podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Το Νεραϊδένιο Δαχτυλίδι

Μια Ελληνική λαϊκή ιστορία από την Πελοπόννησο μας αφηγείται πως τα άμυαλα και ανυπόμονα νιάτα περνούν μια περιπέτεια που κάποια άλλη, αρνούμενη τις ρίζες της έβαλε σε τροχιά... χωρίς να το ξέρει!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org - ειδική αναφορά στο κομμάτι που παίζει για την άφιξη των νεράιδων στον κόσμο των θνητών: Joost van Balkom, Bert Vogelds και klankbeeld


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Το Νεραϊδένιο Δαχτυλίδι


Ο Πέτρος Γκούρας! Το όνομα αντιλαλούσε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο! Όποιο στόμα το ξεστόμιζε μόνο επαίνους είχε να πει και όποιο αυτί το άκουγε θαύμαζε στο άκουσμα του! Ο Πέτρος προερχόταν από καλή οικογένεια πολεμιστών με πλούτη και δύναμη, με γη, ζωντανά, χρυσάφι και ήταν όλοι τους ομορφόσογο.


Τρεις μέρες μετά τη γέννηση του Πέτρου, η νεραϊδονονά και γιαγιά του η Σελήνη, κατέφθασε στο πλευρό του να τον γεμίσει χάρες και δώρα. Έφερε στο βαφτιστήρι της ένα πουγκί με μυρωδικά και του το κρέμασε στο λαιμό για να το προστατεύει. Του έδωσε τρία φιλιά για την Αγία Τριάδα και από το δερμάτινο δισάκι της έβγαλε ένα δαχτυλίδι. Τέτοιο δαχτυλίδι δεν είχε ματαδεί ολάκερη η πλάση. Η χρυσή θηλιά του είχε σκαλισμένα τα πιο περίτεχνα σχέδια και το πετράδι του αιχμαλώτιζε το φως μέσα στην κόκκινη καρδιά του και άστραφτε με απαράμιλλη λάμψη: “Αυτό είναι το δώρο μου για τον εγγονό μου”, είπε η κυρά Σελήνη και φίλησε το δαχτυλίδι τρεις φορές. “Να το φορέσει σαν κλείσει τα εικοσιένα του χρόνια και μόνο τότε, γιατί τότε θα έχει τη δύναμη και τη σοφία που του αρμόζει”. Σταύρωσε το παιδί στο κούτελο, σταύρωσε τη μητέρα του και το δαχτυλίδι και βάζοντας το ένα της χέρι πάνω στην καρδιά της μητέρας και το άλλο στην καρδιά του μωρού μουρμούρισε κάτι λόγια ακαταλαβίστικα και εξαφανίστηκε,.


Το δαχτυλίδι ήταν μαγικό και η βασίλισσα των νεράιδων το είχε δώσει η ίδια στη Σελήνη όταν κι αυτή ήταν μικρή. Αυτό θα την έκανε βασίλισσα όταν θα μεγάλωνε κι εκείνη, μα μια μέρα που περνούσε από την Αετοράχη είδε μπροστά της τον Πανάγο Γκούρα. Η Σελήνη ήξερε ότι οι νεραϊδοβασίλισσες δεν έπρεπε να παντρευτούν ποτέ και πως οι θνητοί δεν ήταν παρά σκλάβοι των νεράιδων. Κι όμως, σαν τον είδε, η ιδέα του να γίνει βασίλισσα δεν την συγκινούσε πια.


Κράτησε την εικόνα του Πανάγου βαθιά μες στην καρδιά της. Γυρνούσε συχνά στην Αετοράχη, στο σημείο που τον είχε πρωτοδεί και έκλαιγε και ευχόταν να μην έπρεπε να ξαναγυρίσει στον νεραϊδόκοσμο. Τρία χρόνια πέρασαν και μια μέρα ο Πανάγος Γκούρας την είδε κι αυτός καθώς πήγαινε προς τον Λακωνικό κόλπο να συναντήσει κάποιο καράβι που ερχόταν από το Αιγαίο. Με την πρώτη ματιά τής ορκίστηκε αιώνια αφοσίωση και της υποσχέθηκε πως δεν θα την άφηνε ποτέ. Ούτε το καράβι συνάντησε, ούτε και στον Λακωνικό κόλπο πήγε. Μόνο πήρε την κυρά πίσω σπίτι του ανάμεσα στους λόφους. Έτσι η Σελήνη έχασε κάθε δικαίωμα να γίνει βασίλισσα των νεράιδων για την αγάπη ενός θνητού κι έγινε και η γιαγιά του πασίγνωστου Πέτρου Γκούρα.


Η νεραϊδονονά ήταν όμορφη σαν το φεγγάρι, η ομορφότερη γυναίκα του τόπου. Ο Πανάγος, που και αυτός ήταν ομορφάντρας, ήταν ένας από τους πολλούς πολεμιστές που υπερασπίστηκαν με επιτυχία τα βουνά του Ταΰγετου από τους Τούρκους και κανένας Τούρκος δεν ξαναπάτησε το πόδι του σε αυτά. Εξαιτίας της Σελήνης, το σόι έγινε γνωστό ως οι Νεραϊδογεννημένοι και όλοι οι απόγονοι του ήταν οι ομορφότεροι, πλουσιότεροι και ευγενέστεροι από όλους τους Λακεδαίμονες.


Σαν ο Πέτρος έγινε ολόκληρος άντρας και μπορούσε πια να πολεμάει τους Τούρκους στο πλευρό του πατέρα του, η μάνα του, του έδωσε το δαχτυλίδι και του είπε ό,τι ήξερε γι΄ αυτό. Εκείνος το έβαλε στο σελάχι του και, όταν βρισκόταν μοναχός του πάνω στα βουνά, το έβγαζε και το κοίταγε θαυμάζοντάς το. Αναρωτιόταν ποια να ήταν άραγε η προέλευσή του και ονειρευόταν τις νεράιδες, τον κατάμεστο με άνθη κόσμο τους και τα μαγικά τους παλάτια σαν να τα έβλεπε όλα αυτά στις χαρακιές του δαχτυλιδιού.


Ο Πέτρος έγινε είκοσι χρονών. Μια μέρα είχε βρεθεί μόνος του πάνω στην Αετοράχη και αγνάντευε μακριά στον ορίζοντα μέχρι και τον Ευρώτα ποταμό. Ήταν άνοιξη και οι πλαγιές του Ταΰγετου έσφιζαν από ζωή και ήταν γεμάτες λουλούδια. Κέδροι, έλατα και πεύκα έδιναν στο αεράκι μια μοναδική μυρωδιά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και οι βοσκοπούλες χόρευαν στους πέρα λόφους στους ήχους των αυλών που έπαιζαν οι αγαπημένοι τους. Η καρδιά του Πέτρου γέμισε από μια ακαθόριστη νοσταλγία. Έβγαλε το δαχτυλίδι και κοίταξε βαθιά μέσα στην κόκκινη καρδιά του πετραδιού του: “Είμαι σχεδόν εικοσιένα”, σκέφτηκε. “Είμαι αρκετά μεγάλος για να πολεμώ τους Τούρκους, σίγουρα είμαι αρκετά δυνατός και σοφός για να φορέσω κι αυτό το δαχτυλίδι. Τι κακό μπορεί να πάθω; Και στο κάτω κάτω, ποιος θα το μάθει;”.


Κοίταξε τριγύρω του. Κοντά του, τα σκυλιά του είχαν αποκοιμηθεί. Μια όμορφη ηρεμία βασίλευε, μιας και οι οι αγρότες ξεκουράζονταν κι αυτοί κάτω από τους ίσκιους των δέντρων. Γοργά τότε, λες και θα τον έβλεπε κανείς, ο Πέτρος φόρεσε το δαχτυλίδι.


Για μια στιγμή, όλα παρέμειναν ως είχαν. Ξάφνου, από τη μεριά του Λακωνικού κόλπου, μέσα από τα σύννεφα φάνηκαν να καταφτάνουν τρία άρματα που τα έσερναν κάτι ζωηρά λευκά άλογα. Ξοπίσω τους εμφανίστηκε ένας ολόκληρος στρατός από παράξενα, νεραϊδένια πλάσματα που κατευθύνονταν προς το μέρος του. Με εκπληκτική ταχύτητα τον έφτασαν και μεμιάς ολόκληρη η Αετοράχη πλημμύρισε από δαύτα. Τα βουνά αντηχούσαν τώρα με μια απόκοσμη μουσική και ήχους τυμπάνων και ο Πέτρος ανυψώθηκε καβάλα σ΄ ένα από τα λευκά άλογα. Η γη κάτω από τα πόδια του τότε άρχισε να ξεμακραίνει όλο και περισσότερο. Δεν είχε καμία αίσθηση κίνησης, μόνο ένα απαλό αεράκι του χάιδευε το πρόσωπο καθώς και τους λόφους, τα δέντρα και τα ρυάκια από κάτω του.


Σε λίγο δεν μπορούσε πια να διακρίνει τι υπήρχε κάτω. Τριγύρω του έβλεπε μόνο σύννεφα. Το φως του ήλιου ήταν αμυδρό και τα πρόσωπα των πλασμάτων γύρω του θολά και ακαθόριστα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, που του φάνηκε ότι ήταν ατέλειωτες ώρες ακίνητου ταξιδιού καβάλα στο άλογο, ο Πέτρος διέκρινε στο βάθος μια μυστηριώδη ακτή. Εκεί βρισκόταν μια ομιχλώδης πόλη, η εικόνα της οποίας καθρεφτιζόταν στα νερά που τώρα διέσχιζαν. Μακριά φάνηκε και ένα μαργαριταρένιο παλάτι, σαν αφρός που έφεγγε στο ημίφως. Στην άκρη της θάλασσας υψωνόταν η μεγαλόπρεπη ασημένια πύλη της πόλης, η οποία άνοιξε να τους υποδεχθεί κι ένα μονοπάτι σχηματίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα καθοδηγώντας τους τώρα κατευθείαν προς το παλάτι πάνω σ΄έναν στρωμένο με μαργαριτάρια δρόμο.


Η συνοδεία του βοήθησε τον Πέτρο να κατέβει από το άλογο. Πλήθος από ασπροφορεμένες νεράιδες τον περικύκλωσε, στολισμένες με περιδέραια από μαργαριτάρια και λουλούδια. Τραγουδώντας, τον καλωσόρισαν και τον οδήγησαν προς το παλάτι. Το μονοπάτι μέχρι το παλάτι περνούσε μέσα από κήπους τριαντάφυλλων με τριάντα, εκατό και χίλια πέταλα, όλα μοσχομύριστα. Οι νεράιδες άρχισαν μία μία να αφήνουν τα χέρια του Πέτρου μέχρι που τον άφησαν να ανέβει μόνος του τα εξήντα έξι σκαλοπάτια που τον οδήγησαν μέχρι την κεντρική αίθουσα.


Εκεί τον περίμεναν νεράιδες ντυμένες στα γαλάζια, στα λευκά και στα γκρίζα, όλα τα χρώματα του ουρανού. Στα αυτιά του έφτασαν παράξενες νότες, γλυκές σαν το μουρμουρητό του Ευρώτα. Τους τοίχους του παλατιού στόλιζαν αραχνοΰφαντα υφάσματα στολισμένα με μαργαριτάρια και στο κέντρο της αίθουσας βρισκόταν μια κρυστάλλινη πηγή. Πίσω από αυτή, σαν πίσω από ένα αόρατο πέπλο, καθόταν στον θρόνο της η βασίλισσα των νεράιδων.


Ο Πέτρος έμεινε να την κοιτά μαγεμένος κι εκείνη γρήγορα τον καθησύχασε μ΄ ένα ζεστό χαμόγελο και του είπε ευγενικά:

Πέτρο Γκούρα, έχω να σου ζητήσω μια χάρη

Βασίλισσά μου, είπε ο Πέτρος δειλά, πλημμυρισμένος από συναισθήματα και θαμπωμένος από την ομορφιά της, ζήτα μου ό,τι θες και εγώ θα το κάνω.

Η μόνη μου επιθυμία σε αυτόν τον κόσμο, του εξήγησε, είναι να αποκτήσω το δαχτυλίδι που φοράς στο δάχτυλό σου. Για εσένα μπορεί να μην είναι κάτι το σπουδαίο, όμως για εμένα είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει.


Ενστικτωδώς ο Πέτρος σήκωσε το χέρι του και κοίταξε το δαχτυλίδι που φορούσε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι νεραϊδάνθρωποι είχε ολωσδιόλου ξεχάσει την ύπαρξή του. Πράγματι, θα έκανε τα πάντα για να ευχαριστήσει τη βασίλισσα των νεράιδων, αλλά το δαχτυλίδι ήταν δώρο από τη νεραϊδονονά και γιαγιά του: “Ζήτα μου ό,τι άλλο θες βασίλισσα, εκτός από αυτό. Δεν μπορώ να σου το δώσω”. Το συνοφρύωμα της βασίλισσας σκοτείνιασε όλη την αίθουσα. Σηκώθηκε από τον θρόνο της με στόμφο και κάλεσε κοντά της πενήντα υπηρέτες: “Πάρτε του το δαχτυλίδι”, τους διέταξε, “και φέρτε το σ’ εμένα”.


Ο Πέτρος αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά στο τέλος έγινε το θέλημά της. Μόλις πήρε το δαχτυλίδι στα χέρια της το περιεργάστηκε με χαρά, αλλά ξαφνικά η έκφρασή της άλλαξε και μια φρίκη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της: “Ω!”, φώναξε, “Έχει χαραγμένο σταυρό επάνω του! Αυτό είναι δουλειά θνητού! Δώστε το πίσω και πάρτε τον από μπροστά μου! Διώξτε τον μακριά!”.


Για άλλη μια φορά οι προσταγές της βασίλισσας ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Το δαχτυλίδι μπήκε πάλι στο δάχτυλο του Πέτρου, ο οποίος έπειτα οδηγήθηκε κάτω στα σκαλοπάτια, πίσω στο μονοπάτι, έξω από την πύλη, καβάλα στο άλογο και πίσω στην Αετοράχη. Μόλις πρόλαβε να πάρει μια ανάσα, ο Πέτρος είδε ότι βρισκόταν στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει, δίπλα στα σκυλιά του που κοιμόντουσαν βαθιά.


Ευχήθηκε τότε να είχε ακούσει τη συμβουλή της νονάς του και να περίμενε μέχρι τα εικοσιένα του χρόνια να φορέσει το δαχτυλίδι. Παρόλ΄ αυτά κατάφερε να ξεφύγει. Ο σταυρός που είχε χαράξει η Σελήνη στο δαχτυλίδι τον είχε τελικά σώσει. Σκέφτηκε ότι τώρα πια οι νεράιδες δεν θα ξαναπροσπαθούσαν να του το πάρουν κι έτσι αποφάσισε να συνεχίσει να το φορά.


Πέρασαν κάμποσοι μήνες. Ο πατέρας και η μητέρα του Πέτρου πέθαναν και μια μυστήρια αρρώστια έπεσε σε όλα τους τα ζωντανά, από τα οποία έμειναν πια τα μισά. Μια νύχτα, μπήκαν ληστές στο σπίτι του Πέτρου και, αφού σκότωσαν τον πιστό του υπηρέτη που τον ήξερε από μωρό παιδί, έκλεψαν ό,τι χρυσαφικά και χρήματα μπόρεσαν να κουβαλήσουν. Τα χωράφια αχρηστεύτηκαν και ο Πέτρος αναγκάστηκε να πουλήσει κομμάτι της γης του. Ενώ ποτέ του δεν είχε αρρωστήσει, ήταν τώρα αδύνατος και χλωμός. Η περηφάνια του, που μέχρι τώρα δυνάμωνε από τη ζήλεια και τις κολακείες των άλλων, έδωσε πλέον τη θέση της στην ταπεινότητα και τον οίκτο των γύρω του. Παραμέλησε ολότελα τη φροντίδα των χωραφιών και των ζωντανών του και η μόνη ασχολία του ήταν η αναζήτηση θεραπευτικών βοτάνων και μαντζουνιών μέσα στα βουνά. Δοκίμασε κάθε συνταγή και συμβουλή σοφών γυναικών, αλλά μάταια. Έκανε δωρεές και τα λίγα υπάρχοντα που του απέμεναν πια τα έδωσε όλα στους φτωχούς. Αλλά το κακό είχε ριζώσει για τα καλά στο σπιτικό του και τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα.


Δέκα μήνες πριν κλείσει τα εικοσιένα, ο Πέτρος άκουσε για κάποια μάγισσα, τη Νησσήνα που, ταξιδεύοντας σε ολόκληρη τη χώρα, είχε τώρα ξαποστάσει στην πιο ψηλή κορυφή του Ταΰγετου. Μόλις μάλιστα ο Πέτρος έμαθε ότι ακόμα και οι Λακεδαίμονες Άρχοντες τη συμβουλεύονταν συχνά-πυκνά, αποφάσισε να πάει να τη βρει. Ένας από τους λίγους φίλους που του είχαν απομείνει κατάφερε να επικοινωνήσει με τη μάγισσα και είπε στον Πέτρο να πάει να τη βρει την επόμενη πανσέληνο στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, στην κορυφή της Αετοράχης.


Με πολύ κόπο και πόνο, όταν ήρθε η μέρα εκείνη, ο Πέτρος ανέβηκε την Αετοράχη και περίμενε. Τα μεσάνυχτα ακριβώς, ξεπρόβαλε μέσα από τα βράχια και η Νησσήνα, ζαρωμένη και στραβοκάνα. Ρίχνοντας μια ματιά στον Πέτρο, ίσιωσε την πλάτη της, σήκωσε ψηλά τη μαγκούρα της και φώναξε προς τον ουρανό:

Κατάρα! Μια κατάρα σε ακολουθεί εσένα! και τα γυαλιστερά της μάτια καρφώθηκαν στα μάτια του Πέτρου καθώς άρχισε να του αφηγείται ολόκληρη την ιστορία της ζωής του, σαν να την διάβαζε στο πρόσωπό του. Την έχεις πάνω σου. Ναι, τώρα το βλέπω καθαρά, τη φοράς στο αριστερό σου χέρι, είναι το νεραϊδένιο δαχτυλίδι. Δεν έπρεπε να το φορέσεις πριν να γίνεις εικοσιενός και βλέπω έχεις ακόμα δέκα μήνες μέχρι να φτάσεις εκεί. Άμυαλε νεαρέ!

Άμυαλος και ελεεινός, είπε ο Πέτρος κατηγορώντας τον εαυτό του.

Μην μιλάς, μη με σταματάς! φώναξε η μάγισσα. Το δαχτυλίδι είναι μαγεμένο και όποιος το φορά είναι ο κυρίαρχος των νεράιδων, αν ξέρει να το χρησιμοποιεί. Αλλά εσύ αγοράκι δεν έχεις καταλάβει σε τι κίνδυνο έχεις βάλει τον εαυτό σου. Μέχρι τα εικοστά πρώτα σου γενέθλια οι νεράιδες θα μπορούν να έρχονται και να σε τυραννούν κι εσένα και τους γύρω σου.

Μα σοφή κυρά, δεν υπάρχει κάποια γιατρειά;

Δεν θέλεις να περιμένεις δέκα μήνες μέχρι να σου δοθεί η γνώση της δύναμης του δαχτυλιδιού;

Δεν θέλω να περιμένω ούτε λεπτό παραπάνω αν είναι να γιατρευτώ από αυτή την κατάρα.

Είσαι ειλικρινής βλέπω, του είπε τότε η Νησσήνα. Άκου τώρα καλά τι θα κάνεις

Για να’σαι ελεύθερος σαν πρώτα

Φίλα το δαχτυλίδι τρις. Μακριά, μακριά!

Ρίξτο στα νερά του Ευρώτα

Πήγαινε τώρα. Πράξε συνετά!


Τη μεσονυχτιά, μετά από νύχτες τρεις

Ο σταυρός δεν θα σε σώσει. Μακριά, μακριά!

Πρόσεξε να μη σε δει κανείς

Πήγαινε τώρα. Πράξε συνετά!


Έτσι την τρίτη νύχτα, στη συμφωνημένη ώρα ο Πέτρος στάθηκε στις όχθες του Ευρώτα. Η βραδιά ήταν πολύ όμορφη, το φεγγάρι έλαμπε ψηλά και μπορούσε κανείς να δει και αμέτρητα αστέρια. Τα νερά ήρεμα, κυλούσαν και ψιθύριζαν μυστικά στο σκοτάδι. Ο τόπος ήταν έρημος, καμιά ψυχή δεν ήταν ξύπνια, καμιά ανάσα δεν ακουγόταν. Φτάνοντας την κορυφή ενός ψηλού βράχου, ο Πέτρος φίλησε το δαχτυλίδι τρεις φορές και το πέταξε στο ποτάμι. Στη στιγμή, τρεις νεράιδες με αγγελικά πρόσωπα ντυμένες στα λευκά κατέβηκαν από τον ουρανό και άρχισαν να χορεύουν πάνω στο νερό, εκεί όπου είχε πέσει το δαχτυλίδι. Στα πρόσωπα τους βασίλευε η χαρά και ο χορός τους ήταν σωστό γλέντι. Παρακολούθησαν τους κυκλικούς κυματισμούς να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν ώσπου άγγιξαν την όχθη και τότε και οι τρεις τους, σαν φούσκες που σκάνε, εξαφανίστηκαν όσο γρήγορα είχαν εμφανιστεί.


Από εκείνη την ημέρα όλα κύλισαν αρμονικά στο σπίτι του Γκούρα. Ο Πέτρος έγινε καλά, τα κοπάδια του πλήθυναν, τα χωράφια του άρχισαν πάλι να δίνουν μεγάλη σοδειά όπως και πριν και τα σεντούκια του γέμισαν ξανά με χρυσάφι. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Πέτρος δεν χόρταινε να διηγείται την ιστορία με το δαχτυλίδι - δώρο της νονάς του.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...