακόμα έκανε πολύ κρύο. Τις νύχτες το έδαφος πάγωνε και τα πρωινά τα σπίτια και τα δέντρα ήταν καλυμμένα με χιόνι. Δεν είχαν καν ρούχα για το μωρό, μόνο κάτι παλιά κουρέλια και το κρεββατάκι του ήταν το σκληρό, κρύο πάτωμα.


Η γυναίκα του Λουκάζ φίλησε το μωρό και άρχισε να κλαίει: “Κακόμοιρο μικρό μου! Δύστυχο μικρό μου!”. Τότε όμως σκέφτηκε κάτι που τη γέμισε ελπίδα. Είπε στον Λουκάζ να πάει να ζητήσει από τη γυναίκα του δημάρχου να γίνει η νονά του παιδιού τους. Στο κάτω κάτω εκείνη ήταν η νονά του παιδιού του δημάρχου και σίγουρα η γυναίκα του θα τους ανταπέδιδε τη χάρη. Ο Λουκάζ δεν ήταν και πολύ σίγουρος γι΄ αυτό, αλλά παρόλ΄ αυτά πήγε να τη ρωτήσει.


Με βαριά καρδιά πέρασε μέσα από τα χωράφια και τις αγροικίες που κάποτε ήταν δικά του. Έφτασε και στο σπίτι του δημάρχου και μετέφερε τις ευχές της γυναίκας του προς τη γυναίκα του δημάρχου. Έπειτα τη ρώτησε αν θα γινόταν η νονά του παιδιού τους:

Ξέρεις πόσο δύσκολοι καιροί είναι αυτοί, του είπε εκείνη. Όλοι παλεύουμε να επιβιώσουμε και δεν έχω τους πόρους να βοηθήσω κάποιον τόσο φτωχό όσο εσύ. Μα γιατί ήρθες σ΄ εμένα; Δεν υπάρχει κάποιος άλλος να ρωτήσεις;

Μα, η γυναίκα μου είναι νονά του παιδιού σου, της είπε κοφτά ο Λουκάζ.

Α, τώρα κατάλαβα, ώστε τώρα σας χρωστάω κιόλας; απάντησε εκείνη θυμωμένα. Γι΄ αυτό δεχτήκατε τότε να γίνει η γυναίκα σου νονά του παιδιού μου; Και για πες μου, τι ακριβώς έχει κάνει η γυναίκα σου για το παιδί μου από τότε που μείνατε φτωχοί; Πώς τολμάς κι έρχεσαι στο σπίτι μου μόνο για να με προσβάλεις έτσι; Και να με πλήρωνες χρυσάφι δεν θα γινόμουν νονά του παιδιού σου!


Ο Λουκάζ γύρισε σπίτι του με δάκρυα στα μάτια. Σαν έφτασε, είπε στη γυναίκα του τι είχε συμβεί και εκείνη έπεσε σε απόγνωση. Ο Λουκάζ όμως της είπε να μην απογοητεύεται ακόμη. Θα έπαιρνε το παιδί ο ίδιος να το βαφτίσει στην εκκλησία και στον δρόμο θα έπιανε τον πρώτο άνθρωπο που θα έβρισκε και θα του ζητούσε να γίνει νονός του μωρού. Η γυναίκα του κλαίγοντας, τύλιξε το μωρό με μια παλιά κουβέρτα για να το προστατέψει από το κρύο και τον άνεμο και το έβαλε στην αγκαλιά του πατέρα του. Εκείνος τότε πήρε τον δρόμο για την εκκλησία θλιμμένος αλλά περήφανος.


Μετά από αρκετές ώρες πεζοπορίας συνάντησε στον δρόμο μια γριά γυναίκα ντυμένη με παλιά και φαγωμένα ρούχα, να περπατά αργά με τα γέρικα, στραβωμένα πόδια της. Ο Λουκάζ δίστασε αρχικά, αλλά τελικά την πλησίασε, της εξήγησε την κατάσταση του και τη ρώτησε αν θα δεχόταν να γίνει η νονά του μωρού του. Η γριά γυναίκα χαμογέλασε γλυκά, πήρε το τοσοδούλι μωράκι στην αγκαλιά της και είπε: “Μα και βέβαια. Θα ήταν τιμή μου να γίνω η νονά ενός μωρού που ο μπαμπάς του το αγαπά τόσο”, και συνέχισαν μαζί οι δυο τους μέχρι την εκκλησία.


Ο παπάς ετοιμαζόταν να φύγει, όταν έτρεξε προς το μέρος του ο διάκος και του είπε πως ερχόντουσαν κάποιοι στην εκκλησία:

Αχ όχι, είπε ο παπάς ο οποίος ήθελε να πάει γρήγορα σπίτι του να φάει το δείπνο του, μα ποιοι είναι και τι θέλουν εδώ τέτοια ώρα;

Α, δεν είναι τίποτα, μόνο ο Λουκάζ, του απάντησε ο διάκος. Ξέρετε, αυτός που έχασε τα πάντα και είναι τώρα φτωχότερος κι από τον πιο φτωχό επαίτη.


Καθώς πλησίαζαν την εκκλησία, η γριά γυναίκα είδε και άκουσε τον διάκο να ψιθυρίζει κάτι απρεπές στο αυτί του παπά. Έτσι, όταν οι δυο τους μπήκαν στην εκκλησία, εκείνη έβγαλε από τον κόρφο της ένα ολόκληρο δουκάτο και το έβαλε στην παλάμη του παπά. Ο παπάς εξεπλάγη! Κοίταξε μια το δουκάτο που κρατούσε στο χέρι του και μια τη γριά με τα σκισμένα της και παλιά ρούχα. Είπε τότε γοργά στον διάκο να ετοιμαστεί για τη βάφτιση της μικρής.


Η τελετή που ακολούθησε άρμοζε στους πλουσιότερους εμπόρους του τόπου. Το μικρό κοριτσάκι ονομάστηκε Μαρίσκα και αφού τελείωσε η βάφτιση, ο παπάς συνόδεψε τον Λουκάζ και τη γυναίκα στην είσοδο του ναού. Ο διάκος τους οδήγησε μέχρι και την πύλη της αυλής της εκκλησίας ελπίζοντας να πάρει κι αυτός κάτι για τον κόπο του. Η γριά γυναίκα του έδωσε κι αυτουνού ένα δουκάτο, το οποίο και δέχτηκε αμέσως.


Μόλις ο Λουκάζ και η γυναίκα έφτασαν στο σημείο όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί, η γριά έβαλε άλλο ένα χρυσό δουκάτο μέσα στην κουβέρτα του μωρού. Χαμογέλασε τότε στον Λουκάζ και του είπε: “Αυτό είναι το δώρο μου στο παιδί σου. Αυτό θα της προσφέρει ό,τι χρειάζεται για να μεγαλώσει χωρίς να της λείψει τίποτα. Το κοριτσάκι σας θα φέρει σ΄ εσένα και τη γυναίκα σου χαρά και παρηγοριά και μόλις γίνει ολόκληρη γυναίκα, θα καλοπαντρευτεί”. Η καλοσυνάτη νονά άγγιξε τότε το έδαφος με το δάκτυλό της και μια τριανταφυλλιά φύτρωσε, φορτωμένη με μοσχομυριστά άνθη! Ο Λουκάζ έσκυψε να μυρίσει τα λουλούδια και σαν σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήσει τη νονά, εκείνη είχε εξαφανιστεί! Έκπληκτος και μπερδεμένος είπε στον αέρα: “Αντίο! Σε ευχαριστώ καλή νονά!”. Στάθηκε εκεί κρατώντας τη Μαρίσκα, κοιτώντας ολόγυρά του και θα είχε μείνει έτσι αρκετή ώρα αν το μωρό δεν άρχιζε να κλαίει.


Πήρε τότε τον δρόμο για το σπίτι του και καθώς περπατούσε σκεφτόταν όλα τα θαυμαστά πράγματα που είχαν συμβεί. Κάποια στιγμή σταμάτησε και ψηλάφισε την κουβέρτα της Μαρίσκα να σιγουρευτεί ότι το χρυσό φλουρί ήταν ακόμη εκεί. Το έβγαλε στη χούφτα του και μεμιάς το ένα δουκάτο έγινε δέκα και του έπεσαν στο έδαφος. Γελώντας ο Λουκάζ σήκωσε τα νομίσματα, τα έβαλε στις τσέπες του και συνέχισε τρέχοντας πια να φτάσει σπίτι.


Η γυναίκα του Λουκάζ περίμενε ανήσυχη στο σπίτι, ενώ πεινούσε διψούσε και κρύωνε πολύ. Δεν υπήρχε καθόλου φαγητό στο σπίτι και καθόλου χρήματα. Φαντάζεστε την έκπληξή της σαν είδε τον Λουκάζ να επιστρέφει σπίτι χαμογελαστός και άκουσε την ιστορία με την καλοσυνάτη νονά. Μόλις τελείωσε την ιστορία, ο Λουκάζ είπε στη γυναίκα του να δει το δώρο της νονάς που κρυβόταν μέσα στην κουβέρτα της Μαρίσκα. Η γυναίκα έβγαλε ένα δουκάτο από την κουβέρτα και μεμιάς έγινε δέκα, είκοσι, τριάντα δουκάτα! Της έπεσαν από το χέρι και σκορπίστηκαν στο πάτωμα και εκείνη άρχισε να γελά από έκπληξη και χαρά! Βάλθηκαν και οι δυο τους να τα μαζεύουν, αλλά όπου βρισκόταν ένα, εμφανίζονταν άλλα δέκα. Στο τέλος, είχαν ένα ωραιότατο βουναλάκι από χρυσάφι μπροστά τους. Ο Λουκάζ και η γυναίκα του τότε σωριάστηκαν στο έδαφος και άρχισαν να γελούν και να κλαίνε, όλα μαζί!


Ξαφνικά όμως, πανικός και φόβος ζωγραφιστήκαν στο πρόσωπο της γυναίκας:

Κι αν αυτά τα φλουριά είναι καταραμένα; Πού ξέρουμε ότι η γυναίκα δεν είναι ένα κακό πνεύμα που θέλει τις ψυχές μας;

Μην είσαι ανόητη, γέλασε μαζί της ο Λουκάζ. Ποιο κακό πνεύμα θα έμπαινε σε εκκλησία;


Ο Λουκάζ ήξερε όμως πως η νονά δεν ήταν μια απλή γυναίκα. Ίσως και να ήταν ένα καλό πνεύμα που την έστειλε ο Θεός να τους βοηθήσει. Προειδοποίησε τη γυναίκα του να το κρατήσει μυστικό, να κρύψει τα δουκάτα και να μην πει σε κανέναν τι είχε γίνει. Πήρε τότε ένα δουκάτο να το πάει στον δήμαρχο να του το κάνει ψιλά για να αγοράσει αυγά, αλεύρι, ψωμί και γάλα. Ρώτησε και τη γυναίκα του τι άλλο να αγοράσει και εκείνη αμέσως του είπε:

Τη γη μας, το σπίτι μας, τα ζώα μας και τα χωράφια μας!

Αυτά αύριο το πρωί! της απάντησε χαρωπά ο Λουκάζ.

Αλλά αυτή τη φορά Λουκάζ μου, του είπε τότε εκείνη χαμηλόφωνα, να είσαι πιο προσεκτικός με τις δουλειές σου.

Σου ορκίζομαι στα μάτια σου και στο παιδί μας ότι αυτή τη φορά θα προσέχω, της είπε αγκαλιάζοντάς την τρυφερά. Ήμουν τόσο ανόητος και οι πράξεις μου μας πόνεσαν πολύ, αλλά το πάθημα μου έγινε μάθημα. Πίστεψέ με.


Και κίνησε να πάει να πάρει τις προμήθειες. Καθώς απομακρινόταν, η γυναίκα του έμεινε να τον κοιτάζει με το μωρό της στην αγκαλιά και ονειρευόταν το καλύτερο μέλλον που τους περίμενε.


Μετά από λίγες ώρες, ο Λουκάζ επέστρεψε με τον υπηρέτη του δημάρχου φορτωμένο με κουβάδες φρέσκο γάλα, καλάθια γεμάτα αυγά και άφθονες φρέσκες πίτες: “Η γυναίκα του δημάρχου σας στέλνει τις ευχές της και με έστειλε να σας βοηθήσω με ό,τι χρειαστείτε”, είπε ο υπηρέτης στη γυναίκα του Λουκάζ. Εκείνη τον ευχαρίστησε και στάθηκε να τον κοιτά καθώς εκείνος άρχισε να τους μαγειρεύει σούπα στη φωτιά. Ο Λουκάζ είχε κουβαλήσει τρία καινούρια κρεββάτια, που τα έβαλε να ζεσταθούν πλάι στις φλόγες.


Την επόμενη μέρα, ο Λουκάζ πήγε να αγοράσει πίσω τη φάρμα τους. Η γυναίκα του δημάρχου ήταν πολύ περίεργη να μάθει πώς ο Λουκάζ και η γυναίκα του είχαν ξαφνικά βρεθεί να έχουν πάλι τόσα πολλά χρήματα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Έτσι, μόλις ο Λουκάζ ξεπόρτισε για τις δουλειές του, εκείνη πήγε στη γυναίκα του και την άρχισε στις ερωτήσεις. Η γυναίκα του Λουκάζ όμως δεν αποκάλυψε το μυστικό της. Το μόνο που της είπε ήταν πως η νονά της Μαρίσκα ήταν πολύ γενναιόδωρη γυναίκα και εκείνη τους έδωσε κάποια χρήματα για να τους βοηθήσει να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.


Μόλις έφυγε η γυναίκα του δημάρχου, η γυναίκα του Λουκάζ έκατσε δίπλα στη φωτιά και άρχισε να σκέφτεται την καλοσύνη που τους είχε δείξει η νονά της Μαρίσκα και την ευχαρίστησε που τους είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Ο Λουκάζ κατάφερε και πήρε πίσω την περιουσία που είχαν χάσει και αυτή τη φορά τη διαχειρίστηκε συνετά. Έχτισε γερές αγροικίες γύρω από τη γη και για την οικογένειά του έχτισε ένα πανέμορφο σπίτι. Βρήκε και αγόρασε τα καλύτερα ζωντανά και το φθινόπωρο τα χωράφια του ήταν γεμάτα με χρυσό κριθάρι και καλαμπόκι. Ο Λουκάζ έγινε ο καλύτερος αγρότης της περιοχής. Αυτός και η γυναίκα του έγιναν οι πιο αγαπημένοι και θαυμαστοί κάτοικοι του τόπου μιας και ήταν και πολύ καλοί γείτονες και πάντα βοηθούσαν όποιον φτωχό αγρότη είχε ανάγκη.


Η Μαρίσκα ήταν ένα υπέροχο παιδί. Μόνο χαρά και υποστήριξη προσέφερε στους γονείς της, όπως είχε προβλέψει και η νονά της άλλωστε. Σαν μεγάλωσε και έγινε σωστή κοπέλα, η ομορφιά της έγινε διάσημη στα πέρατα του κόσμου, ώσπου μια μέρα ήρθε και ζήτησε το χέρι της ένας πρίγκιπας. Τον παντρεύτηκε και έζησαν μια μακροχρόνια και ευτυχισμένη ζωή. Ο Λουκάζ και η γυναίκα του έζησαν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα με υγεία. Τα βράδια, συχνά καθόντουσαν οι δυο τους δίπλα στη φωτιά και αναπολούσαν την ημέρα που βρέθηκε στη ζωή τους η καλή νονά και άλλαξε την τύχη τους για πάντα.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...