podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Η Μαριγκό των Σαράντα Δράκων

Μια πολυαγαπημένη Αλβανική ιστορία με πολλαπλές εκδοχές ανά τα χρόνια. Η συγκεκριμένη είναι η πιο... ωμή. Καλή ακρόαση!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Η Μαριγκό των Σαράντα Δράκων


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που είχαν μια μοναχοκόρη, την πιο όμορφη κοπέλα όλου του τόπου. Κάθε πρωί η μητέρα της την έπλενε, της χτένιζε τα μαλλιά, την έντυνε με τα ακριβότερα ρούχα και, όταν ήταν έτοιμη, την έστελνε στο σχολείο. Εκεί, η δασκάλα της, μόλις τελείωναν τα μαθήματα, την έπλενε και τη στόλιζε ξανά και την έστελνε σπίτι της για το βράδυ. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και το κορίτσι δεν ήξερε πια ποιον αγαπούσε περισσότερο - τη μητέρα ή τη δασκάλα της.


Μια μέρα, η δασκάλα είπε στο παιδί:

Άκου Μαριγκό μου, γιατί δεν ξεφορτώνεσαι τη μάνα σου να γίνω εγώ η καινούρια σου μάνα μιας και, και σε ντύνω με τα καλύτερα φουστάνια και σε μαθαίνω να διαβάζεις;

Και πώς μπορώ εγώ να σκοτώσω τη μάνα μου, ρώτησε το κορίτσι.

Θα σου πω πώς μπορείς να το κάνεις αλλά μόνο αν το θελήσεις. Έλα κοντά μου και πες μου αν θέλεις να τη σκοτώσεις ή όχι.

Πες μου πρώτα πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο για να ξέρω και μετά θα έρθω κοντά σου να σου πω αν θέλω ή όχι.

Καλά τότε, είπε η δασκάλα. Μόλις πας σπίτι, πες στη μητέρα σου ότι θέλεις σύκα και αμύγδαλα από το μαρμάρινο μπαούλο. Μιας και είσαι η μονάκριβη κόρη της, εκείνη αμέσως θα προστάξει τις υπηρέτριες να σου φέρουν ό,τι ζήτησες αλλά εσύ να της πεις ότι θέλεις να σου τα φέρει η ίδια. Εκείνη τότε θα σηκωθεί και θα πάει να σου φέρει τα σύκα και τα αμύγδαλα. Όταν ανοίξει το μπαούλο, να μην αφήσεις τις υπηρέτριες να κρατήσουν το καπάκι, παρά να επιμείνεις να το κρατήσεις εσύ. Μόλις η μητέρα σου χωθεί μέσα στο μπαούλο να σου πιάσει ό,τι της ζήτησες, άσε το καπάκι να πέσει στο κεφάλι της να τη σκοτώσει. Μετά τρέξε κι έλα σε μένα.


Η Μαριγκό γύρισε σπίτι της και ζήτησε από τη μητέρα της σύκα και αμύγδαλα από το μαρμάρινο μπαούλο. Η μητέρα της πήγε να της τα φέρει. Μόλις οι υπηρέτριες μαζεύτηκαν γύρω της να της κρατήσουν ανοιχτό το καπάκι, η Μαριγκό τις παραμέρισε και έπιασε η ίδια να κρατάει το καπάκι. Με το που η μητέρα της χώθηκε στο μπαούλο να φτάσει τα σύκα και τα αμύγδαλα, η Μαριγκό άφησε το καπάκι να πέσει και σκότωσε έτσι τη μητέρα της. Έτρεξε τότε πίσω στη δασκάλα της και της είπε τι είχε κάνει ενώ ο βασιλιάς φώναξε τους ιερείς και έθαψε τη γυναίκα του.


Μετά από λίγο καιρό, η δασκάλα είπε στο παιδί: “Μαριγκό μου, γιατί δεν λες στον πατέρα σου να με παντρευτεί για να γίνω εγώ η καινούρια σου μητέρα; Θα σε φροντίζω και θα σε προσέχω και μάλιστα πολύ καλύτερα απ΄ότι η πραγματική μητέρα σου”. Όταν η κοπέλα γύρισε σπίτι της εκείνο το βράδυ, πήγε στον πατέρα της και του είπε:

Πατέρα μου, γιατί δεν παντρεύεσαι τη δασκάλα μου να γίνει η καινούρια μου μητέρα; Είναι όμορφη πολύ και θα με φροντίζει καλύτερα κι από την μητέρα μου!

Θα παντρευτώ τη δασκάλα σου όταν τα παπούτσια μου γίνουν κόκκινα!, της απάντησε ο βασιλιάς.


Το επόμενο πρωί, σαν πήγε σχολείο, η Μαριγκό είπε στη δασκάλα της τι είχε ειπωθεί το προηγούμενο βράδυ και η δασκάλα της απάντησε: “Το βράδυ που θα γυρίσεις στο παλάτι, πάρε λίγη κόκκινη μπογιά και βάψε τα παπούτσια του πατέρα σου κόκκινα. Μετά πήγαινε τα μπροστά του και πες ‘Να πατέρα! Τα παπούτσια σου έγιναν κόκκινα! Μπορείς τώρα να παντρευτείς τη δασκάλα μου’”.


Το ίδιο βράδυ κιόλας, η Μαριγκό πήγε και βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια του πατέρα της, τα έβαψε κόκκινα και όταν του τα παρουσίασε του είπε:

Κοίτα πατέρα πόσο κόκκινα είναι τα παπούτσια σου! Τώρα παντρέψου τη δασκάλα μου.

Θα παντρευτώ τη δασκάλα σου όταν τα ρούχα μου γεμίσουν όλα τρύπες, της απάντησε ο πατέρας της.


Η κοπέλα είπε στη δασκάλα της τι της είχε πει ο πατέρας της και η δασκάλα απάντησε: “Απόψε το βράδυ, όταν γυρίσεις σπίτι και σιγουρευτείς ότι ο πατέρας σου κοιμάται βαθιά, πάρε τα ρούχα του και γέμισέ τα τρύπες με τούτο εδώ το ψαλίδι”. Και το κορίτσι έκανε όπως της είχε πει η δασκάλα της. Έκοψε τη μια μετά την άλλη πολλές τρύπες στα ρούχα του βασιλιά, όταν αυτός κοιμόταν και το επόμενο πρωί του είπε: “Δες πατέρα! Τα ρούχα σου είναι γεμάτα τρύπες! Τώρα πρέπει σίγουρα να παντρευτείς τη δασκάλα μου.”


Τι να έκανε ο βασιλιάς, παντρεύτηκε τη δασκάλα. Ήταν κι αυτή όμορφη κοπέλα, αλλά όμορφη σαν τη Μαριγκό δεν ήταν. Πέρασαν και κάποια χρόνια και η Μαριγκό όλο και ομόρφαινε. Μια μέρα, η μητριά της είπε στον βασιλιά:

Πρέπει να σκοτώσεις την Μαριγκό. Αν δεν το κάνεις, τότε θα πεθάνω.

Μα πώς μπορείς και μου ζητάς να σκοτώσω το ίδιο μου το παιδί, ρώτησε σαστισμένος ο βασιλιάς.

Πρέπει να το κάνεις. Ή αυτή ή εγώ. Η μία ή η άλλη.


Τι να κάνει ο κακόμοιρος ο βασιλιάς; Αντιστάθηκε και αντιστάθηκε αλλά με την επιμονή της γυναίκας του ενέδωσε τελικά και της είπε: “Καλά, πλάσε μου μια φρατζόλα ψωμί και γέμισε έναν ασκό με κρασί. Θα τα πάρω μαζί μου όταν θα οδηγήσω το κορίτσι μου κάπου απόμερα να το σκοτώσω”. Η κακιά μητριά ετοίμασε το ψωμί και το κρασί και τα έβαλε σ΄ έναν σάκο. Ο βασιλιάς έριξε τον σάκο πάνω από τον ώμο του και πήρε το χέρι της κόρης του. Περπάτησαν και περπάτησαν μέχρι που έφτασαν σ΄ ένα σημείο που έβλεπε σ΄ έναν ορμητικό ποταμό. Η Μαριγκό απόρησε και είπε:

Πατέρα μου γιατί μ΄ έφερες σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος που το περιτριγυρίζουν γκρεμοί;

Έτσι, είπε ο βασιλιάς και άρχισε ν΄ αμφιβάλλει αν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Κοίτα κόρη μου, θα πετάξω από αυτόν τον γκρεμό το ψωμί και το κρασί κι εσύ πρέπει να τα βρεις και να μου τα φέρεις πίσω.

Εντάξει πατέρα, θα κάνω όπως μου ζητήσεις, είπε το κορίτσι με τρεμάμενη φωνή μην έχοντας άλλη επιλογή από το να υπακούσει τον πατέρα της.


Εκείνος πέταξε με δύναμη το ψωμί και το κρασί του και η Μαριγκό άρχισε να κατεβαίνει τον γκρεμό για να τα βρει και να τα φέρει πίσω στον πατέρα της. Ο βασιλιάς όμως είπε τότε στον εαυτό του: “Καλύτερα να την αφήσω να ζήσει κι ό,τι θέλει ας γίνει, δεν μπορώ να τη σκοτώσω”,

κι έφυγε από εκείνο το σημείο τρέχοντας.


Το κορίτσι έφτασε στον πάτο του γκρεμού κι εκεί βρήκε τη φρατζόλα και τον ασκό και σκαρφαλώνοντας, τα μετέφερε πάλι μέχρι πάνω. Έψαξε για τον πατέρα της αλλά αυτός είχε εξαφανιστεί. Άρχισε τότε να τον φωνάζει: “Πατέρα πού είσαι; Πατέρα, πατερούλη μου!”, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Πανικοβλημένη, διέσχισε έναν λόφο και ένα λαγκάδι κλαίγοντας και φωνάζοντας: “Πατέρα! Πατέρα μου! Δυστυχία μου!” μα ο πατέρας της δεν ήταν πουθενά. Με το δείλι έφτασε σ΄ένα δάσος και σκέφτηκε: “Σκοτεινιάζει και δεν ξέρω πού να πάω. Θα σκαρφαλώσω σ΄ ένα δέντρο για να είμαι ασφαλής το βράδυ και αύριο πρωί θα γυρίσω σπίτι μου”. Σκαρφάλωσε λοιπόν σ΄ ένα δέντρο και σαν βρήκε ένα άνετο κλαδί, αποκοιμήθηκε αμέσως, τόσο κουρασμένη και ταλαιπωρημένη ήταν.


Στις μαγικές ώρες της νύχτας πέρασαν από το δέντρο τρεις θεές της μοίρας. Είπε η μια στην άλλη:

Κοίτα εκεί, ένα κορίτσι, ας αποφασίσουμε τη μοίρα του.

Να της ευχηθούμε καλό ή κακό; είπαν οι άλλες δυο.

Μόνο καλό! είπε η πρώτη.

Άκου Μαριγκό, ψιθύρισε η μεγαλύτερη από τις τρεις θεές σαν πλησίασε στο κλαδί όπου κοιμόταν το κορίτσι, πιο κάτω, στις όχθες του ποταμού θα βρεις ένα παιδάκι. Πήγαινε κοντά του, πλύνε το και φρόντισέ το.

Άκου Μαριγκό, ψιθύρισε η μεσαία θεά πλησιάζοντας κι αυτή, πιο κάτω στο ποτάμι θα βρεις μια γυναίκα να χτενίζει τα μαλλιά της. Να της τα χτενίσεις εσύ μέχρι να ισιώσουν τελείως.

Άκου Μαριγκό, είπε και η τρίτη θεά στο αυτί της Μαριγκό, αν πας ακόμα πιο κάτω στο ποτάμι, θα συναντήσεις ένα κάστρο όπου ζουν σαράντα δράκοι, όλοι αδέρφια. Να μπεις στο κάστρο νωρίς το πρωί και να σκουπίσεις όλα τα δωμάτια και να πλύνεις όλα τα πιάτα. Φάε και πιες με την ψυχή σου ό,τι βρεις, αλλά κρύψου να μη σε δουν όταν θα γυρίσουν.


Το επόμενο πρωί η κοπέλα, με την αχνή ανάμνηση όσων είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ, κίνησε για το κάστρο. Έφτασε και μόλις μπήκε έπιασε αμέσως δουλειά - καθάρισε όλα τα δωμάτια, έπλυνε όλα τα πιάτα και όταν έφαγε και ήπιε με την καρδιά της, πήγε και κρύφτηκε κάπου στο κάστρο. Αργότερα το βράδυ, οι δράκοι γύρισαν πίσω στο κάστρο τους και τα βρήκαν όλα στην εντέλεια. Αναρωτήθηκαν ποιος τους είχε κάνει τέτοιο καλό: “Αν είναι καμιά νεαρή κοπέλλα, να την κάνουμε αδερφή μας. Αν είναι καμιά μεγάλη γυναίκα, να την κάνουμε μάνα μας και αν είναι άντρας να τον κάνουμε αδερφό μας”. Παρόλο που το άκουσε αυτό η κοπέλα, φοβήθηκε πολύ και δεν βγήκε από την κρυψώνα της. Το επόμενο πρωί, μόλις οι δράκοι διάβηκαν το κατώφλι, βγήκε και η Μαριγκό κι έπιασε δουλειά. Καθάρισε όλο το κάστρο και αφού έφαγε και ήπιε ξανακρύφτηκε. Το ίδιο βράδυ οι δράκοι συνωμότησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους: “Αύριο ένας από εμάς να μείνει πίσω για να δούμε ποιος τα κάνει όλα αυτά”. Πράγματι, το επόμενο πρωί ένας δράκος παραμόνεψε για να διαπιστώσει ποιος τους καθάριζε, αλλά δεν κατάφερε να δει την Μαριγκό. Την επόμενη μέρα παραμόνεψε άλλος δράκος, μα ούτε κι αυτός κατάφερε να προλάβει να δει την κοπέλα. Ο ένας μετά τον άλλον, όλοι οι δράκοι απέτυχαν στην προσπάθειά τους να δουν ποιος τους φρόντιζε τόσο καιρό, εκτός από τον τεσσαρακοστό δράκο ο οποίος σαν είδε τη Μαριγκό τη σήκωσε, την έβαλε στην αγκαλιά του, τη φίλησε και είπε στους άλλους: “Κοιτάξτε, έχουμε τώρα μια αδερφούλα. Μα δεν είναι ανάγκη να δουλεύεις από δω και μπρος. Ξέρεις έχουμε μεγάλη περιουσία με πετράδια και φλουριά και μπορείς να έχεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου!”. Η κοπέλα έμεινε με τους σαράντα δράκους για αρκετό καιρό και όλοι της φέρονταν βασιλικά.


Ένα πρωινό όμως, η μητριά της βγήκε έξω και είπε στον ήλιο: “Ήλιε μου είσαι λαμπερός όπως κι εγώ είμαι λαμπερή. Όλα γύρω σου είναι λαμπερά, όπως και όλα γύρω μου λαμπερά είναι. Πες μου λοιπόν, υπάρχει σε όλη τη Γη κάποια πιο λαμπερή από εμένα;” Ο ήλιος τότε, γύρισε προς το μέρος της και της είπε: “Είμαι λαμπερός και είσαι λαμπερή. Όλα γύρω μου είναι λαμπερά και όλα γύρω σου λαμπερά είναι. Αλλά καμιά πάνω στη Γη δεν είναι τόσο λαμπερή όσο η Μαριγκό των Σαράντα Δράκων”.


Εξοργισμένη η βασίλισσα σαν το άκουσε αυτό γύρισε αμέσως στο παλάτι κι άρχισε να μαλώνει με τον βασιλιά:

Δεν τη σκότωσες την κόρη σου, μου είπες ψέματα!

Όχι, όχι, τη σκότωσα, απολογήθηκε εκείνος.

Όχι! Καθόλου δεν τη σκότωσες, αφού ζει με τους σαράντα δράκους και αν δεν θέλεις να σου πεθάνω θα πάρεις αυτές τις φουρκέτες και θα ψάξεις μέχρι να τη βρεις. Μόλις τη βρεις και της μιλήσεις, δώσε της αυτές της δηλητηριασμένες φουρκέτες, να τις βάλει στα μαλλιά της να πεθάνει.


Τι να κάνει ο κακόμοιρος ο βασιλιάς; Μεταμφιέστηκε σε περιπλανώμενο έμπορο, πήρε τις δηλητηριασμένες φουρκέτες και άρχισε την αναζήτησή του. Ο δρόμος του τον έβγαλε και στον ποταμό όπου είχε δει για τελευταία φορά την κόρη του. Ακολούθησε την όχθη του, μέχρι που έφτασε στο κάστρο των Σαράντα Δράκων. Εκεί, στήθηκε από κάτω από τα τείχη και βάλθηκε να φωνάζει: “Φουρκέτες για τις κυράδες! Πουλάω φουρκέτες!”. Η κοπέλα τον άκουσε και βγήκε στο μπαλκόνι της να τον καλωσορίσει:

Γεια σου έμπορα! του είπε χωρίς να μπορεί να τον αναγνωρίσει.

Παιδί μου, θέλεις να αγοράσεις μια από τις πολύ περίτεχνες φουρκέτες που πουλάω; της είπε ο μεταμφιεσμένος βασιλιάς, που την γνώρισε αμέσως σαν την είδε. Θα σου ομορφύνουν τα μαλλιά αμέσως.

Και τι να τις κάνω εγώ τις φουρκέτες σου; Έχω πολύ ομορφότερες για δικές μου. Οι δράκοι μου έχουν δώσει φουρκέτες στολισμένες με διαμάντια.

Μπορεί και να είναι έτσι, αλλά οι δικές μου φουρκέτες είναι κι αυτές πολύ φίνες. Έλα παιδί μου και αγόρασε κι από εμένα μια φουρκέτα να βγάλω λίγα χρήματα.


Η κοπέλα μαλάκωσε τότε και αγόρασε μία φουρκέτα από τον έμπορο, επέστρεψε στο κάστρο, την έβαλε στα μαλλιά της και αστραπιαία σωριάστηκε στο ανάκλινδρο.


Το βράδυ, όταν επέστρεψαν οι δράκοι από την έξοδο τους και είδαν το άψυχο κορμί της Μαριγκό, άρχισαν να θρηνούν και να κλαίνε και να μουγκρίζουν: “Αχ, αδερφή, αδερφούλα!” Τότε κάποιος πρόσεξε την καινούρια φουρκέτα και αναφώνησε: “Τι κάνει αυτή η φουρκέτα στα μαλλιά της; Δεν της την δώσαμε εμείς!”. Κάποιος άλλος είπε “Φέρε την εδώ να δούμε αν μπορούμε να καταλάβουμε από που προήλθε.” Ένας δράκος έβγαλε προσεκτικά τη φουρκέτα από το κεφαλάκι της Μαριγκό και αυτή αμέσως πήρε πάλι ανάσα:

Μα πού ήσασταν τόσο καιρό;

Τι σου συνέβη, πες μας! την παρότρυναν οι δράκοι. Πού τη βρήκες αυτή τη φουρκέτα;

Πέρασε ένας έμπορος που τις πουλούσε και αγόρασα μία. Την έβαλα στα μαλλιά μου και αμέσως με τύλιξε το σκοτάδι.

Αχ βρε Μαριγκό, της είπαν οι δράκοι. Δεν σου είπαμε ότι θα σου προσφέραμε εμείς ό,τι επιθυμούσε η ψυχούλα σου και δεν υπήρχε ανάγκη να πάρεις κάτι από αλλού; Είδες τώρα τι έγινε; Να μην το ξανακάνεις.


Ο βασιλιάς επέστρεψε σπίτι του μετά από λίγες ημέρες και η γυναίκα του τον ρώτησε:

Εντάξει, τη δηλητηρίασες;

Ναι, το έκανα και είναι νεκρή.


Η βασίλισσα ευχαριστήθηκε πολύ με αυτό το γεγονός. Το επόμενο πρωί βγήκε έξω και άρχισε ξανά να μιλά με τον ήλιο: “Ήλιε μου είσαι λαμπερός όπως κι εγώ είμαι λαμπερή. Όλα γύρω σου είναι λαμπερά, όπως και όλα γύρω μου, λαμπερά είναι. Πες μου λοιπόν, υπάρχει σε όλη τη Γη κάποια πιο λαμπερή από εμένα;” Ο ήλιος αμέσως της απάντησε: “Είμαι λαμπερός και είσαι λαμπερή. Όλα γύρω μου είναι λαμπερά και όλα γύρω σου λαμπερά είναι. Αλλά καμιά πάνω στη Γη δεν είναι τόσο λαμπερή όσο η Μαριγκό των Σαράντα Δράκων”. Η βασίλισσα λύσσαξε μόλις άκουσε την απάντηση του ήλιου και, όταν ο βασιλιάς επέστρεψε το σούρουπο στο παλάτι, τον έπιασε και άρχισε να του φωνάζει και να τον μαλώνει με μανία: “Γιατί μου είπες ψέματα ότι σκότωσες την κόρη σου; Ζει και βασιλεύει απ’ ότι έμαθα! Μια από εμάς πρέπει να πεθάνει, αυτή ή εγώ. Πάρε αυτά τα δαχτυλίδια και πήγαινε και δώσε της ένα. Μόλις φορέσει κάποιο από αυτά θα πεθάνει”.


Άλλη μια φορά, ο βασιλιάς μεταμφιέστηκε και πήρε τα καταραμένα δαχτυλίδια να τα πάει στο κάστρο των δράκων φωνάζοντας στη διαδρομή: “Έχω όμορφα δαχτυλίδια για όμορφα κορίτσια! Όμορφα δαχτυλίδια, αστραφτερά!”. Η κοπέλα τον άκουσε που φώναζε και βγήκε στο μπαλκόνι της. Μόλις την είδε, ο “έμπορος” της φώναξε:

Έλα κάτω κοπέλα μου να σου πουλήσω ένα από αυτά τα ωραία δαχτυλίδια!

Όχι, όχι δεν έρχομαι, του απάντησε εκείνη. Πριν λίγες μέρες ήρθε πάλι ένας έμπορος και με μάλωσαν που αγόρασα μια φουρκέτα από αυτόν. Στο κάτω κάτω, έχουμε εδώ δαχτυλίδια πιο όμορφα απ’ όσο μπορείς να φανταστείς. Δεν θέλω τα δαχτυλίδια σου. Φύγε τώρα.

Μα κορίτσι μου δεν λέω ότι δεν έχεις ωραία δαχτυλίδια. Θέλω μόνο ν΄ αγοράσεις ένα από τα δικά μου γιατί κι εγώ φτωχός εμποράκος είμαι, πώς αλλιώς θα βγάλω κι εγώ το ψωμί μου; Πες πως κάνεις ελεημοσύνη και πάρε ένα.


Η καρδιά της Μαριγκό πάλι μαλάκωσε και κατέβηκε και αγόρασε ένα δαχτυλίδι από τον μεταμφιεσμένο της πατέρα. Όταν γύρισε πίσω στο κάστρο φόρεσε το δαχτυλίδι και πέθανε αμέσως.


Αργότερα, το βράδυ, σαν γύρισαν οι δράκοι και είδαν την κοπέλα στο έδαφος, τη σήκωσαν και την ταρακούνησαν, αλλά είδαν πως δεν κοιμόταν απλά. Ό,τι και να δοκίμασαν να κάνουν για να την ξαναφέρουν στη ζωή δεν έφερε αποτέλεσμα και δεν ήξεραν πια τι να κάνουν. Σκέφτηκαν και συζήτησαν για λίγο ακόμα, αλλά μιας και δεν έβρισκαν καμία λύση, είπαν ότι έπρεπε να δεχτούν τη μοίρα τους και της έφτιαξαν ένα πανέμορφο φέρετρο από πορφύρα, το στόλισαν με μαργαριτάρια και την ξάπλωσαν μέσα. Θρηνώντας, κουβάλησαν το φέρετρο μέχρι τον κήπο ενός γειτονικού βασιλείου και έφτασαν μπροστά σε μια πηγή από την οποία έπιναν νερό τα άλογα του βασιλιά. Εκεί παραδίπλα στεκόταν ένα πανάρχαιο δέντρο. Οι δράκοι, με τέσσερις ασημένιες αλυσίδες, κρέμασαν το φέρετρο από τα κλαδιά του δέντρου έτσι ώστε να αιωρείται ψηλά πάνω από την πηγή.


Την επόμενη μέρα, οι σταβλίτες του βασιλιά αυτού του βασιλείου, έφεραν τα άλογά του να πιουν από την πηγή, αλλά η αντανάκλαση από τα αστραφτερά μαργαριτάρια που στόλιζαν το φέρετρο τρόμαξαν τα άλογα και αρνήθηκαν να πιουν. Το ίδιο έγινε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οι νεαροί σταβλίτες μην ξέροντας τι να κάνουν και ανησυχώντας ότι θα έβρισκαν τον μπελά τους αν πάθαιναν κάτι τα άλογα του βασιλιά, έτρεξαν στον βασιλιά τους και του είπαν ότι τα άλογα είχαν να πιουν νερό τρεις μέρες. Εκείνος τότε είπε να πάει μέχρι την πηγή να δει ο ίδιος τι συνέβαινε. Σαν είδε με τα μάτια του ότι τα άλογα δεν έπιναν από το νερό της πηγής, ο βασιλιάς, έσκυψε ακριβώς πάνω από το κρυστάλλινο νερό της πηγής και θαμπώθηκε από τη λαμπρότητα της αντανάκλασης των μαργαριταριών. Κοίταξε πάνω να δει από πού ερχόταν αυτή η λάμψη και τότε είδε το φέρετρο που κρεμόταν από τις τέσσερις ασημένιες αλυσίδες. Διέταξε τους σταβλίτες να το κατεβάσουν κάτω και, μόλις το απομάκρυναν, τα άλογα πήγαν αμέσως στην πηγή και ήπιαν λαίμαργα νερό αφού διψούσαν αρκετά.


Ο βασιλιάς διέταξε να πάνε το φέρετρο στο δωμάτιό του και, μόλις έμεινε μόνος, το άνοιξε. Το σαγόνι του έπεσε σαν είδε την ομορφιά της κοπέλας που κείτονταν μέσα. Έπεσε από εκείνη την ημέρα σε τέτοια μελαγχολία που δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτα. Οι υπηρέτες του έφερναν το ένα γεύμα μετά το άλλο όμως τα έπαιρναν πίσω ανέγγιχτα. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα στη βδομάδα συνεχίστηκε αυτή η κατάσταση και ο βασιλιάς όλο και χειροτέρευε, είχε γίνει αδύνατος σαν στύλος.


Μαθαίνοντας τα μαντάτα, ήρθε μια μέρα να τον επισκεφτεί η μητέρα του. Μόλις τον είδε σε αυτά τα χάλια του είπε:

Τι σου συμβαίνει γιόκα μου; Τι έχεις, πες το σ΄ εμένα που είμαι η μητέρα σου!

Καλά είμαι, της απάντησε απότομα και συνάμα ξεψυχισμένα εκείνος. Άσε με ήσυχο τώρα.


Έκλεισε χρόνος που ο βασιλιάς είχε να φάει και να πιει κάτι. Η μητέρα του σε μια τελευταία της προσπάθεια να σώσει τον γιο της, πήγε να δει έναν άρχοντα του βασιλείου που είχε πολύ φιλικό δεσμό με τον γιο της και του είπε: “Άκου με παιδί μου, ο γιος μου δεν είναι καθόλου καλά, έχει να βγει από το δωμάτιο του ένα χρόνο τώρα. Πήγαινε κι εσύ να του μιλήσεις μπας και μπορέσεις να τον μεταπείσεις”.


Ο φίλος του βασιλιά έτρεξε να τον δει και τον ρώτησε: “Τι σου συμβαίνει καλέ μου φίλε; Γιατί μελαγχολείς τόσο; Έχεις τόσα πλούτη, ένα ολόκληρο βασίλειο και αντί να απολαμβάνεις τη ζωή, μοιάζεις ν΄ αποζητάς τον θάνατο. Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα πεθάνεις μόνο εσύ αλλά και η δόλια η μητέρα σου από τη στενοχώρια της. Έλα να βγούμε έξω για να ξεχάσεις λίγο τις σκοτεινές σου σκέψεις που τόσο σε βασανίζουν”. Ο βασιλιάς αρχικά αρνήθηκε, αλλά ο φίλος του τον πίεσε τόσο που τελικά δέχτηκε να κάνουν ένα πολύ σύντομο περίπατο.


Μόλις άφησαν πίσω τους το παλάτι, η μητέρα του βασιλιά είπε στις υπηρέτριες της: “Ελάτε γρήγορα τώρα που ο βασιλιάς λείπει να ψάξουμε την κάμαρή του μήπως βρούμε αυτό που του έχει δώσει τόση θλίψη”. Δεν χρειάστηκε να ψάξουν και πολύ, όταν πίσω από το ντιβάνι βρήκαν το φέρετρο. Το τράβηξαν έξω και το άνοιξαν και όλες αναφώνησαν σαν είδαν το όμορφο κορίτσι που ήταν ξαπλωμένο μέσα. Είπε τότε η μητέρα του βασιλιά: “Ώστε γι αυτό μαραζώνει αργά αργά ο γιος μου. Γρήγορα κορίτσια, ανάψτε τον φούρνο να πετάξουμε το σώμα της μέσα να το κάψουμε, για να τελειώσει το μαρτύριο του γιού μου”. Μόλις ο φούρνος πύρωσε και οι κοπέλες ήταν έτοιμες να σπρώξουν το σώμα της Μαριγκό μέσα να το κάψουν, μία από αυτές είδε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της Μαριγκό και είπε: “Μισό λεπτό, ας της βγάλουμε το δαχτυλίδι από το δάχτυλο, κρίμα είναι να καεί κι αυτό, φαίνεται πολύτιμο”. Τη στιγμή που η κοπέλα έβγαλε το καταραμένο δαχτυλίδι από το δάχτυλο της Μαριγκό, εκείνη σηκώθηκε αμέσως και κοιτώντας σαστισμένη γύρω της είπε: “Πού βρίσκομαι; Πού είναι τα αδέρφια μου οι Σαράντα Δράκοι;”. Ακούγοντάς το αυτό, η μητέρα του βασιλιά της ξαναέβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο και μόλις η Μαριγκό έπεσε πάλι άπνοη μέσα στο φέρετρο, η μητέρα του βασιλιά διέταξε τις υπηρέτριες να βάλουν ξανά το φέρετρο πίσω από το ντιβάνι.


Ο βασιλιάς επέστρεψε από τη βόλτα του και κλειδώθηκε πάλι μέσα στο δωμάτιο του, άνοιξε το φέρετρο και θαύμασε το κορίτσι. Την επόμενη μέρα, η μητέρα του πήγε να τον δει και για μια φορά ακόμα τον παρακάλεσε:

Γιόκα μου, τι έχεις, τι σου συμβαίνει; Γιατί δεν λες τίποτε σε μένα τη μητέρα σου που σε νοιάζομαι τόσο;

Μη μ΄ ενοχλείς άλλο, της είπε ο βασιλιάς. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις.

Και πώς το ξέρεις ότι δεν μπορώ; του απάντησε πονηρά και συνέχισε να επιμένει.

Μπορείς να ξαναφέρεις στη ζωή αυτή που κείτεται εδώ μέσα; τη ρώτησε ο βασιλιάς τραβώντας το φέρετρο πίσω από το ντιβάνι.

Και γιατί όχι; χαμογέλασε η βασιλομήτωρ.


Ο βασιλιάς άνοιξε το φέρετρο και η μητέρα του έβγαλε το δαχτυλίδι από το δάχτυλο του κοριτσιού. Εκείνη ευθύς ανασηκώθηκε. Ο βασιλιάς την αγκάλιασε και τη φίλησε. Η Μαριγκό τον έσπρωξε και τον ρώτησε: “Μα τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;” Ο βασιλιάς της εξήγησε τι είχε συμβεί όλον αυτόν τον καιρό και της ζήτησε να γίνει η βασίλισσά του. Η Μαριγκό δέχτηκε και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...