Η Ιστορία του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ
Ένας ήρωας της φυλής Τσίμσιαν, ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ, γεννιέται από αρχόντισα και πνεύμα, μα η δική του ανύψωση έρχεται μετά από πολλούς άθλους.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, απαγωγή
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η Ιστορία του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ
Ήταν κάποτε ένα ποτάμι, το Ξε-Ντα’Ουλ. Εκεί ζούσαν και οι Γκ ιντζέξλα Λ. Κάθε καλοκαίρι ξέραιναν κάθε είδους μούρα, σολομό και στ’ αλήθεια οποιοδήποτε τρόφιμο για να είναι προετοιμασμένοι για τον χειμώνα.
Μια μέρα δέκα νεαρές γυναίκες σηκώθηκαν να πάνε να μαζέψουν σολομομούρα και μάλιστα ανάμεσά τους βρισκόταν και μια αρχόντισσα. Πήραν όλες τους το μονοπάτι μόνο που κάποια στιγμή, η αρχόντισσα πάτησε με το γυμνό της πόδι περιττώματα αρκούδας. Θύμωσε πολύ και φώναξε όλο περηφάνια: “Μπλιαχ! Πρέπει να πάτησα τα περιττώματα της πιο τρανής αρκούδας, ακούς δούλα;”
Έφτασαν και στον προορισμό τους κι άρχισαν να μαζεύουν τα μούρα. Σαν γέμισαν τα καλάθια τους ξεκίνησαν την επιστροφή τους κατηφορίζοντας ξανά το ίδιο μονοπάτι. Τα καλάθια τους τα κουβαλούσαν γύρω από τους λαιμούς τους. Έδεναν η καθεμιά δυο καλάθια μεταξύ τους με σκοινί και στερέωναν το σκοινί στους ώμους διευκολύνοντας έτσι τη μεταφορά τους καθώς προχωρούσαν.
Ξάφνου το σκοινί της αρχόντισσας, που είχε πει το “Μπλιαχ!” όταν πάτησε τα περιττώματα της αρκούδας, έσπασε και όλα τα μούρα της έπεσαν στο έδαφος και σκορπίστηκαν. Οι συντρόφισσές της τα μάζεψαν όλα με προσοχή και ξαναγέμισαν τα καλάθια της. Συνέχισαν τη διαδρομή τους. Δεν είχαν προχωρήσει και πολύ, το σκοινί της αρχόντισσας έσπασε ξανά. Τα μούρα ξαναέπεσαν στο χώμα και σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και αυτή τη φορά λερώθηκαν πολύ με χώμα. Τρεις συντρόφισσες συνέχισαν, αφήνοντας την αρχόντισσα ξοπίσω ενώ έξι έμειναν να τη βοηθήσουν να μαζέψει τα μούρα και να τα ξαναβάλει στα καλάθια της. Μόλις τα γέμισαν της έδεσαν γερά και το λουρί τους. Προχώρησαν και προχώρησαν, μα το σκοινί της αρχόντισσας έσπασε πάλι και τα μούρα της έπεσαν. Δύο συντρόφισσές της συνέχισαν να περπατούν και τέσσερις έμειναν πίσω να τη βοηθήσουν. Πήραν πάλι τον δρόμο της επιστροφής κι αφού είχαν προχωρήσει αρκετά το σκοινί έσπασε, τα μούρα έπεσαν και δυο ακόμα γυναίκες συνέχισαν, αφήνοντας έτσι την αρχόντισσα με άλλες δυο γυναίκες να τη βοηθήσουν να μαζέψει τα πεσμένα μούρα. Συνέχισαν έπειτα όλες μαζί το περπάτημα, έσπασε το λουρί, έπεσαν τα μούρα και η αρχόντισσα έμεινε μόνο με μια συντρόφισσα στο πλάι της. Αρκετά κοντά στο χωριό πια, το σκοινί της αρχόντισσας έσπασε για τελευταία φορά και είπε στην γυναίκα που ήταν μαζί της: “Φύγε κι άσε με πίσω” κι εκείνη έφυγε και την άφησε και μάλιστα αρκετά γρήγορα μιας και κόντευε να νυχτώσει πια τελείως.
Η αρχόντισσα βάλθηκε να μαζεύει τα μούρα της και να τα βάζει στα καλάθια της και μόλις τα είχε μαζέψει όλα μπροστά της φάνηκαν δυο νεαροί άνδρες που τη χαιρέτησαν σαν την είδαν: “Θα σου κουβαλήσουμε εμείς τα καλάθια σου”, της είπαν και αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα την αρχόντισσα. Τους έδωσε τα καλάθια της και οι τρεις τους προχώρησαν μαζί. Προχώρησαν μέχρι που βγήκαν από το δάσος και έφτασαν σ΄ ένα χωριό.
Μόλις το είδε μπροστά της η αρχόντισσα ήξερε ότι αυτό δεν ήταν το χωριό του πατέρα της, μα οι δυο νεαροί την ανάγκασαν να τους ακολουθήσει μέχρι το σπίτι τους. Εκεί η κοπέλα στάθηκε απ’ έξω. Ο πατέρας ρώτησε τους νεαρούς:
Δεν μου φέρατε αυτό για το οποίο βγήκατε;
Το φέραμε, στέκεται τώρα έξω, είπε ο ένας νεαρός.
Συνοδεύστε την μέσα στο σπίτι και φέρτε την να παντρευτεί ο γιος μου, είπε τότε ο αρχηγός σε δυο νεαρές που κάθονταν εκεί.
Οι δυο κοπέλες βγήκαν έξω να περάσουν την αρχοντοπούλα μέσα κι εκείνη μόλις μπήκε πήγε κι στάθηκε σε μια γωνιά του σπιτιού. Την πλησίασε μια ηλικιωμένη γυναίκα και τη ρώτησε:
Δεν ξέρεις ποιος σου το έκανε όλο αυτό;
Όχι, είπε ανήσυχα η αρχοντοπούλα.
Σ΄ έχει φέρει εδώ η Μαύρη Αρκούδα, που για τα δικά της περιττώματα φώναξες εκείνο το “Μπλιαχ!”. Γι΄ αυτό σ΄ έφερε ως εδώ, της εξήγησε η ηλικιωμένη, η οποία ήταν η Ποντικογυναίκα.
Μόλις η αρχόντισσα έκατσε, η γυναίκα την έβαλε να βγάλει όλα τα κοσμήματα που φορούσε στα αυτιά της για να τα κάψει και η αρχόντισσα υπάκουσε. Έβγαλε προσεκτικά τα κοσμήματά της, που ήταν από μαλλί βουνίσιου κατσικιού και κοχύλια από πεταλίδες, και αμέσως η γυναίκα τα πήρε όπως ήταν το έθιμο. Στα μπράτσα της, η αρχόντισσα φορούσε και πολλά μπρούτζινα βραχιόλια και η Ποντικογυναίκα την πρόσταξε: “Κάθε φορά που θα βγαίνεις έξω, σκάψε και μια τρύπα. Αφόδευσε εκεί μέσα, κάλυψε την τρύπα πάλι με χώμα και από πάνω βάλε ένα βραχιόλι σου”. Πράγματι η αρχόντισσα έκανε όπως της είχε πει η Ποντικογυναίκα και έτσι τοποθέτησε κι ένα βραχιόλι στο έδαφος.
Πάντα στο πλευρό της η αρχόντισσα είχε για συνοδεία δυο νεαρές κοπέλες. Όταν εκείνη άρχισε να αφοδεύει, οι κοπέλες έτρεξαν πίσω στο σπίτι να ενημερώσουν και μόλις επέστρεψαν δεν είδαν παρά το μπρούτζινο βραχιόλι στο χώμα. Μάζεψαν τα βραχιόλια, τα πέρασαν σ΄ ένα κλαδί και τα έφεραν πίσω στον λαό τους να τα δει. Είπαν τότε οι μεγαλύτεροι: “Α, μάλλον γι΄ αυτό η γλυκιά μας είπε -Μπλιαχ!- όταν είδε τα δικά μας περιττώματα”.
Ο μεγαλύτερος γιος της, των Μαύρη Αρκούδα, ήταν αυτός που παντρεύτηκε τη νεαρή αρχόντισσα. Οι άντρες των Μαύρη Αρκούδα συνήθιζαν να πηγαίνουν νωρίς κάθε πρωί να πιάσουν σολομό. Οι γυναίκες τους στη συνέχεια σηκώνονταν κι αυτές να ετοιμάσουν τη φωτιά για την επιστροφή των ανδρών τους και τα ξύλα τα έβγαζαν μέσα από το ίδιο το ποτάμι. Σαν γύριζαν οι άνδρες από το ψάρεμα, οι γυναίκες τους άναβαν μια μεγάλη φωτιά για να στεγνώσουν τις κουβέρτες τους. Και οι γούνες τους όμως είχαν μουσκέψει. Όλοι τότε περικύκλωναν τη μεγάλη φωτιά που τόσο μεγάλη ήταν που, όσο και να τίναζαν οι άνδρες τις μουσκεμένες τους γούνες από επάνω, εκείνη δεν έσβηνε.
Είδε και η νεαρή αρχόντισσα τι έκαναν καθημερινά οι γυναίκες και είπε να πάει και αυτή να μαζέψει καυσόξυλα. Σηκώθηκε ένα πρωινό και πήγε κατά το δάσος, με τη συνοδεία πάντα των δυο νεαρών κοριτσιών, και μάζεψε αρκετά στεγνά ξύλα. Κατέφτασαν και οι ψαράδες και η κοπέλα άναψε τη φωτιά η οποία και θέριεψε αμέσως. Οι άνδρες Μαύρη Αρκούδα περικύκλωσαν τη φωτιά κι άρχισαν να τινάζουν από πάνω της τις κουβέρτες και τις γούνες τους. Μα η φωτιά αμέσως έσβησε και η κοπέλα αισθάνθηκε βαθιά ντροπή γι΄ αυτό.
Τότε την πλησίασε γι΄ άλλη μια φορά η φίλη της η Ποντικογυναίκα και της είπε: “Να πας και να μαζέψεις τα ξύλα για τη φωτιά από μέσα από το ποτάμι”, κι έτσι μέχρι και σήμερα όλοι ξέρουν ότι μόνο αυτά τα ξύλα κάνουν την καλύτερη θράκα. Η αρχόντισσα την άκουσε και την επόμενη κιόλας μέρα πήγε και μάζεψε ξύλα από το ποτάμι. Έφτιαξε τη φωτιά πριν να γυρίσουν οι άνδρες και όταν γύρισαν στάθηκαν όλοι γύρω της. Αυτή τη φορά, όσο και να τίναζαν τις γούνες τους, η φωτιά έκαιγε ακόμη καλά και ο άνδρας της χάρηκε πολύ όταν το είδε.
Οι Μαύρη Αρκούδα είχαν πάρει τη νεαρή κοπέλα μεσοκαλόκαιρο και τώρα ήταν φθινόπωρο. Μια μέρα η κοπέλα άρχισε να κλαίει και να μελαγχολεί στη σκέψη των γονιών της, νοσταλγούσε πολύ το σπίτι της και όσους είχε αφήσει πίσω της όταν παντρεύτηκε. Την είδε η Ποντικογυναίκα και την ρώτησε γιατί έκλαιγε. Εκείνη της απάντησε πως της έλειπαν πολύ οι γονείς της. Η Ποντικογυναίκα αμέσως τότε της είπε: “Άντε λοιπόν, δραπέτευσε! Η κατασκήνωση των γονιών σου δεν απέχει και πολύ από εδώ. Να φύγεις να πας να τους δεις. Θα βρεις ένα μονοπάτι πίσω από το σπίτι, δεν υπάρχει άλλο. Σε βγάζει πέρα από την κορυφή του βουνού και ακολουθεί το ποτάμι που βρίσκεται από την άλλη μεριά του. Αυτό είναι και το στόμα του Ξε-Ντα’Ουλ όπου και συναντά τον Ποταμό Σκίνα. Σαν βγεις από εκείνο εκεί το δάσος θα δεις ένα κανό να επιπλέει στο νερό και μέσα του έναν άνδρα. Θα κοιτάει το νερό έτοιμος να καμακώσει φώκιες, φώναξέ τον να βγει στην ακτή. Κάλεσέ τον με το όνομά του, τον λένε Επιπλέει-Απέναντι. Ζήτα του να σε πάρει στο κανό του και τάξε του τα σπίτια του πατέρα σου είτε τον θησαυρό του είτε ότι θα τον παντρευτείς”.
Κι εκεί τα λόγια της Ποντικογυναίκας τελείωσαν. Η κοπέλα σηκώθηκε με τις δυο κοπέλες πάντα στο πλάι της. Μπήκαν και οι τρεις τους στο δάσος.
Η αρχοντοπούλα έδεσε τα δυο κορίτσια σε κορμούς και τους είπε πως εκείνη θα πήγαινε λίγο παρακάτω να βρει και να φέρει πίσω εφόδια. Άρχισε να περπατά πολύ αργά με μεγάλη προσοχή. Μόλις είδε το μονοπάτι άρχισε να τρέχει προς το βουνό. Έφτασε και στην κορυφή του και στη συνέχεια άρχισε να κατηφορίζει την άλλη του πλαγιά. Ξάφνου άκουσε από πίσω της μια τρομερή κραυγή, ήταν οι Μαύρη Αρκούδα, τους είχαν πάρει στο κυνήγι.
Η αρχοντόπουλα από το φόβο της έβαλε κι αυτή τις φωνές καθώς έτρεχε. Έτρεχε κι έτρεχε ώσπου βγήκε από το δάσος και μπροστά της είδε το νερό. Και να! Μακριά πάνω στο νερό επέπλεε ένα κανό. Η κοπέλα, εξαντλημένη και κλαίγοντας τού φώναξε: “Καλέ μου, πάρε με κι εμένα στο κανό σου”, μα ο άνδρας δεν της έδωσε καθόλου σημασία. Είπε τότε πάλι εκείνη: “Θα με πάρεις μαζί σου αν τα σπίτια του πατέρα μου γραφτούν στ΄ όνομά σου; Αν τα ελάφια του γίνουν δικά σου; Αν όλα τα κανό του πατέρα μου περάσουν σ΄ εσένα; Αν οι υπηρέτες του υπηρετούν εσένα; Αν όλος του ο μπρούντζος γίνει δικός σου μπρούντζος; Αν γίνω γυναίκα σου;”. Με το άκουσμα αυτού του τελευταίου, ο Επιπλέει-Απέναντι χτύπησε με το ρόπαλο του το κανό του και κάτι του είπε. Τι του είπε, κανείς δεν ξέρει αλλά τότε ξεπρόβαλλαν και οι Μαύρη Αρκούδα από το δάσος. Το μπρούτζινο κανό πλησίασε τη γυναίκα στο σημείο που στεκόταν στην ακτή. Με μια κίνηση αυτή πήδησε πάνω του και ο άνδρας το ξαναχτύπησε με το ρόπαλο του. Το κανό πήγε και στάθηκε στη μέση του ποταμιού όπου στεκόταν και πριν.
Τότε οι Μαύρη Αρκούδα του φώναξαν: “Δώσε μας τη γυναίκα μου, αυτή που έχεις δίπλα σου. Δώσε τη μας πίσω αλλιώς θα έρθουμε και θα σου κάνουμε το κανό χίλια κομμάτια”. Οι Μαύρη Αρκούδα στέκονταν όλοι μαζί ενωμένοι και φαινόντουσαν πραγματικά αποφασισμένοι να πάρουν πίσω την κοπέλα. Αλλά ο άνδρας πάνω στο κανό δεν έδειχνε να τον νοιάζει ιδιαίτερα. Κάθε άλλο, κοιτούσε πάλι κάτω στο νερό και έψαχνε να βρει φώκιες να καμακώσει. Η αρχόντισσα ευτυχώς είχε κάνει όπως της είχε πει η Ποντικογυναίκα και βρισκόταν τώρα στο κανό του Επιπλέει-Απέναντι.
Οι Μαύρη Αρκούδα έπεσαν όλοι στο νερό και άρχισαν να κολυμπούν γρήγορα για να φτάσουν το κανό. Όταν το πλησίασαν, ο άνδρας που στεκόταν πάνω του σηκώθηκε, το χτύπησε στο πλάι και είπε: “Άκουσε με Γκαγκουάλα!” και το κανό ζωντάνεψε. Ήταν πολύ δυνατό. Το έλεγαν Ουάζ-Των-Δυο-Μεριών και είχε ένα στόμα στην κάθε του άκρη. Ήταν σαν το στόμα του κροκόδειλου. Τότε αυτά τα ζώα υπήρχαν ακόμη σ΄ εκείνη την περιοχή κι ας μην υπάρχουν σήμερα. Στριφογύρισε και στριφογύρισε και κάθε φορά δάγκωνε και από έναν λαιμό των Μαύρη Αρκούδα.
Το κανό τους νίκησε όλους και τώρα όλα τους τα σώματα τα έπαιρνε το ρεύμα του ποταμού. Ο άνδρας φαινόταν πολύ ικανοποιημένος, είχε νικήσει αυτούς που είχαν ταράξει την ηρεμία του. Βλέπετε ήταν ο άρχοντας της λίμνης και ζούσε στον πάτο της. Πήγε μέχρι την άλλη μεριά του κανό πλησιάζοντας την γυναίκα που είχε δεχτεί να πάρει μαζί του. Την αγκάλιασε και ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια της. Ο Επιπλέει-Απέναντι της είπε τότε: “Ψάξε το κεφάλι μου για ψείρες”. Εκείνη το ψαχούλεψε και βρήκε μία. Τρόμαξε πολύ μιας και όταν κοίταξε καλύτερα, είδε πως ήταν ένας βάτραχος! Της ξαναείπε τότε ο άνδρας: “Δάγκωσέ το.” Εκείνη δάγκωσε το νύχι της ηχηρά και του είπε: “Την δάγκωσα την ψείρα σου”. Η αγάπη του άνδρα γι΄ αυτήν φούσκωσε σαν το άκουσε αυτό.
Ο άνδρας και η νέα του γυναίκα πήγαν τότε εκεί όπου έμενε. Είχε πιάσει μπόλικες φώκιες να δώσει στην παλιά του γυναίκα. Εκείνη πήγε μέχρι την ακτή και εκεί είδε τη νέα γυναίκα να καταφτάνει.
Μόλις έβγαλαν και την τελευταία φώκια από το κανό, η τρανή γυναίκα ξεχώρισε μερικές και είπε: ”Αυτές θα τις κρατήσω για την αδερφή μου”. Έπειτα, ο άνδρας πήγε και ξάπλωσε δίπλα στη νέα του γυναίκα και όχι δίπλα στην Λυκοσκυλογυναίκα, την παλιά. Προτιμούσε τη νέα, μιας και ήταν μικρότερη.
Ο άνδρας ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε το επόμενο πρωί και είπε αμέσως στη νέα του γυναίκα: “Αν ακούσεις κάποιο περίεργο ήχο στο σπίτι μας, να μην κοιτάξεις κατά εκεί, μπορεί και να πεθάνεις από αυτό”. Έπειτα, μιας και ήταν ακόμη νωρίς, ο άνδρας έφυγε να πιάσει φώκιες. Μόλις έφυγε, η παλιά γυναίκα σηκώθηκε κι εκείνη και έκατσε να φάει τις φώκιες που είχε φυλάξει την προηγούμενη ημέρα. Η νέα κοπέλα άκουσε τον ήχο δαγκωματιών από την άλλη μεριά του σπιτιού. Της φάνηκαν για ήχοι που κάνουν τα σκυλιά όταν τρώνε. Τότε ο ήχος δυνάμωσε και δυνάμωσε μέχρι που μπροστά της είδε τη Λυκοσκυλογυναίκα η οποία πήγε με ταχύτητα και χώθηκε μέσα σε μια τρύπα σέρνοντας μαζί της και μια φώκια. Μόλις όμως την κοίταξε η νέα γυναίκα, η Λυκοσκυλογυναίκα άρχισε να πνίγεται, κόντεψε να πεθάνει. Τα κατάφερε όμως και, αφού συνήλθε, πήγε εκεί που ήταν η νέα γυναίκα και την δάγκωσε στο λαιμό. Η νέα γυναίκα πέθανε.
Ο άνδρας τον ένιωσε τον θάνατο της νέας του γυναίκας και επέστρεψε αμέσως σπίτι του. Σαν είδε τη Λυκοσκυλογυναίκα τη ρώτησε:
Τι συνέβη στην άλλη που μένει εδώ;
Η αδερφή μου κοιμάται όλη μέρα, απάντησε εκείνη.
Αν της έχεις κάνει κακό, θα σε σκοτώσω.
Πήγε εκεί που είχε αφήσει τη νέα του γυναίκα και να, την είδε πεθαμένη. Θύμωσε πάρα πολύ με τη Λυκοσκυλογυναίκα και τη σκότωσε επιτόπου. Παραλίγο μάλιστα να μην τα καταφέρει γιατί κάθε φορά που της έκοβε το κεφάλι αυτό πήγαινε και ξαναέμπαινε στη θέση του. Της το έκοψε πολλές φορές μέχρι που στο τέλος πρόλαβε και έκοψε το σώμα της κομματάκια και έριξε πάνω τους τριανταφυλλάκια που στάζουν ισχυρό δηλητήριο. Έτσι η Λυκοσκυλογυναίκα πέθανε για πάντα.
Ο άνδρας πήρε την καρδιά της και την ταλάντευσε πάνω από το σώμα της νέας του γυναίκας, ξαναφέρνοντας την έτσι στη ζωή. Έθαψε τα κομμάτια της Λυκοσκυλογυναίκας διάσπαρτα σε όλο το σπίτι και η αγάπη του για τη νέα του γυναίκα αναζοπυρώθηκε.
Μια μέρα, οι εννιά κουνιάδοι του βγήκαν από το δάσος και πήγαν να επισκεφτούν την αδερφή τους, που τώρα ήταν πεθαμένη κάμποσο καιρό. Οι κουνιάδοι ρώτησαν πού ήταν η αδερφή τους και ο άνδρας τους απάντησε: “Ξεκίνησε μια μέρα να σας επισκεφτεί” και με τη σειρά τους αυτοί του είπαν ότι ούτε που την είχαν δει ούτε που την είχαν συναντήσει.
Ο καθένας τους είχε φέρει μαζί του από ένα κομμάτι κρέας να δώσουν δώρο στην αδερφή τους. Ήταν κρέας βουνίσιας κατσίκας, το αγαπημένο της αδερφής τους. Είπε τότε ο άνδρας στη νέα του γυναίκα: “Ετοιμάσου να φύγεις, πήγαινε μέχρι την όχθη του ποταμού και κάτσε μέσα στο κανό μου”.
Ο νεότερος των κουνιάδων άρχισε τότε να μυρίζει εδώ κι εκεί. Άρχισε να περιφέρεται στο σπίτι κρατώντας τη μύτη του ψηλά. Σύντομα κατάλαβε ότι η αδερφή του ήταν θαμμένη από κάτω. Έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να σκάβει και να σκάβει με τα νύχια του μέχρι που ξέθαψε εντελώς ένα από τα κομμάτια της αδερφής του. Εντωμεταξύ, ο άνδρας είχε φτάσει κι αυτός στην όχθη, μπήκε κι αυτός στο κανό του, το χτύπησε με το ρόπαλο του και στη στιγμή αυτός και η νέα του γυναίκα είχαν απομακρυνθεί αρκετά από την όχθη.
Αγαπούσε πολύ τη νέα του γυναίκα και επιπλέον εκείνη περίμενε το παιδί του. Σαν ήρθε το πέρασμα του χρόνου, γέννησε ένα αγοράκι. Ο άνδρας χάρηκε πολύ μα εκείνη ακόμη νοσταλγούσε να δει τους γονείς της.
Έβαλε πάλι τα κλάματα και ο άνδρας της τη ρώτησε γιατί έκλαιγε. Εκείνη του εξήγησε και τότε εκείνος της απάντησε: “Να πας να τους δεις”. Έτσι, την επόμενη ημέρα, η γυναίκα σηκώθηκε το πρωί και ο άνδρας τής έδωσε το μπρούντζινο κανό του και το ρόπαλο για το αγόρι. Έπειτα, είπε στη γυναίκα του: “Σαν μεγαλώσει λίγο το παιδί, να του δίνεις το διαβολόχορτο κάθε μέρα μέχρι να μεγαλώσει για τα καλά”. Στη συνέχεια της έδωσε ένα τόξο με τα βέλη του κι ένα ρόπαλο για βίδρες: “Να τον ονομάσεις Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ”, και η γυναίκα ξεκίνησε με το παιδί της.
Έφτασε και στο χωριό του πατέρα της, άφησε το τόξο με τα βέλη και το βιδρορόπαλο στο μπρούντζινο κανό και το έκρυψε στην πίσω μεριά του χωριού. Περπάτησε κατά μήκος της όχθης και έφτασε στο σπίτι του πατέρα της. Μα και αυτός και η μητέρα της είχαν πεθάνει πολύ καιρό τώρα. Είχε ραγίσει η καρδιά τους την ημέρα που έχασαν τη μοναχοκόρη τους. Μα οι τέσσερις θείοι της ζούσαν ακόμη.
Πρώτα πήγε στο σπίτι του μεγαλύτερου από τους τέσσερις, μα αυτός της αρνήθηκε την είσοδο. Πήγε και στον δεύτερο στη σειρά μα κι αυτός την έδιωξε. Και ο επόμενος θείος δεν την άφησε να μπει στο σπίτι του. Τέλος η γυναίκα πήγε και στο σπίτι του μικρότερου θείου της. Εκείνος ήταν πολύ θλιμμένος και την προσκάλεσε να μείνει μαζί του.
Εκείνη πήγε και έστρωσε στη γωνία του σπιτιού, εκεί που συνηθίζουν να μένουν οι φτωχοί, μιας και το παιδί λερωνόταν συνεχώς εξαιτίας του διαβολόχορτου που έτρωγε. Η γυναίκα όμως συνέχισε να του το δίνει μιας και ήθελε το παιδί της να έχει καλή τύχη στη ζωή του. Έτσι το παιδί έτρωγε και η μητέρα του το έπλενε.
Το παιδί μεγάλωσε κι έγινε ένα δυνατό παλικάρι. Σαν ήρθε και το πέρασμα του χρόνου, άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν. Τον χειμώνα συνέβαινε συχνά να πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι σε όλον τον τόπο, πέθαιναν από ασιτία.
Το παλικάρι είχε τέσσερις νεαρούς φίλους. Μια μέρα κάλεσε τους φίλους του και τους είπε: “Αν μείνουμε εδώ θα πεθάνουμε κι εμείς από την πείνα. Ελάτε! Ας πάμε να ταξιδέψουμε με το κανό!”. Οι φίλοι του ξεσηκώθηκαν και όταν ο νεαρός το είπε στη μάνα του, εκείνη του επέτρεψε να φύγει. Τον οδήγησε μέχρι εκεί που είχε κρύψει το μπρούντζινο κανό και του έδωσε το τόξο και το ρόπαλο που είχε φυλάξει μέσα. Νωρίς ένα πρωί και με μυστικότητα ο νεαρός και οι τέσσερις φίλοι του έφυγαν και είπαν να πάνε προς τον νότο, στη Μετλακάχτλα. Εκεί θα πήγαιναν πρώτα.
Στο δρόμο τους το αγόρι είδε πως κάτι βράχια ήταν γεμάτα φώκιες. Βούτηξε το βιδρορόπαλό του στο νερό και εκείνο μεταμορφώθηκε σε βίδρα. Κολύμπησε μέχρι τις φώκιες και τις σκότωσε όλες. Ταυτόχρονα ο νεαρός τους έριχνε και με το τόξο του. Στο τέλος είχε σκοτώσει δέκα εικοσάδες φώκιες! Τις φόρτωσε όλες στο κανό του, μιας και οι φώκιες ήταν η κύρια τροφή του χειμώνα. Συνέχισαν λίγο πιο κάτω στον ποταμό ώσπου έφτασαν και μπήκαν στον κόλπο της Μετλακάχτλα. Οι κάτοικοι είδαν να καταφτάνει ένα κανό με πέντε παλικάρια που από τα πλάγια του κρεμόντουσαν πτερύγια φωκιών και σάστισαν. Η μάνα του νεαρού τους φώναξε τότε: “αυτός θαρρώ είναι ο γιος μου, που ο πατέρας του είπε να τον φωνάζετε Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ”.
Οι τρεις θείοι άρχισαν να γελούν με τη γυναίκα: “Αυτό είναι το βρωμιάρικο παιδί σου!” της είπαν. Το κανό τότε έφτασε γρήγορα μέχρι την όχθη, δίπλα στο σπίτι της γυναίκας. Ο νεαρός μοίρασε τις μικρές φώκιες στους τέσσερις φίλους, έπειτα έδωσε σε καθένα από τους τρεις θείους του δέκα και στον μικρότερο είκοσι. Όλοι τις πήραν σπίτια τους και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Ο νεαρός άρχοντας ήταν πολύ καλός κυνηγός. Ήξερε να χρησιμοποιεί το τόξο του πολύ καλά και ήταν ατσίδας στο να πιάνει θαλάσσια πλάσματα όπως θαλάσσια λιοντάρια, βίδρες και φώκιες. Όλων των ειδών τα ζώα, όλα τα έπιανε. Η μητέρα του άρχισε να πουλάει κρέας αρκούδας και άλλα ζώα της στεριάς σε όσους είχαν ανάγκη. Σύντομα, έκανε κι ένα μεγάλο τραπέζι για όλο το χωριό όπου και ξαναονόμασε τον γιο της με το όνομα που του είχε δώσει ο πατέρας του, Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ και γινόταν σιγά σιγά ο πλουσιότερος ανάμεσα στους συγχωριανούς του.
Θέλησε τότε να παντρευτεί την κόρη του θείου του, μα αυτός δεν του την έδινε. Οι δυο τους τότε κλέφτηκαν, μιας και η κόρη τον ήθελε πολύ. Έτσι ο νεαρός έκανε αρχόντισσα και γυναίκα του την ξαδέρφη του.
Αποσυναρμολόγησε και το κανό του, το πιο πολύτιμο αντικείμενο των προγόνων του και με τα κομμάτια του έφτιαξε πλάκες χαλκού. Μόνο αρχηγοί είχαν πλάκες χαλκού. Τις έφτιαχναν οι ίδιοι και μιας και ήταν τόσο δυσεύρετες άξιζαν όσο πολυάριθμοι υπηρέτες, κανό και κάθε είδους περιουσία, τόσο πολύτιμες ήταν. Έφτιαξε δέκα από δαύτες, από το κανό που του είχε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μικρός. Έδωσε τρεις στον πατέρα της γυναίκας του για προίκα και τις υπόλοιπες τις μοίρασε ανάμεσα στους υπόλοιπους.
Δεν είχε περάσει και πολύς καιρός από τον γάμο του και κάποιοι κυνηγοί είχαν βαλθεί να κυνηγούν με ενθουσιασμό μια λευκή βίδρα που κυκλοφορούσε στα νοτιότερα κανάλια της Μετλακάχτλα. Η πεθερά του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ άκουσε μια μέρα πως η λευκή βίδρα είχε φανεί σε αυτά τα κάτω κανάλια και είπε στον γαμπρό της: “Θέλω να πας και να σκοτώσεις τη λευκή βίδρα να την κάνω σκέπασμα. Πρόσεχε όμως να μη λερώσεις τη γούνα της ούτε με μια σταγόνα αίμα”.
Ο νεαρός άρχοντας και οι τέσσερις φίλοι του σηκώθηκαν. Πήραν ένα κανό και πήγαν κατακεί και να! όντως στα κανάλια κολυμπούσε η λευκή βίδρα. Την είχαν περικυκλώσει πολλά άλλα κανό, μα ο νεαρός τη σημάδεψε και μ΄ ένα μόνο χτύπημα την πέτυχε. Τη φόρτωσε πάνω στο κανό του και την πήγε μέχρι την πεθερά του. Εκείνη την έγδαρε προσεχτικά μα μια σταγόνα αίμα έτρεξε στη γούνα της εκεί που την είχε τρυπήσει το βέλος. Η πεθερά είπε τότε στην κόρη της: “Πήγαινε καλή μου στο ποτάμι και πλύνε το τομάρι”.
Η κοπέλα πήρε το τομάρι, κατέβηκε μέχρι την όχθη και εκεί άρχισε να το πλένει. Το άπλωσε πάνω στο νερό και το έτριψε μέχρι που καθάρισε τελείως. Έπειτα το πέρασε μια δυο ακόμα φορές στο νερό και το κλώτσησε και το έστυψε. Όταν το έριξε για τελευταία φορά να πλυθεί στον ποταμό, εκείνο ξάφνου παρασύρθηκε από το ρεύμα. Άρχισε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και η κοπέλα το ακολούθησε. Πήγαινε και πήγαινε και η κόρη πάσχιζε να το φτάσει.
Σύντομα είχε βγει σε αρκετά βαθιά νερά και τότε μπροστά στην κοπέλα εμφανίστηκαν δυο Όρκες. Η μία από της δυο έβαλε την κοπέλα στην πλάτη της, ακριβώς πίσω από το πτερύγιο και άρχισε να την πηγαίνει ακόμη πιο μακριά, στη θάλασσα. Κάθε φορά που η Όρκα ξεπρόβαλλε στην επιφάνεια, η νεαρή αρχόντισσα φώναζε το όνομα του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ να έρθει να τη σώσει.
Την άκουσαν οι τέσσερις φίλοι του και πήγαν αμέσως να τον ειδοποιήσουν. Ευθύς εκείνος κατέβασε ένα κανό και σκοινί, τριαντάφυλλα και μια κλειστή βάρκα. Έπειτα πέρασε στην πλάτη το τόξο και τα βέλη του και κίνησε να πάρει πίσω τη γυναίκα του από τις Όρκες. Όλοι τους έκαναν κουπί με μανία, με όλη τους τη δύναμη. Οι Όρκες κατευθύνονταν τώρα βόρεια. Μόλις έφτασαν στους πρόποδες του τρανού βουνού Κουέ Ξτ, βούτηξαν κάθετα προς τον βυθό της θάλασσας παίρνοντας μαζί τους και τη γυναίκα τού Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ.
Το κανό έφτασε το σημείο που είχαν καταδυθεί οι Όρκες και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ πήρε το σκοινί και έδεσε στη μια μεριά του μια μεγάλη πέτρα. Την άφησε να πέσει στο νερό και να βυθιστεί. Καθώς αυτή βυθιζόταν, όταν του τελείωνε το σκοινί έδενε κι άλλο στην άκρη του, κι άλλο μέχρι που η πέτρα άγγιξε τον βυθό. Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ γύρισε στους συντρόφους του και τους είπε: “Μόλις φτάσω στον βυθό θα κουνήσω το σκοινί και έτσι θα ξέρετε ότι έφτασα. Να μην κάνετε τίποτα. Μόλις θα αρχίσω να ανεβαίνω πάλι θα κουνήσω το σκοινί για δεύτερη φορά. Τότε θα ξέρετε ότι έρχομαι και αρχίστε να με τραβάτε πάνω”.
Άρχισε την κατάδυσή του ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ τραβώντας τον εαυτό του όλο και πιο κάτω με τη βοήθεια του σκοινιού πότε με το ένα χέρι και πότε με το άλλο. Σαν πάτησε στον βυθό της θάλασσας κούνησε το σκοινί για να ειδοποιήσει τους φίλους του. Είδε τότε ένα μονοπάτι και το ακολούθησε. Σύντομα συνάντησε κάτι χήνες που έσκαβαν δίπλα σε κάτι ρίζες. Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ έβγαλε το μαχαίρι του και έκανε από μια χαρακιά πάνω από τα μάτια τους. Ήταν βλέπετε όλες οι χήνες τυφλές και τώρα είχαν ξαναβρεί το φως τους. Άρχισαν τότε να τραγουδούν:
Τα μάτια μου είν’ ανοιχτά γκου’αλά
Τα μάτια μου είν’ ανοιχτά γκου’αλά
Τα μάτια μου είν’ ανοιχτά γκου’αλά
Και όλες μαζί τραγούδησαν:
Και σ’ εμένα συνέβη αυτό!
Και σ’ εμένα συνέβη αυτό!
Και σ’ εμένα συνέβη αυτό!
“Αυτός που πήρε τη γυναίκα σου πέρασε μόλις από εδώ κοντά! Έλα συνέχισε κι εμείς θα σε βοηθήσουμε”.
Και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ συνέχισε προς τα εκεί που του υπέδειξαν οι χήνες. Μετά από λίγο συνάντησε τον Κάστορα που έκανε τις δουλειές του στο νερό. Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ τον βοήθησε να κόψει τα δέντρα που χρειαζόταν και ο Κάστορας ευχαριστήθηκε πολύ. Του είπε: “Αυτός που πήρε τη γυναίκα σου, μόλις πέρασε από εδώ κοντά. Θα σε βοηθήσω, θα σου φτιάξω λίμνες, άντε συνέχισε!” και ο νεαρός συνέχισε.
Κόντευε να φτάσει και πλησίασε στην άκρη του χωριού που κατοικούσαν οι Όρκες. Είδε ένα μικρό σπιτάκι και μπήκε μέσα. Μέσα του ζεσταινόταν πλάι στη φωτιά ο Μέγας Γερανός, οποίος τον κοίταξε καλά. Μόλις μπήκε στο σπίτι ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ, η Γερανογυναίκα, που ήταν ο φύλακας του χωριού, άρχισε να σκούζει για να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς της. Σαν άνοιξε το στόμα της, ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ της προσέφερε καπνό και μετά της έκανε δώρο ένα καμάκι που είχε σκαλίσει ο ίδιος, να το φορέσει στο ράμφος της για να πιάνει εύκολα τα ψάρια. Η Γερανογυναίκα τότε σώπασε. Πήρε τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ και τον έκρυψε στο φτέρωμα της. Οι Όρκες που έμεναν κι αυτές στο χωριό έτρεξαν κατά το σπίτι, μπήκαν με φούρια μέσα και ρώτησαν τη Γερανογυναίκα γιατί είχε σκούξει έτσι. Εκείνη τους είπε πως κατά λάθος, εκεί που πήγε να ζεσταθεί κοντά στη φωτιά, άρπαξαν λίγο τα φτερά της και γι αυτό είχε φωνάξει έτσι, από την τρομάρα της.
Οι Όρκες τότε ψαχούλεψαν λίγο ανάμεσα στα φτερά της, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Έφυγαν και πήγαν από ΄κει που είχαν έρθει. Βγήκε και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ από την κρυψώνα του. Τον ρώτησε η Γερανογυναίκα: “Ακούς αυτόν τον θόρυβο από το δάσος; Εκεί κόβουν τώρα το πτερύγιο που θα φορέσουν στη γυναίκα σου. Αυτό ακούς. Να πας να βρεις τον άνδρα που κόβει το ξύλο κι εγώ θα σε βοηθήσω”. Πήγε και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ μέχρι εκεί που κοβόταν το ξύλο. Κρύφτηκε και είδε πως αυτός που έκοβε τα ξύλα χρησιμοποιούσε κάτι μεγάλες μπρούντζινες σφήνες. Έβαζε το ξύλο που θα έκοβε πάνω στο μεγάλο κούτσουρο, έβαζε και τη σφήνα από πάνω και μετά με το πελώριο σφυρί του κοπάναγε τη σφήνα και άνοιγε το ξύλο. Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ πήγε και χώθηκε μέσα στο ξύλο που θα κοβόταν μετά.
Ο άνδρας έπιασε το ξύλο και το στήριξε στο κούτσουρο βάζοντας του στην κορυφή τη μπρούντζινη σφήνα. Τη χτύπησε με το σφυρί κι αυτή σταμάτησε ακριβώς εκεί που ήταν το στόμα του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ. Εκείνος δάγκωσε την άκρη της σφήνας κι αυτή έσπασε μέσα στο ξύλο.
Ο υπηρέτης βλέποντας αυτό πήρε άλλη μια σφήνα και προσπάθησε να ξανασπάσει το ξύλο. Μα κι αυτή έσπασε όπως και η προηγούμενη, μέσα στο ξύλο. Ο άνδρας κοντοστάθηκε κι έμεινε για λίγο σιωπηλός μέχρι που ξάφνου άρχισε να κλαίει. Καθώς έκλαιγε και έκλαιγε έλεγε στον εαυτό του: “Θα με μαλώσει ο αρχηγός, πωπω τι έκανα στις μπρούντζινες σφήνες του! Τις έσπασα!” και ανάμεσα στα αναφιλητά του φώναζε “Γι, γι γι!”.
Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ πετάχτηκε τότε ξαφνικά και στάθηκε δίπλα στον άνδρα:
Μα γιατί κλαις; Και γιατί μιλάς καθώς κλαις;
Άνθρωπε μου, είπε ο υπηρέτης σαν σήκωσε το βλέμμα του και είδε ποιος στεκόταν δίπλα του, κλαίω γι΄ αυτό που θα πάθω όταν ο αρχηγός δει τις σπασμένες του σφήνες. Θα με σκοτώσει, γι αυτό κλαίω. Γι, γι, γι! Ο Γκεμες-Νέ Ξλ θα με τιμωρήσει για τη ζημιά στις σφήνες!
Φέρ’ τις μου εδώ να τις δω, είπε τότε ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ και ο υπηρέτης του τις έδειξε.
Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ τις πήρες και τις ξαναέβαλε στο στόμα του επαναφέροντας τις στην αρχική τους κατάσταση. Ο υπηρέτης χοροπήδησε από τη χαρά του μόλις το είδε! Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ έδωσε στον υπηρέτη και μπόλικο καπνό. Ο υπηρέτης, που τον έλεγαν Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ άρχισε τότε να ενημερώνει τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ: “Από αυτό εδώ το κομμάτι ξύλο πρέπει να φτιαχτεί το ραχοπτερύγιο για τη γυναίκα σου, γι αυτό έχω βαλθεί να το κόβω. Καλύτερα όμως να κρυφτείς όταν έρθουν οι δυο μου γυναίκες, αν σε δουν ποιος ξέρει…”.
Όντως, μετά από λίγο ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ έτρεξε να κρυφτεί σαν είδε να πλησιάζουν οι δυο γυναίκες του Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ που είχαν έρθει να κουβαλήσουν ξύλα. Σήκωσαν τις μύτες τους στον αέρα: “Μας μυρίζει, μάλλον μας μυρίζει ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ. Χμ, χμ!”. Ο άνδρας τους τότε πήρε ένα κλαδί κι άρχισε να τις διώχνει μακριά ενώ ταυτόχρονα τις μάλωσε: “Κι από που να έρθει αυτός για τον οποίο λέτε; Δρόμο τώρα, πηγαίνετε στα ξύλα σας, άντε δρόμο, Ξουτ!” είπε στις δυο του γυναίκες, τη Βιδρογυναίκα και την Ερμινογυναίκα. Γι΄ αυτό και είχαν οσφριστεί τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ.
Έφυγαν οι γυναίκες να πάνε να κουβαλήσουν ξύλα και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ βγήκε από την κρυψώνα του και πλησίασε πάλι τον Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ, ο οποίος και του είπε: “Θα φτιάξω ένα δέμα σάπια ξύλα και θέλω εσύ να πας να χωθείς μέσα του. Θα το ακουμπήσω στη μια μεριά της εισόδου του σπιτιού. Κάποια στιγμή ο αφέντης θα με στείλει να φέρω νερό κι εγώ θα πάρω να γεμίσω έναν μεγάλο κουβά. Σαν θα μπω μέσα στο σπίτι θα κάνω πως πέφτω από τη σκάλα και θα ρίξω το νερό στη φωτιά. Θα γεμίσει το σπίτι με ατμό και τότε εσύ να βγεις από το δεμάτι με τα ξύλα. Η γυναίκα σου κάθεται στο πίσω μέρος του σπιτιού, πάρε την και φύγετε τρέχοντας. Εγώ θα φουσκώσω τα πατώματα και θα φράξω κι από μόνος μου την πόρτα να μη βγει κανείς. Θα έρθουν όμως μετά οι γυναίκες μου και θα αρχίσουν να τσιμπούν αλύπητα την κοιλιά μου και τότε θα αρχίσουν όλοι να σε κυνηγούν”.
Έτσι κι έγινε. Ο Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ κουβάλησε το δεμάτι με το σάπιο ξύλο που μέσα του είχε κρυφτεί ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ μέχρι το σπίτι και το ακούμπησε στην είσοδο. Μόλις σταθεροποιήθηκε, ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ μπόρεσε και είδε τη θέση καθόταν η γυναίκα του στο βάθος του σπιτιού, δίπλα ακριβώς στη φωτιά. Η φωτιά ήταν πολύ μεγάλη και όταν οι πέτρες πυρακτώθηκαν, ο αρχηγός έστειλε τον Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ να φέρει νερό. Εκείνος πήγε, γύρισε, μπήκε στο σπίτι και ξάφνου σκόνταψε ρίχνοντας όλο το νερό στην τεράστια φωτιά. Το σπίτι γέμισε με ατμό. Ο κρυμμένος άνδρας βρήκε την ευκαιρία και βγήκε από το δεμάτι, πήγε και άρπαξε τη γυναίκα του και έτρεξε έξω. Η τρανή κοιλιά του Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ πρήστηκε τόσο που έφραξε την πόρτα και κανείς δεν μπορούσε να βγει. Ήρθαν όμως τότε οι γυναίκες του και την τσίμπησαν.
Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ όμως έτρεχε πολύ γρήγορα με τη γυναίκα του, δε σταμάτησε στιγμή να τρέχει. Έφτασε και στην άκρη του χωριού όπου έμενε και η φίλη του ο Γερανός. Ο Μέγας Γερανός άπλωσε τα φτερά του και με το καινούριο της ράφος σαν αγκίστρι πήγε να χτυπήσει τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ, αλλά αυτός γρήγορα την απέφυγε. Του είπε τότε εκείνη: “Έλα φύγε, δεν θα σου κάνω κακό, το έκανα μόνο για να με δουν”.
Πέρασε τη Γερανογυναίκα και από πίσω του άκουσε μεγάλο σαματά, οι Όρκες ήταν στον κατόπι του με τον Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ πρώτο πρώτο στο κυνήγι: “Για να δούμε! Θα μπορέσω εγώ, ο υπηρέτης να τον φτάσω πρώτος από όλους σας;”. Και έτρεξε να βγει πολύ πιο μπροστά από όλους τους άλλους.
Μόλις είχε σχεδόν φτάσει τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ, του είπε: “Τρέχα, συνέχισε, θα σε βοηθήσω”. Ο άνδρας τότε που έτρεχε με τη γυναίκα του έβγαλε από την θήκη του μπόλικο καπνό και τον έδωσε στον Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ. Εκείνος έπεσε κατάχαμα στη μέση του δρόμου και πρήστηκε επιτόπου όσο δεν πήγαινε.
Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ κατάφερε να πάρει μια ανάσα. Μα για άλλη μια φορά ήρθαν οι γυναίκες του Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ και του τσίμπησαν την κοιλιά να ξεφουσκώσει. Πέρασαν οι Όρκες και συνέχισαν το κυνήγι τους.
Έφτασε και στον Κάστορα ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ. Μόλις έφτασε μπροστά στο φράγμα του, ο Κάστορας του έδειξε ένα σύντομο μονοπάτι να πάρει για να ξεφύγει. Αμέσως τον άκουσε ο άνδρας και συνέχισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πλησίασαν και οι Όρκες τον Κάστορα και από την απροσεξία τους έπεσαν πάνω στα φράγματα και πλακώθηκαν από δαύτα. Έτσι ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ μπόρεσε να πάρει άλλη μια ανάσα όσο οι Όρκες προσπαθούσαν να ξεθαφτούν κάτω από τα χαλάσματα. Σαν το έκαναν όμως, το κυνήγι συνεχίστηκε.
Μπροστά πάλι βγήκε ο Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ του πέταξε κι άλλον καπνό: “Μη φοβάσαι, μόνο τρέχα, συνέχισε κι εγώ θα σε βοηθήσω” του είπε ο υπηρέτης και σωριάστηκε και πρήστηκε πάλι στη μέση του μονοπατιού. Κατέφθασαν οι γυναίκες του, τον ξεφούσκωσαν και οι Όρκες συνέχισαν το κυνήγι τους.
Έφτασε και στις Χήνες ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ, που μάζευαν ρίζες. Τον είδαν και όλες μαζί του είπαν: “Φύγε εσύ κι εμείς είμαστε εδώ!”. Ο άνδρας τις προσπέρασε και συνέχισε να τρέχει. Σαν έφτασαν στις Χήνες και οι Όρκες, οι Χήνες άρχισαν να σκορπίζουν τις κουτσουλιές τους προς τις Όρκες χτυπώντας όλο δύναμη τα φτερά τους. Οι κουτσουλιές πήγαν και στάθηκαν στα στόματα και στους λαιμούς των Ορκών που δυσκολεύονταν τώρα να αναπνεύσουν και να δουν γιατί οι κουτσουλιές ήταν παντού. Ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ πρόλαβε να ξεκουραστεί για λίγο μα σύντομα οι Όρκες βγήκαν από τις κουτσουλιές και τον ξαναπήραν στο κατόπι.
Στο μεταξύ, ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ είχε φτάσει το σκοινί και το κούνησε. Οι σύντροφοί του στο κανό το είδαν και άρχισαν να τον τραβούν στην επιφάνεια. Ο άνδρας και η γυναίκα του βγήκαν από το νερό, ανέβηκαν στο κανό και άρχισαν όλοι να κάνουν κουπί με όλη τους τη δύναμη.
Τους πήραν στο κυνήγι οι Όρκες. Κάθε φορά που τους πλησίαζαν, το κανό πήγαινε κι ερχόταν στο κύμα. Ο άνδρας έχυσε τότε στο νερό τα τριανταφυλλάκια και το μολυσμένο νερό και όλες οι Όρκες πέθαναν μονομιάς. Συνέχισαν να κάνουν κουπί και τα σώματα των Ορκών άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια και να επιπλέουν μέχρι που έγιναν βράχοι.
Ο μόνος που είχε μείνει να ακολουθεί ακόμη το κανό ήταν ο Γκ Ιλκς-Ατσά Ντκ. Είχε συμβουλέψει από πριν τον Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ για το τι πρέπει να κάνει, τότε που μάζευαν οι δυο τους ξύλα: “Σαν δεις μια όρκα με τρία πτερύγια, ενώ όλες οι άλλες έχουν ένα…” και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ αμέσως έδωσε στην Όρκα που είχε πλησιάσει το κανό τους καπνό και λίπος και άλλα πολλά δώρα. Δεν έριξε άλλα τριανταφυλλάκια στο νερό.
Συνέχισαν το κουπί μέχρι που έφτασαν επιτέλους στην Μετλακάχτλα. Οι νεαροί έδεσαν το κανό και πάτησαν το πόδι τους στη γη έχοντας νικήσει τους εχθρούς τους. Η Όρκα που τους ακολουθούσε γύρισε και επέστρεψε σπίτι της.
Ο νεαρός άνδρας συνέχισε να κυνηγά και να φέρνει πίσω κάθε είδους ζώο. Έγινε και ο μεγαλύτερος αρχηγός ανάμεσα στους Τσίμσιαν αρχηγούς και κάθε τόσο οργάνωνε τσιμπούσια για όλους. Ήταν ένας πολύ πλούσιος αρχηγός. Χάρη σε αυτόν οι Τσίμσιαν δεν ξαναπείνασαν ποτέ τον χειμώνα, έβγαινε και σκότωνε και μοίραζε ζώα κάθε λογής σε όλον τον κόσμο.
Ο λαός όμως έφυγε μια μέρα από την Μετλακάχτλα και πήγε κι εγκαταστάθηκε δίπλα στον ποταμό Νας όπου είχε πολλούς κυπρίνους κι από τότε εκεί μένουν. Και ο Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ μετακόμισε. Έστειλε μπροστά τέσσερα κανό με τους υπηρέτες του να πάνε να στήσουν δίπλα στην Ξινομηλιά πάνω από το Μέρος των Κρανίων. Έχτισε ένα τρανό σπίτι κι ακόμα ένα μεγαλύτερο πέτρινο στύλο-τοτέμ. Φώναξε τότε όλους τους ανθρώπους να σηκώσουν και να στήσουν το τοτέμ και κάλεσε και όλα τα πνεύματα του βουνού, αυτά που λατρεύονταν από τους προγόνους μας και όλα τα πλάσματα του νερού.
Σε αυτό το μεγάλο και τρανό σπίτι μπήκαν πρώτα όλοι οι άνθρωποι, έπειτα όλα τα θαλάσσια πλάσματα και τέλος τα πνεύματα του βουνού. Μέχρι το βράδυ, όλοι τους ήταν μέσα στο σπίτι του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ ο οποίος και τους υποδέχτηκε ξεχωριστά. Μόλις είχαν μπει όλα τα θαλάσσια πλάσματα και όλα τα πνεύματα, το σπίτι γέμισε νερό και αφρό. Σαν καταλάγιασε το νερό και έφυγε ο αφρός όλοι τους φορούσαν στα κεφάλια τους τα οικόσημα που τους αντιστοιχούσαν. Εκείνη την ημέρα έγινε και το μεγαλύτερο τσιμπούσι που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο! Ο άνδρας τότε είπε το όνομά του στα πνεύματα για να το μάθουν και αυτό ήταν Γιάγκα-Κουνέ Σκ!
Τελείωσε το τσιμπούσι και τότε προσκάλεσε όλους τους καλεσμένους του να σηκώσουν όλοι μαζί το τοτέμ. Όλοι τους έβαλαν τα δυνατά τους και σχεδόν τα κατάφεραν. Μα μόλις ξημέρωσε, όλοι οι καλεσμένοι του Γκουνάξνεσεμγκ Α Ντ είχαν φύγει πια. Έτσι, το τοτέμ έμεινε να στηρίζεται στον γκρεμό κοντά στην Ξινομηλιά.
Αυτό ήταν και το τελευταίο τσιμπούσι του Γιάγκα-Κουνέ Σκ. Γύρισε πίσω στον πατέρα του στο νερό και δεν ξανανακατεύτηκε με τους ανθρώπους. Τους άφησε για πάντα και το όνομά του ακόμη φέρεται από τους συγγενείς του. Αυτή είναι η ιστορία της Φυλής του Κορακιού.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1