Η Ιστορία του Κόρακα
Οι Κόλυμα λοιπόν από τη Σιβηρία μιλούν για τιμή, την αξία της οικογένειας και πως όλοι μας είμαστε ίσοι - οικογένεια και μη.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, ανθρωποφαγία
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η Ιστορία του Κόρακα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άντρας με τη γυναίκα του. Δεν είχαν μήτε γιο μήτε κόρη. Μια μέρα που συζητούσαν οι δυο τους, είπε η γυναίκα στον άντρα της: “Λοιπόν γέρο μου, τι λες να κάνουμε; Γερνάμε και δεν έχουμε παιδιά. Ποιος θα μας φροντίσει όταν γεράσουμε; Ποιος θα μας θρέφει;”. Από εκείνη την ημέρα προσευχήθηκαν και προσευχήθηκαν στον Θεό μέχρι που Εκείνος τους εισάκουσε και τους ευλόγησε με μια κόρη. Εκείνη μεγάλωσε γρήγορα και σύντομα έγινε γυναίκα. Μια μέρα που είχε βγει να μαζέψει μούρα στο δάσος, την είδε ο Κορακάνθρωπος, την έπιασε και την πήρε μακριά.
Το ηλικιωμένο πια ζευγάρι περιπλανήθηκε αρκετό καιρό ψάχνοντας την κόρη του, αλλά μάταια, δεν την βρήκαν πουθενά. Ξαναπροσευχήθηκαν και προσευχήθηκαν στον Θεό να τους δώσει αυτή τη φορά έναν γιο. Ο Θεός για άλλη μια φορά τους άκουσε και τους έδωσε έναν γιο. Τον φρόντισαν και τον έθρεψαν και σύντομα έγινε ολόκληρος άντρας. Ρώτησε τότε τους γονείς του: “Μητέρα, πατέρα, δεν είχατε ποτέ άλλο παιδί εκτός από εμένα; Δεν είχατε ποτέ μια κόρη ή έναν γιο; Θα ήθελα να είχα ένα αδερφάκι”. Μα εκείνοι δεν του είπαν την αλήθεια: “Δεν είχαμε ποτέ άλλο παιδί”.
Μια μέρα, το αγόρι είχε βγει έξω και έριχνε τα βέλη του προς κάθε κατεύθυνση. Ένα από αυτά μπήκε από την καμινάδα στο σπίτι της γριάς Κατωδέρμα. Το αγόρι άρχισε να τρέμει ολόκληρο από το φόβο του, αλλά παρόλ΄ αυτά πήγε έξω από το σπίτι της να ζητήσει πίσω το βέλος του. Η γριά Κατωδέρμα βγήκε στην αυλή να τον προϋπαντήσει: “Κακό, κακό αγόρι. Γιατί μου φέρεσαι με αυτόν τον κακό τρόπο, είμαι μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, γιατί ρίχνεις τα βέλη σου κατά το σπίτι μου; Αντί να τα ρίχνεις κατά δω, δεν τα ρίχνεις καλύτερα στον Κορακάνθρωπο; Στο κάτω κάτω αυτός άρπαξε την αδερφή σου!”. Το αγόρι δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά τα νέα και μόλις πήγε σπίτι του, είπε στους γονείς του: “Αχ πατέρα και μητέρα! Εσείς δεν θέλατε να μάθω για την κακοτυχία της αδερφής μου, αλλά η γριά Κατωδέρμα μου τα είπε όλα. Τώρα δεν μπορείτε να με σταματήσετε, θα πάω να βρω και να φέρω πίσω την αδερφή μου”.
Ξεκίνησε το ταξίδι του και μετά από πολύ δρόμο, συνάντησε ένα σπίτι στη μέση της ερήμου. Μπήκε μέσα και να σου η αδερφή του που καθόταν σε έναν πάγκο:
Γιατί ήρθες να με βρεις; του είπε αναστατωμένη. Αν σε βρει εδώ ο Κορακάνθρωπος θα σε σκοτώσει!
Αχ! Ώστε στ’ αλήθεια αυτός σ΄ έχει αρπάξει! Ας έρθει να με σκοτώσει, δεν θα διστάσω ούτε στιγμή!
Η αδερφή του τότε του έβαλε να φάει και να πιει. Μετά από λίγο κατέφτασε κι ο Κόρακας. Έκραξε τρεις φορές, προσγειώθηκε στη στέγη του σπιτιού και έπειτα μεταμορφώθηκε σ΄ έναν νεαρό άνδρα. Ο Κορακάνθρωπος μπήκε στο σπίτι, μύρισε έντονα τον αέρα και μετά από λίγο είπε: “Α! Α! Α! Δεν το είδαμε, δεν το ακούσαμε, ο Ρώσος ήρθε να μας βρει από μόνος του. Και δεν είναι και κανένας ξένος, είναι ο γαμπρός μου! Πήγαινε γυναίκα και φέρε μας καρύδια να διασκεδάσουμε”. Η γυναίκα τότε έφερε στους άντρες τέσσερις ντουζίνες σιδερένια καρύδια. Οι δυο άντρες βάλθηκαν να σπάνε τα καρύδια, αλλά ενώ ο αδερφός πάλευε να σπάσει έστω και ένα, ο Κορακάνθρωπος είχε ήδη σπάσει τέσσερα. Είπε τότε στη γυναίκα του: “Ετοίμασέ μας τώρα τον ατμό να κάνουμε το μπάνιο μας” και η γυναίκα πήγε κι ετοίμασε τον ατμό στο ειδικό καλυβάκι έξω από το σπίτι. Ο Κόρακας είπε:
Μπες πρώτος.
Όχι, εσύ να μπεις πρώτος, του απάντησε ο γαμπρός του.
Αλλά ο Κόρακας κατάφερε να ξεγελάσει τον νεαρό και με μια γρήγορη κίνηση τον έσπρωξε μέσα στο σπιτάκι με τον ατμό που ήταν τόσο ζεστό ώστε ο αδερφός ψήθηκε. Μετά από λίγο ο Κόρακας έβγαλε το σώμα του αδερφού από το καλυβάκι κι έφαγε όλη τη σάρκα που βρήκε να φάει. Γύρισε μετά σπίτι του και είπε στη γυναίκα του: “Πήγαινε και μάζεψε τα κόκκαλα του αδερφού σου, καθάρισέ τα, βάλε τα σ΄ ένα σακί και κρέμασε τα από ένα δέντρο”. Η κοπέλα άρχισε να κλαίει γοερά και δεν σταμάτησε να κλαίει για πολλές μέρες. Έπειτα, έραψε έναν σάκο, πήγε και μάζεψε όλα τα κόκκαλα του αδερφού της, τα έβαλε μέσα στον σάκο και τον κρέμασε από ένα δέντρο.
Οι γονείς περίμεναν και περίμεναν, αλλά ο γιος τους δεν γύρισε ποτέ σπίτι. Τα γεροντάκια τότε άρχισαν πάλι να προσεύχονται και να παρακαλούν τον Θεό να τους χαρίσει ακόμα ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι. Ο Θεός τους έδωσε άλλον έναν γιο. Το αγόρι μεγάλωσε και μια μέρα ρώτησε τους γονείς του: “Μητέρα, πατέρα, δεν είχατε πριν από μένα άλλα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια;”. Οι γονείς του αυτή τη φορά αρνήθηκαν την ύπαρξη άλλων παιδιών ακόμη πιο έντονα από πριν, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους φύγει κι αυτός.
Μια μέρα το αγόρι βγήκε να παίξει με το τόξο και τα βέλη του κι εκεί που τα έριχνε δεξιά και αριστερά, ένα έπεσε μέσα από την καμινάδα στο σπίτι της γριάς Κατωδέρμα. Εκείνη βγήκε έξαλλη έξω να δει ποιος το είχε ρίξει και σαν είδε τον νεαρό να τρέμει ολόκληρος, άρχισε να τον μαλώνει: “Γιατί ρίχνεις τα βέλη σου κατά δω; Είμαι γριά κι ανυπεράσπιστη, ρίξε καλύτερα να πετύχεις τον Κορακάνθρωπο, αυτόν που άρπαξε την αδερφή σου και σκότωσε τον αδερφό σου”. Πληγωμένος και θυμωμένος, ο νεαρός βιάστηκε να γυρίσει σπίτι του και σαν είχε μπροστά του τους γονείς του είπε: “Αχ μάνα και πατέρα, γιατί δεν μου το είπατε; Μου τα είπε όλα όμως η γριά Κατωδέρμα. Μου είπε πως είχα μια αδερφή κι έναν αδερφό και σας τους στέρησε και τους δυο ο Κορακάνθρωπος. Θέλετε δεν θέλετε, θα πάω να τους βρω, όσο και να διαμαρτυρηθείτε. Φεύγω τώρα”. Οι γονείς του τότε δοκίμασαν με κλάματα, απειλές και παρακάλια να τον αποτρέψουν από το να κάνει αυτό το ταξίδι. Μα το παιδί τους δεν τους άκουσε και ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του.
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι, βρέθηκε κι αυτός μπροστά στο σπίτι στη μέση της ερήμου. Μέσα καθόταν η αδερφή του:
Γιατί ήρθες; του είπε κλαίγοντας. Θα σε καταβροχθήσει!
Ας το κάνει λοιπόν, δεν θα δείξω δισταγμό. Έφαγε τον αδερφό μου κι εγώ δεν είμαι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από εκείνον.
Η αδερφή του τότε τον τάισε και τον πότισε και οι δυο τους έκατσαν και περίμεναν τον ερχομό του Κόρακα. Μετά από λίγο έφτασε κι αυτός κράζοντας “Φαγητό! Φαγητό! Φαγητό!”. Προσγειώθηκε στη στέγη και μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα. Μόλις μπήκε σπίτι του είπε: “Α! Α! Α! Δεν ακούσαμε τίποτα, δεν είδαμε κανέναν, αλλά το μικρό ρωσικό τσουβάλι από κόκκαλα ήρθε σε μας από μόνο του. Και δεν είναι διόλου ξένο, είναι ο γαμπρός μου! Πήγαινε γυναίκα και φέρε μας σιδερένια καρύδια. Θα το διασκεδάσουμε!” Πήγε η κοπέλα και έφερε τέσσερις ντουζίνες σιδερένια καρύδια και οι δυο άντρες άρχισαν να τα σπάνε. Ο Κόρακας είχε ήδη σπάσει τρία, όταν ο γαμπρός του ακόμη πάλευε να σπάσει ένα. Είπε τότε στη γυναίκα του: “Πήγαινε να μας ετοιμάσεις τον ατμό να κάνουμε οι δυο μας μπάνιο”. Εκείνη τον ετοίμασε και όταν πήγαν οι δυο νεαροί μπροστά στο καλυβάκι, ο Κόρακας είπε:
Μπες πρώτος.
Όχι, να μπεις εσύ πρώτος, του απάντησε ο γαμπρός του.
Ο Κόρακας με μια γρήγορη κίνηση έσπρωξε τον νεαρό μέσα και έκλεισε την πόρτα καλά πίσω του. Ο νεαρός γαμπρός του ψήθηκε ζωντανός και μετά από λίγο ο Κόρακας τράβηξε το σώμα του έξω και του έφαγε τη σάρκα. Γύρισε σπίτι του και είπε στη γυναίκα του: “Μάζεψε και καθάρισε τα κόκκαλά του, βάλε τα σ΄ ένα σακί και κρέμασέ το από το δέντρο”. Η γυναίκα του έκλαψε και έκλαψε με μαύρο δάκρυ για τον χαμό του αδερφού της και όταν τα δάκρυά της στέρεψαν, πήγε και μάζεψε τα κόκκαλά του, ακόμη και τα πιο μικρά και τα έβαλε σ΄ ένα σακί το οποίο και κρέμασε από ένα δέντρο.
Οι γονείς πάλι περίμεναν και περίμεναν, αλλά ο γιος τους δεν γύρισε ποτέ. Και πώς θα μπορούσε να γυρίσει; Γονάτισαν τότε και είπαν: “Θεέ μου, δώσε μας έναν γιο ή μια κόρη!” Ο Θεός τους άκουσε και για τελευταία φορά, τους έστειλε έναν γιο. Το αγόρι μεγάλωσε και έγινε πολύ δυνατό. Μια μέρα ρώτησε τους γονείς του: “Πατέρα, μητέρα, είχα ποτέ μου άλλα αδέλφια;” Αλλά οι γονείς του δεν του απάντησαν, παρέμειναν σιωπηλοί από φόβο μήπως και χάσουν και αυτόν. Έτσι το αγόρι βγήκε έξω να κάνει τοξοβολία και ένα από τα βέλη του κατέληξε μέσα στο σπίτι της γριάς Κατωδέρμα, μέσα από την καμινάδα. Η γριά έξω φρενών βγήκε έξω με το βέλος στο χέρι και είδε το αγόρι να στέκεται στην αυλή της: “Γιατί μου ρίχνεις βρε άμυαλο αγόρι; Εμένα που είμαι γριά κι ανυπεράσπιστη; Δεν ρίχνεις καλύτερα στον Κορακάνθρωπο που άρπαξε την αδερφή σου και κατέστρεψε τους αδερφούς σου; Αυτός είναι καλύτερος στόχος από εμένα!” Το αγόρι έβγαλε μια κραυγή αγωνίας και πήγε αμέσως σπίτι του: “Μάνα, πατέρα, εσείς μπορεί να μην μου είπατε την αλήθεια, αλλά η γριά Κατωδέρμα μου τα πρόλαβε όλα. Ο Κορακάνθρωπος πήρε μακριά την αδερφή μου και εξαφάνισε τους αδερφούς μου. Θα πάω να τον βρω με ή χωρίς την ευλογία σας”. Οι γονείς του κόντεψαν να πεθάνουν από θλίψη με αυτή την ανακοίνωση του γιού τους. Το αγόρι όμως ήταν αποφασισμένο κι έφυγε.
Ταξίδεψε και ταξίδεψε ώσπου βρήκε το σπιτάκι στη μέση της ερήμου, μπήκε μέσα και είδε την αδερφή του να κάθεται στον πάγκο. Εκείνη σηκώθηκε, μιας και τον αναγνώρισε αμέσως, και με δάκρυα στα μάτια του είπε:
Γιατί ήρθες; Θα σε φάει όπως έφαγε και τους άλλους δυο.
Άστον να το κάνει, έφαγε τα αδέρφια μου, ας μας εξαφανίσει όλους αφού αυτό θέλει, δεν θα αντισταθώ.
Η αδερφή του τον φίλεψε φαΐ και ποτό και περίμεναν και οι δυο τους υπομονετικά τον ερχομό του Κόρακα. Ο Κόρακας έφτασε κράζοντας “Φαγητό! Φαγητό! Φαγητό!”. Έπειτα προσγειώθηκε στην σκεπή του σπιτιού και μεταμορφώθηκε σε καρδαμωμένο άνδρα. Σαν φάνηκε στο κατώφλι του σπιτιού άρχισε να λέει: “Α! Α! Α! Δεν ακούσαμε τίποτα ούτε και είδαμε κανέναν. Αυτά τα ρώσικα κόκκαλα ήρθαν εδώ από μόνα τους και δεν είναι ξένα, του γαμπρού μου είναι! Γυναίκα φέρε μας τα σιδερένια καρύδια να διασκεδάσουμε λίγο!” Η γυναίκα έφερε τέσσερις ντουζίνες σιδερένια καρύδια και οι δυο άνδρες βάλθηκαν να τα σπάνε. Μα αυτή τη φορά, πριν ο Κόρακας σπάσει έστω κι ένα καρύδι, ο γαμπρός του είχε ήδη σπάσει τρία:
Α! Α!, είπε ο Κορακάνθρωπος, είσαι καλός εσύ αδερφέ μου, σπας τα καρύδια πιο γρήγορα κι από εμένα!
Μα, δεν είναι κάτι δύσκολο, αποκρίθηκε ο νεαρός άνδρας, κάνω μόνο αυτό που ξέρω να κάνω.
Πολύ καλά, είπε ελαφρά ενοχλημένος ο Κόρακας, πήγαινε τώρα γυναίκα να μας ετοιμάσεις τον ατμό να κάνουμε το μπάνιο μας. Θέλουμε να ζεστάνουμε τα κοκκαλάκια μας!
Και η γυναίκα του Κόρακα πήγε και ετοίμασε τον ατμό ενώ τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι. Το πρόσωπό της πρήστηκε από το κλάμα και όταν γύρισε πίσω σπίτι και την είδε έτσι ο Κορακάνθρωπος, της είπε:
Έλα τώρα γυναίκα μου, πάλι έκλαιγες; Καλό θα ήταν να σταματούσες αυτή σου τη συνήθεια γιατί μπορεί να με αναγκάσεις να σε καταπιώ μια μέρα!
Αδερφέ μου! φώναξε τάχα μου έκπληκτος ο νεαρός. Ώστε καταπίνεις ανθρώπινα πλάσματα;
Ω, όχι, όχι, απάντησε χαμογελώντας ο Κόρακας, ένα αστείο που κάνουμε μεταξύ μας είναι και τίποτα άλλο. Αλλά, έλα τώρα γαμπρέ μου, ας πάμε τώρα να πάρουμε το μπάνιο μας. Θα πρέπει να είσαι κουρασμένος μετά από τόσο μακρύ ταξίδι.
Όταν οι δυο τους βρέθηκαν έξω από το καλύβι με τον ατμό, είπε ο ένας στον άλλο:
Μπες πρώτος.
Εσύ να μπεις πρώτος, είσαι ο φιλοξενούμενος μου.
Κι εσύ ο οικοδεσπότης!
Και με αυτό, ο νεαρός έσπρωξε τον Κόρακα μέσα στο καλύβι, αμπάρωσε την πόρτα πίσω του και του έβαλε φωτιά να καεί και ο Κόρακας και το καλύβι. Σαν είχε καεί για τα καλά, μάζεψε τις στάχτες και τις σκόρπισε στον άνεμο. Έπειτα ρώτησε την αδερφή του: “Πού είναι τα κόκκαλα των αδερφών μας;”. Εκείνη σκαρφάλωσε στο δέντρο που ήταν κρεμασμένα τα σακιά και τα κατέβασε. Ο νεαρός τότε μπήκε στην αποθήκη του Κόρακα και την έκανε άνω κάτω μέχρι που βρήκε ένα μπουκάλι με το ελιξίριο της Ζωής και της Νιότης. Πήρε τα κόκκαλα του μεγαλύτερου αδερφού και τα ένωσε όλα σωστά. Έπειτα τα ράντισε με το ελιξίριο τρεις φορές. Την πρώτη φορά, τα κόκκαλα καλύφθηκαν με σάρκα. Τη δεύτερη, όλο το σώμα το κάλυψε δέρμα και την τρίτη, ο μεγαλύτερος αδερφός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
Αχ! Κοιμήθηκα πολύ αλλά τώρα αισθάνομαι φρεσκότατος!
Αδερφέ μου, αν δεν ήμουν εγώ δεν θα είχες ξυπνήσει ποτέ σου!
Έκανε τότε το ίδιο και για τον άλλο αδερφό, ο οποίος και ξανάνιωσε σαν τον πρώτο. Οι τρεις τους τότε φορτώθηκαν όλα τα καλά που βρήκαν στο σπίτι του Κορακάνθρωπου και μαζί με την αδερφή τους, επέστρεψαν όλοι σπίτι. Αγκάλιασαν τους γονείς τους σφιχτά μόλις τους είδαν και εκείνοι πλημμύρισαν χαρά. Μάλιστα τόσο συγκινήθηκαν που ευθύς μεταμορφώθηκαν σε φλαμουριές και έζησαν στο πλευρό τον παιδιών τους για πολύ καιρό ακόμα.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1